ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Μετά από ένα κουραστικό, αλλά όμορφο ταξίδι, μέσα από πεδιάδες, δάση και φυσικά τα Βασίλεια της Δύσης, του Κέντρου και της Ανατολής, τα οποία οι τρεις αδελφές κοιτούσαν εντυπωσιασμένες, το τρένο έφτασε επιτέλους στο Βασίλειο του Βορρά.
Είχε βραδιάσει και φόρεσαν τα παλτά τους πάνω από τα φορέματα που ήδη φορούσαν για τη δεξίωση, γιατί είχε ψύχρα.
«Καλέ, εδώ είναι Χειμώνας ακόμα!» αναφώνησε η Μαρία τρίβοντας τα μπράτσα της.
«Η μαμά είπε πως θα μας περιμένει μια άμαξα που θα μας πάει στο Παλάτι.» είπε η Κάτια κοιτάζοντας γύρω τους και αναζητώντας κάποια βασιλική άμαξα. Ένας αδύνατος, καλοντυμένος άντρας τις πλησίασε, ο οποίος φάνηκε αμέσως πως τις γνώρισε.
«Είστε οι τρεις κόρες της Βασίλισσας;» τις ρώτησε.
«Μάλιστα.» απάντησε η Κάτια. Ο άντρας χαμογέλασε.
«Είμαι ο προσωπικός αμαξάς της. Ελάτε, μ' έστειλε για να σας πάω στο παλάτι.»
Τα κορίτσια ακολούθησαν σιωπηλά τον σοφέρ, ο οποίος τις οδήγησε σε μια πολυτελή, μαύρη άμαξα με χρυσές λεπτομέρειες, στο μπροστινό μέρος της οποίας βρίσκονταν ζωσμένα δύο ολόλευκα άλογα.
«Ουάου...» έκανε η Μαρία. Πρώτη φορά έμπαιναν σε τέτοια άμαξα. Ο αμαξάς φόρτωσε τις βαλίτσες τους στο πίσω μέρος και τους άνοιξε την πόρτα για να μπουν. Οι τρεις αδελφές μπήκαν ακόμα πιο εντυπωσιασμένες στο εσωτερικό του οχήματος και κάθισαν αναπαυτικά στα κόκκινα βελούδινα καθίσματα. Μέχρι το τέλος της διαδρομής δεν μιλούσαν, μόνο κοιτούσαν έξω απ' τα παράθυρα τα σπίτια και τα τοπία που περνούσαν. Παρόλο που ήταν βράδυ, φαινόταν ολοκάθαρα πως το Βασίλειο του Βορρά ήταν πολύ πιο πλούσιο σε σχέση με το Νότιο.
Πέρασαν φαρδιούς, πλακόστρωτους δρόμους, στους οποίους και άλλες άμαξες κυλούσαν. Δεξιά και αριστερά τους βρίσκονταν μεγάλα αρχοντικά σπίτια με περίτεχνη διακόσμηση και κήπους, όμορφα φωτισμένα όλα τους. Φαινόταν πως είχαν περάσει στο πιο πλούσιο μέρος του βασιλείου. Τέλος, σταμάτησαν μπροστά από μία μεγάλη καγκελόπορτα.
Ένας φρουρός, ντυμένος με την κόκκινη, στρατιωτική στολή του Βορρά, τους άνοιξε και έκλεινε το κεφάλι του ως ένδειξη σεβασμού σε εκείνες. Η άμαξα διέσχισε ένα δρομάκι μέσα από ψηλά δέντρα και σταμάτησε μπροστά από ένα πελώριο κτήριο. Ο αμαξάς βγήκε έξω και άνοιξε και στα κορίτσια να βγουν. Εκείνες κοιτούσαν έκπληκτες γύρω τους. Κι άλλες άμαξες πηγαινοέρχονταν στην αυλή και έφερναν κόσμο.
«Παρακαλώ, ακολουθήστε με, Πριγκίπισσες.» τους είπε ένας φρουρός . Τον ακολούθησαν προς το μεγάλο κτήριο στο βάθος, που ήταν το κυρίως κτίσμα του Παλατιού.
«Είμαστε Πριγκίπισσες...» ψιθύρισε πανηγυρικά η Μαρία στις αδελφές της. Τους φαινόταν σαν όνειρο όλο αυτό, σαν να ζούσαν σε ένα παραμύθι. Όμως το άγχος που θα γνώριζαν τη μητέρα τους επέστρεψε.
Ο φρουρός τις οδήγησε στις ανοιχτές πύλες του παλατιού και τους είπε:
«Καλώς ήρθατε στο παλάτι.»
Η μεγάλη αίθουσα ήταν τεράστια και γεμάτη κόσμο, γυναίκες με πολύχρωμα εντυπωσιακά φορέματα και άντρες με κομψά κοστούμια, οι οποίοι μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία τους, έκαναν στην άκρη για να περάσουν χαιρετώντας τες με ελαφριές υποκλίσεις του κεφαλιού. Τα κορίτσια ένιωθαν τρομερή αμηχανία. Η Κάτια ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν και κράτησε σφιχτά το χέρι της Άντζελας καθώς προχωρούσαν προς το βάθος, όπου βρίσκονταν δύο υπερυψωμένοι θρόνοι και μερικοί μικρότεροι. Άκουγαν τον κόσμο να ψιθυρίζει για αυτές:
«Αυτές είναι οι νέες πριγκίπισσες;»
«Μα είναι πανέμορφες.»
«Κοίτα, οι δύο είναι ίδιες.»
«Η μαυρομάλλα μοιάζει πολύ στη Βασίλισσα.»
Μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά πιασμένα ψηλά, που φορούσε ένα μπεζ, μακρύ και φαρδύ φόρεμα που σερνόταν κάτω στο μαρμάρινο δάπεδο, και ένας άντρας με μούσια και μια κόκκινη μπέρτα τις πλησίασαν. Φορούσαν και οι δυο χρυσά στέμματα στα κεφάλια τους, στολισμένα με κόκκινους πολύτιμους λίθους. Τρεις νεαροί και ένα μικρό κορίτσι τους ακολουθούσαν. Φορούσαν κι εκείνοι στέμματα, αλλά μικρότερα και πιο απλά. Έφτασαν μπροστά τους. Η Βασίλισσα είχε όντως γκρίζα μάτια ολόιδια με της Άντζελας. Τις κοίταξε για λίγο συγκινημένη κι έπειτα άρχισε να τις αγκαλιάζει μία- μία λέγοντας:
«Κορούλες μου... Αχ, κορούλες μου... Πόσο μου λείψατε... Πόσο μεγαλώσατε...!» Εκείνες δεν ήξεραν πώς να φερθούν. Έπειτα, όταν πέρασε η συγκίνηση της, τους σύστησε τον βασιλιά:
«Από εδώ ο σύζυγος μου, Βασιλιάς Αλέξανδρος του Βορρά.»
«Χαίρομαι πάρα πολύ που γνωρίζω τις κόρες της συζύγου μου. Έχω ακούσει πολλά για εσάς.» είπε εκείνος. Η Άντζελα σκούντησέ τις αδελφές της. Έπρεπε να υποκλιθούν και αυτό έκαναν. Ο βασιλιάς είχε λίγο άγρια όψη και τρόμαζε την Κάτια, πάνω στην οποία το βλέμμα του σταμάτησε απότομα. Έπειτα, οι τρεις νεαροί βγήκαν μπροστά. Ο ένας, ο πιο όμορφος από όλους, κρατούσε μπαστούνι και προχώρησε μπροστά με τη βοήθεια ενός από τους αδελφούς του.
Η Ανθή ανέλαβε να τους συστήσει:
«Από εδώ ο Πρίγκιπας Λεωνίδας. Λεωνίδα μου...» τον βοήθησε να προχωρήσει μπροστά. «...Από εδώ η Κάτια...» Τον έβαλε μπροστά της. Είχε μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια τα οποία ήταν θολά και κοιτούσαν το κενό αντί για εκείνη. Η Κάτια κατάλαβε: ήταν τυφλός. Του έδωσε το χέρι της και εκείνος το φίλησε απαλά.
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Κάτια.» της είπε και χαμογέλασε ευγενικά. Έπειτα η Άνθη συνέχισε τις συστάσεις: ο δεύτερος Πρίγκιπας ήταν ο Κωνσταντίνος, καστανός με γαλανά μάτια και ο τρίτος που τις χαιρέτησε ήταν ο Μάριος, ξανθός επίσης με γαλανά μάτια. Πρέπει να ήταν λίγο μικρότερος από τους άλλους. Το βλέμμα της Κάτιας εξακολουθούσε να παραμένει στον Λεωνίδα, χωρίς να ξέρει γιατί. Δεν ήταν λύπηση αυτό που ένιωθε που ήταν τυφλός, αλλά ένας ανεξήγητος θαυμασμός που παρά την αναπηρία του, λειτουργούσε φυσιολογικά με ελάχιστη βοήθεια και χαμογελούσε.
Ο Κωνσταντίνος ήταν πολύ φιλικός και με τις τρεις και τον συμπάθησαν αμέσως, ενώ ο Μάριος είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Μαρία και την έκανε να αισθάνεται άβολα. Εκείνης της άρεσε ο Λεωνίδας, και ας ήταν τυφλός. Ήθελε να τον βοηθήσει, να γίνει το στήριγμα του και έπειτα εκείνος να νιώσει τόση ευγνωμοσύνη, που να την ερωτευθεί.
Η Ανθή έφερε μπροστά το κορίτσι, το οποίο είχε επίσης τα μάτια της, αλλά τα μαλλιά της ήταν καστανά.
«Και αυτή είναι η αδελφούλα σας, η Λίζα. Λίζα μου, αυτές είναι οι αδελφές σου, η Κάτια, η Άντζελα και η Μαρία.»
«Γεια σας.» είπε ντροπαλά αλλά ευγενικά η μικρή Πριγκίπισσα.
«Λοιπόν, τώρα που ολοκληρώθηκαν οι συστάσεις, τι θα λέγατε οι Πρίγκιπες να οδηγήσετε σε ένα χορό τις νέες Πριγκίπισσες, ώστε να γνωριστείτε καλύτερα και να τις κάνετε να νιώσουν πιο άνετα;» πρότεινε ο βασιλιάς. «Λεωνίδα, με ποια από τις κόρες της Ανθής θα ήθελες να χορέψεις;»
«Με την Κάτια, πατέρα.» απάντησε κατευθείαν εκείνος. Η Κάτια κοιτάχτηκε αγχωμένη με τις αδελφές της. Δεν ήξεραν ότι θα έχει και χορό και δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένες.
«Κάτια;» διέκοψε τις σκέψεις της ο Λεωνίδας, ο οποίος είχε αφήσει το μπαστούνι του στην Ανθή και τώρα βρισκόταν μπροστά της τείνοντας το χέρι του. «Χορεύουμε;»
«Ε... Ναι... Βέβαια...» είπε αμήχανα εκείνη και έπιασε το χέρι του.
«Η πίστα είναι εκεί, κορίτσι μου. Οδήγησε τον σε παρακαλώ, γιατί δεν βλέπει, το χρυσό μου.» είπε η Ανθή και έκανε νόημα στην ορχήστρα να αρχίσει να παίζει.
«Άντζελα, χορεύουμε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Φυσικά.» είπε η Άντζελα με χαμόγελο και ακολούθησαν τον Λεωνίδα και την Κάτια.
«Οπότε ο Μάριος θα χορέψει με τη Μαρία. Δεν σε πειράζει, γιε μου...» είπε ο Αλέξανδρος.
«Καθόλου, πατέρα. Έχουμε και το ίδιο όνομα.» είπε ο νεαρός και η Μαρία του έδωσε το χέρι της και τον ακολούθησε απρόθυμα στην πίστα.
Ο Λεωνίδας έβαλε το ένα χέρι του στη μέση της Κάτιας και με το άλλο κρατούσε το χέρι της.
«Ξέρεις να χορεύεις;» τον ρώτησε εντυπωσιασμένη εκείνη.
«Μα φυσικά. Τι σόι πρίγκιπας θα ήμουν αν δεν ήξερα να χορεύω για να γοητεύω όμορφες δεσποινίδες σαν εσένα;» Η Κάτια κοκκίνισε, και για μια στιγμή χάρηκε που ο Λεωνίδας δεν μπορούσε να τη δει.
«Εγώ δεν ξέρω καθόλου.» είπε.
«Μην αγχώνεσαι. Θα μας οδηγήσω εγώ. Εσύ απλά πρόσεχε μην τρακάρουμε με κάποιο άλλο ζευγάρι.»
«Εντάξει.» είπε γελώντας η Κάτια, που είχε αρχίσει να αισθάνεται ήδη πιο άνετα μαζί του.
Το βαλς ξεκίνησε, ενώ κι άλλα ζευγάρια πήραν θέση στην πίστα. Η Κάτια προσπαθούσε να ακολουθεί τα βήματα του Λεωνίδα και συγχρόνως να προσέχει μην συγκρουστούν με τους γύρω τους.
«Χαλάρωσε, Κάτια.» της είπε. «Απλά νιώσε το ρυθμό, όπως κάνω εγώ.» Η Κάτια προσπάθησε να χαλαρώσει και να αφεθεί στο ρυθμό. Τα κατάφερε κάπως. Με την άκρη του ματιού της είδε την Άντζελα να γελάει με κάτι που της είχε πει ο Κωνσταντίνος. Στην άλλη μεριά της πίστας, η Μαρία φαινόταν πολύ βαριεστημένη με τον Μάριο και της φάνηκε αστείο.
«Το σιχαίνομαι όταν με λυπούνται.» της είπε ο Λεωνίδας ξαφνικά. «Η μητέρα σου είναι πολύ καλή, μας μεγάλωσε σαν δικά της παιδιά, όμως από την ημέρα που τυφλώθηκα έχει γίνει υπερβολικά προστατευτική μαζί μου. Νομίζει πως χρειάζομαι βοήθεια για τα πάντα.»
«Δεν... γεννήθηκες έτσι;» ρώτησε η Κάτια.
«Όχι. Έχασα την όραση μου έπειτα από ένα ατύχημα πριν τρία χρόνια, στα δεκαέξι μου.»
«Πτώση;» τον ρώτησε.
«Φωτιά.» Η Κάτια διέκρινε τη θλίψη στο πρόσωπο του και δεν θέλησε να ζητήσει να μάθει περισσότερα.
«Άρα τώρα είσαι δεκαεννιά; Έχουμε την ίδια ηλικία.» είπε για να αλλάξει θέμα.
«Ναι, το ξέρω. Ακόμα σε νιώθω σφιγμένη όμως. Προσπάθησε να χαλαρώσεις και να αφεθείς στο ρυθμό. Νιώσε τη μουσική μέσα σου.» της είπε ξανά με απαλή φωνή.
«Δεν είναι τόσο εύκολο. Δεν χορεύω συχνά σε δεξιώσεις όπως εσύ.» του είπε δήθεν ενοχλημένη, κάνοντας τον να γελάσει ελαφρά.
«Θα μάθεις κάποια στιγμή. Μπορώ να σε διδάξω αυτές τις μέρες που θα είστε εδώ, αν θέλεις.»
«Φυσικά.» είπε η Κάτια. Τότε είδε την Άντζελα να πατάει κατά λάθος το πόδι του Κωνσταντίνου. Εκείνος έκανε πως πόνεσε στην αρχή, όμως μετά τη διαβεβαίωσε πως ήταν εντάξει και γέλασαν και οι δυο με την ψυχή τους. Η Κάτια γέλασε κι εκείνη.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Λεωνίδας. Η Κάτια του περιέγραψε τη σκηνή και φυσικά ο συνοδός της γέλασε επίσης.
Αφού τελείωσε το κομμάτι, όλοι χειροκρότησαν και η Κάτια με τον Λεωνίδα πήγαν να καθίσουν σε έναν απ' τους καναπέδες που βρίσκονταν στις άκρες της αίθουσας. Ο Κωνσταντίνος με την Άντζελα χόρεψαν και το επόμενο κομμάτι, ενώ η Μαρία κάθισε σε μια καρέκλα μόνη της και κοιτούσε προς το μέρος της Κάτιας και του Λεωνίδα. Η αδελφή της είχε πάρει την πρωτιά στη γνωριμία τους, ενώ εκείνη ξέμεινε με το παιδαρέλι τον Μάριο. Μα πόσων χρονών ήταν; Δεκαπέντε; Και φλέρταρε την ίδια που ήταν δεκαεννιά; Αν είναι δυνατόν. Και ήταν και βαρετός, δεν συζητούσε για τίποτα από όσα ενδιέφεραν την ίδια την ώρα που χόρευαν. Όχι, η Μαρία ήθελε τον Λεωνίδα για τον εαυτό της. Και θα έκανε τα πάντα για να τον αποκτήσει.
«Θέλεις να βγούμε μια βόλτα στους κήπους;» πρότεινε ο Λεωνίδας στην Κάτια. «Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα. Έχει πολλή φασαρία και ζέστη.»
«Ναι, πάμε.» είπε η Κάτια και σηκώθηκαν.
Της έτεινε το μπράτσο του και εκείνη το έπιασε και της είπε:
«Μην ανησυχείς. Ξέρω το παλάτι απ' έξω και ανακατωτά. Εσύ ξέρεις τι πρέπει να προσέχεις μόνο.»
«Ξέρω.» είπε με ένα ελαφρύ γέλιο η Κάτια. «Να μην συγκρουστούμε.»
Βγήκαν στους κήπους, απ' την πίσω μεριά του παλατιού. Ήταν υπέροχοι και τα φρέσκα λουλούδια μύριζαν, ενώ φαναράκια τοποθετημένα σε κατάλληλα σημεία τους φώτιζαν όμορφα.
«Ξέρω επίσης όλους τους κήπους.» είπε ο Λεωνίδας και έδειξε προς τα αριστερά του με το μπαστούνι του. «Εδώ είναι ο κήπος με τις τριανταφυλλιές.» Η Κάτια κοίταξε εκεί που της έδειξε και είδε τα πιο όμορφα, σκούρα κόκκινα τριαντάφυλλα που είχε δει ποτέ της.
«Αυτά τα τριαντάφυλλα καλλιεργούνται μόνο εδώ στους κήπους του παλατιού του Βορρά.» της εξήγησε ο Λεωνίδας. «Λέγονται και μαύρα τριαντάφυλλα, παρόλο που δεν είναι στην ουσία μαύρα, λόγω του σκούρου χρώματος τους. Λένε πως αν χαρίσεις σε μια κοπέλα ένα τέτοιο τριαντάφυλλο, θα σε ερωτευθεί αμέσως.» Η Κάτια χαμογέλασε στη σκέψη.
Δεν χρειάζεται το τριαντάφυλλο για να σε ερωτευθώ. Νομίζω πως αυτό έχει γίνει ήδη. Είπε από μέσα της, όμως στη συνέχεια έδιωξε αυτή τη σκέψη. Όχι, Κάτια, δεν πρέπει να τον ερωτευθείς. Είναι θετός αδελφός σου. Έτσι κι αλλιώς, λίγες μόνο ημέρες θα μείνεις εδώ. Μετά θα επιστρέψεις στον Νότο και δεν ξέρεις πότε θα τον ξαναδείς.
«Όμως το μέλλον σας θα είναι σκοτεινό και θα καταστραφείτε και οι δύο.» συνέχισε ο Λεωνίδας. «Φυσικά, εγώ δεν πιστεύω σε μύθους.» συμπλήρωσε χαμογελώντας και η Κάτια ανακουφίστηκε, χωρίς να ξέρει γιατί.
Της έδειξε κι άλλους κήπους με όμορφα λουλούδια, γαρδένιες, γαρύφαλλα και τουλίπες, και η Κάτια άκουγε εντυπωσιασμένη με τις γνώσεις του για αυτά. Έκαναν έναν κύκλο ανάμεσα τους και έστριψαν πάλι προς τη μεριά του κυρίως κτίσματος του παλατιού, όπου και κάθισαν σε ένα παγκάκι κοντά στην πίσω είσοδο. Η Κάτια έβλεπε κι άλλους καλεσμένους να κάνουν βόλτα ή απλά να έχουν βγει στην είσοδο για να καπνίσουν ή να πάρουν λίγο αέρα.
«Για πες μου, Κάτια. Πώς είσαι εμφανισιακά; Περιέγραψε μου τον εαυτό σου μιας και δεν μπορώ να σε δω.» της είπε και εκείνη ένιωσε πάλι να κοκκινίζει.
«Ε... Είμαι...» κόμπιασε.
«Καλά, δεν σε κοιτάω για να μην αγχώνεσαι.» είπε ο Λεωνίδας κοιτάζοντας δήθεν από την άλλη. Η Κάτια δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. Της άρεσε που αυτοσαρκαζόταν χωρίς να τον πειράζει καθόλου η κατάσταση του.
«Λοιπόν, είμαι αδύνατη, με ξανθά κυματιστά μαλλιά μέχρι τους ώμους τα οποία σήμερα έχω μαζέψει πίσω με ένα κόκκινο φιόγκο, το ίδιο χρώμα με το φόρεμα μου και έχω μεγάλα καστανά μάτια.»
«Είδες; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο.» της είπε. Έπειτα εκείνη ρώτησε διστακτικά:
«Προηγουμένως που χορεύαμε, μου είπες πως είμαι όμορφη. Πώς το κατάλαβες αυτό, αφού δεν με έχεις δει ποτέ;»
«Το ένιωσα.» της είπε. «Όταν φίλησα το χέρι σου, ήταν πολύ απαλό και σκέφτηκα ότι θα έχεις ωραίο δέρμα. Και όταν πιαστήκαμε για να χορέψουμε, ένιωσα να μου μεταδίδεις μια ηρεμία.» Η Κάτια ένιωσε για άλλη μια φορά τα μάγουλα της να καίνε. «Είμαι σίγουρος πως θα έχεις κοκκινίσει τώρα. Κατάλαβα ότι είσαι πολύ ντροπαλή.» Και η Κάτια του γέλασε ντροπαλά.
«Ναι, η αλήθεια είναι πως είμαι πιο μαζεμένη από τη δίδυμη μου, τη Μαρία, και για αυτό δεν με φλερτάρουν ποτέ τα αγόρια, σε αντίθεση με εκείνη.»
«Δεν πειράζει. Εμένα μου αρέσεις έτσι όπως είσαι.» Της είπε και η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της.
«Τι λένε εδώ πέρα τα παιδιά;» τους διέκοψε η φωνή της Μαρίας που πλησίαζε. Είχε καταλάβει ότι ο Λεωνίδας φλέρταρε την αδελφή της και αφού κατάφερε να ξεφύγει από τον Μάριο για ακόμα μία φορά, αποφάσισε να τους το χαλάσει λίγο.
«Κατά φωνή.» είπε η Κάτια. «Η αδελφή μου η Μαρία.»
«Δίδυμη αδελφή.» συμπλήρωσε εκείνη. «Μοιάζουμε πάρα πολύ, σε όλα, εκτός απ' τα μαλλιά. Τα δικά μου είναι πιο μακριά και πιο ωραία.»
«Εμένα πάντως μου αρέσουν της Κάτιας.» της απάντησε ο Λεωνίδας.
«Μα πως; Αφού δεν τα βλέπεις.» Η Κάτια άρχισε να νευριάζει και της έκανε ένα νόημα πως αυτό που είπε δεν ήταν σωστό και ότι τον είχε προσβάλλει. Εκείνη απλά ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν χρειάζεται μόνο η όραση για να δεις κάτι, Μαρία.» απάντησε με απόλυτη ψυχραιμία ο Λεωνίδας. «Και από ότι κατάλαβα, ούτε στο χαρακτήρα μοιάζετε καθόλου.»
«Όχι βέβαια. Καμία σχέση.»
«Λεωνίδα, έλα λίγο μέσα! Σε θέλει ο πατέρας!» ακούστηκε μια φωνή από την είσοδο.
«Αυτός είναι ο αδελφός μου ο Κωνσταντίνος.» είπε ο Λεωνίδας αναγνωρίζοντας τη φωνή του και σηκώθηκε. «Επιστρέφω σε λίγο, Κάτια.» και έφυγε.
Η Μαρία κάθισε δίπλα στην αδελφή της. Έπρεπε να την απομακρύνει απ' τον Λεωνίδα πριν γίνουν τα χειρότερα.
«Καλά, είσαι σοβαρή; Ο Λεωνίδας είναι αδελφός μας. Δεν μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ σας.» της είπε.
«Πρώτον δεν είναι αδελφός μας και δεύτερον, ποιος σου είπε ότι θα γίνει κάτι μεταξύ μας; Απλά μιλούσαμε, που είναι το κακό;»
«Πρόσεχε πάντως, Κάτια. Και εγώ από ότι κατάλαβα, αρέσω στον Μάριο, αλλά δεν κάνω κίνηση για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Αλλά και να μην ήμασταν αδέλφια, και πάλι δεν θα μου άρεσε. Είναι μικρότερος και πολύ φλύαρος, και δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον αυτά που λέει.»
«Μαρία, δεν είμαστε αδέλφια.» τόνισε η Κάτια. «Επειδή η μητέρα μας παντρεύτηκε με τον πατέρα τους; Δηλαδή δεν θα μπορούσαν να μην είχαν παντρευτεί και εγώ με τον Λεωνίδα ή εσύ με τον Μάριο να γνωριζόμασταν τυχαία;»
«Καλά, αφού αυτό νομίζεις... Πάω μέσα τώρα, κάνει ψύχρα.» και σηκώθηκε. Δεν την ένοιαζε που η Κάτια δεν μπορούσε να το δεχθεί. Την ιδέα πάντως, της την είχε βάλει στο κεφάλι της. Και στους γονείς τους δεν θα άρεσε καθόλου μια τέτοια σχέση...
Σε λίγο ο Λεωνίδας επέστρεψε δίπλα στην Κάτια κρατώντας το παλτό της. Η Κάτια αναρωτιόταν αν είχε αρχίσει κι ο ίδιος να την ερωτεύεται, ή αν απλά ήταν ευγενικός επειδή ήταν κόρη της μητριάς του. Άραγε θα φλέρταρε και με άλλες κοπέλες έτσι σε δεξιώσεις;
«Σκέφτηκα πως θα κρύωνες.» της είπε και της έδωσε το παλτό.
«Ευχαριστώ.» είπε η Κάτια και το φόρεσε. Ο Λεωνίδας κάθισε πάλι δίπλα της και οι ώμοι τους σχεδόν ακουμπούσαν. Η Κάτια ήξερε πως, ακόμα και αν δεν φορούσε το παλτό της, και πάλι θα ένιωθε ζεστασιά δίπλα του.
Η Ανθή πλησίασε. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό που της είπε η Μαρία, ότι δηλαδή πέτυχε την Κάτια και τον Λεωνίδα σε τρυφερό τετ α τετ, και αν όντως ίσχυε αυτό, έπρεπε να διακόψει αυτή τη σχέση πριν γίνουν τα χειρότερα. Το να έχει κοντά της τις κόρες της είχε και το τίμημα του, τελικά. Φτάνοντας εκεί, τους είδε να συζητούν ευχάριστα, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον.
«Βλέπω συνηθίσατε κιόλας εσύ κι οι αδελφές σου, Κάτια.» τους διέκοψε. Η κόρη της γύρισε και την κοίταξε.
«Ναι.» απάντησε. «Το Παλάτι είναι πολύ ωραίο και η δεξίωση υπέροχη. Ευχαριστούμε.»
«Και που να δείτε και τα δωμάτια στα οποία θα σας φιλοξενήσουμε. Θα τρελαθείτε. Ένα για την κάθε μια σας.» είπε και έπειτα αναστέναξε και κάθισε ανάμεσα τους, σπρώχνοντας τους ελαφρά για να απομακρυνθούν στις δύο άκρες του καθίσματος. Το φόρεμα της έπιανε περισσότερο χώρο από την ίδια στο παγκάκι.
«Θέλω να περάσω χρόνο μαζί σας, Κάτια. Να αναπληρώσουμε όλα αυτά τα χρόνια που χάσαμε.» είπε.
«Εντάξει, μητέρα... Θα τον αναπληρώσουμε.» είπε η Κάτια κάπως διστακτικά.
«Ανθή, πρόσεξε καλά. Θέλω τα κορίτσια να έχουν την καλύτερη φιλοξενία.» είπε ο Λεωνίδας.
«Θα την έχουν, Λεωνίδα μου. Αυτό είναι σίγουρο.» είπε χαμογελώντας η Ανθή. «Αλλά και εσείς, θέλω να τις προσέξετε καλά, έτσι; Αδελφές σας είναι και αυτές, στο κάτω- κάτω.» Διέκρινε μια μικρή απογοήτευση στα πρόσωπα και των δύο. Η πρώτη κίνηση για να τους απομακρύνει είχε γίνει. Τώρα έμενε μόνο να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα.
«Θα τις προσέχουμε.» τη διαβεβαίωσε ο μεγαλύτερος γιος του άντρα της.
Η βραδιά συνεχίστηκε με χορούς, φαγητό και ποτό. Τα κορίτσια δοκίμασαν μια ποικιλία εδεσμάτων από τον πλούσιο μπουφέ, τα οποία βρήκαν όλα νοστιμότατα. Η Κάτια και ο Λεωνίδας ήταν πιο διστακτικοί ο ένας απέναντι στον άλλον και κάθε φορά που τον πλησίαζε, ένιωθε τα βλέμματα των γονιών τους πάνω της. Μήπως είχαν δίκιο, τελικά; Μήπως όντως στην ουσία ήταν αδέλφια και μια τέτοια σχέση θα ήταν αμαρτία;
Όταν αργότερα τη νύχτα τελείωσε η δεξίωση, οι υπηρέτες οδήγησαν τις τρεις φιλοξενούμενες κόρες της Ανθής στα δωμάτια τους. Η Κάτια μπήκε στο δικό της κοιτάζοντας άφωνη γύρω της. Ένα τεράστιο κρεβάτι βρισκόταν στο βάθος, με ουρανό και λευκές- μπεζ κουρτίνες να κρέμονται από αυτό. Απέναντι βρισκόταν μια τουαλέτα με ένα καθρέφτη με χρυσό πλαίσιο και στα αριστερά ένας κόκκινος, βελούδινος καναπές με ασορτί πολυθρόνες. Όλο το δωμάτιο ήταν στολισμένο με χρυσές λεπτομέρειες και γλάστρες με λουλούδια. Μια πόρτα στο βάθος οδηγούσε στο λουτρό, το οποίο είχε μια μεγάλη μπανιέρα σαν λίμνη, ένα καθρέφτη επίσης με χρυσές λεπτομέρειες και μια λεκάνη σκαλιστή από χρυσάφι και μπρούντζο.
Η Κάτια πήρε φόρα και πήδησε ενθουσιασμένη στο κρεβάτι της. Πάντα ήθελε να το κάνει αυτό, αλλά το μικροσκοπικό, παλιό κρεβάτι στο σπίτι τους στο Νότο σίγουρα δεν θα άντεχε την πτώση της. Το πάπλωμα ήταν απίστευτα απαλό. Έπειτα σηκώθηκε και είδε ότι στα πόδια του κρεβατιού υπήρχε ένα μεγάλο σκαμνί με τη βαλίτσα της επάνω. Την άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα νυχτικό. Το φόρεσε, έλυσε τον φιόγκο απ' τα μαλλιά της, έσβησε το φως και ξάπλωσε. Χαλάρωσε και βυθίστηκε σύντομα σε έναν ύπνο με γλυκά όνειρα, με εκείνη και τον Λεωνίδα στους κήπους.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top