ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45

Η Λίζα καλπάζε επάνω στην καφετιά φοράδα της, με τον Πέτρο στο πλάι της επάνω στο αρσενικο άλογο που του έδωσε. Ένιωθε τον αέρα στο πρόσωπο της και την αίσθηση της απόλυτης ταχύτητας και ελευθερίας που μόνο η ιππασία μπορούσε να της χάρισει. Ένιωθε ευτυχισμένη, έστω και αν ήξερε ότι ήταν προσωρινό.

Είχε υποσχεθεί στον Πέτρο ότι θα τον πήγαινε σε ένα καταπληκτικό μέρος, έτσι ανέβαιναν τώρα ένα βουνό, έχοντας μαζί τους λίγα τρόφιμα για να γευματίσουν όταν φτάσουν και μπόλικο νερό για το δρόμο.

Το Μεγάλο Βουνό, έτσι λεγόταν, απηχε μισή ώρα περίπου απ' το Παλάτι και ήθελαν άλλη μια ωρα για να το ανέβουν μέχρι την κορυφή του. Ξαφνικά, η Λίζα σταμάτησε μπροστά από μια πλαγιά. Ο Πέτρος σταμάτησε το άλογο του δίπλα της. Στα αριστερά  τους βρισκόταν γκρεμός με δέντρα να κατεβαίνουν απότομα, ο οποίος τους χάριζε μια πανοραμική θέα του βασιλείου και του παλατιού στο βάθος. Ο δρόμος μπροστά τους οδηγούσε στην κορυφή.

"Υπέροχα, δεν είναι;" είπε η Λίζα και εισέπνευσε βαθιά τον καθαρό αέρα του βουνού.

"Ναι, είναι. " Συμφώνησε ο Πέτρος.

"Που να δεις τη θέα όταν φτάσουμε. Πάμε έναν αγώνα μέχρι την κορυφή;" τον προκάλεσε με πονηρό ύφος.

"Είμαι γρήγορος καβαλάρης, Πριγκίπισσα. Δεν νομίζω πως θα με νικήσετε σε αυτό."

"Α, ναι; Για να δούμε, λοιπόν..." Η Λίζα τράβηξε τα χαλινάρια και η φοράδα της άρχισε να καλπάζει σαν τον άνεμο, ενώ ο Πέτρος ξεκίνησε αμέσως πίσω της φωνάζοντας:

"Εί! Αυτό δεν ήταν δίκαιο! Κλέψατε! Δεν με προειδοποιήσατε ότι ξεκινάμε!"

"Άσε τα λόγια γιατί θα χάσεις!" Του φώναξε η Λίζα και γελώντας συνέχισε να τρέχει σαν τον άνεμο. Ο Πέτρος την έφτασε σύντομα και για λίγο έδιναν μάχη σώμα με σώμα ενώ το διασκέδαζαν πραγματικά.

Έφτασαν στην κορυφή του βουνού και για ελάχιστη διαφορά, κέρδισε η Λίζα και άρχισε να πανηγυρίζει φωνάζοντας και σήκωσε το άλογο στα δύο του πόδια. Ο Πέτρος την κοίταξε και του θύμισε Δυτική καουμπόισσα.

Κατέβηκαν απ' τα άλογα, τα έδεσαν σε ένα δέντρο και τους έβαλαν νερό. Η Λίζα πλησίασε την άκρη της κορυφής και ο Πέτρος πλησίασε και στάθηκε πλάι της. Η θέα του έκοψε την ανάσα.

"Λοιπόν, όπως βλέπεις, το βουνό αυτό βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το Κεντρικό, αλλά και το Δυτικό Βασίλειο." Ξεκίνησε να εξηγεί η Πριγκίπισσα. "Έτσι, στα αριστερά μας βλέπουμε ένα μεγάλο μέρος του Βασιλείου μας, το Παλάτι εκεί κάτω... Ευθεία βλέπουμε τον Ποταμό Γκρεμό, την Πρώτη Πεδιάδα και το Πρώτο Δάσος τα οποία ανήκουν στο Κεντρικό Βασίλειο." Η Λίζα προχώρησε προς τα δυτικά της κορυφής, έδειξε πέρα μακριά και συμπλήρωσε: "Και αυτό εκεί στο βάθος είναι το Βασίλειο της Δύσης."

Ο Πέτρος πλησίασε και άφησε ένα επιφώνημα θαυμασμού και συγκίνησης που έβλεπε το βασίλειο από το οποίο καταγόταν. Από εκεί που στέκονταν φαινόταν πεντακάθαρα το βουνό από το οποίο έτρεχε ο μεγάλος καταρράκτης που ήταν η αρχή του Ποταμού  Γκρεμού , το οποίο βουνό ανήκε στο Βασίλειο της Δύσης , και κάτω από αυτό διέκρινε πολλά σπίτια και χωριουδάκια της Δύσης. Ένιωσε για λίγο κοντά στο βασίλειο του και στη μητέρα του.

"Είναι πανέμορφα..." είπε.

"Για αυτό σε έφερα εδώ. Έχω καταλάβει ότι σου λείπει η πατρίδα σου, το σπίτι σου, και σκέφτηκα ότι έτσι ίσως ένιωθες πιο κοντά σε αυτό." Του είπε η Λίζα.

"Δεν ξέρω τι να πω... Ένα ευχαριστώ είναι λίγο, Υψηλότατη... Είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σας να το σκεφτείτε αυτό για μένα."

"Μη με ευχαριστείς. Ήθελα κι εγώ να ξεφύγω λίγο απ' το Παλάτι. Και φτάνει πια με τον πληθυντικό. Με κούρασε. Τώρα δεν είμαστε στο Παλάτι, δεν είμαστε Πριγκίπισσα και Υπηρέτης αλλά η Λίζα και ο Πέτρος, δύο φίλοι στο πιο ψηλό σημείο του Βορρά."

Ο Πέτρος κατέβασε το κεφάλι του. Ήταν δύσκολο να της μιλήσει στον ενικό, μα η λέξη "φίλοι" τον πληγώνε. Ένιωθε κάτι παραπάνω από φιλικά αισθήματα για τη Λίζα και δεν τολμούσε να της τα πει.

"Είναι πραγματικά σαν να είμαστε στην κορυφή όλου του κόσμου. " σχολίασε. Παρατήρησε το πρόσωπό της Λίζας, το χαρούμενο πλέον πρόσωπο της και το απαλό αεράκι που της έσπρωχνε τα μαλλιά προς τα πίσω την έκανε να δείχνει ακόμα πιο όμορφη και ξέγνοιαστη.

"Λίζα..." ξεστόμισε για πρώτη φορά το όνομα της και η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Τον κοίταξε στα μάτια.

"Δεν θέλω να σε ξανά δω να κλαις, ούτε να προσπαθήσεις ξανά να αυτοκτονήσεις. Δεν θα αντέξω να σε χάσω. Θέλω να είσαι χαρούμενη και για αυτό θα προσπαθώ από εδώ και πέρα." Τα λόγια που είπε δεν είχε ιδέα που βρήκε το θάρρος να τα πει, αλλά ήταν όσα αισθανόταν στα αλήθεια. Την πλησίασε κι άλλο, δεν ήθελε να κάνει κάτι για το οποίο θα μετανιώνανε αργότερα όμως ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάσει...

"Πέτρο..." ψιθύρισε σχεδόν εκείνη κι έπειτα χάθηκαν ο ένας στα μάτια του άλλου και τα χείλη τους ενώθηκαν ως δια μαγείας, σαν μια αόρατη δύναμη να τους έσπρωξε. Σαν χαμένη του παραδόθηκε, ένιωσε πρωτόγνωρα συναισθήματα τα οποία δεν μπορούσε και δεν ήθελε να εξηγήσει εκείνη τη στιγμή. Το ένα της χέρι τον είχε αγκαλιάσει σφιχτά ενώ το άλλο βρισκόταν ανάμεσα στα πλούσια μαύρα μαλλιά του, ενώ εκείνος είχε τυλίξει την ίδια μέσα στα δικά του χέρια και την κρατούσε σαν να μην ήθελε να του φύγει ποτέ.

Ξαφνικά όμως, η Λίζα επανήλθε πάλι πίσω στη σκληρή πραγματικότητα. Ήταν δύο χαρακτήρες από τελείως διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και μια τέτοια σχέση δύσκολα γινόταν αποδεκτή. Ακόμα και η φιλία τους ήταν λάθος, κανονικά η μοναδική δουλειά του Πέτρου ήταν να υπηρετεί εκείνη και την οικογένειά της. Επιπλέον, μετά από όσα είχε περάσει δεν ήξερε αν μπορούσε να του προσφέρει οτιδήποτε. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να βυθιζόταν ξανά στο σκοτάδι της και να τον τραβούσε κι εκείνον μαζί της.

Τον έσπρωξε απότομα από πάνω της και είπε:

"Όχι, Πέτρο, δεν είναι σωστό. Δεν πρέπει..." Η καρδιά της χτυπούσε σε ακανόνιστους ρυθμούς και τα χείλη της ποθούσαν να ξαναγίνουν ένα με τα δικά του, μα το μυαλό και η λογική τη σταματούσαν.

"Με συγχωρείς. Εγώ έφταιγα. Μου είπες να σου μιλάω σαν φίλη κι εγώ πήρα παραπάνω θάρρος από όσο έπρεπε. Δεν θα επαναληφθεί." Είπε ντροπιασμένος εκείνος.

"Μην απολογείσαι. Έφταιγα κι εγώ. Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες μέρες περνάμε πολύ χρόνο μαζί και έχει αναπτυχθεί μια οικειότητα."

Ώστε έτσι το βλέπει; Σαν μια απλή οικειότητα; αναρωτήθηκε μέσα του ο Πέτρος. Θα προτιμούσε να τον χαστουκίσει και να τον βρίσει που πήρε το θάρρος και τη φίλησε, παρά να τον αντιμετωπίσει με τόση αδιαφορία.

Απ' την άλλη μεριά η Λίζα, συνειδητοποίησε ότι δεν μετάνιωνε για το φιλί τους. Ήταν το πρώτο της φιλί και χαιρόταν που ήταν με τον Πέτρο. Φυσικά και άρχισε να νιώθει ακόμα βαθύτερα συναισθήματα ύστερα από αυτό, αλλά φοβόταν να του τα ομολογήσει.

Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο και έφαγαν το κολατσιό που είχαν φέρει, χαζεύοντας τη θέα και συζητώντας ευχάριστα χωρίς να αναφέρουν ξανά αυτό που έγινε. Η Λίζα ένιωθε πολύ μπερδεμένη. Κοιτούσε στα μάτια του και έλιωνε, όμως μερικά λεπτά πριν του είχε πει πως τον θεωρούσε φίλο της και λίγα δευτερόλεπτα μετά βρέθηκαν να φιλιούνται. Οι φίλοι δεν φιλιούνταν μεταξύ τους, σωστά; Δεν ένιωθαν την καρδιά τους να χτυπάει άτακτα όταν βρίσκονταν κοντά. Τι είχε πάθει λοιπόν η ιδια; Τον είχε ερωτευθεί; Έτσι ήταν ο έρωτας, λοιπόν; Και εκείνος τι ένιωθε; Το σίγουρο πάντως ήταν ότι τον ήθελε στη ζωή της, ήταν πλέον ο λόγος της για να ζει.

Την ίδια στιγμή, ο Λεωνίδας και η Κάτια, εκμεταλλευόμενοι επίσης τον καλό καιρό, είχαν πάει για πικνίκ σε μια παραλία. Δεν ήταν ακόμα καιρός για κολύμπι, ο Ιούνιος είχε μόλις μπει και τα βόρεια νερά του νησιού ήταν κρύα τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο. Κάθονταν όμως κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε στρωσίδια που είχαν φέρει, γιατί σε αντίθεση με τη θάλασσα, ο ήλιος έκαιγε όσο πήγαινε προς τη μέση του ουρανού.

Έφαγαν και τώρα είχαν χαλαρώσει, ξεχνώντας για λίγο πως ήταν βασιλιάς και βασίλισσα και απολαμβάνοντας απλά το ζεστό καιρό και την αλμύρα της θάλασσας.

"Γιατί δεν ήθελε να έρθει η αδελφή μας μαζί;" ρώτησε η Κάτια κάποια στιγμή.

"Δεν ξέρω. Είπε πως θα έβγαινε για ψώνια στην αγορά και πήγε στο στάβλο να πάρει το άλογο της. Την είδα αρκετά ευδιάθετη και μου φάνηκε περίεργο." Της απάντησε ο άντρας της.

"Γενικά μου φαίνεται πως μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο χαρούμενη, όμως ακόμα εξακολουθεί να με αποφεύγει, το έχεις παρατηρήσει; Και όταν είμαστε μαζί, πολύ σπάνια με κοιτάει στα μάτια."

"Δεν είχα προσέξει ότι αποφεύγει μόνο εσένα. Νομίζα πως είναι έτσι και με τους δύο μας."

"Λεωνίδα..." Το πρόσωπο της Κάτιας σκοτείνιασε για λίγο. "Πιστεύω πως της θυμίζω....ξέρεις. Αυτό που της αποκάλυψα την ημέρα που επέστρεψα."

Φυσικά και κατάλαβε ο Λεωνίδας τι εννοούσε.

"Μην το σκέφτεσαι αυτό, αγάπη μου. Δεν έχει κάτι μαζί σου, απλά ξέρουμε και οι δύο ότι προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της. Η Λίζα δεν ήταν συνηθισμένη σε δύσκολες καταστάσεις, δεν πέρασε όσα εσύ για να σκληρύνει και να αντιμετωπίζει τα πάντα με θάρρος. Μεγάλωσε μέσα σε ένα παλάτι και οι γονείς μας πάντα την κακομάθαιναν, έπειτα σε εφηβική ηλικία έχασε όλα σχεδόν τα αδέλφια της και αναγκάστηκε να ωριμάσει απότομα. Και όταν επέστρεψες και συνέβησαν όλα τα τελευταία γεγονότα της μαζεύτηκαν πολλά και ήταν αρκετά για να την ρίξουν ψυχολογικά τελείως."

Η Κάτια συμφώνησε.

"Ότι κι αν της συνέβαινε, έπρεπε να μας μιλήσει. Έστω σε εσένα, που έχετε ζήσει περισσότερο μαζί. Θα τη βοηθούσες αν δεχόταν τη βοήθεια σου. Όμως το σημαντικό τώρα είναι ότι έχει αρχίσει να συνέρχεται. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγος χρόνος τελικά."

"Ναι, ακριβώς." Είπε ο Λεωνίδας. "Είναι γνωστό ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός."

Η Κάτια για άλλη μια φορά συμφώνησε μαζί του και τον φίλησε.  Είχε δίκιο, ο χρόνος όντως γιατρεύει όλες τις πληγές, βοηθάει όμως πολύ και η αγάπη. Έτσι, και οι δικές της πληγές άρχισαν σιγά- σιγά να κλείνουν με την πάροδο του χρόνου και την αγάπη του Λεωνίδα.

**************************


Θεωρείτε πως είναι βιαστική η αφήγηση της ιστορίας του Πέτρου και της Λίζας, η ότι είναι περιττή επειδή το κυρίως θέμα της ιστορίας έχει φτάσει στο τέλος του;

Στο επόμενο κεφάλαιο θα έχουμε μια μεγάλη εξέλιξη. Απομένουν ακόμα δύο κεφάλαια μέχρι τον επίλογο, μπορεί και τρία αν μου βγουν μεγάλα!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top