ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Στη φωτογραφία η Βασίλισσα Ανθή.
*********************************
Πέρασαν λίγες μέρες από τότε που οι τρεις αδελφές έμαθαν την αλήθεια και δεν συζήτησαν ξανά για αυτό το θέμα. Η Κάτια σκεφτόταν συνεχώς τη μητέρα τους και η σκέψη να πάνε στον Βορρά και να τη δουν πηγαινοερχόταν στο μυαλό της. Όμως δεν τολμούσε να το πει στις αδελφές της. Ειδικά η Μαρία δεν ήθελε να ξανακούσει για την Ανθή. Η μοίρα όμως μερικές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια, ακόμα και στη Χώρα των Πέντε Βασιλείων.
Ένα πρωινό, η Μαρία και η Άντζελα βρήκαν στο σαλόνι την Κάτια, η οποία είχε ξυπνήσει από νωρίς. Καθόταν στον καναπέ και κάτι διάβαζε.
«Γράμμα από τη μαμά.» τους είπε μόλις τις είδε. Τα κορίτσια κατέβηκαν γρήγορα τα υπόλοιπα σκαλιά και πλησίασαν, πιο πολύ από περιέργεια. Η Άντζελα κάθισε δίπλα στην αδελφή της και ξεκίνησε να διαβάζει κι αυτή το γράμμα, όμως η Μαρία παρέμεινε όρθια.
«Θέλει κάποια από τις δυο σας να το διαβάσει δυνατά, να το ακούσω κι εγώ; Βαριέμαι να διαβάζω μόνη μου.» είπε.
Η Κάτια διάβασε δυνατά το γράμμα. Μόλις τελείωσε, αντάλλαξε μερικές σιωπηλές ματιές με τις αδελφές της κι έπειτα η Άντζελα τη ρώτησε:
«Νομίζεις πως πρέπει να τη συγχωρέσουμε;»
«Ξέρεις κάτι; Δεν της κρατάω κακία. Όσο κι αν προσπάθησα να τη μισήσω δεν τα κατάφερα.»
«Ούτε κι εγώ. Δηλαδή θα πάμε;»
«Φυσικά. Θα είναι και η ευκαιρία μας να κάνουμε ένα ταξίδι και να δούμε το Βασίλειο του Βορρά.»
Η Μαρία όμως είχε αντίθετη άποψη:
«Εγώ δεν έρχομαι. Πώς να θέλω να γνωρίσω μία μάνα που στην πραγματικότητα είναι ξένη; Ούτε καν θυμάμαι πως είναι η τύπισσα.»
«Μη μιλάς έτσι για τη μαμά. Ούτε εγώ θυμάμαι πως ήταν, αλλά θα πάω, έστω και από περιέργεια. Κι αν δεν έρθεις μαζί μας, θα μείνεις εδώ, μόνη με τη θεία και θα τσακώνεστε συνέχεια. Αυτό θέλεις;»
Η Άντζελα έβαλε σε σκέψεις τη Μαρία.
«Εντάξει Άντζελα, με έπεισες. Θα έρθω.» είπε τελικά. «Άλλωστε, θα είναι ωραίο να μείνουμε σε παλάτι για λίγες μέρες, σαν πριγκίπισσες. Και θα έχει και ωραίους νεαρούς.»
«Το θέμα είναι να πείσουμε τη θεία να μας αφήσει.» είπε η Κάτια.
«Άσε τη θεία. Θα την πείσω εγώ.» τη διαβεβαίωσε η Άντζελα, που από τις τρεις ήταν η μόνη που κατάφερνε πάντα να την πείθει για να τους κάνει διάφορα χατίρια.
«Ωραία. Ας γράψουμε όμως πρώτα κι εμείς στη μαμά, για να ξέρει πως θα πάμε. Θα με βοηθήσετε;» είπε η Κάτια. Οι αδελφές της συμφώνησαν και άρχισαν να γράφουν μαζί ένα γράμμα με διεύθυνση το Παλάτι του Βορρά:
Αγαπητή μητέρα,
Η αλήθεια είναι πως απογοητευτήκαμε στην αρχή όταν μάθαμε την αλήθεια για σένα. Μας την είχε πει η θεία Χριστίνα, λίγες μόλις μέρες πριν μας στείλεις το γράμμα. Η εικόνα που είχαμε πλάσει για εσένα χάλασε. Όμως, έπειτα από πολλή σκέψη και διαβάζοντας το γράμμα σου, αποφασίσαμε να συγχωρέσουμε τα λάθη σου και να έρθουμε να σε δούμε στον Βορρά. Στείλε μας απάντηση με ακριβή ημερομηνία και ώρα που θέλεις να είμαστε εκεί.
Με αγάπη, οι τρεις κόρες σου: Κάτια, Μαρία και Άντζελα.
Η Ανθή πέταξε από τη χαρά της μόλις διάβασε το γράμμα. Το είπε στον άντρα της, τον Βασιλιά Αλέξανδρο και εκείνος συμφώνησε να τους επισκεφθούν τα κορίτσια την επόμενη Δευτέρα και να διοργανώσουν μια δεξίωση υποδοχής προς τιμήν τους. Η Ανθή έστειλε την απάντηση της στα κορίτσια, ότι τις περίμεναν όλοι την ερχόμενη Δευτέρα το βράδυ. Έπειτα άρχισε τις ετοιμασίες στο παλάτι: πρώτα αγόρασε ένα γαλάζιο φορεματάκι στη Λίζα, στην κορούλα της που είχε αποκτήσει με τον Αλέξανδρο. Ήταν δέκα χρονών και είχε τα καστανά μαλλιά του πατέρα της και τα μάτια της μητέρας της.
Στη συνέχεια αγόρασε τρία πανάκριβα κοστούμια στους γιους του Αλέξανδρου, τους οποίους διαβεβαίωσε ότι θα έκαναν πολύ καλή παρέα με τις κόρες της , αφού οι ηλικίες τους ήταν κοντινές. Ο μεγαλύτερος, ο Λεωνίδας, ήταν δεκαεννιά, στην ηλικία της Κάτιας και της Μαρίας. Ο Κωνσταντίνος ήταν σχεδόν δεκαεφτά, σαν την Άντζελα και ο Μάριος ήταν δεκαπέντε.
Από την Παρασκευή μέχρι τη Δευτέρα όλοι στο παλάτι προετοιμάζονταν για την τελετή υποδοχής των κοριτσιών. Και στο Βασίλειο του Νότου όμως, τα τρία κορίτσια προετοιμάζονταν κατάλληλα.
Η Χριστίνα στην αρχή δεν ήθελε με τίποτα τα κορίτσια να πάνε στον Βορρά, όπως το είχαν προβλέψει. Όμως τελικά, η Άντζελα κατάφερε και την έπεισε. Η θεία τους το πήρε απόφαση ότι ήταν μεγάλες πια και μπορούσαν να παίρνουν αποφάσεις μόνες τους. Βοήθησε, μάλιστα, την Κάτια να ράψει ένα κόκκινο φόρεμα για την τελετή υποδοχής και της αγόρασε έναν κόκκινο φιόγκο για τα μαλλιά της.
Η Άντζελα, από την άλλη, δεν ήθελε να ράψει καινούργιο φόρεμα, έτσι ξέθαψε από τη ντουλάπα της ένα μαύρο, παλιό αλλά εντυπωσιακό φόρεμα, το οποίο με μερικές μετατροπές έγινε σαν καινούργιο. Η Μαρία επέμενε να αγοράσει καινούργιο φόρεμα, έτσι πήγε και πήρε ένα στις αποχρώσεις του ροζ.
Κι έτσι πέρασε το Σαββατοκύριακο και ήρθε η Δευτέρα, την οποία όλοι περίμεναν με ανυπομονησία. Ξημερώματα, η Χριστίνα συνόδευσε τα κορίτσια στο σταθμό του τρένου. Όταν το τρένο έφτασε, τις βοήθησε να ανεβάσουν τις βαλίτσες τους και τις αποχαιρέτησε συγκινημένη, σαν να μην επρόκειτο να τις ξαναδεί. Η αλήθεια ήταν πως θα ένιωθε απέραντη μοναξιά αυτές τις μέρες που θα έλειπαν..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top