ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

Έξι χρόνια μετά...

Οι μέρες πέρασαν, έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Η Κάτια είχε μάθει πολύ καλα τη δουλειά της σερβιτόρας στο μπαρ, με τη βοήθεια του Σωτήρη και του Κυρ Παύλου, και όσο τη μάθαινε τόσο ξεχνούσε τα προβλήματα της και δεν χρειαζόταν να ψάχνει πια διέξοδο στο ποτό.

Δεν ήταν πάντα εύκολο. Πολλές φορές είχαν πολλή δουλειά, το μπαρ ήταν γεμάτο με μεθυσμένους άντρες και οι παραγγελίες έδιναν κι έπαιρναν συνεχώς. Ο Κυρ Παύλος πάνω στην ένταση της δουλειάς πολλές φορές της φώναζε.

"Πάμε, Κάτια! Ξύπνα, κοιμάσαι όρθια! Κουνήσου, οι πελάτες περιμένουν!" Όμως στη συνέχεια ηρεμούσε και της ζητούσε συγγνώμη, εξηγώντας της όμως ότι έτσι έβγαινε το μεροκάματο.

Πρώτη φορά έβλεπε η Κάτια πως είναι να πρέπει να δουλεύεις για να ζήσεις όπως έκανε ο απλός λαός σε όλα τα βασίλεια, εκείνοι που δεν τα είχαν βρει όλα έτοιμα όπως οι Πρίγκιπες του Παλατιού. Ακόμα και η ίδια είχε μάθει να τα βρίσκει όλα έτοιμα, πρώτα από τον πατέρα της, ύστερα απ' τη θεία της, που μεγάλωσε εκείνη και τις αδελφές της με την περιουσία που της είχε αφήσει ο άντρας της, και σίγουρα τα έβρισκε κυριολεκτικά όλα έτοιμα στο Παλάτι του Βορρά.

Ποιος θα το φανταζόταν ότι μια πριγκίπισσα θα κατέληγε σερβιτόρα και θα ανέχοταν τις φωνές του μπάρμαν και τις βρισιές των πελατών αν τυχόν αργούσε η παραγγελία τους η εχυνε καταλάθος λίγη μπύρα πάνω τους όταν ακόμα μάθαινε. Σε ποιον να το έλεγε και να την πίστευε.

Όμως στο τέλος της κάθε βάρδιας ήταν τόσο κουρασμένη, που έπεφτε κατευθείαν για ύπνο και δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτα. Και όταν πέρασε ο πρώτος μήνας και πήρε τα πρώτα λεφτά στα χέρια της ένιωσε όμορφα, πως όλοι οι κόποι της ανταμείφθηκαν.

Στην αρχή δεν άντεχε να βλέπει μπροστά της όλα αυτά τα ποτά, να τα σερβίρει και να μην μπορεί να πιει. Ένιωθε αδύναμη και πολλές φορές κουραζόταν πολύ εύκολα. Όμως ο Σωτήρης βρισκόταν πάντα εκεί γύρω, της έδινε κουράγιο και τη βοηθούσε.

Όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο καλή σε αυτό που έκανε, σαν να είχε γεννηθεί για αυτό. Είχε αυτοπεποίθηση, μιλούσε στους πελάτες με θάρρος και δεν χρειαζόταν πια η παρέμβαση του Σωτήρη η του Παύλου αν τυχόν κάποιος μεθυσμένος την πείραζε. Η Κάτια μπορούσε να υπερασπίζεται μόνη της τον εαυτό της. Πλέον δεν θύμιζε σε τίποτα το ντροπαλό κορίτσι που ήταν κάποτε. Είχε εξελιχθεί σε μια δυναμική γυναίκα.

Ο Λεωνίδας, οι αδελφές της, ο παραλίγο βιαστής της, ακόμα και ο Νίκος, όλα άρχισαν να ξεθωριάζουν σιγά- σιγά στο μυαλό της. Ήταν πια πολύ μακρινές αναμνήσεις. Τώρα αυτή ήταν η ζωή της, και την είχε δεχθεί. Αυτή ήταν η οικογένεια της, ο Κυρ Παύλος και ο Σωτήρης.

Κάθε βράδυ ο Σωτήρης τη συνόδευε σπίτι της, γιατί ήταν αργά όταν έκλειναν και θα ήταν επικίνδυνο να κυκλοφορεί μια γυναίκα μόνη της σε αυτούς τους δρόμους, χωρίς να γνωρίζει ότι η Κάτια κουβαλούσε πάντα μαζί της το όπλο του Νίκου για ασφάλεια. Μιλούσαν για πολλά θέματα και στη δουλειά ήταν πάντα πρόθυμος να τη βοηθήσει.

Όταν μάλιστα μια φορά τους επιτέθηκαν ληστές, η Κάτια έβγαλε το όπλο, τους απείλησε και εκείνοι έγιναν καπνός. Ο Σωτήρης σοκαρίστηκε στην αρχή, τη θαύμασε στη συνέχεια. Από τότε η Κάτια είχε το θάρρος να αντιμετωπίζει οποίον τολμούσε να της επιτεθεί.

Η Κάτια είχε πάει με πολύ καλή διάθεση εκείνη τη μέρα στο μπαρ. Φόρεσε ένα φόρεμα στο κόκκινο της φωτιάς και έδεσε με μια κορδέλα ίδιου χρώματος τα μαλλιά της ψηλά, για να μην πέφτουν οι μπούκλες στο πρόσωπο της όταν σέρβιρε. Ο Κυρ Παύλος της είχε δώσει ρεπό δύο μέρες και ήταν ξεκούραστη.

Έφτασε στο μπαρ και αφού είπε μια γλυκιά καλησπέρα στον Σωτήρη και στον Παύλο, φόρεσε την πόδια της και άρχισε να παίρνει παραγγελίες χαμογελώντας σε όλους τους πελάτες.

Οι ώρες περνούσαν και σύντομα οι πελάτες αυξάνονταν. Μια παρέα τους οποίους δεν είχε ξαναδεί η Κάτια στα μέρη τους κατέφθασε και πήρε ένα γωνιακό τραπέζι. Τους πήρε παραγγελία και την ώρα που μετέφερε με το δίσκο τις μπύρες τους, άκουσε κάτι το οποίο της διέλυσε κάθε καλή διάθεση και της επανέφερε μνήμες του παρελθόντος:

"Για πες, τι νέα μας φέρνεις απ' τον Βορρά, την πατρίδα σου; Και πως μπήκες στο βασίλειο; Ο Βασιλιάς σας άνοιξε τα σύνορα;" Η Κάτια κοντοστάθηκε για να ακούσει τη συνέχεια της συζήτησης.

"Τώρα...; Εδω και δύο χρόνια τα έχει ανοίξει. Αφού βασιλιάς δεν είναι πλέον ο Αλέξανδρος, αλλά ο γιος του, ο Λεωνίδας." Ο δίσκος της έπεσε αμέσως απ' τα χέρια, τα ποτήρια έσπασαν και οι μπύρες χύθηκαν στο πάτωμα. Όμως την Κάτια ελάχιστα την ένοιαζε αυτό τώρα. Είχε ακούσει το όνομα του μετά από έξι χρόνια.

"Κατια; Τι έπαθες;" τη ρώτησε ανήσυχος ο Σωτήρης αφού έτρεξε αμέσως δίπλα της.

"Ρε κοπελιά, η παραγγελία μας!" Γκρίνιαξε ένας απ' την παρέα που είδε τη ζημιά. Η Κάτια όμως δεν έδωσε σημασία.

Ο άντρας της είχε γίνει βασιλιάς. Αυτό σήμαινε πρώτον ότι είχε ξαναβρεί την όραση του και δεύτερον ότι ο Αλέξανδρος πιθανόν να ήταν νεκρός η να μην ήταν σε θέση να κυβερνήσει. Άρα η ίδια θα μπορούσε...;

"Κατια; Μίλησε μου, έχεις ασπρίσει!" Της έλεγε ο Σωτήρης.

Ξαφνικά, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, προσπέρασε τα σπασμένα γυαλιά στα πόδια της και πλησίασε τον άντρα που μίλησε για τον Βορρά.

"Τι άλλο ξέρεις για τον Βορρά;" τον ρώτησε.

"Και τι σε νοιάζει εσένα; Άντε φέρε μας την παραγγελία μας να πούμε, έχει στεγνώσει το λαρύγγι μας..."

"Άσε την παραγγελία και πες μου τι άλλο έμαθες στον Βορρά! Ο Βασιλιάς Λεωνίδας βρήκε την όραση του; Πότε έγινε βασιλιάς; Ο προηγούμενος βασιλιάς τι απέγινε; Λέγε!" Ο πελάτης την κοιτούσε κατατρομαγμένος τώρα και όλη η παρέα είχε σωπάσει. Ο Σωτήρης την πλησίασε για να την ηρεμήσει, όμως κατάλαβε.

Η Κάτια άκουσε να μιλάνε για την πατρίδα της και ήθελε να μάθει περισσότερα. Όμως γιατί τέτοια εμμονή για τον βασιλιά;

"Σωτήρη! Άντε κουνήσου και μάζεψε αυτή την ακαταστασία!" Τον έβγαλε απ' τις σκέψεις η φωνή του Κυρ Παύλου πίσω απ' τη μπάρα. "Κι εσύ Κάτια, έλα να πάρεις νέα παραγγελία για την παρέα και άσε τη συζήτηση! Πνιγόμαστε εδώ πέρα!" Η Κάτια τον αγνόησε.

"Είσαι Βορεια;" τη ρώτησε ο πελάτης τελικά.

"Ναι. Και τόσα χρόνια δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω, για αυτό λεγε. Θέλω να μάθω τι άλλαξε όσο έλειπα." Του είπε γρυλλίζοντας σχεδόν η Κάτια.

"Ηρέμησε, κοπελιά, θα σου πω. Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος δολοφονήθηκε πριν από οχτώ χρόνια." Ένα ακόμα σοκ για την Κάτια, η οποία ένιωσε να μην τη βαστούν τα πόδια της. Ο Αλέξανδρος ήταν νεκρός εδώ και οχτώ χρόνια, δηλαδή λίγο μετά τη φυγή της. Θα μπορούσε άνετα να επιστρέψει χωρίς να έχει το φόβο του. Θα επέστρεφε αν το ήξερε. Όμως τώρα...

Ξαφνικά ξύπνησε. Δεν θυμόταν ποτέ ακριβώς λιποθύμησε, καθώς οι αναμνήσεις απ' το Βορρά, καθώς και οι νέες πληροφορίες, είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό της και την έπνιγαν. Την είχαν βάλει να καθίσει σε μια καρέκλα και ο Σωτήρης της έδινε νερό να πιει. Μπροστά της βρισκόταν το τραπέζι με την παρέα του συμπατριώτη της απ' τον Βορρά και ο Κυρ Παύλος ο οποίος τη ρωτούσε τι έπαθε ανήσυχος.

"Μόλις έμαθε νέα απ' το βασίλειο της και σοκαρίστηκε." Εξήγησε ο Σωτήρης. Η Κάτια ήπιε λίγο νερό και στράφηκε πάλι στον Βόρειο πελάτη:

"Πες μου τι άλλο έμαθες..."

"Αν είναι να λιποθυμήσεις πάλι, καλύτερα να μη σου πω, πατριώτισσα." Της είπε ο άντρας.

"Δεν θα λιποθυμήσω. Τώρα κάθομαι. Πες μου." Απαίτησε.

"Καλά λοιπόν... Η βασιλική οικογένεια ξεκληρίστηκε όλη. Όλοι οι Πρίγκιπες πέθαναν, εκτός από τον Λεωνίδα και τη μικρότερη, τη Λίζα. Μετά, η Βασίλισσα Ανθή εξαφανίστηκε και κάνεις δεν την έχει δει έως σήμερα. Πλέον ο Λεωνίδας κυβερνά το βασίλειο, αφού μια μάγισσα του γιάτρεψε την όραση του, μαζί με τη Βασίλισσα Κάτια η οποία επέστρεψε πριν από έξι, εφτά χρόνια αν θυμάμαι καλά."

"Όχι..." ψέλλισε η Κάτια κλείνοντας το στόμα με την παλάμη της. "Όλοι νεκροί, όλοι; Μα πως...;" Τα δάκρυα ανακατεμένα με οργή απειλούσαν την ψυχική της ηρεμία. Και η αδελφή της η Άντζελα ήταν νεκρή; Και πως ήταν δυνατόν ο Λεωνίδας να είχε παντρευτεί την Κατια; Αφού η Κάτια ήταν εδώ, στον Νότο. Μονάχα μια γυναίκα μπορούσε να της πάρει τη θέση, μόνο μια, που της έμοιαζε σαν να ήταν δύο σταγόνες νερό. Και τώρα η Κάτια καταλάβαινε πολλά. Όμως το πένθος για την μικρότερη αδελφή της και για τους αλλούς δύο πρίγκιπες υπερίσχυσε της οργής για τη γυναίκα που της είχε κλέψει το στέμμα και τον άντρα της.

"Κατια; Είσαι καλά;" τη ρωτούσε ο Σωτήρης, όμως οι λυγμοί που ήρθαν να συνοδεύσουν τα δάκρυα δεν την άφηναν να μιλήσει.

"Κι εσένα Κάτια σε λένε; Μήπως έχεις το ίδιο όνομα με τη Βασίλισσα και για αυτό στεναχωρήθηκες τόσο;" τη ρώτησε ο άντρας απ' τον Βορρά που είχε ποτίσει φάρμακι την καρδιά της με τα νέα του.

"Ησύχασε, κοπέλα μου. Ησύχασε..." της είπε ο Κυρ Παύλος καθώς σαν πατέρας της χάιδευε την πλάτη.

Η Κάτια βρέθηκε να κλαίει στην αγκαλιά του Σωτήρη και ύστερα ο Κυρ Παύλος της έδωσε άδεια να φύγει και ας πνίγονταν στη δουλειά. Εκείνο το βράδυ η Κάτια αγόρασε ένα μπουκάλι ουίσκι από την κάβα και το ήπιε όλο μόνη της όταν έφτασε σπίτι, μετά από πολύ καιρό που είχε καθαρίσει ο οργανισμός της από αλκοόλ. Έπινε για την απώλεια των αγαπημένων της, μα κυρίως έπινε επειδή εκείνο το φίδι που ονόμαζε αδελφή της, της είχε κλέψει τόσο ύπουλα το στέμμα και τον άντρα που αγάπησε κάποτε πιο πολύ κι απ' τη ζωή της. Εκείνη έπρεπε να είναι τώρα βασίλισσα και γυναίκα του Λεωνίδα. Και το χειρότερο ήταν πως ο Λεωνίδας πίστευε πως η Μαρία ήταν εκείνη.

Όταν αργά τη νύχτα έκλεισαν το μπαρ, ο Σωτήρης πήγε από το σπίτι της Κάτιας να δει πως ήταν. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η φίλη και συνάδελφος του είχε στεναχωρηθεί και σοκαριστεί τόσο έπειτα απ' τις πληροφορίες που έμαθε για το βασίλειο όπου ζούσε παλιά.

Η Κάτια είχε αφήσει ξεκλείδωτα, οπότε με μια ελαφριά σπρωξιά ο Σωτήρης άνοιξε. Το θέαμα που αντικρύσε μπροστά του ήταν θλιβερο: η Κάτια είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ μπροστά στο τζάκι και στο χέρι της κρατούσε ακόμα ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι.

"Όχι πάλι, ρε Κάτια..." μονολόγησε και πλησίασε να την ξυπνήσει. "Κατια; Ξύπνα, Κάτια, σε παρακαλώ..." της είπε και τη σκούντησέ ελαφρά.

Η Κάτια άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της.

"Σωτήρη;" ψέλλισε βλέποντας τον εμπρός της. "Τι κάνεις εδώ;" είπε και ανασηκώθηκε. Ένιωθε όλο το σώμα της βαρύ, ένω ο πονοκέφαλος την έκανε να ξαπλώσει και πάλι πίσω ζαλισμένη.

"Τι έκανες, Κάτια; Γιατί ήπιες πάλι και μάλιστα ολόκληρο μπουκάλι από αυτό...; Τι ήταν αυτό που σε έκανε να πονέσεις τόσο;"

Ξάφνου όλες οι αναμνήσεις απ' το μπαρ επανήλθαν στο μυαλό της, όλες οι νέες πληροφορίες που έμαθε για την οικογένεια της στον Βορρά. Κατάφερε να ανασηκωθεί στον καναπέ με τη βοήθεια του Σωτήρη, αγνοώντας τη ζαλάδα της. Τα μάτια της ήταν γεμάτα πόνο.

"Τους έχασα όλους, Σωτήρη..." ξεκίνησε να λέει. "Τα αδέλφια μου, τη μητέρα μου, όλους. Μονάχα ο Λεωνίδας μου απέμεινε, μα αυτός παντρεύτηκε την αδελφή μου νομίζοντας πως είμαι εγώ. Με πρόδωσε... Μακάρι όλα αυτά να ήταν μια φάρσα, ένα κακόγουστο αστείο από τον τύπο στο μπαρ. Όμως ξέρω, βαθιά μέσα μου, πως είναι η αλήθεια." Ακούγοντας αυτά τα λόγια της ο Σωτήρης κατάλαβε έκπληκτος!

"Εσυ είσαι... ήσουν πριγκίπισσα στον Βορρά; Ώστε έτσι εξηγούνται όλα... Θεέ μου, Κάτια... Πως βρέθηκες εδώ;" τη ρωτούσε με το σοκ ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Η Κάτια έγειρε πίσω και ξέσπασε σε γέλια.

"Πώς κατάντησα έτσι, θέλεις να πεις. Ειρωνεία, ε;" τον ρώτησε. Γελούσε σαν τρελή, για να μη βάλει τα κλάματα. Και όταν στη συνέχεια ηρέμησε κάπως, του διηγήθηκε την ιστορία της απ' την αρχή μέχρι το τέλος, έτσι ακριβώς όπως την είχε διηγηθεί κάποτε στον Νίκο. Ύστερα ο Σωτήρης την έβαλε για ύπνο στο κρεβάτι της, ενώ ο ίδιος έμεινε ξάγρυπνος να την προσέχει στο σαλόνι.

Η Κάτια ξύπνησε μετά από πολλές ώρες. Ελάχιστα θυμόταν απ' την προηγούμενη βραδιά. Είχε καιρό να πιει τόσο πολύ και μέθυσε αμέσως. Όμως θυμόταν ότι είχε έρθει ο Σωτήρης σπίτι της και του τα είπε όλα.

Ο Σωτήρης... Πόσο καλός φίλος ήταν... Κάθισε μαζί της και την άκουσε χωρίς να την κρίνει. Ήταν ευγνώμων που εκείνον η μοίρα δεν της τον είχε πάρει, που είχε παραμείνει τόσο πολύ στη ζωή της. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι, για να τον βρει να έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ μπροστά στο σβηστό πλέον τζάκι. Τον ξύπνησε απαλά.

"Κατια;" είπε εκείνος μόλις άνοιξε τα μάτια του και την είδε δίπλα του.

"Καλημέρα." Του είπε εκείνη. "Ποτέ κοιμήθηκα χθες;"

"Μου είπες την ιστορία σου κι έπειτα έκλαψες στην αγκαλιά μου, ώσπου σε πήρε ο ύπνος. Σε μετέφερα στο κρεβάτι και εγώ έμεινα εδώ να σε προσέχω, όμως με πήρε ο ύπνος." Η Κάτια έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη.

"Σε ευχαριστώ." Του είπε. "Κατάλαβες ποια είμαι να φανταστώ..."

"Μου το αποκαλύψες εσύ χθες μέσα απ' την εξομολόγηση σου. Λυπάμαι για όλα, Κάτια. Δεν λυπάμαι εσένα, εσένα αντιθέτως σε θαυμάζω που αντιμετώπισες τόσες δυσκολίες και παρόλα αυτά κατάφερες να σταθείς στα πόδια σου. Αλλά λυπάμαι για οσα συνέβησαν στην οικογένεια σου."

Η Κάτια έστρεψε αλλού το βλέμμα της απογοητευμένη.

"Δεν πρέπει να με θαυμάζεις. Μια δειλή, αυτό είμαι. Αντί να μείνω και να αντιμετωπίσω αυτό που με φοβίζε, να μιλήσω στον Λεωνίδα και στις αδελφές μου, έφυγα από το βασίλειο μου, το σπίτι μου, σαν κυνηγημένη. Έγιναν τόσα πολλά όσο έλειπα... Σκέφτομαι πόσο θα υπέφερε ο Λεωνίδας και εγώ δεν ήμουν εκεί να του κρατήσω το χέρι. Η μπορεί και να ήμουν, αλλά δεν ήμουν εγώ, η αληθινή Κάτια. Και τώρα είναι πλέον αργά. Η δίδυμη αδελφή μου έχει πάρει τη θέση μου." Ο Σωτήρης άγγιξε απαλά το πρόσωπο της και την κοίταξε με τα ζεστά κάστανα του μάτια.

"Ποτέ δεν είναι αργά. Ακόμα και τώρα μπορείς να πας στον Βορρά, να αποκαλύψεις την αλήθεια και να διεκδικήσεις αυτά που δικαιούσαι. Τα αξίζεις." Και της χάρισε ένα ζεστό, ενθαρρυντικό χαμόγελο. Η Κάτια χαμήλωσε πάλι το βλέμμα της.

"Είναι αδύνατον." Είπε. "Δεν είμαι πια η ίδια γυναίκα, και σίγουρα ο Λεωνίδας δεν θα είναι ο ίδιος άνδρας. Εδώ και έξι χρόνια έχει μάθει τη Μαρία για γυναίκα του, την ψεύτικη Κάτια."

"Και θα την αφήσεις να αλωνίζει στα σαλόνια του Βορρά ενώ εσύ είσαι μια σερβιτόρα που βγάζει με ιδρώτα το μεροκάματο; Θα αφήσεις αυτή την απάτη να σου κατατρώει τα σωθικά; Όχι, Κάτια. Μια τέτοια ζωή δεν σου αξίζει. Εσύ είσαι η αληθινή βασίλισσα του Βορρά, και δεν θα ησυχάσω αν δεν καταφέρω να σε πείσω να γυρίσεις και να μάθω ότι πήρες το θρόνο σου!" Της είπε με πάθος και οργή στο βλέμμα του. Η Κάτια γέλασε και δάκρυσε την ίδια στιγμή.

"Σε ευχαριστώ που με ενθαρρύνεις, αλλά δεν πρόκειται να με πείσεις. Δεν ξέρω τι έχει κάνει η Μαρία στον άντρα μου για να πιστεύει πως είμαι εγώ, ίσως στράφηκε σε μάγους και του έκανε ξόρκι. Και να γυρίσω, τίποτα δεν θα καταφέρω."

Ο Σωτήρης σηκώθηκε, απογοητευμένος που δεν κατάφερε να την πείσει. Ενδιαφερόταν πολύ για εκείνη, την αγαπούσε παραπάνω από φίλη και ήθελε πραγματικά να ευτυχήσει, έστω και αν δεν την είχε αυτός. Και η Κάτια ξεκάθαρα ήταν δυστυχισμένη τόσα χρόνια μακριά απ' τους δικούς της, μπορούσε να το δει αυτό στα μάτια της ακόμα κι όταν γελούσε. Ήταν χαρούμενη εδώ, στο μπαρ μαζί του και με τον Κυρ Παύλο, αλλά δεν ήταν ευτυχισμένη.

"Ο Κυρ Παύλος είπε να κάτσεις και σήμερα να ξεκουραστείς και επιστρέφεις αύριο στη δουλειά. Όμως, Κατια, δεν θέλω να επιστρέψεις. Θέλω να φύγεις και να γυρίσεις πίσω στον Βορρά, εκεί που πραγματικά ανήκεις."

"Σε ευχαριστώ, Σωτήρη. Για όλα." Του είπε μόνο η Κάτια και τον πήγε μέχρι την πόρτα να τον ξεπροβοδήσει.

Η Κάτια έμεινε σπίτι όλη μέρα και καθαρίζε τα πάντα με μανία για να μη σκέφτεται, όμως δεν τα κατάφερε. Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα λόγια του Σωτήρη επανέρχονταν στο μυαλό της και όσο πιο πολύ περνούσε η νύχτα, τόσο παραδεχόταν πόσο δίκιο είχε.

Θα την αφήσεις να αλωνίζει στα σαλόνια του Βορρά ενώ εσύ είσαι μια σερβιτόρα που βγάζει με ιδρώτα το μεροκάματο; Θα αφήσεις αυτή την απάτη να σου κατατρώει τα σωθικά; Όχι, Κάτια. Μια τέτοια ζωή δεν σου αξίζει. Εσύ είσαι η αληθινή βασίλισσα του Βορρά. Ξημερώματα, η Κάτια έσφιξε τις γροθιές της και πήρε τη μεγάλη απόφαση: Θα γυρνούσε πίσω!

Το επόμενο βράδυ πήγε στο μπαρ, αλλά όχι για να πιάσει δουλειά. Πήγε να πει και στον Παύλο όλη την αλήθεια και να δηλώσει την παραίτηση της. Κάθισαν οι τρεις τους και ήπιαν κρασί, κάποια στιγμή που δεν είχαν δουλειά, και η Κάτια είπε πάλι την ιστορία της στον Κυρ Παύλο και εκείνος σοκαρίστηκε και συγκινήθηκε συγχρόνως.

"Δηλαδή τόσον καιρό φώναζα και έβριζα μια πριγκίπισσα; Ω, Υψηλότατη, συγχωρέστε με!" Αναφώνησε ο Παύλος κάνοντας μια θεατρική υπόκλιση. Ο Σωτήρης και η Κάτια γέλασαν.

"Σήκω πάνω, Κυρ Παύλο. Πριγκίπισσα είμαι μόνο στον Βορρά. Εδώ θέλω να με θυμάστε πάντα ως μια σερβιτόρα που πέρασε κάποτε απ' το μπαρ."

"Και τώρα θα γίνεις βασίλισσα;" τη ρώτησε ο μεγαλύτερος άντρας αφού ξανακάθισε στη θέση του.

"Ναι." Είπε η Κάτια. "Θα πάω να πάρω το στέμμα και την αγάπη που μου ανήκουν." Δήλωσε πιο αποφασισμένη από ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top