ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Την επόμενη μέρα, η Κάτια ξύπνησε γαλήνια. Τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς επανήλθαν στο μυαλό της και χαμογέλασε. Είχε όμως και μια μελαγχολία, γιατί συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι με τον Λεωνίδα σαν ζευγάρι. Ακόμα και έτσι όμως, είχαν μερικές ημέρες για να περάσουν μαζί, μέχρι εκείνη και οι αδελφές της να επιστρέψουν στον Νότο.

Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα, διακόπτοντας τις ονειροπολήσεις της.

«Παρακαλώ;!» φώναξε για να ακουστεί. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν στο δωμάτιο οι δυο αδελφές της, χαμογελώντας χαρούμενες. Φορούσαν κι εκείνες ακόμα τις νυχτικιές τους.

«Καλημέρα, υπναρού!» την πείραξε η Άντζελα και όρμησε μαζί με τη Μαρία στο κρεβάτι γελώντας.

«Πώπω... Το πιστεύετε; Χθες κοιμήθηκα στο πιο μαλακό στρώμα σε ολόκληρη τη ζωή μου!» αναφώνησε ενθουσιασμένη η Μαρία. «Είμαστε στο παλάτι του Βορρά, και θα ζήσουμε σαν πραγματικές πριγκίπισσες για μία εβδομάδα!»

«Όντως, θα περάσουμε υπέροχα.» συμφώνησε η Κάτια. «Για πείτε όμως, πώς σας φάνηκε η μαμά; Οι γιοι του βασιλιά;»

«Εγώ τη συμπάθησα.» είπε η Άντζελα. «Φαίνεται πολύ εντάξει άνθρωπος. Το ίδιο και τα παιδιά. Με τον Μεγαλειότατο δεν μιλήσαμε πολύ για να ξέρω, αλλά καλός φαίνεται και αυτός.»

«Ναι, για να δέχτηκε να μας φιλοξενήσει...» συμφώνησε η Μαρία. Η Κάτια δεν ήθελε να πει τη σκέψη της ότι την τρόμαζε αυτός ο άνθρωπος χωρίς να γνωρίζει το γιατί.

«Όσο για τα παιδιά, πολύ καλοί όλοι τους.» είπε η Άντζελα και τα κορίτσια συμφώνησαν. «Ειδικά ο Λεωνίδας, έτσι Κάτια;» ρώτησε πειραχτικά την αδελφή τους.

«Ω... Έλα τώρα.» έκανε εκείνη δήθεν ενοχλημένη. «Απλά νιώσαμε μια συμπάθεια ο ένας για τον άλλον.»

«Ε ναι, αυτό λέω κι εγώ.» έκλεισε πονηρά το μάτι η αδελφή της.

Εκείνη τη στιγμή, μια υπηρέτρια χτύπησε και αφού της είπαν να περάσει, ενημέρωσε τα κορίτσια ότι σε μισή ώρα σερβιριζόταν το πρωινό και έπρεπε να κατέβουν στην τραπεζαρία. Οι αδελφές της έφυγαν για να ετοιμαστούν και η Κάτια σηκώθηκε για να ετοιμαστεί και εκείνη.

Το τραπέζι του πρωινού είχε κυριολεκτικά τα πάντα επάνω, ό,τι μπορούσαν να φανταστούν σε πρωινό. Χυμούς, καφέ, ζεστά ψωμάκια, βούτυρο, μέλι, κάθε λογής μαρμελάδα, φρούτα, τσουρεκάκια γεμιστά με σοκολάτα, κρέμες και άλλα πολλά. Είπαν καλημέρα κάνοντας και οι τρεις από μια ελαφριά υπόκλιση και κάθισαν να απολαύσουν το πρωινό τους. Το βλέμμα του Μάριου είχε καρφωθεί επάνω στη Μαρία, κάνοντας τη να δυσανασχετήσει για ακόμα μία φορά.

«Πώς κοιμήθηκαν χθες τα κορίτσια μου;» ρώτησε η Ανθή.

«Υπέροχα, ευχαριστούμε.» απάντησε η Άντζελα.

«Να ξέρετε πως θα περάσουμε πολύ όμορφα μαζί, ξεκινώντας από σήμερα. Θα πάμε εκδρομή στην εξοχή του Βορρά.» συνέχισε η Βασίλισσα. «Οι τέσσερις μας. Εγώ με εσάς.»

«Σίγουρα δεν θέλετε να πάμε όλοι μαζί;» ρώτησε ο Μάριος, που πέθαινε για να περάσει κι άλλο χρόνο με τη Μαρία.

«Γιε μου, αυτές οι στιγμές θα πρέπει να είναι αφιερωμένες στην Ανθή και στις κόρες της. Είχε τόσα χρόνια να τις δει, οπότε λογικό να θέλει να μείνει μόνη της μαζί τους για μερικές ώρες.» ανέλαβε να απαντήσει ο Βασιλιάς. Η Κάτια απογοητεύτηκε, το ίδιο και ο Λεωνίδας, ο οποίος έτρωγε τόση ώρα σιωπηλός.

«Λεωνίδα; Εσύ γιατί δεν μιλάς, παιδί μου;» τον ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Τι να πω, πατέρα; Συμφωνώ, τα κορίτσια πρέπει να περάσουν χρόνο με τη μητέρα τους.»

Η αρχική απογοήτευση της Κάτιας πέρασε, όταν η πολυτελής άμαξα της Ανθής βγήκε από την Πόλη του Βορρά και συνέχισε μέσα από λιβάδια τα οποία ήταν γεμάτα λουλούδια σαν εκείνα του Παλατιού, εκτός από τα σκούρα τριαντάφυλλα, φυσικά. Παντού μύριζε Άνοιξη. Πέρασαν από δρόμους ανάμεσα σε δέντρα και τα κορίτσια κοιτούσαν μαγεμένα γύρω τους καθώς ο δρόμος γινόταν ανηφορικός.

Έφτασαν σε ένα ξέφωτο, στα όρια μιας πλαγιάς. Η θέα από εκεί τους έκοψε την ανάσα. Κατέβηκαν από την άμαξα και η υπηρέτρια που είχε πάρει μαζί της η Ανθή έστρωσε στο γρασίδι υλικά για ένα πλούσιο πικνίκ. Η Κάτια θυμήθηκε άθελα της εκείνο το τελευταίο πικνίκ που είχαν κάνει με τον πατέρα τους, τότε που η μοίρα τον πήρε μετά μακριά τους. Κοίταξε τις αδελφές της και κατάλαβε πως σκέφτηκαν το ίδιο.

Γευμάτισαν συζητώντας ευχάριστα για όλα όσα έζησαν χώρια όλα αυτά τα χρόνια. Η Ανθή τους διηγήθηκε πιο αναλυτικά την ιστορία της από τότε που γνώρισε τον Βασιλιά Αλέξανδρο και τα κορίτσια την κατανόησαν λίγο περισσότερο, εκτός απ' τη Μαρία. Όμως εκείνη δεν την ένοιαζε τώρα αυτό, εφόσον θα έμενε για μία εβδομάδα μες στην πολυτέλεια και θα περνούσε καλά. Μακάρι μόνο να κατάφερνε να πλησιάσει και τον Λεωνίδα.

Γύρισαν αργά το απόγευμα. Ο ήλιος βάδιζε προς τη δύση του, όταν η Κάτια συνάντησε τον Λεωνίδα στους κήπους. Εκείνος της φίλησε ευγενικά το χέρι και της είπε:

«Περίμενα πώς και πώς να περάσουν οι ώρες για να σε ξαναδώ.»

Άρχισαν να περπατούν πάλι στους κήπους και να απομακρύνονται απ' το Παλάτι και από αδιάκριτα βλέμματα.

«Πώς περάσατε στην εκδρομή με τη μητέρα σου;» τη ρώτησε.

«Υπέροχα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός, ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό και όλες οι ευωδιές της Άνοιξης μας πλημύριζαν. Μιλήσαμε για πάρα πολλά θέματα και νιώσαμε πιο άνετα μαζί της. Αν και... αν ήσασταν κι εσείς θα περνούσαμε ακόμα καλύτερα.» Η Κάτια συνειδητοποίησε αυτό που είχε πει και, ως συνήθως, κοκκίνισε.

«Εγώ συγκεκριμένα;» τη ρώτησε και η καρδιά της αύξησε τους ρυθμούς της. Άραγε εκείνος ένιωθε το ίδιο;

«Ε... ναι... Εσύ.»

Ο Λεωνίδας σταμάτησε να περπατάει και στράφηκε προς το μέρος της. Τα χέρια του κινήθηκαν δεξιά και αριστερά του προσώπου της.

«Μπορώ;» τη ρώτησε εννοώντας να την αγγίξει. «Είναι ο τρόπος μου για να σε δω αυτός.»

«Ε... Ναι... Βέβαια.» είπε η Κάτια με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Πότε θα σταματούσε να ντρέπεται τόσο; Τα χέρια του κινήθηκαν στο πρόσωπο της, αρχίζοντας από το μέτωπο της και κατεβαίνοντας προς τα κάτω, στα μάτια της τα οποία έκλεισε. Έπειτα στη λεπτή της μύτη, στα μάγουλα της τα οποία είχαν πάρει φωτιά και στα χείλη της, στέλνοντας ρίγη παντού σε όλο της το κορμί.

«Είσαι όντως πολύ όμορφη, Κάτια.» της είπε. Η Κάτια ένιωσε να ζεσταίνεται και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Έπειτα άγγιξε τα μαλλιά της και τα χάιδεψε σε όλο το μήκος τους.

«Είναι πολύ απαλά.» συμπέρανε. Τέλος, τα χέρια του πήγαν στη σωμών κορδέλα που φορούσε, ίδιο χρώμα με το φόρεμα. Με μία κίνηση την έλυσε και της είπε:

«Νομίζω πως είσαι πολύ πιο όμορφη με τα μαλλιά σου λυτά.» και χτένισε τα ξανθά κύματα της με τα δάχτυλα του. Εκείνη τη στιγμή η Κάτια ορκίστηκε στον εαυτό της ότι θα άφηνε πάντα τα μαλλιά της λυτά.

«Συγνώμη αν σε έκανα να αισθανθείς άβολα.» της είπε ο Λεωνίδας και της έδωσε το μπράτσο του για να συνεχίσουν τη βόλτα τους.

«Όχι... Ήταν... Πολύ ωραίο.» του απάντησε και εκείνος χαμογέλασε. Του άρεσε που ντρεπόταν. Ήταν πολύ γλυκιά και δεν είχε ξανασυναντήσει παρόμοια κοπέλα ποτέ στη ζωή του. Όμως ήξερε πως ο έρωτας ανάμεσα τους ήταν απαγορευμένος, για αυτό δεν έκανε καμία παραπάνω κίνηση να τη φιλήσει ή να την αγκαλιάσει, παρόλο που το ήθελε σαν τρελός.

Έκαναν βόλτα λίγο ακόμα και μετά άρχισαν να περπατούν προς τα πίσω, γιατί θα τους έψαχναν αν αργούσαν πολύ.

«Δηλαδή εσύ είσαι ο διάδοχος;» ρώτησε η Κάτια κάποια στιγμή.

«Κανονικά, ναι, εγώ είμαι ως ο μεγαλύτερος. Όμως, η απώλεια της όρασης μου αποτελεί πρόβλημα. Ένας τυφλός βασιλιάς είναι πάντα δυσλειτουργικός.» είπε σαρκαστικά. «Όμως, υπάρχει μία πιθανότητα να γιατρευτώ.»

«Αλήθεια;»

«Ναι. Σε τρία περίπου χρόνια από τώρα, θα έρθει στο βασίλειο μας μία μάγισσα από τη Χώρα των Μάγων. Ο πατέρας μου την κάλεσε. Εκείνη θα κάνει ένα τελετουργικό το οποίο, αν πετύχει, θα ξαναβρώ την όραση μου όπως πρώτα.» Η Κάτια άκουγε έκπληκτη. Είχε ακούσει για τους μάγους που ζούσαν σε εκείνη τη μακρινή χώρα, όμως δεν ήξερε αν όντως υπήρχαν ή αν ήταν ένας μύθος.

«Και τι θα γίνει αν δεν πετύχει;» ρώτησε, φοβούμενη ήδη την απάντηση.

«Τότε θα χάσω εντελώς τα μάτια μου. Και τη βασιλεία θα την πάρει ο Κωνσταντίνος.» Δεν ήθελε να της πει ότι υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.

Την επόμενη μέρα, κατάφεραν να ξεκλέψουν λίγο χρόνο και να πάνε σε μια από τις μικρές αίθουσες χορού. Ο Λεωνίδας είχε φέρει μια μικρή ορχήστρα για να παίξει.

«Τους κάλεσες για το μάθημα χορού;» είπε γελώντας η Κάτια.

«Μόνο για σένα, Κάτια. Γιατί χωρίς μουσική, δεν γίνεται να μάθεις τα βήματα.» Ο Λεωνίδας έβγαλε κάτι από την τσέπη του. Ήταν η σωμών κορδέλα της Κάτιας από χθες, την οποία είχε κρατήσει. Πλησίασε και της την έβαλε στα μάτια, δένοντας την στην πίσω μεριά του κεφαλιού.

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε.

«Εμπιστεύσου με.» της είπε απλά και αφού τελείωσε με το δέσιμο της εξήγησε: «Πιστεύω πως θα νιώσεις καλύτερα το ρυθμό αν δεν βλέπεις. Όταν σου λείπει η όραση, όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις οξύνονται.» άκουσε τη φωνή του. Ένιωθε περίεργα που έβλεπε μονάχα σκοτάδι.

Πώς μπορεί και ζει έτσι; Σκέφτηκε και κατάλαβε πόσο δύσκολο θα ήταν για αυτόν.

Ο Λεωνίδας έκανε νόημα στην ορχήστρα και εκείνη άρχισε να παίζει, ενώ έπιασε στα χέρια του την Κάτια.

«Λοιπόν, όταν εγώ θα κάνω δύο βήματα μπροστά, εσύ θα κάνεις δύο βήματα πίσω.» άκουσε την απαλή φωνή του. «Έτοιμη;»

«Και τι θα γίνει αν τρακάρουμε πουθενά;»

«Μη φοβάσαι. Ξέρω την αίθουσα απ' έξω και είμαστε μόνοι. Δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι για να συγκρουστούμε. Και τώρα πάμε. Συγκεντρώσου μόνο στη μουσική και στη φωνή μου όταν θα σου λέω τα βήματα.»

Έτσι ξεκίνησαν να χορεύουν. Η Κάτια ένιωθε πολύ άβολα στην αρχή, να μη βλέπει, όμως έκανε όπως της είπε ο Λεωνίδας και αφέθηκε στο ρυθμό της μουσικής που τους τύλιγε και τους δύο και στην αγκαλιά του που την οδηγούσε στα βήματα του μαγευτικού βαλς. Σύντομα ένιωσε άνετα, παρόλο που δεν έβλεπε και αφέθηκε ολοκληρωτικά. Δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top