ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Στη φωτογραφία επάνω η Μαρία. Θα βρω και κάποια που της μοιάζει να βάλω για Κάτια!
**************************************************************************************
Οι τρεις αδελφές έμειναν για λίγες ημέρες ακόμα στο Βασίλειο του Νότου, αφού έγραψαν πρώτα στη μητέρα τους για να ορίσουν την ακριβή ημερομηνία που θα αναχωρούσαν ξανά για τον Βορρά, αυτή τη φορά για πάντα. Ήταν αποφασισμένες να τα αφήσουν όλα πίσω τους, όσα τις πονούσαν και να κάνουν μια νέα αρχή σε εκείνο το πανέμορφο βασίλειο που τόσο είχαν αγαπήσει. Μάζεψαν όλα τους τα υπάρχοντα και κάλυψαν όλα τα έπιπλα του σπιτιού με λευκά σεντόνια ως ένδειξη πένθους, πριν κλειδαμπαρώσουν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού.
«Τι θα το κάνουμε το σπίτι;» απόρησε η Άντζελα. Στέκονταν και οι τρεις μπροστά απ' την κεντρική είσοδο και το κοιτούσαν, αναλογιζόμενες όλα όσα είχαν ζήσει σε αυτό.
«Δεν ξέρω.» απάντησε η Κάτια. «Θα δούμε. Ας το αφήσουμε έτσι προς το παρόν και ύστερα ίσως το πουλήσουμε.» Δεν ήξεραν τότε οι τρεις αδελφές ότι τελικά θα το ξεχνούσαν το σπίτι για πάρα πολύ καιρό...
*******************
Όλη η βασιλική οικογένεια τις υποδέχθηκε με χαρά πίσω στον Βορρά και στο Παλάτι και τους έδωσαν κουράγιο και παρηγοριά, ενώ οι υπηρέτες ανέλαβαν να τακτοποιήσουν τα λιγοστά υπάρχοντα της καθεμιάς στο δωμάτιο της. Στην τραπεζαρία τους περίμενε ένα από τα θεσπέσια γεύματα του Παλατιού, ενώ στις ντουλάπες στα δωμάτια τους, η Ανθή τους είχε αγοράσει και τοποθετήσει τα πιο όμορφα φορέματα από τα πιο φίνα υφάσματα του βασιλείου.
Οι επόμενες ημέρες έμελλαν να είναι λίγο δύσκολες. Η Μαρία ξεχάστηκε σύντομα καθώς αφέθηκε στην πολυτέλεια του Παλατιού και στις ανέσεις του, ενώ η Κάτια βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του Λεωνίδα. Η Άντζελα όμως, είχε βυθιστεί ξανά στη μελαγχολία, και ούτε η παρέα του Κωνσταντίνου δεν της έφτανε πια για να την κάνει να χαμογελάσει.
Μια νύχτα, είδε έναν εφιάλτη και ξύπνησε κραυγάζοντας. Ο Κωνσταντίνος, του οποίου το δωμάτιο βρισκόταν δίπλα στο δικό της, δεν κοιμόταν, έτσι την άκουσε και πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος. Έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο της Άντζελας, για να τη βρει κάθιδρη και πολύ τρομαγμένη.
«Άντζελα; Τι έγινε; Τι έπαθες;» τη ρώτησε ανήσυχος πλησιάζοντας την.
«Όλα... Όλα ήταν μες στο αίμα...» ψέλλισε εκείνη βαριανασαίνοντας. Ο Κωνσταντίνος κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε.
«Έλα, ηρέμησε.» της είπε με απαλή φωνή. «Ήταν μόνο ένας εφιάλτης.» Η Άντζελα έγειρε στην αγκαλιά του και σύντομα ηρέμησε και η αναπνοή της επανήλθε στο φυσιολογικό της.
«Συγνώμη που με είδες έτσι.» του είπε.
«Μα τι λες τώρα; Σε έχω πλέον σαν αδελφή μου, είναι δυνατόν να σε παρεξηγήσω;» την καθησύχασε αυτός.
«Σε ευχαριστώ. Με επηρέασε βλέπεις ο θάνατος της θείας μου, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Από τότε που χάσαμε τον πατέρα μας, νιώθω μερικές φορές να βυθίζομαι στο σκοτάδι, σαν να είμαι τόσο λυπημένη, που νιώθω λες και δεν θα είμαι ποτέ ξανά χαρούμενη.»
Ο Κωνσταντίνος την άκουγε με κατανόηση, χωρίς να τη διακόψει. Ήθελε να την κάνει να του ανοιχτεί γιατί έτσι θα ένιωθε καλύτερα.
«Στους εφιάλτες μου βλέπω συνέχεια το ίδιο σκηνικό. Βλέπω τον πατέρα μου ζωντανό και χαρούμενο, έχει κατά κάποιον τρόπο επιστρέψει στη ζωή. Είμαστε στο Μεγάλο Ξέφωτο και γελάμε ευτυχισμένοι, κι ύστερα... όλα μαυρίζουν και ο ήλιος χάνεται. Κόσμος αρχίζει να πέφτει κάτω νεκρός, από τις σφαίρες ψυχρών μαυροντυμένων εκτελεστών. Όλοι εκτός από εμένα, και ο πατέρας μου τελευταίος κι εγώ τον βλέπω μες στα αίματα και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω.» Η Άντζελα δάκρυσε ξανά, όμως ένιωθε καλύτερα που μίλησε σε κάποιον για τους εφιάλτες της. Ο Κωνσταντίνος την αγκάλιασε πάλι και είπε:
«Είναι λογικό, έπειτα από όλα αυτά που πέρασες. Ήσουν δέκα χρονών και βίωσες μια τέτοια τραγωδία. Αλλά μην ανησυχείς. Εγώ είμαι εδώ. Και κάθε φορά που θα βλέπεις εφιάλτη, θα έρχομαι και θα σε προσέχω μέχρι να κοιμηθείς.»
«Σε ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου, Κωνσταντίνε.»
«Μη με ευχαριστείς. Τι σόι αδελφός θα ήμουν αν δεν ήμουν δίπλα σου;»
«Θα μου κρατάς το χέρι μέχρι να με πάρει ο ύπνος;»
«Φυσικά.»
Και όντως της κρατούσε το χέρι, ξαπλωμένος και αυτός πλάι της αλλά έξω απ' τα σκεπάσματα. Μόνο τρυφερά αδελφικά αισθήματα είχε για αυτό το ευαίσθητο πλάσμα. Και όταν εκείνη κοιμήθηκε, δεν έφυγε από το πλάι της, παρά έμεινε εκεί να την προσέχει σαν φύλακας άγγελος, ώσπου τον πήρε κι εκείνον ο ύπνος. Από εκείνη τη νύχτα η Άντζελα δεν ξαναείδε εφιάλτη και άρχισε να συνέρχεται.
Πέρασαν λίγες ημέρες ακόμα και μπήκε ο Μάιος, ο οποίος έφερε τις πρώτες ζέστες του Καλοκαιριού μαζί του, και ας ήταν το κλίμα του Βορρά γενικά ψυχρότερο από τα άλλα Βασίλεια. Ένα ηλιόλουστο πρωινό σαν και αυτό, επικρατούσε φασαρία μέσα στο παλάτι.
«Δεν θέλω να μου κάνετε γενέθλια!» φώναξε για χιλιοστή φορά ο Κωνσταντίνος.
«Δεν έχει δεν θέλω, Κωνσταντίνε! Είναι ένας από τους κανόνες του Παλατιού να γιορτάζουμε τα γενέθλια όλων των μελών της βασιλικής οικογένειας με επίσημη δεξίωση! Και τώρα δρόμο! Σας θέλω όλους άψογους αύριο!» φώναξε ο Βασιλιάς. Το ύφος του τρόμαξε την Κάτια για ακόμα μία φορά. Τόσον καιρό στο Παλάτι και δεν μπορούσε να συνηθίσει ακόμα το άγριο βλέμμα του και τη βαριά φωνή του. Ευτυχώς, κανένας από τους γιους του δεν του είχε μοιάσει, τουλάχιστον στο χαρακτήρα.
Ο Κωνσταντίνος έκλεινε τα δεκαεφτά την επόμενη μέρα, όμως δεν ήθελε να τα γιορτάσει με άλλη μια από τις ανόητες δεξιώσεις των βασιλιάδων. Θα προτιμούσε να πάρει τα αδέλφια του και τις καινούργιες τους αδελφές, που πλέον είχαν γίνει όλοι μια παρέα μεταξύ τους, και να πάνε σε ένα όμορφο, ανεπίσημο ταβερνάκι, να συναναστραφούν με τον απλό λαό και να διασκεδάσουν με την ψυχή τους. Όμως ο πατέρας του ούτε να το ακούσει δεν θα ήθελε αυτό.
Οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες έφυγαν από τη μεγάλη αίθουσα και πήγαν στους κήπους να μιλήσουν.
«Κατάλαβες; Αφορμή ψάχνουν και οι δυο για να μαζευτεί εδώ όλη η υψηλή κοινωνία.» μονολογούσε σχεδόν ο Κωνσταντίνος.
«Εντάξει, βρε Κώστα. Ωραία θα περάσουμε και έτσι.» του είπε η κολλητή του η Άντζελα.
«Το ελπίζω.» της απάντησε εκείνος.
«Το ξέρετε ότι θα έρθει και η μαμά αύριο;» ρώτησε ο Μάριος.
«Κάτι άκουσα. Πώς κι έτσι;» είπε ο Λεωνίδας.
«Η μητέρα σας; Θα χαρώ πολύ να τη γνωρίσω.» είπε η Κάτια.
«Σίγουρα θα σας συμπαθήσει και τις τρεις.» είπε ο Μάριος και πήγε να αγκαλιάσει τη Μαρία, όμως εκείνη του έσπρωξε το χέρι του ενοχλημένη.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Λεωνίδας.
«Να παίξουμε κρυφτό στους κήπους!» πρότεινε η μικρή Λίζα.
«Ω, έλα τώρα Λίζα! Δεν είμαστε μωρά!» διαμαρτυρήθηκε ο Μάριος.
«Ελάτε, σας παρακαλώ! Δεν έχω άλλες φίλες με τις οποίες να μπορώ να παίξω και βαριέμαι!»
«Δεν θα είναι δίκαιο για τον Λεωνίδα.»
«Μια χαρά θα είμαι.» απάντησε αυτός. «Θα κρύβομαι μαζί με την Κάτια και αν βλέπει κάποιον να έρχεται θα μου λέει.»
«Δηλαδή συμφωνείς να παίξουμε; Μην της δίνεις θάρρος...» συνέχισε τη γκρίνια ο μικρότερος αδελφός του.
«Ας παίξουμε! Θα έχει πλάκα.» είπε η Άντζελα και ο Κωνσταντίνος συμφώνησε μαζί της, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, ακόμα και η Μαρία. Έτσι ο Μάριος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι έπρεπε να παίξει κι εκείνος αναγκαστικά.
«Ωραία, ο Λεωνίδας και η Κάτια θα πιάνονται για ένα άτομο.» είπε ο Κωνσταντίνος και ξεκίνησε να μετράει για να δει ποιος θα τα φυλάει. Για κακή του τύχη βγήκε ο Μάριος και γκρινιάζοντας κάλυψε το πρόσωπο του κι έγειρε στον κορμό ενός δέντρου.
«Πέντε, δέκα, δεκαπέντε...» Όλοι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν, πίσω από δέντρα, από θάμνους ή ακόμα και ανάμεσα σε λουλούδια και πίσω από τοίχους του κυρίως κτίσματος στο βάθος.
Η Κάτια τρέχοντας και κρατώντας το χέρι του Λεωνίδα τους οδήγησε πίσω από δύο θάμνους με παχύ φύλλωμα. Από εκεί μπορούσε να δει τον Μάριο να μετράει ακόμα, ενώ ο Λεωνίδας άκουγε μόνο τη φωνή του στο βάθος.
«Λοιπόν. Αν τον δω να έρχεται από αριστερά, θα σου χτυπήσω ελαφρά το αριστερό σου χέρι. Αν τον δω να έρχεται από δεξιά το δεξί. Εντάξει; Για να μη χρειαστεί να μιλήσω και ακουστούμε.»
«Εντάξει. Είσαι πανέξυπνη, Κάτια.» είπε ο Λεωνίδας και εκείνη χαμογέλασε με το κομπλιμέντο του. Πόσο θα ήθελε να της πει ότι την αγαπούσε κι ύστερα να την κλείσει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει... Συνεχώς έψαχνε την κατάλληλη στιγμή για αυτό, γιατί ήθελε να είναι μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή. Η αυριανή δεξίωση ίσως και να ήταν η ευκαιρία του.
Έτσι λοιπόν, οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες έπαιξαν διασκεδάζοντας με την ψυχή τους κι ένιωσαν και πάλι παιδιά. Η Λίζα χαιρόταν που έπαιζαν όλα της τα αδέλφια μαζί της και ακόμα περισσότερο χαιρόταν που ήξερε ότι θα ήταν για πάντα έτσι όλοι μαζί. Ή μάλλον, έτσι νόμιζε. Γελάστηκε όμως. Όταν είμαστε μικροί δεν έχουμε ιδέα τι μας περιμένει και τι τραγωδίες μας επιφυλάσσει η μοίρα.
Δεν κατάλαβαν πόσες ώρες είχαν περάσει έτσι, ώσπου τους βρήκε μια υπηρέτρια και τους φώναξε για φαγητό. Μπήκαν όλοι μέσα στην τραπεζαρία κάθιδροι και με τσαλακωμένα ή λερωμένα ρούχα.
«Τι χάλια είναι αυτά;!» ρώτησε ο Βασιλιάς φωνάζοντας. «Πρίγκιπες είστε εσείς ή αγρίμια;! Τι στο καλό κάνατε στους κήπους;!» Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κρατήθηκαν να μη γελάσουν.
«Παίζαμε κρυφτό.» ομολόγησε η Λίζα.
«Κρυφτό ολόκληροι άντρες και γυναίκες;! Και καλά εσύ, Λίζα, εσένα μπορώ να σε δικαιολογήσω. Αλλά οι υπόλοιποι;!»
«Εγώ φταίω, πατέρα. Εγώ τους παρακάλεσα να παίξουν μαζί μου.» είπε η νεαρή πριγκίπισσα.
«Τέλος πάντων. Πηγαίνετε να αλλάξετε και να πλυθείτε γρήγορα και μετά θα φάμε.»
«Γλυκέ μου, ασ' τους, θα πλυθούν μετά. Αρκετά καθυστερήσαμε το μεσημεριανό μας.» του είπε η Ανθή.
«Καλώς. Καθίστε και μετά θα κάνετε μπάνιο όλοι. Και δεν θέλω παρόμοιες ανοησίες αύριο.» υποχώρησε τελικά ο Αλέξανδρος και γευμάτισαν όλοι μαζί σιωπηλοί.
Το απόγευμα, η Κάτια πήγε μαζί με τον Λεωνίδα βόλτα στα μαγαζιά, ο οποίος επέμενε να της αγοράσει φόρεμα παρά τις αντιρρήσεις της. Περπάτησαν σε ένα μεγάλο πλακόστρωτο δρόμο, που ήταν πολυσύχναστος και γεμάτος μαγαζιά με όμορφα ρούχα και διάφορα καλούδια. Ορισμένοι περαστικοί που περνούσαν τους αναγνώριζαν και τους χαιρετούσαν ευγενικά και με σεβασμό.
«Καλησπέρα, Υψηλότατε! Καλησπέρα, Υψηλοτάτη!» Η Κάτια έπρεπε να αρχίσει να συνηθίζει αυτή την προσφώνηση. Ακόμα δεν το είχε συνειδητοποιήσει ότι τώρα πια ήταν και επισήμως πριγκίπισσα. Ο Λεωνίδας περπατούσε περήφανος δίπλα της, έχοντας περασμένο το ένα του χέρι στο μπράτσο της και στο άλλο το μπαστούνι του με το οποίο ανίχνευε το έδαφος στο οποίο πατούσε, αν και είχε εμπιστοσύνη στην Κάτια και χωρίς αυτό. Τελικά, η Κάτια επέλεξε να μπουν σε ένα μαγαζί με πανέμορφα επίσημα φορέματα. Η πωλήτρια τους χαιρέτησε ευγενικά και τους ρώτησε πως μπορούσε να τους εξυπηρετήσει.
«Θέλουμε ένα επίσημο φόρεμα για δεξίωση, για την Πριγκίπισσα Κάτια από εδώ.» εξήγησε ο Λεωνίδας. «Αύριο είναι τα γενέθλια του αδελφού μου, του Πρίγκιπα Κωνσταντίνου και ο πατέρας μας διοργανώνει δεξίωση στο Παλάτι.»
«Το γνωρίζω, Υψηλότατε. Ήρθαν και άλλες κυρίες που θα παρευρεθούν και τους πούλησα φορέματα. Του εύχομαι χρόνια πολλά.»
«Ευχαριστούμε.»
Η Κάτια με τη βοήθεια της κοπέλας δοκίμασε αρκετά φορέματα μέχρι να αποφασίσει ποιο θα πάρει. Ο Λεωνίδας τα άγγιζε για να μπορέσει να «δει» την κάθε λεπτομέρεια και του περιέγραφαν απλά τα χρώματα τους. Τέλος, η Κάτια δοκίμασε ένα με φαρδιά φούστα και ανοιχτό ντεκολτέ, κόκκινο με χρυσές λεπτομέρειες.
«Το κόκκινο σου πηγαίνει πολύ, Κάτια. Μπορεί να μη σε έχω δει με τα μάτια μου, αλλά μπορώ να σε φανταστώ και είμαι σίγουρος για αυτό.» της είπε μόλις το άγγιξε, χωρίς όμως να αγγίξει την ίδια σε σημεία που δεν θα ήθελε. Ακόμα και έτσι όμως, η Κάτια αναριγούσε όπως την ακουμπούσαν απαλά τα χέρια του και έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πως θα ήταν αν τη φιλούσε.
«Συμφωνώ με τον Υψηλότατο. Αυτό σας πηγαίνει πάρα πολύ.» είπε η πωλήτρια.
«Εντάξει. Αυτό θα πάρω.» συμφώνησε η Κάτια.
Ήξεραν ότι θα βαρεθούν να συναναστρέφονται με ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας στην αυριανή δεξίωση, όμως ανυπομονούσαν και οι δυο για τη στιγμή που θα χόρευαν μαζί και θα έδειχνε η Κάτια πως τα μαθήματα χορού είχαν αποδώσει.
Η Μαρία βρισκόταν στο δωμάτιο της με τον Μάριο, τον οποίο είχε καλέσει να τη βοηθήσει να επιλέξει φόρεμα για το επόμενο βράδυ, μιας και η Άντζελα προσφέρθηκε να βοηθήσει τους υπηρέτες στις προετοιμασίες και τη διακόσμηση και η Κάτια πήγε στα μαγαζιά με τον Λεωνίδα.
Μετά από αρκετή ώρα και αφού η Μαρία είχε αραδιάσει ένα σωρό φορέματα επάνω στο κρεβάτι της, ο Μάριος έπρεπε τώρα να επιλέξει ανάμεσα σε μία πράσινη σατέν τουαλέτα, σε ένα μαύρο φόρεμα που σερνόταν και σε ένα ροζ φόρεμα από μετάξι και δαντέλα.
«Το ροζ σου πηγαίνει πολύ.» της είπε τελικά.
«Ωραία. Αυτό θα βάλω.» είπε η Μαρία και του έσκασε ένα σύντομο, πεταχτό φιλί στα χείλη. Ο Μάριος άγγιξε τα χείλη του. Μακάρι αυτό το φιλί να διαρκούσε περισσότερο. Όμως η Μαρία μετά έκανε σαν να μη συνέβη τίποτα.
«Γιατί μου το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε.
«Ποιο;» απόρησε με αδιάφορο ύφος, καθώς τώρα είχε πάει το ροζ φόρεμα στα χέρια της και το έβαζε μπροστά της κοιτάζοντας το στον καθρέφτη.
«Γιατί παίζεις με τα συναισθήματα μου; Αφού ξέρεις ότι σ' αγαπώ, γιατί να μην είμαστε μαζί;» Η Μαρία σάστισε με αυτή του τη δήλωση και την πρόταση του, όμως κατάφερε να παραμείνει αδιάφορη και να μην δείξει πως τα χάνει.
«Μάριε, είσαι μικρός για εμένα και μπορώ να σε δω μόνο σαν φίλο. Εξάλλου, το ξέρεις ότι μ' αρέσει ο αδελφός σου.» Φυσικά και το ήξερε ο Μάριος. Η Μαρία του είχε εκμυστηρευτεί τον κρυφό της έρωτα για τον Λεωνίδα.
«Ναι, αλλά ο Λεωνίδας δεν πρόκειται να σε κοιτάξει. Μα τι λέω; Αφού δεν βλέπει.» της είπε.
«Έτσι κι αλλιώς τον Λεωνίδα τον πήρε η Κάτια.» έκανε η Μαρία λυπημένη.
«Τα έχουν;» ρώτησε έκπληκτος ο Μάριος.
«Έλα τώρα... Μην κάνεις πως είσαι κι εσύ τυφλός. Μπορεί να μην έχουν σχέση, όμως σύντομα θα γίνει κι αυτό. Δεν βλέπεις πως είναι συνέχεια μαζί από την πρώτη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας εδώ; Άσε που, πριν κατέβουμε στον Νότο για την κηδεία της θείας μας, ο Λεωνίδας της χάρισε ένα μαύρο τριαντάφυλλο μέσα σε μια γυάλα.»
«Τι; Σοβαρά μιλάς;»
«Αχά...» Ο Μάριος έβαλε το χέρι του στο μέτωπο του.
«Πώπω, ο πατέρας μου κι η μητέρα σου θα πάθουν εγκεφαλικό μόλις το μάθουν.»
«Ελπίζω να μην το μάθουν.» είπε η Μαρία, όμως κατά βάθος και τι δεν θα έδινε να τους έπιαναν μια μέρα στα πράσα και να τους ανάγκαζαν να χωρίσουν. Και ύστερα ο Λεωνίδας θα ήταν όλος δικός της!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top