ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27

Νότιο Βασίλειο, δυο χρόνια μετά.

Η Κάτια βρισκόταν στο γνωστό μπαρ και έπινε άλλο ένα ποτήρι απ' το βαρύ ουίσκι που έπαιρνε πάντα. Τον τελευταίο καιρό είχε καταντήσει αλκοολική. Έπνιγε τον πόνο της στο ποτό για όλα: για τη δειλία της, για την ανικανότητα της να επιστρέψει στον Βορρά, για τη μοναξιά στην οποία ήταν αναγκασμένη να ζει.

Κατάφερε να αγοράσει εκείνο το σπίτι σε πολύ καλή τιμή, όμως τα χρέη ήταν πολλά και είχαν μαζευτεί. Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας της είχε φύγει στο ποτό. Της είχαν απομείνει μόνο δύο χιλιάδες από τις δέκα που πήρε με την πώληση του δικού της σπιτιού.

Κάποια στιγμή, προσπάθησε να επιστρέψει στον Βορρά. Μάζεψε τα πράγματα της, όταν όμως πήγε στο σταθμό του τρένου και ζήτησε εισιτήριο για τον Βορρά, την πληροφόρησαν ότι οι Βόρειοι είχαν κλείσει τα σύνορα τους για άγνωστο λόγο και είχαν διακόψει τις επικοινωνίες με τα άλλα βασίλεια. Από εκείνη την καταραμένη ημέρα άρχισε να πίνει η Κάτια. Κάτι είχε συμβεί στο Παλάτι του Βορρά από ότι άκουγε, αλλά κανείς δεν ήξερε. Και τώρα κάθε ελπίδα να επιστρέψει στον αγαπημένο της είχε πάει περίπατο.

Ξαφνικά, οι σκέψεις της διακόπηκαν από έναν μυστηριώδη και γοητευτικό άντρα που διέκρινε να κάθεται μόνος του σε μια γωνιά. Η Κάτια ένιωσε την ανάγκη να πιει με συντροφιά, να μιλήσει σε κάποιον άνθρωπο. Έτσι, πήρε το ποτό της και τον πλησίασε παραπατώντας.

"Γεια." Του είπε τρεκλίζοντας, βλέποντας τον θολά μέσα στη ζάλη της. "Να καθίσω;" Εκείνος την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με τα σκούρα μπλε μάτια του και της απάντησε:

"Ναι."

Η Κάτια κάθισε απέναντι του.

"Πώς σε λένε;" τον ρώτησε.

"Λεγε με Νίκο."

"Εγώ είμαι η Κάτια. Βρίσκομαι εδώ επειδή...εκείνος ο ηλίθιος βασιλιάς προσπάθησε να με βιάσει...Ναι, για αυτό ήρθα εδώ." Και ξέσπασε σε γέλια. Ο Νίκος παρέμεινε σοβαρός. Δεν μπορούσε να αφήσει μια τέτοια γυναίκα μόνη. Ήθελε να τη βοηθήσει, ειδικά αν ίσχυε αυτό που έλεγε. Την αδικία δεν τη μπορούσε και δεν συγχωρούσε εκείνους που κακοποιούσαν γυναίκες.

"Πάντως δεν είναι καλό να πίνεις." Της είπε και πήγε να της πάρει το ποτό από τα χέρια.

"Όχι όχι, άσ' το μου!" Φώναξε η Κάτια και παίρνοντας πίσω το ποτό της πρόλαβε και το ήπιε μονορούφι. "Γκαρσόνι! Ένα ακόμα!" Φώναξε στον σερβιτόρο, όμως ο Νίκος σηκώθηκε, πλήρωσε τα ποτά τους και έπειτα επέστρεψε και βοήθησε την Κάτια να σηκωθεί για να φύγουν.

Η Κάτια δεν θυμόταν τίποτα απ' την προηγούμενη βραδιά. Ξύπνησε με τρομερό πονοκέφαλο, σε ένα σπίτι άγνωστο μέχρι στιγμής για εκείνη. Κάποιες φορές ξυπνούσε σε σοκάκια, άλλες σε πάρκα και μερικές φορές καταφέρνε να φτάσει σπίτι της. Πρώτη φορά όμως ξυπνούσε σε ξένο σπίτι. Ανησύχησε. Είχε ορκιστεί στον εαυτό της να μην απατήσει ποτέ τον Λεωνίδα, γιατί ήταν ο άντρας της. Είχαν ενωθεί ενώπιον του Θεού και ίσως κάποια στιγμή κατάφερνε να επιστρέψει κοντά του. Κι όμως τώρα βρισκόταν σε ξένο κρεβάτι. Ωστόσο ακόμα ήταν ντυμένη.

Κανένας δεν κοιμόταν δίπλα της και αυτό ήταν καλό σημάδι. Από την ανοιχτή, διπλή πόρτα του υπνοδωμάτιού έβλεπε ένα μικρό σαλόνι με τζάκι. Σηκώθηκε με δυσκολία, φόρεσε τα παπούτσια της και πήγε στο σαλόνι.

Στα αριστερά της βρισκόταν η κουζίνα, στην οποία ένας άντρας καθόταν στο τραπέζι. Πάγωσε στη θέση της όταν τον είδε. Ήταν πολύ γοητευτικός, όμως και πάλι αυτό δεν θα δικαιολογούσε μια τέτοια πράξη, αν συνέβη βέβαια...

"Καλημέρα." Της είπε ανέκφραστα μόλις την είδε.

"Ποιος είσαι εσυ; Και τι κάνω εγώ εδώ πέρα;" τον ρώτησε πλησιάζοντας.

"Ειδές πιει πολύ χθες βράδυ και σε έφερα εδώ. Λέγε με Νίκο." Είπε και της έκανε νόημα να καθίσει. Στο τραπέζι υπήρχε μια κανάτα με ζεστό, αχνιστό καφέ, δυο κούπες και ένα πιάτο γεμάτο τηγανιτά πιττάκια.

"Έφτιαξα πρωινό." Η Κάτια δεν είχε όρεξη να φάει, σίγουρα όμως χρειαζόταν λίγο καφέ για να συνέλθει. Κάθισε διστακτικά και ο Νίκος γέμισε αμέσως την κούπα της. Γεύτηκε με απόλαυση το ζεστό ρόφημα, κοιτάζοντας συγχρόνως έξω απ' το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ετοιμαζόταν για βροχή. Ήταν η πρώτη μέρα του Χειμώνα. Σκέφτηκε με θλίψη ότι στον Βορρά ήδη θα είχαν πέσει τα πρώτα χιόνια. Στον Νότο δεν έριχνε ποτέ χιόνι.

Ο Νίκος της έβαλε στο πιάτο της ένα τηγανητό πιτακι.

"Φάε." της είπε σαν να τη διατάζει. Η Κάτια έφαγε μια μικρή μπουκιά, πιο πολύ από περιέργεια. Ήταν πεντανόστιμο. Έπειτα, βρήκε το θάρρος και τον ρώτησε αυτό που τη βασάνιζε:

"Κάναμε τίποτα χθες βράδυ;" Αμέσως ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν και απέφυγε το βλέμμα του.

"Όχι. Κοιμήθηκα στο σαλόνι." Της απάντησε, όμως αντί να νιώσει ανακούφιση, ένιωσε άθελά της μια μικρή απογοήτευση.

"Εγώ...προσπάθησα να σου κάνω τίποτα;" ρώτησε ξανά, πάλι χωρίς να το πολυσκεφτεί και με χαμηλωμένο το βλέμμα.

"Είσαι πολύ περίεργη. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα λένε, για αυτό ασε τα λόγια και τρώγε." Της είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Έπειτα σηκώθηκε και πήγε κάπου μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Κάτια έφαγε με την ησυχία της λίγο ακόμα και ήπιε τον καφέ της, έπειτα σηκώθηκε και πήγε μέσα να βρει τον Νίκο.

Τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρα. Επάνω στο κρεβάτι είχε αραδιάσει μερικά ρούχα.

"Ποιανού είναι;" Ρώτησε.

"Δικά σου."

Η Κάτια απόρησε. Πλησίασε και σήκωσε στα χέρια της μια λευκή μεταξωτη πουκάμισα, ένα πουλόβερ, μια μαύρη στενή φούστα... Όχι, σίγουρα δεν ήταν δικά της!

"Αποκλείεται. Εγώ δεν έχω τέτοια ρούχα." Του είπε.

"Μπορείς να τα τακτοποιήσεις όπως θες στη ντουλάπα, μόνο μην πειράξεις τίποτα απ' τα δικά μου." Της είπε αντί να της δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση και πήγε στο σαλόνι.

Η Κάτια τον ακολούθησε εκνευρισμένη και τον παρατήρησε καθώς προσπαθούσε να ανάψει το τζάκι. Απ' τη μια της άρεσε το ότι δεν ήθελε τα πολλά λόγια. Εξέπεμπε μια ηρεμία που της ήταν απαραίτητη σε αυτή τη φάση της ζωής της. Όμως απ' την άλλη ήταν ένας άγνωστος που είχε εμφανιστεί απ' το πουθενά και της έδινε φαγητό και ρούχα; Και τι ήταν αυτό με τη ντουλάπα που της είπε; Το μυστήριο που τον κάλυπτε την έκανε να θέλει να μάθει όλο και περισσότερα, αλλά δεν ήταν καιρός για αυτά. Έπρεπε να φύγει και να επιστρέψει στην μονότονη, κατεστραμμένη ζωή της. Τουλάχιστον εκεί δεν υπήρχε κανένας τον οποίο να φοβάται μην τον χάσει...

"Ωραία, σε ευχαριστώ για όλα, όμως τώρα πρέπει να φύγω. Θα κρατήσουμε επαφή έτσι;"

"Όχι." Της είπε απότομα ο Νίκος και την κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια. Τότε παρατήρησε η Κάτια πως ήταν σκούρο μπλε, πολύ σπάνιο χρώμα. Σαν τη θάλασσα το απομεσήμερο. Όμως δεν έπρεπε να αφήσει αυτό το βλέμμα να την αποσυντονίσει.

"Τι όχι;" θέλησε να μάθει.

"Δεν φεύγεις." Η Κατια νευρίασε. Ποιος ήταν αυτός που της απαγόρευε να φυγει;

"Όχι θα φύγω. Έχω και ένα σπίτι ξέρεις." Και αφού άρπαξε το παλτό της από την κρεμάστρα στην είσοδο γύρισε να ανοίξει την πόρτα, για να πέσει σχεδόν επάνω στον Νίκο με το αυστηρό του βλέμμα να την κατακεραυνώνει.

"Κάτια, θα κάτσεις εδώ να μου κάνεις παρέα. Δεν σε αφήνω μόνη σου να ξαναπάρεις το στραβό το δρόμο." Η Κάτια γέλασε για να μην κλάψει απ' τα νεύρα της.

"Α, για χθες εννοείς; Χθες ήταν μια ατυχής στιγμή. Έτυχε να πιω λίγο παραπάνω και..."

"Δεν περνάνε αυτά σε εμένα. Ακόμα και αν δεν πίνεις συστηματικά όπως λες, μια μέρα θα το κάνεις και ίσως την επόμενη φορά να μην έρθεις αντιμέτωπη μαζί μου αλλά με κανέναν αλήτη που θα θελήσει να σε εκμεταλλευτεί. Θα μείνεις εδώ. Φαγητό έχεις, ρούχα έχεις και από ότι διαπιστώσες χθες, δεν έχω πονηρό σκοπό απέναντι σου." Ήταν ο μεγαλύτερος διάλογος, η μάλλον μονόλογος, που είχαν κάνει μέχρι στιγμής.

"Μήπως θα με κλειδώσεις κιόλας;" ρώτησε η Κάτια με το θυμό να της κάιει το πρόσωπο.

"Δοκίμασε." Είπε ο Νίκος και έκανε στην άκρη δείχνοντας την πόρτα. Η Κάτια προσπάθησε να ανοίξει,  για να διαπιστώσει με θυμό ότι όντως ήταν κλειδωμένη. Το κλειδί δεν φαινόταν πουθενά. Παίρνοντας το απόφαση πια πως δεν είχε άλλη επιλογή, πήγε με φανερό θυμό μέσα και ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στα άγνωστα ρούχα, γυρισμένη με την πλάτη στον τοίχο για να μην τον βλέπει.

Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο... Σκέφτηκε. Θα μείνω εδώ και όταν βρω ευκαιρία θα το σκάσω.

Μετά από λίγο, άκουσε τα βήματα του έξω απ' το δωμάτιο.

"Τα ρούχα να μαζέψεις!" Της είπε. Η Κάτια με το ζόρι κρατήθηκε να μην τον βρίσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top