ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία. Την είχε εδώ, στο πλευρό του. Μπορεί να έβλεπε θολά ακόμα, όμως την έβλεπε, την κοιτούσε επιτέλους με τα μάτια του. Την Κάτια του, τη μεγάλη του αγάπη. Έβλεπε τα μαλλιά της να ξεχύνονται στους ώμους της προς το μέρος του έτσι όπως ήταν σκυμμένη από πάνω του με την ίδια συγκίνηση. Άπλωσε το χέρι του και τα χάιδεψε.
"Μακριναν." Της είπε. "Πολύ." Πήρε το χέρι του και το φίλησε.
"Αχ, Λεωνίδα μου... Στα αλήθεια με βλέπεις;" τον ρώτησε.
"Ναι, ζωή μου. Σε βλέπω. Πάντα σε έβλεπα, με τα μάτια της ψυχής, όμως επιτέλους σε αντικρύζω. Και είσαι όσο όμορφη σε φανταζόμουν."
Είχε καταφθάσει λίγο πριν συνέλθει ο Λεωνίδας. Η Λίζα, αντικρίζοντας την αδελφή της, πίστεψε στην αρχή πως ήταν η Μαρια. Κάτι στο βλέμμα της, όταν την κοίταξε, ήταν πολύ περίεργο. Εκείνη τη διαβεβαίωσε πως ήταν η Κάτια, όμως η Λίζα δεν πείστηκε. Το ένστικτο της, της φώναζε πως αυτή ήταν η Μαρία, η δολοφόνος του πατέρα της.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει, φοβούμενη να τον αφήσει για πολλή ώρα μαζί της.
"Εντάξει, Κάτια..." Είπε με μια ελαφριά ειρωνεία στον τόνο της φωνής της. "Ο αδελφός μου χρειάζεται ξεκούραση και ανάρρωση. Μην τον συγκινήσεις πολύ. Τα μάτια του είναι ευαίσθητα ακόμα για τα δάκρυα."
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε με άγριο βλέμμα για ένα δευτερόλεπτο, έπειτα όμως άλλαξε έκφραση και χαμογελώντας της είπε:
"Εντάξει, άλλωστε τώρα θα έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας. Θα σε δω αργότερα, αγάπη μου." Είπε και, φιλώντας για μια ακόμα φορά το χέρι του, σηκώθηκε και βγήκε ρίχνοντας ένα ακόμα δολοφονικό βλέμμα στη Λίζα.
"Λιζα;" είπε ο Λεωνίδας όταν η πόρτα έκλεισε. Είχε στρέψει το βλέμμα του σε εκείνη.
"Έλα να σε δω κι εσένα... Δεν βλέπω μακριά ακόμα."
Η Λίζα πλησίασε στο κρεβάτι του. Η όψη του ήταν ταλαιπωρημένη, κόκκινοι και μαύροι κύκλοι πλαισίωναν τα μάτια του, όμως η μάγισσα είχε επιβεβαιώσει πως θα φύγουν σύντομα. Δεν ήθελε να του μιλήσει ακόμα για την υποψία της.
"Αδελφούλα μου..." Είπε ο Λεωνίδας και της έπιασε το χέρι απαλά. "Πόσο όμορφη είσαι..." Η Λίζα σκούπισε ένα δάκρυ.
"Πόσο χαίρομαι που όλα πήγαν καλά, αδελφέ μου..."
"Και με το παραπάνω." Συμπλήρωσε αυτός. "Γύρισε η Κάτια. Το πιστεύεις; Σαν όνειρο μου φαίνεται..."
"Ναι... Είναι όντως απίστευτο..." έκανε πως μοιράζεται τη χαρά του η Λίζα. Όταν συνερχόταν εντελώς όμως, έπρεπε να του μιλήσει για τις υποψίες της. Αυτή η Κάτια της φαινόταν τελείως ψεύτικη.
Η Μάγισσα Πουλχερία αναχώρησε αμέσως για το βασίλειο της, αφού πρώτα διαβεβαίωσε τον πρίγκιπα ότι σύντομα θα έβλεπε πεντακάθαρα. Εκείνος την ευχαρίστησε και την πλήρωσε με χίλια χρυσά νομίσματα.
Τις ημέρες που ακολούθησαν, δεν έβγαινε βέβαια έξω, γιατί τα μάτια του ήταν ακόμα ευαίσθητα στον ήλιο. Μέσα στο Παλάτι όμως, περνούσε στιγμές ευτυχίας με την αδελφή του και την αγαπημένη του. Έτρωγαν μαζί, λέγοντας αστεία και γελώντας... Δεν ήθελε να τη ρώτησει ακόμα γιατί έφυγε και που βρισκόταν τόσον καιρό. Σημασία είχε ότι βρισκόταν εδώ, μαζί του. Η συμπεριφορά της Λίζας τον προβλημάτιζε λίγο. Ήταν συνεχώς σιωπηλή, απόμακρη, σαν να μην τη χαροποίησε η επιστροφή της Κάτιας. Μήπως φοβόταν ότι τώρα όλη η προσοχή του θα στρεφόταν σε εκείνη και δεν θα της έδινε τόση σημασία όπως παλιά; Μα κάτι τέτοιο δεν ισχύε. Ήταν αδελφή του και την αγαπούσε εξίσου, αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Την τρίτη ημέρα και ενώ η όραση του είχε αρχίσει να καθαρίζει, κάλεσε την Κάτια στο δωμάτιο του να μιλήσουν. Έβλεπε λίγο πιο καθαρά το πρόσωπο της και τα μεγάλα κάστανα της μάτια, διέκρινε τα χείλη της που τόσο ήθελε να φιλήσει ξανά. Ήταν βέβαιος πως κι εκείνη θα ήταν έτοιμη για το μεγάλο βήμα.
"Αγάπη μου, τώρα που πέρασαν οι πρώτες συγκινήσεις και είμαι καλύτερα, πες μου... Άνοιξε μου την καρδιά σου... Γιατί έφυγες τότε; Γιατί με εγκατέλειψες;" τη ρώτησε με παράπονο.
Η Μαρία φυσικά και ήταν έτοιμη για αυτή την ερώτηση. Είχε σκεφτεί εδώ και πολύ καιρό την απάντηση και την είχε προβάρει πολλές φορές. Πήρε ένα θλιμμένο ύφος και είπε:
"Δεν άντεχα άλλο, Λεωνίδα. Η πίεση που δεχόμασταν κάθε μέρα από τον πατέρα σου και τη μητέρα μου, έκανε τον έρωτα μας να μοιάζει με κατάρα. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να είμαστε μαζί, να παντρευτούμε, να κάνουμε δικιά μας οικογένεια. Για αυτό έφυγα, για να μην πληγώνομαι άλλο εγώ, αλλά να μην πληγώσω κι εσένα λέγοντας σου να το λήξουμε. "
"Ναι, όμως...είχαμε παντρευτεί Κατια, θυμάσαι; Είχαμε ενωθεί ενώπιον του Θεού και σου είχα υποσχεθεί ότι μόλις κάνω την επέμβαση να φύγουμε οι δύο μας. Όλα αυτά τα σχέδια τα πέταξες στα σκουπίδια έτσι απλά;" της είπε φανερά πληγωμένος.
Αυτά τα νέα στοιχεία έπιασαν απροετοίμαστη τη Μαρία. Είχαν παντρευτεί; Πως; Πότε; Που; Κρυφά το είχαν κάνει; Η Άντζελα και ο Κωνσταντίνος το ήξεραν αραγε; Όμως κατάφερε να μη δείξει την έκπληξη της και η απάντηση ήρθε πολύ γρήγορα στο μυαλό της:
"Φοβόμουν ότι δεν θα πετύχει. Κι έπειτα, ήταν και ο πατέρας σου..." Ένιωσε αηδία σκεπτόμενη τι της είχε κάνει αυτό το τέρας, "Φοβήθηκα ότι θα μας κυνηγήσει, θα μας βρει και θα μας οδηγήσει στην κρεμάλα όπως είχε πει." Ο Λεωνίδας έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
"Αυτή δεν είναι η Κάτια που ήξερα. Η Κάτια που ήξερα ήταν μαχήτρια, δεν τα παρατούσε τόσο εύκολα. Τι άλλαξε έτσι ξαφνικά;" της είπε, αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλα του την άκρη του προσώπου της. Η Μαρία ξεροκατάπιε. Κι αν την είχε καταλάβει; Ήδη η Λίζα την κοιτούσε ύποπτα. Έπρεπε να προσέχει μ' αυτήν.
"Το ξέρω... Ήταν...μια πολύ βιαστική κίνηση..." Είπε και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν πανεύκολα στα μάτια της. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, όσο σκεφτόταν το θάνατο της Άντζελας, του Κωνσταντίνου και του Μάριου, για τους οποίους πληροφορήθηκε απ' τη Λίζα μόλις έφτασε στο Παλάτι του Βορρά... Ήταν αληθινά τα δάκρυα της, αλλά τα χρησιμοποιούσε για άλλο σκοπό.
"Συγνώμη. Λυπάμαι που έφυγα έτσι ξαφνικά. Όμως φοβόμουν τον πατέρα σου...κι έπειτα, πληροφορήθηκα για το θάνατο του, μα συγχρόνως έμαθα για τους θανάτους της Άντζελας, του Κωνσταντίνου και του Μάριου, και δεν ήθελα να γυρίσω και να νιώσω αυτόν τον πόνο... Ήξερα ότι το κλίμα στο Παλάτι θα ήταν βαρύ και..."
"Σσσς, δεν χρειάζονται άλλες εξηγήσεις." Της είπε ο Λεωνίδας και την έκλεισε στην αγκαλιά του. "Είσαι εδώ τώρα. Είσαι μαζί μου και όλα θα τα φτιάξουμε. Όλα θα τα διορθώσουμε, γλυκιά μου. Φτάνει να μην ξαναδώ τα όμορφα μάτια σου να κλαίνε. " Η Μαρία ένιωσε τόσο όμορφα στη αγκαλιά του, σαν να έπαιρνε πίσω όλα όσα είχε στερηθεί τόσα χρόνια. Σαν να έπαιρνε πίσω τη χαμένη της αθωότητα που με τόση βία και ορμή της είχε κλέψει αυτό το τέρας. Όμως καλύτερα να μη μιλούσε σε κανέναν για αυτό. Μπορεί ο Λεωνίδας να τη σιχαινόταν. Αφού είχε γίνει το πρώτο βήμα και την είχε συγχωρέσει για τη φυγή της, όλα πια θα ήταν πιο εύκολα. Ήταν ήδη δικός της!
Την κοίταξε για λίγο στα μάτια και έπειτα, της έδωσε εκείνο το πολυπόθητο φιλί που είχε ονειρευτεί τόσες φορές. Τα χείλη του ζεστά επάνω στα δικά της, την ταξίδευαν στους εφτά ουρανούς. Τον φίλησε κι εκείνη με πάθος, με όλα τα κρυμμένα συναισθήματα της για αυτόν να την πλημμυρίζουν. Όταν όμως τα χέρια του πήγαν προς τα κάτω, θέλοντας να αγγίξουν απόκρυφα σημεία και να της ανασηκώσουν το φόρεμα, τον σταμάτησε απότομα.
Ο σωματικός έρωτας ήταν κάτι που δεν ήταν σίγουρη αν θα απολάμβανε ξανά. Πάντως σίγουρα δεν ήταν έτοιμη ακόμα να δοθεί με αυτόν τον τρόπο στον Λεωνίδα, και ας τον είχε ποθήσει παλιά. Αν δεν είχε συμβεί αυτό με το τέρας τον πατέρα του, θα του δινόταν χωρίς αναστολές. Τώρα όμως...
"Τι συμβαίνει; Πάει τόσος καιρός που σε άγγιξα... Δεν σου έλειψε ο έρωτας μας;" τη ρώτησε ανήσυχος.
"Και βέβαια μου έλειψε, αγάπη μου, όμως...Καλύτερα να μη βιαστούμε ακόμα. Να αναρρώσεις τελείως και μετά." Του Λεωνίδα του φάνηκε περίεργη αυτή η επιθυμία της αγαπημένης του, όμως τη σεβάστηκε. Σίγουρα θα είχε περάσει πολλά και ίσως έκανε καιρό να ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό. Θα της έδινε όσο χρόνο χρειαζόταν λοιπόν, και ας καιγόταν ο ίδιος από πόθο να την αγγίξει.
Την επόμενη μέρα, έκανε συμβούλιο με τους συμβούλους και τους αξιωματικούς του σχετικά με τα θέματα που θα έπρεπε να διευθετηθούν μετά τη στέψη του. Ο Στρατηγός του ανακοίνωσε πως έπρεπε να παντρευτεί την Κάτια με επίσημο βασιλικό γάμο αν ήθελε να τη στέψει κι εκείνη βασίλισσα, παρόλο που του είχε πει πως είχαν παντρευτεί ήδη μια φορά. Εκείνος ο γάμος δεν ήταν νόμιμος και έγινε χωρίς την άδεια του βασιλιά. Και εφόσον βασιλιάς αυτή τη στιγμή δεν υπήρχε, έπρεπε αναγκαστικά να ξαναγίνει ο γάμος και στη συνέχεια η τελετή της στέψης.
"Δεν με πειράζει. Ίσα που χαίρομαι που θα παντρευτώ ξανά την Κάτια, αυτή τη φορά ενώπιον όλου του βασιλείου, χωρίς να χρειάζεται να κρυβόμαστε. Θέλω να ανακοινώσω σε όλους την αγάπη μας." Είπε, και ο Στρατηγός, που τον είχε σαν γιο του από τότε που έφυγε η Βασίλισσα Ανθή, χάρηκε όσο ποτέ για εκείνους.
Επιτέλους, να μπει και λίγη χαρά σε αυτό το Παλάτι. Σκέφτηκε.
Ο Λεωνίδας πήγε να το ανακοινώσει αμέσως στην αγαπημένη του. Τη βρήκε στο δωμάτιο της. Την έπιασε απ' τα χέρια για να σηκωθεί και της είπε:
"Αγάπη μου, έχω να σου ανακοινώσω κάτι ευχάριστο. Θα παντρευτούμε ξανά, αυτή τη φορά με επίσημο γάμο και την ίδια μέρα θα στεφθούμε βασιλιάδες του Βορρά. Δεν είναι υπέροχο;" Ο ενθουσιασμός του παρέσυρε και τη Μαρία, η οποία φύσικα και χαιρόταν! Η μοίρα της είχε φερθεί δίκαια και με το παραπάνω! Όχι μόνο κατάφερε να πάρει τον άντρα της αδελφής της, τον οποίο πάντα αγαπούσε, αλλά θα γινόταν και βασίλισσα! Το παραμύθι της θα είχε αίσιο τέλος! Μόνο ένα πράγμα την φόβιζε κι αυτό ήταν η ένωση μαζί του. Όμως ήταν κάτι το οποίο έπρεπε να υποστεί αν ήθελε να μην την υποπτευθεί και να πάρει εντελώς τη θέση της Κάτιας.
"Αυτά είναι τέλεια νέα, ζωή μου!" Φώναξε κι εκείνη με χαρά. Ο Λεωνίδας τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έκανε μια σβούρα, έπειτα την αφήσε απαλά πάλι κάτω και τη φίλησε με πάθος. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους, αν και ήταν μια ψεύτικη, κλεμμένη ευτυχία. Ήταν ένα ψέμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top