ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42

Η Κάτια ήταν πολύ ευτυχισμένη. Επιτέλους, είχε φτάσει η ωραιότερη ημέρα της ζωής της. Η μέρα του γάμου της με τον Λεωνίδα. Απ' το πρωί δεν έκανε τίποτα άλλο, πάρα μόνο αφέθηκε στις περιποιήσεις των υπηρετριών που την ετοίμαζαν για το γάμο και τη στέψη. Ήθελε να κάνει βέβαια και κάποια πράγματα μόνη της, αλλά δεν την άφησαν. Έτσι, μετά το απολαυστικό λουτρό με τα αρωματικά έλαια, έφαγε ένα πλούσιο γεύμα, ξεχωριστά από τον Λεωνίδα και κλείστηκε στην κάμαρη της για τις τελικές ετοιμασίες, το ντύσιμο, το μακιγιάζ και τα μαλλιά.

Δεν τον είχε δει καθόλου όλη την ημέρα, για να μην "πάει γρουσουζιά", όπως της είπαν.

Ίσως για αυτό να έγιναν τα πράγματα έτσι μετά τον πρώτο γάμο, γιατί είχαμε ιδωθεί πριν την εκκλησία. Σκεφτόταν με χιούμορ η Κάτια.

Οι γυναίκες την έντυσαν με το πανάκριβο νυφικό, με τη δύο μέτρων ουρά, γελώντας και λέγοντας τραγούδια. Η Κάτια ήταν πολύ ζέστη και φιλική με όλες τους, σαν να ήταν φίλες της και όχι υπηρέτριες που έκαναν τη δουλειά τους.

Ο Λεωνίδας ντυνόταν κι εκείνος στο δωμάτιο του, σκεπτόμενος πόσο πιο ευτυχισμένος ήταν τώρα από ότι στον ψεύτικο γάμο του με τη Μαρία. Τώρα πια είχε την αληθινή Κάτια στο πλευρό του, είχαν γίνει ένα και δεν υπήρχε πια η παραμικρή αμφιβολία.

Μετά την ημέρα εκείνη της εκτέλεσης, μαθεύτηκε παντού το γεγονός ότι η πρώην βασίλισσα Ανθή σκοτώθηκε κατά λάθος, θυσιάζοντας ηρωικά τη ζωή της για να σωθεί η κόρη της, καθώς και το γεγονός ότι η γυναίκα εκείνη που νόμιζαν για τη Βασίλισσα Κάτια, ήταν στην πραγματικότητα η Πριγκίπισσα Μαρία, η δολοφόνος του πρώην βασιλιά τους, και η γυναίκα που ο Βασίλιας Λεωνίδας παραλίγο να εκτελέσει δεν ήταν η Πριγκίπισσα Μαρία αλλά η αληθινή Κάτια, που σήμερα θα στεφόταν βασίλισσα τους.

Τα κουτσομπολιά έγιναν κι έπαιρναν, αλλά καθόλου δεν τον ένοιαζε. Ήταν τόσο ευτυχισμένος κι ερωτευμένος πάλι απ' την αρχή μαζί της, που ακόμα και ηλίθιο να τον έλεγε ο λαός, δεν θα τον πείραζε καθόλου!

Κι έφτασε η αγία εκείνη ώρα, που την αντίκρισε μπροστά του στα σκαλιά της εκκλησίας και έμεινε έκθαμβος να κοιτάει σαν μαγεμένος την ομορφιά της. Είχαν πάει στην εκκλησία με ξεχωριστές άμαξες για να ανταμώσουν απευθείας εκεί. Ήταν πανέμορφη μέσα στο κατάλευκο μακρύ νυφικό της, περίτεχνα ραμμένο όπως της άξιζε. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε ένα απλό χαμηλό κότσο, για να μπορέσει να στερεωθεί το στέμμα αργότερα, και τα χείλη της βαμμένα με κατακόκκινο κραγιόν. Το μοναδικό αξεσουάρ ήταν δύο μακριά, χρυσά σκουλαρίκια της μητέρας της. Παρόλο που του άρεσε όπως κι αν ήταν, ακόμα και με μπερδεμένα μαλλιά όταν ξυπνούσε, σήμερα ειδικά είχε μείνει άφωνος από την ομορφιά της. Το πρόσωπο της έλαμπε, και δεν ήταν μόνο απ 'το μακιγιάζ, αλλά επειδή είχε βρει επιτέλους την πραγματική ευτυχία. Ο Λεωνίδας το είχε ξαναζήσει αυτό, όμως τώρα ήταν λες και το ζούσε για πρώτη φορά με την πραγματική Κάτια, την αληθινή και μοναδική αγάπη της ζωής του.

Η Λίζα στεκόταν δίπλα του με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Έπρεπε αναγκαστικά να παρευρεθεί, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ούτε ήθελε να στενοχωρήσει τον αδελφό της με την απουσία της. Εκείνο που την εκνεύριζε όμως, ήταν πως ο Λεωνίδας και η Κάτια τα είχαν ξεχάσει όλα τόσο απλά, το θάνατο της μητέρας της, την αποκάλυψη σχετικά με τον πατέρα της, την κοροϊδία της Μαρίας, και ζούσαν τον έρωτα τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Κατά βάθος ζήλευε που τα είχαν αφήσει όλα πίσω τους, ενώ εκείνη ήταν η μόνη που πονούσε ακόμα. Εκείνη την ημέρα αναγκάστηκε να φορέσει ένα πανάκριβο φόρεμα, σκούρο πράσινο με μαύρες λεπτομερείες, να βάλει αρκετή πούδρα στο πρόσωπο της, να χτενίσει τα μαλλιά της και να φορέσει το πριγκιπικο της στέμμα, πράγματα τα οποία έκανε με το ζόρι. Είχε αναγκαστεί να στέκεται στο πλευρό  του αδελφού της και να παριστάνει τη χαρούμενη. Να βλέπει την Κάτια και να θυμάται τι ήταν ο πατέρας της.

Από την άλλη του πλευρά, στεκόταν η μητέρα του, η Λουκία, η οποία μόλις λίγες μέρες πριν είχε πληροφορηθεί σχετικά με όσα έγιναν και για την επιστροφή της αληθινής Κάτια και χαιρόταν πραγματικά για τον γιο της που βρήκε ξανά την αληθινή ευτυχία. Ο Λεωνίδας της είχε προτείνει να πάει να μείνει μαζί τους στο Παλάτι, όμως εκείνη αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας πως είχε συνηθίσει το απλό της σπίτι και δεν ήθελε να είναι μες στα πόδια τους. Υποσχέθηκε όμως να τους επισκέπτεται συχνά και να κάνει παρέα με τη νύφη της. Γιατί μπορεί η Μαρία να μην την ήθελε καθόλου και να της το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία, όμως η Κάτια τη συμπαθούσε ολοφάνερα.

Η Κάτια, που στα μάτια της ο Λεωνίδας φάνταζε επίσης πιο όμορφος και ευτυχισμένος από ποτέ, ανέβηκε αργά τα σκαλιά και στάθηκε απέναντι του.

"Είσαι πανέμορφη, Κάτια." Της είπε εκείνος. Τη φίλησε απαλά και της έδωσε την ανθοδέσμη με διάφορα λουλούδια που είχε κόψει ο ίδιος απ' τους κήπους. Το πλήθος χειροκρότησε, έπειτα μπήκαν στην εκκλησία για να ξεκινήσει η τελετή.

Μετά από λίγη ώρα, ξαναβγήκαν έξω, το πλήθος ξέσπασε ξανά σε χειροκρότημα και οι μπροστινοί τους έραναν με ρύζι και ροδοπέταλα. Ο Στρατηγός υποκλίθηκε μόλις πέρασαν από μπροστά του και στη συνέχεια, έδωσε το σήμα στους στρατιώτες του, οι οποίοι ήταν παραταγμένοι σε δύο αντικριστές σειρές, να υψώσουν τα σπαθιά τους σχηματίζοντας μια αψίδα κάτω απ' την οποία πέρασε το νιόπαντρο ζευγάρι.

Ανέβηκαν σε κοινή άμαξα πλέον, μια κατάλευκη, την οποία είχαν στολίσει οι υπηρέτες με λουλούδια και την έσερναν επίσης δύο ολόλευκα άλογα με τις χαίτες τους χτενισμένες περίτεχνα.

"Επιτέλους, Κάτια. Το όνειρο μας έγινε πραγματικότητα. Το πιστεύεις;" της είπε ο Λεωνίδας στο δρόμο για το Παλάτι.

"Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Νομίζω πως βλέπω όνειρο και θα ξυπνήσω." Είπε η Κάτια κι έγειρε στον ώμο του. "Είμαι τόσο ευτυχισμένη, που φοβάμαι."

"Τι φοβάσαι, ζωή μου;"

"Δεν ξέρω. Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό."

Ο Λεωνίδας της έπιασε απαλά το πρόσωπο για να τον κοιτάξει.

"Μην ξαναπείς αυτή την κουβέντα. Περάσαμε τόσα για να είμαστε επιτέλους μαζί και αυτή τη φορά, δεν θα αφήσω τίποτα να μας χωρίσει. Αλλά και εσύ, θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα μου λες τα πάντα από εδώ και στο εξής, δεν θα μου κρύβεις τίποτα. Μου το υπόσχεσαι;"

"Σου το ορκίζομαι." Απάντησε η Κάτια και αντάλλαξαν άλλο ένα υπέροχο φιλί.

Στο δρόμο, όλοι οι πολίτες από όπου περνούσαν χειροκροτούσαν, αν και δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένοι όσο ήταν στον πρώτο γάμο του βασιλιά τους. Τους φαινόταν περίεργη όλη αυτή η κατάσταση και θα τους ήταν τρομερά δύσκολο να τον εμπιστευτούν ξανά, γιατί οι περισσότεροι πίστευαν πως, αν κατάφερε μια γυναίκα να τον ξεγελάσει έτσι, τότε πως μπορούσε αυτός ο άντρας να είναι αξιόπιστος βασιλιάς; Φυσικά, υπήρχαν και εκείνοι που τον υποστήριζαν και ήθελαν την Κάτια για βασίλισσα τους, ελπίζοντας ότι θα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη βασίλισσα, την "Ψεύτικη Κατια" όπως είχε κολλήσει σε όλους να την αποκαλούν. Όμως το νιόπαντρο ζευγάρι δεν σκεφτόταν τίποτα από αυτά τώρα. Η εμπιστοσύνη του λαού θα κερδιζόταν με τον καιρό. Υπήρχε αγάπη κι εμπιστοσύνη μεταξύ τους και αυτό ήταν το πιο σημαντικό.

Έφτασαν στο Παλάτι και πέρασαν πάλι μέσα από πλήθος κόσμου που είχε μαζευτεί απ' έξω για να δει τη στέψη της νέας τους βασίλισσας. Η Λίζα ήταν στην πίσω άμαξα με τη Λουκία και ακολούθησαν πίσω τους. Το βάδισμα της Λίζας δεν είχε και μεγάλη διαφορά από τον τρόπο που περπατούσε στην κηδεία της μητέρα της, αλλά προσπαθούσε να δείχνει χαρούμενη και να προσποιείται.

Μπήκαν στη Μεγάλη Αίθουσα και ανέβηκαν στο βάθρο του θρόνου. Δύο υπηρέτριες κράτησαν την  ουρά του νυφικού της Κάτιας και την άπλωσαν στα σκαλιά μπροστά της. Η Κάτια δεν έπαυε να χαμογελάει. Ο Λεωνίδας φορούσε ήδη το στέμμα του, ένα καινούργιο στέμμα που είχε ζητήσει να του φτιάξουν, συμβολίζοντας έτσι τη νέα αρχή που έκανε ως βασιλιάς με την αγάπη της ζωής του στο πλάι του. Πάνω απ' το λευκό κοστούμι του δεν φόρεσε μπέρτα. Την κατήργησε τελείως τη μπέρτα, αφού δεν είχε λογό χρησιμότητας.

Έβγαλε λόγο στους καλεσμένους και όσοι πολίτες βρίσκονταν απ' έξω, καθώς οι πύλες ήταν ανοιχτές εκείνη τη μέρα για όλους, άκουγαν τα λόγια του και τα μετέφεραν και στους πίσω.

"Αγαπητοί μου συμπολίτες! Έκανα τραγικά λάθη, το ξέρω. Πριν από έξι χρόνια, παντρεύτηκα μια γυναίκα που νόμιζα πως ήταν η Κάτια, η γυναίκα που αγαπούσα, και κορόιδεψα όλους εσάς, ενώ ήταν η δίδυμη αδελφή της, η Πριγκίπισσα Μαρία! Εκείνη πήρε τη θέση της και ξεγέλασε εμένα και όλους σας. Την έστεψα βασίλισσα, για να συνειδητοποιήσω λίγο καιρό μετά ότι ήμουν δυστυχισμένος στο πλάι της . Και στη διακυβέρνηση έκανα πολλά λάθη, το παραδέχομαι. Άφησα τους φτωχούς και τις κατώτερες τάξεις να υποφέρουν, ενώ ασχολούμουν με τα προσωπικά μου δράματα και τον αποτυχημένο γάμο μου."

"Μπράβο του που τα παραδέχεται όμως. Κανένας άλλος βασιλιάς δεν έχει βγει δημόσια να παραδεχτεί τα λάθη του." Σχολίαζαν κάποιοι χαμηλόφωνα. Ο Λεωνίδας συνέχισε:

"Πολλοί από εσάς σίγουρα θα με θεωρείτε  χαζό, ανόητο για όλα αυτά! Λοιπόν, έχετε απόλυτο δίκιο! Ήμουν πολύ ανόητος αυτά τα έξι χρόνια! Από σήμερα όμως, που θα στέψω την αληθινή Κάτια βασίλισσα στο πλάι μου, θα κερδίσω ξανά την εμπιστοσύνη σας και θα κάνουμε μια νέα αρχή για το βασίλειο μας! Ξέρω πως οι περισσότεροι αμφιβάλετε για τα λόγια μου. Λοιπόν αφήστε με να σας αποδείξω το αντίθετο, ξεκινώντας από τη στέψη της βασίλισσας Κάτιας!" Όλοι χειροκρότησαν. Η Κάτια τον άκουγε με θαυμασμό τόση ώρα και η μητέρα του το ίδιο. Είχε δακρύσει από συγκίνηση. Η Λίζα παρέμεινε ανέκφραστη.

Τώρα που κατάλαβες τα λάθη σου, είναι πολύ αργά, αδελφέ. Έλεγε από μέσα της. Εμένα ποιος θα με σώσει τώρα;

Η Κάτια βαθιά συγκινημένη γονάτισε μπροστά του και ο ίδιος την έχρισε βασίλισσα με το βασιλικό σπαθί και έπειτα της φόρεσε το στέμμα της μητέρας της, λέγοντας τα απαραίτητα λόγια. Έπειτα, βγήκαν έξω, για να δουν όλοι τη νέα τους βασίλισσα και να την καλώς ορίσουν ξανά στο βασίλειο και επισήμως, με χειροκροτήματα και επευφημίες.

Ακολούθησε δεξίωση. Ξεκίνησαν να χορεύουν τον πρώτο χορό, ενώ όλοι τους παρακολουθούσαν.

"Δεν πιστεύω να ξέχασες τα βήματα;" τη ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

"Ποτέ δεν ξέχασα ότι έζησα μαζί σου, αγάπη μου." Του είπε εκείνη με χαμόγελο ευτυχίας να στολίζει το πρόσωπο της και άρχισαν να στροβιλίζονται απαλά στο ρυθμό της μουσικής, όπως στις δεξιώσεις παλιά. Μόνο που τώρα, ήταν ελεύθεροι. Ήταν ελεύθεροι να δείξουν σε όλους την αγάπη τους, χωρίς να κρύβονται από τα βλέμματα των γονιών τους. Τώρα ο Λεωνίδας την κοιτούσε στα μάτια και ένιωθε πως η αγάπη τους θα κρατούσε για πάντα. Τώρα βύθιζε το βλέμμα του στο δικό της και η Κάτια ένιωθε η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Όλες οι άσχημες αναμνήσεις διαγράφονταν ως δια μαγείας.

Καθ' όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης βραδιάς, η οποία κύλησε υπέροχα, αντάλλασσαν συνέχεια ερωτικά βλέμματα, τρυφερά λόγια και τα χέρια τους συχνά αγγίζονταν, ακόμα και όταν συνομιλούσαν με τους καλεσμένους. Όμως κατά βάθος, και οι δύο ανυπομονούσαν να τελειώσει η δεξίωση για να μείνουν οι δύο τους στη βασιλική κρεβατοκάμαρα.

Η Λίζα στεκόταν μόνη της σε μια γωνιά, πίνοντας συνέχεια. Κανένας δεν της έδινε σημασία και αυτό τη βόλευε, γιατί δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κανέναν. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώσει η δεξίωση και να κλειστεί ξανά στο δωμάτιο της. Μονάχα εκείνος ο υπηρέτης, που εκείνο το βράδυ εκτελούσε χρέη σερβιτόρου, την κοιτούσε συνέχεια, τόσο έντονα που αισθανόταν άβολα. Τι στο καλό ήθελε από εκείνη, μια πριγκίπισσα, ένας απλός υπηρέτης; Ωστόσο της είχε κινήσει την περιέργεια. Δεν τον είχε ξαναδεί, οπότε θα πρέπει να ήταν καινούργιος. Όμως δεν τον πλησίασε . Δεν θα ήταν πρέπον και εκτός αυτού, δεν είχε τίποτα να δώσει σε κανέναν. Δεν είχε μείνει τίποτα μέσα της, πάρα μόνο σκοτάδι.

Η Κάτια την είδε κάποια στιγμή και την πλησίασε. Είχε προσπαθήσει τις προηγούμενες ημέρες να την προσεγγίσει σαν αδελφή, όμως η Λίζα δεν δεχόταν κανέναν και καμία βοήθεια. Δεν της άρεσε να τη λυπούνται.

"Πώς είσαι, Λίζα μου; Περνάς καλά;" τη ρώτησε.

"Καλά, ευχαριστώ."

"Είσαι σίγουρη;"

"Ναι, είμαι σίγουρη. Χαίρομαι που εσύ και ο Λεωνίδας παντρευτήκατε και επισήμως, επιτέλους." Είπε, όμως δεν ακουγόταν και πολύ πειστική. Η Κάτια δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, εφόσον ήταν ολοφάνερο πως η Λίζα, ότι κι αν είχε, δεν ήθελε να βοηθηθεί.

Αργά το βράδυ τελείωσε η δεξίωση και ο Λεωνίδας με την Κάτια αποσύρθηκαν επιτέλους στη βασιλική κρεβατοκάμαρα, με βλέμματα γεμάτα αγάπη πιο πολύ από ποτέ.

"Σ' αγαπώ τόσο πολύ, Κατια. Σήμερα ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου επειδή έγινες γυναίκα μου, βασίλισσα μου."

"Κι εγώ σ' αγαπώ, Λεωνίδα μου. Και ποτέ δεν θα φύγω ξανά." Τον φίλησε και εκείνος αργά άρχισε να λύνει όλες τις κορδέλες και να ξεγυμνώνει αργά και βασανιστικά την Κάτια, ώσπου, με τα λευκά της εσώρουχα μόνο, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την απόθεσε απαλά επάνω στο κρεβάτι. Την κοίταξε για ακόμα μια φορά βαθιά μέσα στα μάτια, εκείνα τα μάτια που πάντα ήθελε να δει και πλέον η ευχή του είχε γίνει πραγματικότητα. Τη φίλησε ξανά, ξεκινώντας άλλο ένα ταξίδι γεμάτο πάθος, σαν την πρώτη τους φορά και ακόμα παραπάνω.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top