ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

Τα πράγματα είχαν χειροτερεύσει στο Βασίλειο του Βορρά. Ο δολοφόνος του Αλέξανδρου δεν είχε βρεθεί ακόμα, ούτε και ίχνος της Κάτιας η της Μαρίας. Και όπως  είχε προβλέψει ο Λεωνίδας, υπήρχαν κι άλλοι μυστικοί εχθροί που μισούσαν τον πρώην βασιλιά για πολλούς λόγους και όταν πληροφορήθηκαν για τον θάνατο του δεν έμειναν εκεί.

Μια μέρα, ο Μάριος δέχθηκε επίθεση από ένα δηλητηριώδες βέλος, το οποίο όμως αστόχησε και προσγειώθηκε μόλις δίπλα του. Ο Κωνσταντίνος το έπιασε και κατάλαβε. Κάποιος τους είχε βάλει στο μάτι. Επέστρεψαν αμέσως οι δύο τους στο Παλάτι και ενημέρωσαν τον Λεωνίδα, ο οποίος αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα για την προστασία τους.

Πλέον δεν έβγαινε κανένας έξω χωρίς συνοδεία από σωματοφύλακες, και μόνο αν αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο. Οι στρατιώτες έκαναν ότι μπορούσαν για να βρεθούν οι εχθροί, αλλά δεν κατάφεραν και πολλά και μάλιστα αρκετοί από αυτούς εκτελέστηκαν μόλις πλησίασαν τους εχθρούς.

Η Ανθή δεν έδινε και πολύ σημασία. Τίποτα δεν την ένοιαζε πλέον και ήταν θέμα χρόνου να παραδώσει τη βασιλεία. Ήταν μόνιμα κλεισμένη στο δωμάτιο της και οι υπηρέτες της πήγαιναν το φαγητό εκεί, από το οποίο έτρωγε ελάχιστα, ίσα για να επιβιώνει. Ο χαμός της Άντζελας την είχε τσακίσει τελείως και όλοι έλεγαν πως κρεμόταν πλέον από μια κλωστή προτού αποτρελαθεί τελείως. Δεν έδινε σημασία ούτε καν στη Λίζα, η οποία την επισκεπτόταν συχνά και επιζητούσε την προσοχή της. Έτσι η νεαρή Πριγκίπισσα περνούσε περισσότερο χρόνο με τα αδέλφια της και ιδιαίτερα με τον Μάριο ο οποίος της είχε αδυναμία και ασχολούταν λίγο παραπάνω μαζί της τώρα που δεν είχε τη Μαρία.

Η ελπίδα ότι τουλάχιστον ο Λεωνίδας θα έκανε σύντομα την επέμβαση και ίσως ξαναεβρισκε την όραση του, γκρεμίστηκε κι εκείνη μια ημέρα, η μάλλον αναβλήθηκε θα λέγαμε, καθώς έφτασε γράμμα από τη μάγισσα που θα έκανε το τελετουργικό. Έλεγε καταρχάς ότι λυποταν αφάνταστα για το θάνατο του Βασιλιά και φίλου της Αλέξανδρου και της νεαρής Πριγκίπισσας. Έπειτα πληροφορούσε τον Λεωνίδα ότι, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε, με τους μυστικούς εχθρούς και όλα τα υπόλοιπα,  φοβόταν να πάει στον Βορρά, και έτσι θα μπορούσε να πάει σε δύο χρόνια ακόμα, αν βέβαια τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Διότι είχε μαντικές ικανότητες και μέσα από τη μαγική της σφαίρα μπορούσε να βλέπει τα τωρινά και τα μελλούμενα, τα οποία βέβαια μπορούσαν να αλλάξουν αναλόγως τις πράξεις των ανθρώπων. Έτσι, συμβούλευσε τον Λεωνίδα, τον Κωνσταντίνο και τον Μάριο σχετικά με τις ενέργειες που θα έπρεπε να κάνουν από εδώ και πέρα για να αποτρέψουν τουλάχιστον τα πιο τραγικά γεγονότα που έρχονταν. Το αν πρόλαβαν, αυτό θα το μάθουμε σε λίγο.

Μια μέρα, η Ανθή άκουγε φωνές και φασαρία από τον κάτω όροφο, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια των πριγκίπων. Άκουγε φωνές και θρήνους, και για πρώτη φορά από την κηδεία της Άντζελας βγήκε απ' το δωματίο της ανήσυχη για να δει τι συμβαίνει. Στις σκάλες συνάντησε και τη Λίζα, η οποία επίσης φοβισμένη έτρεχε προς τα δωμάτια των αδελφών της. Έφτασαν μαζί έξω από την πόρτα του δωματίου του Κωνσταντίνου. Είδαν πολλούς υπηρέτες να κλαίνε, άλλους να φωνάζουν και γενικά να επικρατεί ένας πανικός. Βρισκόταν και ο Λεωνίδας εκεί και προσπαθούσε να βγάλει κάποια άκρη στα τυφλά, καθώς και ο Στρατηγός ο οποίος προσπαθούσε να επιβάλλει την τάξη. Το μυαλό της Ανθής έπλαθε ήδη τα χειρότερα σενάρια.

"Τι συμβαίνει;" ρώτησε τον Στρατηγό. "Έπαθε κάτι ο Κωνστάντινος;!" Εκείνος τις κοίταξε και τις δύο και απάντησε:

"Θέλω να παραμείνετε ψύχραιμες. Ο Κωνσταντίνος και ο Μάριος...πριν από λίγο...βρέθηκαν νεκροί." Είπε και έσκυψε το κεφάλι. Η Ανθή έβγαλε μια θρηνητική κραυγή όπως τότε που είδε τον άντρα της να δολοφονείται μπροστά στα μάτια της. Η Λίζα άρχισε να κλαίει και να προσπαθεί να τη συγκρατήσει καθώς εκείνη έσπρωχνε τους υπηρέτες που της έκλειναν την είσοδο για να μπει στο δωμάτιο.

"Αφήστε με να μπω! Αφήστε με να δω το αγόρι μου, τον Κωνσταντίνο μου!"

"Μεγαλειοτάτη, σας παρακαλώ ακούστε με!" Την έπιασε ο Στρατηγός και την κράτησε σφιχτά. "Δεν θα είναι ευχάριστο θέαμα! Τα σώματα τους ήταν κατακρεουργημένα. Καλύτερα να τους θυμάστε όπως ήταν."

"Άσε με!" Ούρλιαξε η Ανθή και έσπευσε τρέχοντας προς το δωμάτιο του Μάριου με τη Λίζα να την ακολουθεί. Και εκεί τους είπαν τα ίδια πράγματα.

"Όχι! Δεν μπορεί! Όχι και ο Μάριος! Τα παιδιά μου! Γιατί Θεέ μου, γιατί;!" Φώναζε και τραβούσε τα μαλλιά της η Βασίλισσα, γιατί όντως τους είχε σαν παιδιά της και όλοι πίστεψαν πως εκείνη τη στιγμή θα έχανε το μυαλό της. Ο Λεωνίδας στεκόταν ανάμεσα στα δύο δωμάτια σαν χαμένος, χωρίς να ξέρει τι να κάνει για να την ηρεμήσει.

Η κηδεία τους ήταν διπλή. Θάφτηκαν την ίδια μέρα και οι δυο και τα φέρετρα δεν ανοίχτηκαν, γιατί από ότι είπαν, αν η Ανθή αντικρύζε τα σώματα στην κατάσταση που βρίσκονταν δεν θα άντεχε. Ανοίχτηκαν δύο νέοι λάκκοι δίπλα στον τάφο της Άντζελας και όταν άρχισαν συγχρόνως να κατεβάζουν σε αυτούς τα δύο φέρετρα, η Ανθή άρχισε να ουρλιάζει και, ξεφεύγοντας από τους φρουρούς, πήδηξε μέσα στον τάφο του Κωνσταντίνου.

"Παιδιά μου! Πρίγκιπες μου! Θα έρθω κι εγώ μαζί σας! Θάψτε με κι εμένα μαζί!" Φώναξε και πήγε να ανοίξει το φέρετρο, όμως δύο φρουροί κατόπιν διαταγής του Στρατηγού όρμησαν μέσα και την έπιασαν, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να χτυπιέται και να φωνάζει.

Η Λίζα μην αντέχοντας αυτό το φριχτό θέαμα έκλαιγε στην αγκαλιά του Λεωνίδα, του μοναδικού αδελφού που της απέμεινε.

"Κουράγιο, μικρή. Όλα θα πάνε καλά." Της έλεγε εκείνος. Δίπλα τους, στεκόταν η Λουκία, η οποία, ενώ όλοι περίμεναν να θρηνεί για τους γιους της, στεκόταν ακίνητη και σιωπηλή. Όταν έβγαλαν την Ανθή από τον τάφο, την είδε έτσι ανέκφραστη και της όρμησε:

"Εσύ! Γιατί δεν κλαις;! Γιατί δεν θρηνείς;! Τόσο αναίσθητη είσαι;! Πέθαναν τα παιδιά σου, δεν σε νοιάζει καθόλου;! Δεν είσαι μάνα εσύ! Εγώ είμαι μάνα τους!" Ούρλιαζε εκτός εαυτού καθώς την έσπρωχνε.

"Τι γίνεται; Τι συμβαίνει! Τι κάνει παλι;!" Φώναζε ο Λεωνίδας που τα είχε χάσει και δεν άκουγε καλά με τέτοια φασαρία. Χρειάστηκαν τέσσερις φρουροί για να σταματήσουν την Ανθή, η οποία σαν άγριο ζώο χτυπούσε την καημένη τη Λουκία και θα της έβγαζε τα μάτια αν δεν τη σταματούσαν. Έπειτα λιποθύμησε και επικράτησε ένας πανικός μέχρι να τη συνεφέρουν. Ο Λεωνίδας δεν είχε αφήσει στιγμή από την αγκαλιά του τη Λίζα, η οποία ύστερα από όλα αυτά του είπε:

"Μη με αφήσεις κι εσύ, Λεωνίδα. Είσαι ο μόνος που μου απέμεινε. Σε παρακαλώ..." Ο Λεωνίδας δεν της είπε τίποτα. Ήξερε πως δεν θα πίστευε τα λόγια του, γιατί και ο Μάριος παρόμοια λόγια της είχε πει στην κηδεία της αδελφής τους.

Οι σκέψεις του ένα κουβάρι. Από τη μια χαιρόταν που η Κάτια δεν ήταν εκεί και είχε γλιτώσει από όλα αυτά, από την άλλη λυπόταν που δεν την είχε στο πλευρό του. Ήλπιζε μόνο να ήταν ζωντανή, να ήταν καλά και να επέστρεφε κάποια στιγμή, έστω και αν δεν ήταν ξανά μαζί. Έστω κι αν είχε αγαπήσει άλλον, φτάνει να ήταν καλά κι ευτυχισμένη.

Την ίδια νύχτα της κηδείας των αδελφών του, καθόταν άγρυπνος μέσα στο βαθύ σκοτάδι στο οποίο ζούσε μόνιμα και σκεφτόταν έντονα την αγαπημένη του όσο ποτέ. Αναρωτιόταν ξανά για ποιο λόγο έφυγε, και αν θα γυρνούσε αν μάθαινε πως ο πατέρας του, το μεγαλύτερο εμπόδιο στη σχέση τους, ήταν νεκρός. Συνειδητοποίησε πως, αν η Κάτια επέστρεφε τώρα, κανένας δεν θα τους εμπόδιζε να είναι μαζί. Κι ύστερα έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη, γιατί ένιωθε σαν να χαιρόταν με το θάνατο του πατέρα του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top