ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38

Ξύπνησε σ' ένα σκοτεινό κελί. Πρέπει να ήταν υπόγειο, γιατί δεν υπήρχαν παράθυρα και η μόνη πηγή φωτός ήταν κάτι δάδες στο διάδρομο έξω απ' το κελί. Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχαν σκαλιά που οδηγούσαν προς τα πάνω. Στα άλλα κελιά δεν υπήρχαν κρατούμενοι. Ήταν μόνη κι αβοήθητη. Τι ώρα να ήταν; Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Πάντως ένα πράγμα ήταν σίγουρο: σε λίγες ώρες, ο μόνος άντρας που αγάπησε πραγματικά θα την οδηγούσε στην εκτέλεση.

Η Κάτια δεν είχε ιδέα ότι ήταν δυνατόν κάποιος να αγαπά και να μισεί τον ίδιο άνθρωπο ταυτόχρονα. Κι όμως, τώρα το ένιωθε για τον Λεωνίδα. Τόσα χρόνια, ήλπιζε βαθιά μέσα της πως θα ξαναέσμιγαν κι ονειρευόταν τη στιγμή που θα επέστρεφε στον Βορρά κι εκείνος θα την έκλεινε στην αγκαλιά του και θα τη γέμιζε φιλιά. Όμως αντ' αυτού, ο Λεωνίδας την κέρασε πίκρα. Τόσα χρόνια ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα που πίστευε πως ήταν εκείνη. Κοιμόταν μαζί της, την έλεγε πως την αγαπούσε... Και η Κάτια ένιωθε ένοχες τότε που πλάγιασε με τον Νίκο. Τόσο ανόητη ήταν! Αν το γνώριζε, θα είχε δοθεί και στον Σωτήρη, που είχε καταλάβει πως είχε αισθήματα για αυτήν, αλλά και σε κάθε άλλο άντρα που της ρίχτηκε και τον απέρριψε στον Νότο. Θα περνούσε καλά, χωρίς ενοχές, γιατί ο Λεωνίδας είχε προδώσει το γάμο της. Είχε πιστέψει ένα ψέμα και όχι την ίδια.

Ακόμα περισσότερο όμως μισούσε τη Μαρία, εκείνο το φίδι που τόσο ύπουλα της είχε κλέψει τον άντρα και τη θέση της. Η ίδια της η αδελφή, που μοιράστηκαν κάποτε τον ίδιο αμνιακό σάκο. Άραγε τι θα έλεγαν ο πατέρας τους κι η Άντζελα που θα την έβλεπαν απ' τον Παράδεισο; Και ο Μάριος, που την αγαπούσε; Σίγουρα θα τους είχε απογοητεύσει όλους. Όπως και τη θεία τους τη Χριστίνα.

Την Κάτια όμως, θα την περίμεναν με λαχτάρα. Σίγουρα θα είχε λείψει σε όλους, και ειδικά στον πατέρα της. Η Κάτια όμως φοβόταν μήπως δεν υπήρχε Παράδεισος, μήπως ο θάνατος ήταν ένας αιώνιος ύπνος. Της ήταν αδιανόητο πως ίσως απλά θα έπαυε να υπάρχει, ότι θα χανόταν η συνείδηση της κάπου στη λήθη του απείρου. Και αυτή η σκέψη την έκανε να καταλάβει πόσο ήθελε να ζήσει, πόσο νέα ήταν ακόμα, πόσα πράγματα λαχταρούσε να κάνει ακόμα. Και αυτοί θα της στέρουσαν με τη βία αυτό το δικαίωμα.

Αμέσως πετάχτηκε επάνω και άρχισε να χτυπάει τα κάγκελα με μανία ουρλιάζοντας:

"Βγάλτε με έξω! Βγάλτε με, θέλω να ζήσω!" Κανένας δεν άκουγε τους θρήνους και τα ουρλιαχτά της. Αλλά ακόμα και αν την άκουγαν, οι φρουροί που βρίσκονταν έξω απ' τις φυλακές, δεν έκαναν τίποτα για να την ηρεμήσουν.

Η Κάτια έπεσε στο κρύο πάτωμα της φυλακής της, της τελευταίας της κατοικίας πριν το φέρετρο. Τα χέρια της ματωμένα από τα μάταια χτυπήματα επάνω στα σίδερα. Τα μαλλιά της, μια άμορφη μάζα, ήταν το μόνο που έβλεπε αυτή τη στιγμή έτσι όπως της σκέπαζαν το πρόσωπο. Έμεινε έτσι, τρέμοντας, ως την αυγή, καρτερώντας πλέον μαρτυρικά τη σκληρή και άδικη μοίρα της.

Σε λίγες ώρες την ξύπνησαν δύο φρουροί. Με ελάχιστη προσπάθεια τη σήκωσαν, της πέρασαν χειροπέδες και την εβγάλαν έξω, καθώς η Κάτια δεν αντιστεκόταν πια. Δεν είχε πλέον τη δύναμη να αντισταθεί.

Μόλις βγήκαν έξω, το φως της μέρας έκανε τα μάτια της να κλείνουν και περπατούσε στα τυφλά, ύστερα από το σκοτάδι του υπόγειου. Την οδήγησαν σε μια άμαξα και την βοήθησαν να ανέβει, ενώ τα μάτια της άρχισαν σιγά- σιγά να συνηθίζουν. Η άμαξα αυτή ήταν διαφορετική από άλλες που είχε δει. Ήταν μια κλούβα την οποία έσερναν άλογα. Ο ένας φρουρός έκλεισε τα κάγκελα μπροστά της και ξεκίνησε η τελευταία της βολτα.

Πέρασαν τους κήπους και βγήκαν από την κεντρική πύλη, και καθώς ξεμακραίναν η Κάτια κοίταξε για τελευταία φορά το Παλάτι πίσω τους. Εκεί είχε γεννηθεί ο έρωτας τους με τον Λεωνίδα, εκεί ο ίδιος αυτός άντρας τον σκότωσε με την απόφαση του. Η Κάτια δεν είχε ιδέα που θα γινόταν η εκτέλεση. Δεν την ένοιαζε κιόλας. Δεν την ένοιαζαν ούτε οι πολίτες που φώναζαν εναντίον της εξαγριωμένοι, γιατί είχαν μαθευτεί οι άδικες κατηγορίες προς αυτήν. Κάποια παιδιά έτρεξαν πίσω από την άμαξα και πέταξαν ντομάτες και αυγά, τα οποία πέρασαν μέσα από τα κάγκελα και έπεσαν πάνω της. Δεν ένιωθε ίχνος ντροπής, άλλωστε τι σημασία είχε; Έσκυψε το κεφάλι και περίμενε να φτάσουν στον προορισμό τους, καθώς η μέρα σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο επειδή μαύρα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό.

Η άμαξα σταμάτησε. Η Κάτια άκουγε πάλι εξαγριωμένους ανθρώπους, οπαδούς του βασιλιά Αλέξανδρου που η ίδια υποτίθεται είχε σκοτώσει. Δεν τολμούσε να υψώσει το βλέμμα της.

Αλλοι δύο φρουροί την έβγαλαν και την οδήγησαν μέσα από το πλήθος. Οι φωνές τους τώρα ακούγονταν εκκωφαντικές στα αυτιά της.

"Φόνισσα! Σκότωσες τον βασιλιά μας!"

"Να πεθάνεις! Στην κρεμάλα έπρεπε να τη στείλετε!" Ορισμένοι την έφτυναν και κάποιοι πήγαν να της επιτεθούν, όμως οι φρουροί τριγύρω τους κατεύνασαν, λέγοντας τους πως η τιμωρία της θα ερχόταν σύντομα. Πέρασαν μια πύλη και βρέθηκαν σε έναν ανοιχτό χώρο με καθίσματα σε σειρές που υψωνόνταν σταδιακά προς τα επάνω. Το πλήθος έκανε στην άκρη εξαγριωμένοι, εξακολουθώντας να τη βρίζουν και να την ταπεινώνουν. Την ανέβασαν σε μια εξέδρα, οι χειροπέδες βγήκαν και της έδεσαν τα χέρια πίσω σε ένα στυλό. Η Κάτια άρχισε να τρέμει. Δεν ήταν το λεπτό φόρεμα που φορούσε, ούτε ο καιρός που είχε ψυχράνει ξαφνικά και άρχισε να φυσάει.

Το πλήθος ξαφνικά σωπάσε και τότε η Κάτια ύψωσε δειλά το κεφάλι της. Βρισκόταν σε μια αρένα. Απέναντι της ακριβώς, βρισκόταν άλλη μια ξύλινη εξέδρα με δύο θρόνους. Στον ένα καθόταν ο Λεωνίδας και στον άλλον δίπλα του η Μαρία, ανέκφραστη και σοβαρή. Δύο σειρές φρουροί τους περιστοιχίζανε, όπως και την ίδια, για να μην τη βλάψει το εξαγριωμένο πλήθος πριν την ώρα της εκτέλεσης. Η Κάτια διέκρινε και τη Λίζα κάπου δίπλα στους θρόνους , τον μόνο άνθρωπο που ήξερε ποια ήταν στα αλήθεια, κι όμως ακόμα και τώρα την εγκατέλειψε. Ακόμα και τώρα την κοιτούσε άγρια, αδυνατώντας να πιστέψει τα λόγια που της είχε πει μια ημέρα πριν. Χοντρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν, οι οποίες ολοένα και δυνάμωναν, σαν να θρηνούσε κι η φύση μ' αυτή την αδικία.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε με ύφος επίσημο και άρχισε να απαγγέλει τις κατηγορίες:

"Πριγκίπισσα Μαρία. Κατηγορείσαι για τη δολοφονία του πρώην βασιλιά Αλέξανδρου, καθώς και για πιθανή δολοφονία του Πρίγκιπα Κωνσταντίνου και του Πρίγκιπα Μάριου!"

Ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό και αμέσως τότε, άρχισε να βρέχει καταρρακτώδως. Ο Λεωνίδας συνέχισε απτόητος:

"Κατηγορείσαι επίσης για βλασφημία, ασέβεια, συκοφάντηση, απειλή κατά του Θρόνου και εξύβριση κατά της εξουσίας! Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις κατηγορίες, αγαπητοί μου πολίτες..." έβγαλε το σπαθί του, ως ένδειξη δύναμης και το σήκωσε ψηλά. "...η Πριγκίπισσα Μαρία καταδικάζεται σε θάνατο!"

Το πλήθος πανηγύρισε με αυτή του την απόφαση και οι φωνές τους μπερδεύονταν με τις βροντές της βροχής. Η ώρα της είχε φθάσει. Τον κοίταξε για μια ακόμα φορά μέσα στη βροχή που μούσκευε τα πάντα, και ευχήθηκε μέσα της να καταλάβει το λάθος του έστω και μετά το θάνατο της.

Ένας μεγαλόσωμος άντρας με ένα τουφέκι ανέβηκε στην εξέδρα και άρχισε να ρυθμίζει το όπλο του ρίχνοντας μια ειρωνική μάτια στην Κάτια. Ξαφνικά, μέσα από το πλήθος ξεπροβάλλε μια γυναίκα που φώναζε ακατανόητα ανάμεσα από λυγμούς. Ακουγόταν γνωστή στα αυτιά της Κάτιας. Κοίταξε προς τα εκεί και είδε μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά, την οποία με το ζόρι συγκροτούσαν οι φρουροί για να μην ανέβει στην εξέδρα και διακόψει την εκτέλεση. Τα λόγια της ξεχώρισαν από τις φωνές του υπολοίπου πλήθους:

"Όχι! Το κοριτσάκι μου! Μη σκοτώσετε το κοριτσάκι μου!!" Τότε η Κάτια βεβαιώθηκε για την ταυτότητα της γυναίκας.

"Μαμά...;" ψιθύρισε.

"Ανθή;" μονολόγησε και ο Λεωνίδας με απορία. Πώς βρέθηκε η Ανθή εδώ; Που βρισκόταν τόσο καιρο; Η Μαρία είχε σηκωθεί και αυτή και την κοιτούσε έντρομη, ενώ η Λίζα προσπάθησε να τρέξει προς το μέρος της, όμως οι φρουροί δεν την άφησαν.

"Περίμενε!" Φώναξε ο Λεωνίδας στον εκτελεστή, όμως δεν ακούστηκε μέσα στο χαμό που γινόταν. Ο εκτελεστής σημαδεύε ήδη την Κάτια με το όπλο του, καθώς η Ανθή εξακολουθούσε να φωνάζει και να χτυπιέται κλαίγοντας σαν μανιασμένο θηρίο. Η Κάτια με δάκρυα στα μάτια είδε όλη της τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια της σαν θεατρική παράσταση, από τις ευτυχισμένες μέρες με τον πατέρα της και τις αδελφές της στον Νότο, στον έρωτα της με τον Λεωνίδα στον Βορρά και ξανά τις αναμνήσεις της απ' τον Νότο, με τον Νίκο και τον Κυρ Παύλο και τον Σωτήρη... Έκλεισε τα μάτια και περίμενε.

Το μόνο που την έθλιβε τώρα πια ήταν ότι θα πέθαινε μπροστά στα μάτια της μητέρας της. Μόνο εκείνη θα λυπόταν για το θάνατο της, από ότι φαινόταν. Και ήθελε τόσο να τη σφίξει στην αγκαλιά της, ήθελε τόσα πολλά να της πει...

"ΟΧΙ!!!" Άκουσε για μια τελευταία φορά την κραυγή της και αμέσως μετά ακούστηκε ο πυροβολισμός.

Λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης ηρεμίας και μετά φασαρία. Το πλήθος φώναζε πανικόβλητο τώρα κι ακούγονταν επίσης γυναικεία κλάματα. Όμως η Κάτια δεν ένιωθε πόνο. Ένιωθε πως ήταν ακόμα ζωντανή. Άνοιξε τα μάτια της, για δει τη μητέρα της να κείτεται στο έδαφος ακριβώς μπροστά της μέσα σε μια λίμνη αίματος, όπως ακριβώς και ο πατέρας της πριν από δεκαεφτά χρόνια. Πανικός επικρατούσε στην αρένα, ενώ ένα πλήθος κόσμου άρχισε να μαζεύεται γύρω απ' την Ανθή. Η Λίζα ήταν κι εκείνη ανάμεσα τους και φώναζε μάταια για γιατρό. Ο Λεωνίδας απλά παρακολουθούσε όλα αυτά ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Η Μαρία στεκόταν δίπλα του σαν άψυχο άγαλμα. Και ο εκτελεστής είχε πετάξει κάτω το όπλο και κοιτούσε σαστισμένος τη γυναίκα που σκότωσε κατά λάθος αντί για την καταδίκη.

Η Κάτια κατάλαβε. Τελευταία στιγμή, η μητέρα της ξέφυγε απ' τους φρουρούς που την κρατούσαν, μπήκε στη μέση και έφαγε εκείνη τη σφαίρα αντί για την ίδια. Άλλος ένας δικός της άνθρωπος χάθηκε άδικα εξαιτίας της. Όπως και ο πατέρας της, έχασε τη μητέρα της με τον ίδιο τρόπο.

Η Κάτια λιποθύμησε, δεμένη όπως ήταν στο στυλό. Το τι θα γινόταν μετά δεν την ενδιέφερε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top