ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

Πέρασαν μερικές ημέρες από την κηδεία του Κωνσταντίνου και του Μάριου. Η Ανθή τα είχε χάσει τελείως, δεν έτρωγε τίποτα πλέον και κρατιόταν με ηρεμιστικά. Ο Λεωνίδας σιωπηλός όπως πάντα, προσπαθούσε να δίνει κουράγιο στη Λίζα, η οποία φοβόταν πάρα πολύ μη συμβεί κάτι και σε εκείνον η στη μητέρα της και μείνει μόνη της. Όμως ο αδελφός της την καθησύχαζε, της έλεγε συνεχώς ότι όλα θα πάνε καλά και πως δεν θα άφηνε τίποτα άλλο κακό να συμβεί. Κάποιες φορές ένιωθε πως κάτι της έκρυβε, αλλά δεν του το είχε εκμυστηρευθεί.

Ήταν μια συννεφιασμένη και πολύ μελαγχολική μέρα. Ταίριαζε απόλυτα με την ψυχολογία του Λεωνίδα και της Λίζας, που μόνοι τους πια έτρωγαν πρωινό στη μεγάλη τραπεζαρία η οποία φάνταζε τεράστια πλέον. Η Λίζα κοιτούσε με θλίψη τις θέσεις όπου κάθονταν πάντα ο πατέρας της, τα αδέλφια της, η μητέρα της... Η μητέρα της βέβαια ακόμα ήταν μαζί τους, αλλά σαν να μην ήταν και αυτή, κλεισμένη στο δωμάτιο της, χαμένη στο δικό της κόσμο. Πενθούσε ακόμα και λογικό ήταν.

Η Λίζα δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της. Έπαιζε αφηρημένα με το κουτάλι μέσα στα δημητριακά και στο γάλα της. Μετά από όλες αυτές τις κακουχίες που τους βρήκαν, έπρεπε να ωριμάσει απότομα, για να στηρίξει τον αδελφό της.

Μια υπηρέτρια κατέβηκε στην τραπεζαρία ανήσυχή, διακόπτοντας το πρωινό που με το ζόρι έτρωγαν τα δύο αδέλφια. Έκανε μια βιαστική υπόκλιση και είπε:

"Υψηλότατε, Υψηλότατη... Η μητέρα σας, η Βασίλισσα Ανθή..."

"Τι έπαθε;!" Πετάχτηκε αμέσως πάνω η Λίζα. Όχι και αυτή, Θεούλη μου... Όχι και η μαμά μου! Δεν θα αντέξω να τη χάσω κι αυτήν! Είπε από μέσα της.

"Έφυγε... Πήγα να της αφήσω το δίσκο με το πρωινό της και βρήκα αυτό το γράμμα... Συγγνώμη που πήρα το θάρρος και το διάβασα, όμως το έκανα από ανησυχία για εκείνη."

"Διάβασε το και σε εμάς." Της είπε ο Λεωνίδας, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι συνέβη. Η υπηρέτρια με δάκρυα στα μάτια και άγχος στη φωνή διάβασε:

"Αγαπημένε μου Λεωνίδα, κορούλα μου Λίζα... Συγνώμη που σας αφήνω έτσι ξαφνικά, όμως αυτός ο τόπος δεν με χωράει πλέον. Έχασα τα πάντα όταν πέθανε ο πατέρας σας και η Άντζελα... κι ύστερα ήρθε και ο διπλός χαμός του Κωνσταντίνου και του Μάριου και με αποτελειώσε. Νιώθω πως θα τρελαθώ αν μείνω λίγο παραπάνω εδώ στο Παλάτι. Οι τοίχοι με πνίγουν... Λυπάμαι αλλά δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να φύγω μακριά. Θα ξεκινήσω μια νέα ζωή και θα αναζητήσω συγχρόνως την Κάτια και τη Μαρία. Λεωνίδα μου, το ξέρω πώς θα γίνεις ένας πολύ σπουδαίος βασιλιάς, γιατί είσαι πανέξυπνος και δίκαιος σε όλα. Με μεγάλη μου χαρά σου παραδίδω το στέμμα του πατέρα σου. Και ξερω επίσης ότι θα προστατεύσεις την αδελφή σου με οποίο κόστος. Μην ψάξετε να με βρείτε, σας παρακαλώ. Μόνο πόνο θα σας προκαλέσει κάτι τέτοιο. Συνεχίστε τη ζωή σας χωρίς εμένα. Να προσέχετε ο ένας τον άλλον. Με πάρα πολύ αγάπη, Ανθή."

"Όχι..." ψέλλισε ο Λεωνίδας. "Δεν το δέχομαι! Δεν θα την αφήσω να φύγει έτσι απλά! Θα ψάξουμε παντού τώρα που είναι νωρίς. Δεν θα έχει πάει μακριά. Φώναξε μου τον Στρατηγό, σε παρακαλώ." Διέταξε την υπηρέτρια.

"Λεωνίδα." Του είπε η Λίζα μόλις εκείνη έφυγε. "Άκουσες το γράμμα της. Δεν θέλει να την ψάξουμε. Είναι επιθυμία της."

"Είσαι σοβαρή;! Μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο! Μην ξεχνάς τους μυστικούς εχθρούς! Ακόμα σκέφτομαι ένα σχέδιο για να τους εξολόθρευσώ. " της είπε και η Λίζα χαμήλωσε το κεφάλι, παρόλο που εκείνος δεν την έβλεπε. Είχε δίκιο. Μπορεί η μητέρα της να κινδύνευε εκεί έξω μόνη της. Όμως υπήρχαν στιγμές σαν αυτήν που ο αδελφός της ήταν πολύ αυστηρός και της ερχόταν να βάλει τα κλάματα έτσι όπως της μιλούσε. Τον δικαιολογούσε όμως. Δεν θα ησύχαζε αν δεν ήταν όλοι ασφαλείς ξανά. Και αν δεν βρισκόταν τουλάχιστον η Κάτια.

Οι στρατιώτες χτένισαν όλο το βασίλειο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πέρασε ένας ολόκληρος μήνας και ο Λεωνίδας το πήρε απόφαση ότι δεν επρόκειτο να βρεθεί η Ανθή, όπως δεν είχε βρεθεί ούτε η Κάτια. Για τη Μαρία δεν τον ένοιαζε. Ευχόταν ενδόμυχα να μην επιστρέψει, γιατί έτσι και την έπιανε στα χέρια του ήταν νεκρή!

Εφόσον δεν υπήρχαν πλέον βασιλιάδες, αποφασίστηκε να κυβερνάει ο Λεωνίδας το βασίλειο ως Πρίγκιπας, με τη βοήθεια του Στρατηγού βέβαια, μέχρι να κάνει την επέμβαση για να μπορέσει να στεφθεί βασιλιάς. Το θέμα ήταν τι θα γινόταν αν δεν πετύχαινε η επέμβαση. Οι πολίτες δεν μπορούσαν να δεχθούν έναν τυφλό βασιλιά, γιατί δεν τους ενέπνεε εμπιστοσύνη και σεβασμό αλλά οίκτο. Έτσι σκεφτόταν τουλάχιστον η πλειοψηφία των πολιτών, οι οποίοι ήδη ήταν εξοργισμένοι με τη διακυβέρνηση του Αλέξανδρου και με τα οικονομικά προβλήματα που είχε αφήσει πίσω του. Οι πλούσιοι του βασιλείου γινόνταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ο Λεωνίδας είχε ορκιστεί να το αλλάξει αυτό όταν ανέβαινε στο θρόνο. Ήθελε όλοι οι πολίτες να ήταν ικανοποιημένοι και να τον αγαπούν, όχι να τον φοβούνται όπως τον πατέρα του.

Μετά από ένα συμβούλιο, κάθισε σε έναν πάγκο έξω απ' την Αίθουσα Συμβούλιων. Η Λίζα τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του.

"Γεια." Του είπε. "Πώς πήγε το συμβούλιο;"

"Καλά." Της απάντησε μονολεκτικά. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής συμπλήρωσε:

"Μείναμε οι δύο μας, Λίζα. Επισήμως. Δεν πρόκειται να επιστρέψουν η μητέρα σου, ούτε η Κάτια, και σίγουρα δεν μπορούν να επιστρέψουν οι νεκροί." Είπε με μια δόση χιούμορ μήπως ελαφρύνει λίγο την κατάσταση.

"Δεν ανέφερες καθόλου τη Μαρία." Παρατήρησε η Λίζα. "Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον εκείνη μπορεί να επιστρέψει;" Ο Λεωνίδας χαμογέλασε με την παιδική της αθωότητα. Όμως η Λίζα δεν ήταν πια παιδί. Ήταν έφηβη και όφειλε να ξέρει.

"Λίζα... Όσο για τη Μαρία, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρεις."

"Τι είναι;" ρώτησε.

"Θέλω να παραμείνεις ψύχραιμη."

"Θα παραμείνω. Πέρασα τόσα πολλά τον προηγούμενο μηνα, που ότι και να ακούσω τώρα δεν νομίζω να με σοκάρει." Ο Λεωνίδας γέλασε με μπόλικη δόση πίκρας και είπε:

"Η Μαρία σκότωσε τον πατέρα μας. "

Παρόλο που πίστευε πως δεν θα σοκαριστεί, στο άκουσμα αυτής της αποκάλυψης η Λίζα κάλυψε το στόμα με της παλάμες της για να μη φωνάξει από δυσάρεστη έκπληξη.

"Πώς το ξέρεις;" ρώτησε.

"Λίγο πριν...πεθάνει ο Μάριος, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι. Ότι βρισκόταν στην κατοχή του ένα όπλο, του οποίου την κρυψώνα μόνο η Μαρία ήξερε. Το όπλο με το οποίο δολοφόνησε τον πατέρα. Εκείνη τη νυχτα της εξαφάνισης της, η Μαρια εκλεψε εκείνο το πιστόλι. Ο Μάριος την είχε διδάξει σκοποβολή, για αυτό και τον πέτυχε με μια μόνο σφαίρα."

"Δεν το πιστεύω... Μα γιατί να το κανει;"

"Δεν ξέρω και ούτε με νοιάζει. Ότι κι αν της έκανε δεν έπρεπε να τον σκοτώσει. Και έτσι και τη βρούμε ποτέ, δεν θα την αφήσω καν να εξηγηθεί. Θα την οδηγήσω κατευθείαν στην εκτέλεση."

"Αυτό είναι πολύ σκληρό." Είπε η Λίζα.

"Το ξέρω. Όμως ένας βασιλιάς πρέπει να είναι σκληρός σε κάποιες περιπτώσεις. Τον ξέρεις το νόμο του βασιλείου μας: το αίμα πληρώνεται με αίμα. Άλλωστε κι εσύ δεν θέλεις να τιμωρηθεί η δολοφόνος του πατέρα μας;"

"Ναι, φυσικά και θέλω." Συμφώνησε τελικά εκείνη.

"Πρέπει να αρχίσεις να μαθαίνεις ορισμένους βασικούς κανόνες διακυβέρνησης, Λίζα. Σε δύο χρόνια θα κάνω την επέμβαση. Υπάρχει όμως μια μεγάλη πιθανότητα, αυτή η επέμβαση να μην πετύχει. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα χάσω εντελώς τα μάτια μου και ένα τέτοιο θέαμα θα είναι αποκρουστικό για το λαό. Και τότε εσύ, σαν η τελευταία απευθείας διάδοχος εξ αίματος θα πρέπει να στεφθείς βασίλισσα." Κι άλλο σοκ για τη Λίζα μέσα σε λίγα λεπτά, όμως αυτό ήταν μικρότερο.

"Ναι, όμως, θα είμαι ακόμα δεκαπέντε χρόνων σε δύο χρόνια. Πώς θα μπορέσω να κυβέρνησω ολόκληρο το βασίλειο;"

"Θα έχεις εμένα στο πλάι σου." Τη διαβεβαίωσε ο Λεωνίδας και αναζήτησε το χέρι της δίπλα του. Εκείνη έπιασε το δικό του και το κράτησε σφιχτά. Τη συγκινούσε που της έλεγε κάτι τέτοιο, ότι θα της εμπιστευόταν το στέμμα των γονιών της, αλλά συγχρόνως την τρόμαζε.

"Το ξέρω ότι φοβάσαι." Της είπε σαν να διάβασε τις σκέψεις της. "Κι εγώ φοβάμαι όσο τίποτα εκείνη τη στιγμή. Όμως αν παραμείνουμε ενωμένοι, αν νιώθω πως έχω τουλάχιστον ένα δικό μου άτομο εκεί κοντά θα παίρνω δύναμη και θάρρος."

"Τότε...ορκίζομαι να είμαι μαζί σου ως το τέλος, αδελφέ. Όποιο και αν είναι αυτό." Είπε η Λίζα, η οποία σε αντίθεση με τα αδέλφια τους θα τηρούσε αυτόν τον όρκο και δεν θα τον άφηνε ποτέ, ότι κι αν συνέβαινε.

***********************************

Ένα ακόμα μικρό κεφάλαιο, κάτι σαν επίλογος των όσων συνέβησαν στο Παλάτι. Στο επόμενο κεφάλαιο θα προχωρήσουμε δύο χρόνια μετά και θα μεταφερθούμε στο Βασίλειο του Νότου για να δούμε πως κατάντησε η Κάτια. Έγινε ληστής τελικά, μήπως αναγκάστηκε να ακολουθήσει τους μαφιόζους που τόσο μισούσε; Η δεν ακολούθησε κανέναν απ' τους δύο δρόμους αλλά χάραξε δικιά της πορεία; Για να δούμε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top