ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29

Προειδοποιώ ότι και αυτό το κεφάλαιο θα είναι λίγο spicy αλλά χωρίς πολύ αναλυτικές περιγραφές

Η Κάτια κοιτούσε τον Νίκο έντρομη μετά την ξαφνική πρόταση που της είχε κάνει. Της είχε προτείνει να επιστρέψουν μαζί στον Βορρά και εκείνος να σκοτώσει τον Βασιλιά απαλλάσσοντας την μια και καλή από το φόβο και την αγωνία που την κατέκλυζαν κάθε φορά που σκεφτόταν την επιστροφή της. Τα συναισθήματα της ανάμεικτα. Απ' τη μια φόβος, ένας νέος φόβος που δεν είχε ξανανιώσει. Τι είδους άνθρωπος ήταν ο άντρας που την έσωσε, τελικά; Συγχρόνως όμως ένιωθε ευγνωμοσύνη για αυτόν, που ήθελε να την δει ξανά ευτυχισμένη και ας έμενε πάλι μόνος του. Που θα κινδύνευε με αυτή του την πράξη μόνο και μόνο για εκείνη. Χωρίς ο ίδιος να έχει κανένα προσωπικό όφελος.

Ήθελε όσο τίποτα να επιστρέψει στον Βορρά. Μπορεί να είχε ερωτευθεί τον Νίκο, όμως ο Λεωνίδας δεν έπαυε να είναι η μεγάλη της αγάπη, και όσο σκεφτόταν ότι επέστρεφε ξανά στην αγκαλιά του η καρδιά της φτερουγίζε. Σίγουρα θα είχε γίνει η επέμβαση και αν όλα είχαν πάει καλά, ο καλός της τώρα θα είχε αποκτήσει ξανά την όραση του και επιτέλους θα την κοιτούσε στα μάτια για πρώτη φορά. Πόσο θα χαιρόταν...

Όμως όχι, δεν ήθελε να ρισκάρει. Το σχέδιο του Νίκου ήταν πολύ σκοτεινό και επικίνδυνο. Θα το είχε πάντα βάρος στη συνείδηση της.

"Όχι, Νίκο. Δεν θέλω να γίνεις δολοφόνος για χάρη μου. " του είπε. Ο Νίκος την κοίταξε με το βλέμμα του να σκοτεινιάζει και το μπλε χρώμα να γίνεται σχεδόν μαύρο.

"Είμαι ήδη δολοφόνος. Έχω σκοτώσει και στο παρελθόν, Κάτια." Της είπε κάνοντας τη να ανατριχιάσει. "Κακούς ανθρώπους που τους άξιζε ο θάνατος. Ένας παραπάνω παλιάνθρωπος δεν θα αλλάξει τα πράγματα, ίσα ίσα που θα γλιτώσουν κι άλλες γυναίκες από αυτόν. Δεν έχεις σκεφτεί μήπως έχει κάνει κακο και στις αδελφές σου;"

"Ναι, πάντα το σκεφτόμουν και ένιωθα απαίσια που έφυγα και δεν προσπάθησα να τις ειδοποιήσω." Παραδέχθηκε η Κάτια. Είχε δίκιο. Έπρεπε να τελειώνει μια και καλή, να ηρεμήσει επιτέλους η ψυχή της και να επιστρέψει στο μέρος που πραγματικά ανήκε.

"Εντάξει λοιπόν... Δέχομαι." Είπε τελικά προτού προλάβει να αλλάξει πάλι γνώμη. "Όμως, πως θα μπούμε στο βασίλειο του Βορρά; Τα σύνορα είναι ακόμα κλειστά, δεν είναι;"

"Έχω...κάποιες διασυνδέσεις..." Είπε σκεπτικός ο Νίκος. "Ίσως μας εξασφαλίσουν μια κρυφή είσοδο στον Βορρά μέσω ένας δάσους στο Δυτικό Βασίλειο, ένα τμήμα που δεν φυλάγεται πολύ από φρουρούς. Είναι επικίνδυνο, αλλά δεν θα περάσουμε χωρίς βοήθεια... Δώσε μου μερικές μέρες καιρό, να κανονίσω το σχέδιο και να επικοινωνήσω με τους γνωστούς μου  οι οποίοι θα μας συνοδεύσουν κιόλας." Η Κάτια συμφώνησε. Δεν κατάλαβε πως ακριβώς θα έφευγαν και θα περνούσαν τα κλειστά σύνορα, όμως είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Νίκο.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Νίκος έλειπε συνέχεια γιατί κανόνιζε το σχέδιο της ασφαλούς μεταφοράς τους. Στην ουσία θα γίνονταν λαθρομετανάστες, και για αυτό το σχέδιο ήταν πολύ επικίνδυνο και έπρεπε να κανονίσει κάθε λεπτομέρεια.

Ώσπου μια μέρα, γύρισε στο σπίτι και της είπε:

"Όλα είναι έτοιμα. Αύριο το πρωί αναχωρούμε με τα πόδια, μαζί με τους συντρόφους μου. Θα μας πάρει βέβαια πολλές ώρες, μπορεί και τρεις μέρες αν κάνουμε και στάσεις, όμως ταξιδεύοντας με τα πόδια και με ρούχα φτωχικά δεν θα γίνουμε στόχος. Τα υπόλοιπα ασ' τα σε εμένα."

"Αυτό είναι υπέροχο!" Αναφώνησε η Κάτια και τον αγκάλιασε, παρόλο που είχε αγωνία για εκείνο το ταξίδι. Όμως η αγκαλιά του την έκανε να νιώσει αμέσως πιο ήρεμη, ότι όλα θα πήγαιναν καλά.

"Ελα να φάμε τώρα και μετα θα σε πάω σπίτι σου να πάρεις τα πράγματα σου." Της είπε έπειτα ο Νίκος απομακρύνοντας τη διακριτικά από την αγκαλιά του.

Έφαγαν μαζί μεσημεριανό, βραστό κρέας με λαχανικά που είχε μαγειρέψει η Κάτια και μετά οδήγησε τον Νίκο στο σπίτι όπου έμενε προτού εγκατασταθεί στο δικό του. Εκεί, μάζεψε τα λιγοστά της φτωχικά ρούχα και προσωπικά αντικείμενα στη βαλίτσα της και πριν φύγουν, στάθηκε στην είσοδο και κοίταξε το εσωτερικό του σπιτιού που είχε ζήσει τόσο καιρό, σαν να το αποχαιρετούσε. Μπόρει να μην είχε όμορφες αναμνήσεις από αυτό το σπίτι, παρά μόνο άσχημες η αδιάφορες αναμνήσεις, με τον εαυτό της να κλαίει σκεπτόμενη τον Λεωνίδα, τις αδελφές της και γενικά την παλιά της ζωή, όμως ήταν ευγνώμων που το είχε βρει αυτό το σπιτάκι και το είχε αποκτήσει, ενώ άλλοι άνθρωποι στον Νότο δεν είχαν καθόλου. Η Κάτια πάντοτε προσπαθούσε να βοηθήσει εκείνους τους ανθρώπους, δίνοντας τους μερικά κέρματα από τη μικρή της περιουσία η αγοράζοντας τους φαγητό πολλές φορές. Αυτές οι κινήσεις της υπενθύμιζαν πως ήταν ακόμα άνθρωπος.

"Είσαι καλα;" τη ρώτησε ο Νίκος, διακόπτοντας τις σκέψεις της.

" Ναι. Καλά είμαι. Απλώς αποχαιρετούσα τη ζωή που έζησα εδώ. Είναι η τελευταία μου μέρα στον Νότο." Ο Νίκος χαμήλωσε το βλέμμα σκεπτικός. "Εσύ τι θα κάνεις μετά; Εννοώ, αφού ολοκληρώσουμε το σχέδιο στον Βορρά;"

"Τι να κάνω; Θα γυρίσω πίσω." Της απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους. Η Κάτια έπιασε τον εαυτό της να λυπάται που θα τον αποχωριζόταν. Ήταν ένα περίεργο αλλά συγχρόνως όμορφο κεφάλαιο στη ζωή της.

"Έλα, πάμε." Της είπε. Βγήκαν και η Κάτια έκλεισε πίσω της την πόρτα για πάντα.

Το ίδιο βράδυ η Κάτια καθόταν σκεπτική μπροστά στο τζάκι, με τα χέρια της να αγκαλιάζουν τα διπλώμενα της στον καναπέ γόνατα. Οι φλόγες ξεπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, υπενθυμίζοντας της την επιστροφή στο παρελθόν της. Άραγε πόσο θα είχαν αλλάξει τα πράγματα;

Ο Νίκος έκανε την εμφάνισή του απ' την κρεβατοκάμαρα, πλησίασε και άφησε δίπλα της στον καναπέ ένα από τα φορέματα της γυναίκας του, από εκείνη που η ίδια δεν θα τολμούσε ποτέ να αγγίξει. Ήταν ανοιχτό μπεζ, μακρυ, με άμορφη χειροποίητη δαντέλα στα μανίκια και μαργαριτάρια κεντημένα στο στήθος.

"Πρέπει να το γιορτάσουμε. " της είπε, αφού εκείνη κοιτούσε μια εκείνον και μια το φόρεμα με απορία. "Είναι η τελευταία σου νύχτα εδώ. Θέλω να φορέσεις αυτό το φόρεμα, να ετοιμαστείς και να πάμε σε ένα κέντρο με ζωντανή λαϊκή μουσική, από αυτά του Νότου. Έχεις πάει ποτέ;"

"Όχι, δεν έχει τύχει." Είπε σαστισμένη η Κάτια. "Νίκο...Δεν ξέρω αν πρέπει να το φορέσω αυτό..."

"Δεν σ' αρέσει;"

"Είναι υπέροχο, όμως..."

"Σε παρακαλώ. Σαν χάρη στο ζητάω. Το είχε φορέσει εκείνη στον αρραβώνα μας. Σημαίνει πολλά για μένα." Πρώτη φορά ο Νίκος την παρακαλούσε τόσο πολύ για κάτι, έτσι η Κάτια αποφάσισε να του κάνει το χατίρι.

Έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ενώ ο Νίκος πήρε τα ρούχα του να ετοιμαστεί στο σαλόνι. Λίγη ώρα μετά, η Κάτια βγήκε. Ο Νίκος την κοίταξε έκθαμβος. Το φόρεμα αγκάλιαζε τέλεια το σώμα της, το είχε συνδυάσει με λευκές γόβες, είχε μαζέψει τα μαλλιά της ψηλά κι είχε φορέσει δύο διαμαντένια σκουλαρίκια και είχε κάνει κι ένα απαλό βάψιμο στο πρόσωπο. Η ίδια ένιωθε ξανά σαν πριγκίπισσα. Ο Νίκος ήταν κι εκείνος άψογος, ντυμένος με μαύρο κοστούμι, τα μαλλιά του χτενισμένα και το μούσι του, το οποίο δεν ξύριζε ποτέ, ήταν περιποιημένο. Την πλησίασε άργα και πήρε τα χέρια της στα δικά του. Την κοίταξε κι η Κάτια ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατότερα όπως τότε που την άγγιζε εκείνος... Ένιωθε την ανάγκη να τον φιλήσει, μα δεν το τολμούσε. Φοβόταν μη χαθεί ο έλεγχος τελείως.

"Είσαι πανέμορφη." Της είπε. "Μου θυμίζεις εκείνη." Η Κάτια δεν ήξερε αν ήταν καλό η κακό το ότι του θύμιζε τη νεκρή γυναίκα του. Ο Νίκος έτεινε το χέρι του για αγκαζέ.

"Πάμε;" τη ρώτησε.

"Πάμε." Είπε η Κάτια και ξεκίνησαν.

Το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο και φασαρία. Τα τραπέζια όλα γεμάτα και στο βάθος η ορχήστρα κούρδιζε τα όργανα. Ήταν παράξενη ορχήστρα, διαφορετική από εκείνες που είχε δει η Κάτια στις δεξιώσεις του Βορρά. Ο Νίκος χαιρέτησε αρκετά άτομα στα τραπέζια που περνούσαν, οι οποίοι φαίνονταν λίγο τρομακτικοί στην Κάτια. Οι περισσότεροι είχαν μουστάκι και μιλούσαν με περίεργες λέξεις. Άσε δε, που υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες στην αίθουσα, γεγονός που την έκανε να αισθάνεται άβολα.

Ευτυχώς, κάθισαν σε ένα τραπέζι στο βάθος, μακριά από όλα εκείνα τα περίεργα βλέμματα.

"Νόμιζα πως δεν είχες καθόλου φίλους." Είπε στον Νίκο.

"Αυτοί δεν είναι φίλοι μου. Περισσότερο γνωστοί μου θα έλεγα. Σε αυτά τα μαγαζιά είναι σύνηθες φαινόμενο να γνωρίζονται όλοι μεταξύ  τους."

"Έχεις έρθει πολλές φορές εδώ;"

"Ναι." Της απάντησε απλά, χωρίς να δώσει εξηγήσεις όπως έκανε πάντα.

Σύντομα, η ορχήστρα άρχισε να παίζει μια μουσική διαφορετική από αυτές που είχε ακούσει η Κάτια, με βαθιές νότες και περίεργη προφορά του τραγουδιστή. Έλεγε για τους "μάγκες" του Νότου και για άλλα θέματα που η Κάτια δεν καταλάβαινε πολύ καλά. Ήρθε ένας σερβιτόρος και ο Νίκος παρήγγειλε μια ποικιλία φαγητών και κόκκινο κρασί.

Το κρασί ήρθε πρώτο και ο Νίκος έβαλε στον εαυτό του και πήγε να βάλει και στην Κάτια, όμως εκείνη τον σταμάτησε λέγοντας:

"Καλύτερα να μην πιω. Είμαι μια εβδομάδα και κάτι καθαρή από αλκοόλ και δεν θέλω να ρισκάρω να κύλισω ξανά. "

"Όπως νομίζεις." Της είπε ο Νίκος και ύψωσε το ποτήρι του προς το μέρος της. "Στην υγειά σου, Κάτια." Είπε και το κατέβασε όλο μεμιάς, έπειτα γέμισε ξανά το ποτήρι του. Η Κάτια αναρωτήθηκε άθελά της πως θα συμπεριφερόταν αν μέθουσε.

Σύντομα ήρθε και το φαγητό, που ήταν μια μεγάλη ποικιλία κρεατικων, από χοιρινά μπριζολάκια μέχρι λαχταριστά λουκάνικα. Η Κάτια πεινούσε και της έσπασαν αμέσως τη μύτη οι μυρωδιές. Ο Νίκος έβαλε από όλα στα πιάτα τους και ξεκίνησαν να τρώνε. Στην αρχή η Κάτια προσπαθούσε να φάει με μαχαίρι και πιρούνι όπως είχε μάθει, όμως στη συνέχεια τα παράτησε και έπιασε το κρέας με το χέρι όπως έκανε ο Νικος, εισπράττοντας ένα βλέμμα επιβεβαίωσης από αυτόν.

Η βραδιά συνεχίστηκε με διάφορα τραγούδια, ακόμα και πιο ελαφριά, τα οποία άρχισαν να αρέσουν στην Κάτια και να χάνεται στη μουσική και στα μπλε μάτια του Νίκου που την κοιτούσαν συνέχεια. Μιλούσαν ελάχιστα, απλά απολάμβαναν τη στιγμή, ενώ η Κάτια προσπαθούσε να μη σκέφτεται ότι θα έπρεπε σύντομα να τον αποχωριστεί. Μήπως δεν ηθελε; Μήπως ο έρωτας της για τον Λεωνίδα είχε όντως σβήσει; Γιατί της φαίνονταν πλέον ένα μακρινές αναμνήσεις όλα αυτά που έζησαν; Γιατί σκεφτόταν κατά βάθος πόσο ωραία θα ήταν αν έμενε με τον Νίκο για πάντα. Όμως όχι, είχε ένα καθήκον στον Βορρά. Έπρεπε να προστατεύσει τις αδελφές της, αν προλάβαινε βέβαια. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε γιατί είχαν κλείσει τα σύνορα στον Βορρά. Ίσως είχε γίνει κάτι πολύ κακό το οποίο οι Βόρειοι να μην ήθελαν να μαθευτεί προς τα έξω. Όπως και να 'χε, θα μάθαινε σίγουρα.

Στο μεταξύ ο Νίκος έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο και παρειγγηλε και δεύτερη κανάτα. Την Κάτια την ανησύχησε αυτό.

"Να σου πω... Έσωσες εμένα απ' το ποτό για να κυλήσεις τώρα εσυ;" τον μαλώσε. Ο Νίκος γέλασε, μια απ' τις ελάχιστες και τις τελευταίες φορές που τον άκουγε.

"Δεν με πειράζει εμένα το ποτό, πριγκίπισσα. Δεν πρόκειται να καταντήσω αλκοολικός σαν εσένα." Της είπε, και της Κάτια της άρεσε τόσο πολύ έτσι όπως την αποκάλεσε...

"Πώς με είπες;"

"Πριγκίπισσα. Την αλήθεια έιπα. Αυτό δεν είσαι;" είπε και βύθισε τις θάλασσα των ματιών του στα δικά της.

"Εχεις δίκιο..." Τα πρόσωπα τους ήρθαν πολύ κοντά. Αυτή τη φορά η Κάτια δεν σταμάτησε τον εαυτό της. Τον φίλησε και ένιωσε αμέσως τη γνώριμη γεύση του κρασιού στο στόμα της όταν εκείνος αμέσως ανταποκρίθηκε. Η καρδιά της, σαν να είχε χωρίσει στα δύο. Το ένα της μισό ανήκε εδώ, μαζί του, το άλλο πίσω στον Βορρά.

Τι μου συμβαίνει; αναρωτιόταν μέσα της. Γίνεται να αγαπάει κάνεις δύο ανθρώπους ταυτόχρονα;

Μετά το φιλί τους, ο Νίκος την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε. Αν της ζητούσε εκείνη τη στιγμή να μείνει για πάντα μαζί του, να εγκαταλείψουν το σχέδιο να γυρίσουν στον Βορρά, θα το έκανε. Δεν της το ζήτησε όμως. Μα φυσικά, αφού μόνο φιλικά την έβλεπε. Της το είχε ξεκαθαρίσει. Όμως αν ήταν έτσι, τότε γιατί τη φίλησε παλι; Η Κάτια ήταν πολύ μπερδεμένη.

Γυρίσαν σπίτι του πολύ αργά τη νύχτα. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, σαν να τους έσπρωξε μια αόρατη δύναμη, τα σώματα τους κόλλησαν το ένα στο άλλο και τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο χορό σαν να μην υπήρχε αύριο. Η Κάτια δεν ήξερε αν ο Νίκος την ήθελε στα αλήθεια, η αν το κρασί είχε ξυπνήσει μέσα του παλιές αναμνήσεις, πάντως ένα ήταν σίγουρο: το ήθελε κι εκείνη αυτό που θα ακολουθούσε, αν δεν το έκανε, αν δεν κοιμόταν μαζί του έστω μια φορά, θα της έμενε απωθημένο για όλη της τη ζωή. Εξάλλου, ίσως κι ο Λεωνίδας να είχε πάει με άλλη. Να πίστευε πως δεν θα επιστρέψει ποτέ και να έδινε κι εκείνος το σώμα του σε άλλες αγκαλιές.

Ο έρωτας με τον Νίκο ήταν διαφορετικός. Τα φιλιά του ήταν πιο άγρια, όμως το άγγιγμα του απαλό και με προσοχή. Τον άφησε να της βγάλει αργά το φόρεμα, με μια δοση ντροπής αλλά και προσμονής, βοηθώντας τον συγχρόνως να βγάλει τα δικα του ρούχα.

Ολόγυμνοι πλέον και οι δύο στο κρεβάτι του, τα χέρια του και τα χείλη του ξεκίνησαν να ταξιδεύουν προς τα κάτω στο κορμί της με ορμή αλλά και τρυφερότητα.

Όταν άγγιξε το σημάδι στο πλευρό της, του έριξε μια ματιά κι έπειτα κοίταξε τα μάτια της και ψιθύρισε:

"Ο τραυματισμός που μου είχες πει;"

"Ναι." Είπε εκείνη. Έπειτα τα χείλη του και τα χέρια του συνέχισαν το ταξίδι στο κορμί της.

Η ένωση τους ήταν ένα πρωτόγνωρο ταξίδι, σαν να το έκανε για πρώτη φορά η Κάτια. Ήξερε όμως βαθιά μέσα της πως θα ήταν κι η τελευταία, γιατί σύντομα θα επέστρεφε στον Λεωνίδα. Όμως εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν είχε σημασία πέρα από το σώμα του πάνω και μέσα στο δικό της και τα μάτια του που κοιτούσαν συνεχώς μέσα στα δικά της, διαψεύδοντας τα προηγούμενα λόγια του ότι δεν ένιωθε τίποτα για εκείνη, ότι δεν θα ερωτευόταν ποτέ ξανά γενικότερα.

Μετά τη μαγική αυτή στιγμή, κανένας δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Τι να έλεγαν αλλωστε; Τα κορμιά τους τα είχαν πει όλα. Η Κάτια φωλιάσε στην αγκαλιά του, με συναίσθηματα ασφάλειας και στοργής να την πλημμυρίζουν. Δεν σκεφτόταν τίποτα πλέον, δεν μιλούσε για να μη χαλάσει αυτή την πολύτιμη σιωπή. Μόνο χαλάρωσε ανάμεσα στα χέρια του που την τύλιξαν και βυθίστηκε σε έναν ύπνο γλυκό.

Η Κάτια ξύπνησε με ανάμεικτα συναισθήματα. Χαρά για αυτό που είχε συμβεί ανάμεσα τους την προηγούμενη νύχτα, αλλά και θλίψη, επειδή κάτι τέτοιο δεν έπρεπε να επαναληφθεί. Γύρισε πλευρό και άπλωσε το χέρι της για να αγκαλιάσει τον Νίκο, όμως άγγιξε απλά το άδειο στρώμα. Άνοιξε τα μάτια της, για να αντικρύσει αντί για τον Νίκο, στο άδειο μαξιλάρι δίπλα της, ένα γράμμα.

"Όχι..." ψέλλισε αρπάζοντας το και μην τολμώντας να το διαβάσει.

Το μυαλό της πήγε αρκετά χρόνια πίσω, τότε που τριών χρόνων ακόμα είδε τον πατέρα της να κλαίει αγκαλιάζοντας το αποχαιρετιστήριο γράμμα της μητέρας της. Τώρα ένιωθε στο πετσί της το ίδιο συναίσθημα που είχε νιώσει κι εκείνος τότε: εγκατάλειψη. Ένιωθε χρησιμοποιημένη, ντροπιασμένη. Ήταν γυμνή, με το αποτύπωμα του ακόμα επάνω στο κορμί της, πως ήταν δυνατόν να έφυγε έτσι απλά; Από την άλλη μεριά, και η ίδια αυτό δεν είχε κάνει δύο χρόνια πριν; Δεν είχε εγκαταλείψει τον Λεωνίδα, αλλά και όλους τους αγαπημένους της ανθρώπους, τις αδελφές της και τους θετούς αδελφούς της, χωρίς καμία εξήγηση; Εκείνη δεν είχε αφήσει ούτε καν γράμμα.

Τελικά κατάφερε να πείσει τον εαυτό της να το διαβάσει. Ότι κι αν περιείχε αυτό το γράμμα έπρεπε να το αντιμετωπίσει:

Αγαπημένη μου Κάτια. Συγνώμη που έφυγα τόσο γρήγορα από τη ζωή σου και ξαφνικά μπήκα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς, αγάπη μου. Τόσον καιρό που έμεινες μαζί μου, ξύπνησαν μέσα μου αισθήματα που είχα θάψει καιρό. Ένιωσα να ξαναγεννιέμαι, ενώ πριν σε γνωρίσω ήμουν νεκρός. Δεν ήθελα να τα παραδεχθώ όμως αυτά τα αισθήματα. Χθες όμως, αφέθηκα ολοκληρωτικά. Χθες, μετά από ότι συνέβη μεταξύ μας, κατάλαβα ότι σε είχα ερωτευθεί παράφορα, αληθινά, και αυτό θα μας κατέστρεφε και τους δύο.

Το σχέδιο που διοργάνωσα ήταν άκρως επικίνδυνο και υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν ξέρεις... Είμαι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Είμαι μαφιόζος, έπρεπε από την αρχή να σου το είχα πει. Αυτά είναι μόνο όσα χρειάζεται να γνωρίζεις. Μακριά μου θα είσαι πιο ασφαλής κι εύχομαι να βρεις κάποια μέρα τη δύναμη να επιστρέψεις μόνη σου στον Βορρά, στην οικογένεια σου και στον άντρα σου, να αντιμετωπίσεις όσα σε φοβίζουν και να με ξεχάσεις εμένα. Δεν σου αξίζω.

Μπορείς να συνεχίσεις να μένεις στο σπίτι μου, που έχει το τζάκι για να μην κρυώνεις πια το χειμώνα. Μπορείς να κρατήσεις τα ρούχα της γυναίκας μου. Τα αξίζεις. Και κάτω απ' το κρεβάτι, σου έχω αφήσει κάτι που θα σε κρατήσει ασφαλή από εδώ και πέρα, ακόμα και στους πιο επικίνδυνους δρόμους του Νότου.

Ελπίζω να προσέχεις και να μην ξαναπέσεις στην παγίδα του ποτού. Κάντο για μένα.

Να ξέρεις πως θα σε σκέφτομαι και θα κρατήσω για πάντα στην καρδιά μου τις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Συγνώμη για όλα. Νίκος.

Η Κάτια έκλαψε για ώρα πολλή. Της φαινόταν αδιανόητο. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και ξαφνικά... Η γνωριμία τους, η αναγκαστική φιλοξενία του Νίκου στο σπίτι του, η συμπάθεια που εξελίχθηκε σε μια αμοιβαία φιλιά και στη συνέχεια σε έρωτα... Πότε τον είχε ερωτευθεί, αλήθεια; Δεν μπορούσε να θυμηθεί με ακρίβεια ποτέ το κατάλαβε.

Ο Νίκος ήταν μαφιόζος. Πώς δεν το είχε καταλάβει τόσο καιρο; Αφού όλα τα σημάδια της το φώναζαν! Δεν θύμωνε τόσο με αυτό όμως. Είχε ξεπεράσει πια το μίσος της για τους μαφιόζους. Με αυτό που θύμωνε ήταν που την εγκατέλειψε με εκείνο το γράμμα. Δεν είχε καν το θάρρος να την αντικρύσει στα μάτια και να της πει αυτά τα λόγια.

Δεν έπρεπε να αφεθώ. Σκεφτόταν. Δεν έπρεπε να αφήσω τον αυτό μου να παρασύρθει από συναισθήματα. Αφού κάθε φορά πληρώνομαι. Κάθε φορά, κάτι γίνεται και πρέπει να ζήσω μακριά από τον άντρα που αγαπάω. Αλλά ούτε και στη φιλία είμαι τυχερή, αφού τη μοναδική φορά που έγινα φίλη με κάποιους, τους έχασα το ίδιο κιόλας βράδυ. Η σκέψη της αυτή αναφερόταν φυσικά στα τρία αδέλφια που είχε γνωρίσει όταν είχε πρωτοφθάσει στον Νότο. Τέρμα όμως πια! Δεν θα ξανάρθω ποτέ ξανά κοντά με κανέναν! Θα ζήσω μόνη μου για πάντα, αφού ήμουν τόσο δειλή ώστε να το σκάσω απ' τον Βορρά, από το σπίτι μου.

Σκούπισε τα μάτια της. Ήταν δυνατή και έπρεπε να ξανασταθεί στα πόδια της. Σηκώθηκε και αφού φορέσε μια ρόμπα πάνω απ' το γυμνό της σώμα, κοίταξε κάτω απ' το κρεβάτι για να δει τι της είχε αφήσει ο Νίκος. Ήταν ένα ξύλινο κασελάκι, το οποίο άνοιξε για να δει μέσα ένα πιστόλι, σαν αυτά που είχαν οι μαφιόζοι, μαζί με μερικές σφαίρες. Το έκλεισε αμέσως έντρομη. Με ένα όπλο σαν και αυτό είχαν σκοτώσει τον πατέρα της και είχαν πυροβολήσει την ίδια, σημαδεύοντας την για όλη της τη ζωή.

Ήταν έτοιμη να το πετάξει αμέσως, μα το μετάνιωσε. Ίσως της φαινόταν χρήσιμο κάποια μέρα, ίσως της έσωζε τη ζωή. Τώρα όμως δεν ήθελε να το βλέπει, για αυτό και το ξαναέβαλε  πάλι στην κρυψώνα του.

Δεν ήξερε ακόμα αν θα συνέχιζε να μένει στο σπίτι του Νίκου. Τα πράγματα του μπορεί να έλειπαν όλα, όμως η μυρωδιά του υπήρχε ακόμα παντού, όπως και πάνω της. Απ' την άλλη, ένιωθε ασφάλεια, ίσως μάλιστα ενδόμυχα να είχε την ελπίδα ότι θα επιστρέψει κάποια μέρα και θα ήθελε να τη βρει εκεί. Όμως ένα ήταν το σίγουρο: Τώρα πια, η Κάτια είχε χάσει κάθε δύναμη να γυρίσει στους δικούς της στον Βορρά.

************

Ένα ακόμα κεφάλαιο της ζωής της Κάτιας έκλεισε. Πώς σας φάνηκε η σύντομη σχέση της με τον Νίκο; Θεωρείτε πως, αν δεν την εγκατέλειπε, θα έπρεπε να μείνει μαζί του η να επιστρέψει στον Λεωνίδα στον Βορρά;

Εμείς πάντως, στο επόμενο κεφάλαιο θα επιστρέψουμε στον Βορρά. Ο Λεωνίδας ετοιμάζεται να κάνει την τελετή με τη μάγισσα και η Λίζα φοβάται πολύ. Θα πετύχει το τελετουργικό; Θα ξαναβρεί ο Λεωνίδας την όραση του, η θα τη χάσει για πάντα;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top