ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου συγγραφέα και φίλη MariaTsavala, που έχει αγαπήσει και στηρίζει τόσο πολύ και αυτή την ιστορία μου!
Βαρύ πένθος έπεσε στο Βασίλειο του Βορρά, όταν μαθεύτηκε η αποτρόπαιη και άνανδρη, όπως τη χαρακτήρισαν, δολοφονία του Βασιλιά από κάποιον μυστικό εχθρό. Η οικογένεια του τον θρήνησε, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Ανθή έπρεπε να κρατηθεί λίγο ακόμα στα λογικά της για να φροντίσει την Άντζελα και να την κρατήσει κοντά της οσο γίνεται περισσότερο, γιατί έβλεπε όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα να φεύγουν από κοντά της και κόντευε να τρελαθεί.
Μαύρες κορδέλες απλώθηκαν παντού στο Παλάτι, και οι προετοιμασίες για την κηδεία κράτησαν δύο ολόκληρες μέρες.
"Το ορκίζομαι, δεν θα αφήσω να περάσει έτσι αυτό." Είπε ο Λεωνίδας στα αδέλφια του την παραμονή της κηδείας. "Όταν γίνω βασιλιάς, θα κάνω τα πάντα ώστε να βρω τον δολοφόνο του πατέρα μας και θα τον κανω να πληρώσει όπως του αξίζει." Τα αδέλφια του έβλεπαν ένα άλλο πρόσωπο, σκληρό και γεμάτο μίσος.
"Η εκδίκηση δεν είναι η λύση, αδελφέ." Προσπάθησε να τον συνετίσει ο Κωνστάντινος. "Ας μην ξεχνάμε ότι η Ανθή ζει ακόμα, είναι καλά στην υγεία της και ικανή να κυβερνήσει μόνη της το βασίλειο. Θα φροντίσει εκείνη ώστε οι υπαίτιοι να τιμωρηθούν."
"Κινδυνεύουμε κι εμείς, έτσι δεν είναι;" Ρώτησε η Λίζα, που έκλαιγε τόση ώρα βουβά στην αγκαλιά του Μάριου.
"Ναι." Συμφώνησε ο πρωτότοκος. "Και για αυτό πρέπει όλοι εσείς που έχετε την όραση σας, να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα. Μη βγαίνετε πολύ απ' το παλάτι. Μπορεί οι μυστικοί εχθροί να θέλουν να μας ξεκληρίσουν όλους."
"Εγώ όμως δεν θα αφήσω τίποτα να σου συμβεί, αδελφούλα. Θα σε προστατεύσω με τη ζωή μου." Της υποσχέθηκε ο Μάριος.
"Δεν είναι ώρα για ρομαντισμούς και ανόητους συναισθηματισμούς." Είπε ο Λεωνίδας. "Λοιπόν. Αύριο είναι η κηδεία του πατέρα. Μετά από αυτήν, πρέπει να ξεκινήσουν αμέσως οι έρευνες ώστε να βρεθεί ο δολοφόνος."
"Ίσως αυτός μας οδηγήσει στην Κάτια και τη Μαρία, έτσι δεν είναι;" Ρώτησε με ελπίδα ο Κωνστάντινος.
"Η Κάτια δεν θα γυρίσει ποτέ, ηλίθιε!" Ξέσπασε ξαφνικά ο Λεωνίδας. "Παρ' το απόφαση! Με εγκατέλειψε! Δεν ξέρω για ποιο λόγο έφυγε η Μαρία, πάντως η Κάτια έφυγε για να γλιτώσει απ ' την απειλή που πλανιόταν πάνω από τη σχέση μας!" Ο Κωνσταντίνος έφυγε για ακόμα μια φορά προσβεβλημένος, προτού του πει λόγια για τα οποία θα μετάνιωνε.
Η ημέρα της κηδείας έφτασε. Η Ανθή φόρεσε ένα μαύρο, αλλά άκρως εντυπωσιακό φόρεμα που είχε παραγγείλει να της φτιάξουν ειδικά για την περίσταση.
"Θα είσαι εντάξει, κορούλα μου;" είπε στην κόρη της, η οποία βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι, όλο και πιο αδύναμη. Είχε διατάξει μια υπηρέτρια να μείνει μαζί της για να την προσέχει όσο οι υπόλοιποι θα έλειπαν στην κηδεία.
"Ναι, μαμά. Θα σε περιμένω. Λυπάμαι που δεν μπορώ να έρθω κι εγώ..." Η μητέρα της έσκυψε και της άφησε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο.
"Ξεκουράσου. Μόλις τελειώσει η κηδεία θα έρθω αμέσως εδώ."
"Κουράγιο, μανούλα." Της είπε η κόρη της, βλέποντας πόσο της είχε στοιχίσει ο χαμός του άντρα της.
Πλήθος κόσμου είχε καταφθάσει, πλούσιοι και ευγενείς, από όλα τα μήκη και τα πλάτη του βασιλείου, για να συλλυπηθούν και να συνοδεύσουν τον βασιλιά τους στην τελευταία κατοικία του. Μόλις και μετά βίας χωρούσαν στο Παλάτι. Ήταν και η Λουκία ανάμεσα τους, που έδινε συνεχώς κουράγιο στους γιους της.
Χρειάστηκαν οχτώ μεγαλόσωμοι φρουροί για να σηκώσουν το βαρύ χρυσοστόλιστο φέρετρο με το σώμα του βασιλιά μέσα, για να το περιφέρουν ανάμεσα σε όλους τους κήπους, ενώ ακολουθούσε η βασίλισσα, με το μαύρο της φόρεμα να γίνει αιτία θετικών σχολίων, με την πλερέζα και το τούλινο σάλι να στολίζει τα μαλλιά της και να πέφτει πάνω από το πρόσωπο της. Συνοδευόταν από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος την κρατούσε σφιχτά για να μην καταρρεύσει, ακολουθούσε ο Λεωνίδας με τη βοήθεια του Μάριου, η Λίζα και στη συνέχεια ο στρατηγός με τους αξιωματικούς και όλο το υπόλοιπο πλήθος.
Η Ανθή δεν είχε κουράγιο να κλάψει όταν το φέρετρο σκεπάστηκε και κατέβηκε στη γη, μετά τη θανάσιμη λειτουργία του ιερέα. Είχε χύσει τόσα δάκρυα αυτές τις δύο μέρες, που τα μάτια της είχαν στερέψει πλέον. Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε πως, όταν η Άντζελα έφτανε στο αναπόφευκτο τέλος της, δεν θα είχε τίποτα πια να την κρατάει ζωντανή πέρα από την ελπίδα να επιστρέψουν οι δίδυμες κόρες της. Έτσι θα έφευγε η ίδια και θα έψαχνε σε όλα τα βασίλεια να τις βρει, ακόμα και αν δεν τα κατάφερνε ποτέ. Τουλάχιστον να γλίτωνε από αυτή την τρέλα.
Μετά την ταφή, ακολούθησε γεύμα στην αίθουσα εκδηλώσεων του παλατιού, αλλά αυτή τη φορά χωρίς τραγούδια και χορούς. Η Ανθή δεν άντεχε άλλο όλον αυτόν τον κόσμο, ήθελε να πάει να δει το κοριτσάκι της. Όμως έπρεπε να παραμείνει εκεί και να φερθεί αξιοπρεπώς σαν βασίλισσα. Οι γιοι του άντρα της και η κόρη που είχαν μαζί τη χρειάζονταν. Φαίνονταν όλοι ένα ράκος, και ειδικά ο Λεωνίδας, που είχε το βάρος της διαδοχής στις πλάτες του. Πονούσε αφάνταστα, παρόλο που ο πατέρας του ήταν σκληρός και του είχε απαγορεύσει τη σχέση του με την Κάτια. Η Κάτια του... Μακάρι να ήταν εδώ μαζί του σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Θα του έδινε κουράγιο και θα τον στήριζε, παρόλο που τους είχε στερήσει το δικαίωμα να ήταν ελεύθερα μαζί. Τόση ήταν η μεγαλοψυχία της.
Ο ήλιος είχε δύσει όταν και οι τελευταίοι καλεσμένοι αποχώρησαν. Η Ανθή πέταξε το μαύρο πέπλο και έφυγε τρέχοντας σχεδόν για το δωμάτιο της Άντζελας. Ξεφυσυξε με ανακούφιση όταν είδε ότι εκείνη απλά κοιμόταν ήσυχα.
Ο Μάριος μπήκε στο δωμάτιο του κι αυτός. Δεν είχε διάθεση για ποτά και ξενύχτια απόψε. Ο Λεωνίδας είχε δίκιο, ίσως υπήρχαν παραπάνω από ένας μυστικοί εχθροί που δεν ήθελαν το καλό τους. Έπρεπε να προστατευθεί. Άνοιξε το συρτάρι στο οποίο είχε φυλάξει εκείνο το όπλο που είχε αγοράσει από έναν Νότιο μαφιόζο, ούτως ώστε να το κρύψει κάτω απ' το μαξιλάρι του. Μόνο έτσι θα κοιμόταν με ασφάλεια, όσο μπορούσε να κοιμηθεί φυσικά. Όταν όμως σήκωσε το ύφασμα το όποιο το κάλυπτε και άνοιξε την ειδική θήκη, διαπίστωσε με τρόμο ότι το όπλο δεν βρισκόταν μέσα. Κάποιος του το είχε κλέψει.
Σηκώθηκε πισωπατοντας σοκαρισμένος. Μονάχα ένα άτομο ήξερε τη μυστική κρυψώνα του όπλου του, μόνο σε ένα άτομο είχε δείξει που το φυλούσε: η Μαρία, την οποία είχε διδάξει σκοποβολή με αυτό. Και ο πατέρας του δολοφονήθηκε με σφαίρα από πιστόλι.
"Όχι. Δεν μπορεί..." μονολόγησε. Κάποιο άσχημο παιχνίδι του έπαιζε η μοίρα σίγουρα. Η Μαρία, ο έρωτας της ζωής του που τύχαινε να είναι κόρη της μητριάς του, είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Όλα αυτό έδειχναν: Η κλοπή του όπλου του και η εξαφάνιση της Μαρίας που συνέβη την ίδια μέρα με την νύχτα της δολοφονίας.
Έπρεπε να μίλησει για αυτό. Ήταν ο μόνος που ήξερε. Έπρεπε να το πει στην Ανθή και στα αδέλφια του. Ήταν το καθήκον του. Αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να προδώσει την αγάπη του, το κορίτσι εκείνο που έφυγε και πήρε μαζί της την καρδιά του. Δεν θα άντεχε να την πιάσουν και να τη δει ενώπιον της δικαιοσύνης, απέναντι από τη μητριά του η τον αδελφό του να τη στέλνουν για εκτέλεση.
Κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί. Γιατί η Μαρία να σκοτώσει τον πατέρα του; Τι είχε συμβεί άραγε ανάμεσα τους; Μήπως έπρεπε να το πει για να τη βρουν και να δώσει η ίδια εξηγήσεις; Όμως όχι, δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, η τιμωρία για τους βασιλικούς δολοφόνους ήταν η ίδια: θάνατος με τον ίδιο τρόπο. Δεν θα άντεχε να δει την αγάπη του να τρώει μια σφαίρα στην καρδιά. Θα πέθαινε κι ο ίδιος. Οπότε καλύτερα να κρατούσε το στόμα του κλειστό, κι ας πρόδιδε έτσι την οικογένεια και το βασίλειο ολόκληρο.
Αργά το βράδυ, η Άντζελα ανέβασε και πάλι υψηλό πυρετό. Κρύος ιδρώτας την έλουζε και έτρεμε. Η Ανθή φώναξε πάλι το γιατρό ξυπνώντας τον. Δεν θα άντεχε να φύγει τώρα η κόρη της, τώρα που είχε χάσει τον άντρα της. Δεν θα είχε πια λόγο για να ζει. Ο γιατρός φάνηκε πολύ απογοητευμένος και στεναχωρημένος.
"Λυπάμαι." Της είπε βγαίνοντας απ' το δωμάτιο. "Δεν μπορώ να κάνω τίποτα αλλό, Μεγαλειοτάτη. Είναι καιρός να αφήσουμε την κόρη σας να ξεκουραστεί. " Η Ανθή έβγαλε μια κράυγη και άρπαξε τον γιατρό φωνάζοντας:
"Σε παρακαλώ! Σε ικετεύω, μην την αφήσεις να πεθάνει! Μη μου την αφήσεις, γιατρέ μου, σε παρακαλώ!" Ορισμένοι υπηρέτες, καθώς και ο Κωνσταντίνος, άκουσαν το σαματά και έσπευσαν στο σημείο έξω απ' το δωμάτιο της Άντζελας. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε τι συνέβαινε και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συγκρατήσει την Ανθή για να μην καταρρεύσει και να τη βάλει να καθίσει.
Ο Λεωνίδας άκουσε κι εκείνος τις φωνές από το δωμάτιο τού στο βάθος του διαδρόμου και πετάχτηκε έξω χωρίς το μπαστούνι του, ακολουθώντας στα τυφλά τους ήχους και τις φωνές.
"Τι συνέβη; Τι συμβαίνει;" φώναξε γύρω του μήπως και του δώσει κάποιος σημασία και του εξήγησεί προς τι όλος αυτός ο σαματάς.
"Η Πριγκίπισσα Άντζελα, Υψηλότατε." Άκουσε μια φωνή, μάλλον από κάποια υπηρέτρια. "Πεθαίνει. " Ο Λεωνίδας σοκαρισμένος απαίτησε να μάθει περισσότερα:
"Η Άντζελα; Μα πως...; Τι έπαθε;" Οι συμφορές δεν έχουν τελειωμό στο Παλάτι μας. Συλλογίστηκε θλιμμένος. Σαν να μας έχουν καταραστεί. Που είσαι, Κατια; Που είσαι, αγάπη μου; Γιατί δεν είσαι εδώ να τα περάσουμε μαζί όλα αυτά;
Εν το μεταξύ, κατόπιν διαταγής της βασίλισσας, ο γιατρός έκανε μια ένεση στην Άντζελα η οποία μείωσε τους παλμούς της και την ηρέμησε κάπως, όμως τους εξήγησε ότι δεν μπορούσε να αποτρέψει το μοιραίο και ότι ήταν θέμα ωρών η νεαρή Πριγκίπισσα να αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Ή Ανθή καθόταν στην πολυθρόνα πλάι της κλαίγοντας βουβά, ενώ ο Κωνστάντινος στο πλευρό της δεν είχε αφήσει λεπτό το παγωμένο χέρι της. Οι υπηρέτριες απ' εξω έκλαιγαν κι εκείνες. Τόσο πολύ αγαπούσαν εκείνο το καλόκαρδο κι ευγενέστατο πλάσμα.
Η Άντζελα άνοιξε με δυσκολία τα γκρίζα μάτια της, που παρά τους μαύρους κύκλους που τα πλαισίωναν ήταν ακόμα υπέροχα.
"Άντζελα;" ψέλλισε ο Κωνστάντινος.
"Στέφανε;" ψιθύρισε με αδύναμη φωνή εκείνη, που μέσα στη ζαλάδα της έβλεπε τον αγαπημένο της στο πρόσωπο του καλύτερου της φίλου.
"Ήρθες, αγάπη μου;"
"Όχι." Της είπε ο Κωνστάντινος δακρύζοντας. "Ο Κωνσταντίνος είμαι, καλή μου Άντζελα. Θα είμαι στο πλευρό σου μέχρι το τέλος."
"Πέθαινω, Κωνσταντίνε μου. Έφτασε η ώρα. Που είναι ο Στέφανος, να μου πει το τελευταίο αντίο;" είπε με παράπονο και τα δάκρυα της αντίκρισαν τα δικά του.
"Ησύχασε, αγαπημένη μου. Εγώ είμαι εδώ." Είπε ο Κωνσταντίνος και φίλησε το χέρι της κι έπειτα το μέτωπο της.
"Ναι... Χαίρομαι που τουλάχιστον είσαι εσύ εδώ... Η μητέρα μου; Οι αδελφές μου, που είναι;"
"Εγώ είμαι εδώ, κοριτσάκι μου." Είπε ανάμεσα στους λυγμούς της η Ανθή και πήγε τρέχοντας σχεδόν από την άλλη πλευρά του κρεβατιού της.
"Μαμά... Μη στενοχωριέσαι, μανούλα μου. Θα είμαι πάντα μαζί σας." Ψιθύρισε η Άντζελα.
"Το ξέρω, ψυχή μου..." είπε η Ανθή χαϊδεύοντας τα μεταξένια μαύρα μαλλιά της.
"Πες στις αδελφές μου ότι τις αγαπώ πολύ...και ότι θα είμαι μαζί με τον μπαμπά τώρα..." Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Άντζελας, προτού κλείσει για πάντα τα μάτια της και αφήσει την τελευταία της πνοή.
"Άντζελα; Άντζελα! Μίλησε μου, κόρη μου!" Φώναξε η Ανθή ταρακουνώντας την, αδυνατώντας να το δεχθεί. Ο Κωνσταντίνος δεν άντεξε άλλο. Η αγαπημένη του φίλη και αδελφή είχε πεθάνει, είχε σβήσει. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα...μα το χειρότερο από όλα ήταν πως έφυγε με το παράπονο ότι δεν ήταν κοντά της ο Στέφανος. Νόμιζέ ότι την εγκατέλειψε.
Ούτε για το θάνατο του πατέρα του πόνεσε τόσο. Σηκώθηκε και βγήκε βιαστικά απ' το διάδρομο, μην αντέχοντας άλλο να βλέπει την Ανθή να κλαίει σπαρακτικά πάνω απ' το νεκρό σώμα της κόρης της. Στο διάδρομο, κάθισε σε έναν πάγκο και εκεί λύγισε και άρχισε να κλαίει όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του. Πάντα του έλεγαν όλοι πως ήταν η ψυχή της παρέας, πάντα χαρούμενος και χαμογελαστός, παρηγορούσε τους άλλους και τους έκανε να γελάνε. Και τώρα ένιωθε πως δεν είχε στάλα ζωής μέσα του για να μεταδώσει στους υπόλοιπους.
Ο Λεωνίδας σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο άντρας που άκουγε να κλαίει ήταν ο αδελφός του.
"Κωνσταντίνε;" Ρώτησε πλησιάζοντας αργά ψηλαφώντας τον τοίχο, ώσπου ακούμπησε το παγκάκι του διαδρόμου όπου καθόταν.
"Έφυγε, Λεωνίδα. Η Άντζελα πέθανε. Τελείωσαν όλα." Του είπε εκείνος με τρεμάμενη φωνή.
"Τι της συνέβη;" απόρησε με παράπονο. Ήξερε πως η Άντζελα ήταν λίγο άρρωστη αυτές τις μέρες, όμως νόμιζε πως ήταν ένα απλό κρύωμα. Έτσι τους είχε πει η Ανθή.
"Ήταν μια πολύ σπάνια αρρώστια. Ο γιατρός είχε πει στην Ανθή ότι δεν υπήρχαν ελπίδες...όμως η γλυκιά μου η Άντζελα δεν ήθελε να το μάθουμε εμείς οι υπόλοιποι για να μη στεναχωρηθούμε. Όμως εγώ το κατάλαβα. Και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για αυτό."
"Θεέ μου... Πόσο λυπάμαι..." ψέλλισε ο Λεωνίδας δακρύζοντας και ο ίδιος. "Ειδοποιήσατε τον Στέφανο;"
"Φυσικά και τον ειδοποίησαμέ. Ήταν επιθυμία της να τον δει για μια τελευταία φορά. Όμως δεν ήρθε, το κάθαρμα. Και πριν λίγες μέρες της έδινε όρκους αιώνιας αγάπης..."
"Μην τον κατηγορείς. Απλά δεν πρόλαβε να έρθει. Μην ξεχνάς ότι το καράβι θέλει τρεις μέρες από..."
"Τον ζητούσε!" Φώναξε διακόπτοντας τον ο Κωνστάντινος, που δεν μπορούσε να δεχθεί ότι ο Στέφανος καθυστέρησε άθελά του. "Τον ζητούσε στις τελευταίες της στιγμές! Τον ήθελε δίπλα της! Κι εγώ την είδα να σβήνει μπροστά στα μάτια μου, Λεωνίδα! Την είδα να πεθαίνει! Εγώ ήμουν στο πλάι της, όχι ο Στέφανος!" Ο Λεωνίδας τον δικαιολόγησε μέσα του, σκεπτόμενος ότι ο πόνος δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά και λογικά. Όπως άλλωστε και τον ίδιο για την φυγή της Κάτιας... Απλά πλησίασε διστακτικά προς το μέρος του και τον αγκάλιασε, και ο μικρότερος αδελφός του τον έσφιξε και συνέχισε να κλαίει στους ώμους του. Σκεφτόταν τα λόγια που του είχε ξεστομίσει τις τελευταίες μέρες και ένιωθε απαίσια. Τώρα έπρεπε να στηρίξουν ο ένας τον άλλον και οι δύο μαζί όλους τους υπόλοιπους που είχαν απομείνει απ' την οικογένεια τους, γιατί τα χειρότερα είχαν μόλις αρχίσει.
********
Όλοι κλαίνε σε αυτό το κεφάλαιο, είχαμε τον θάνατο της αγαπημένης μας Άντζελας και με έπιασε μια τρομερή μελαγχολία γράφοντας το... Ο καιρός δεν βοηθάει και τόσο...
Anyways, ελπίζω όλοι εσείς που το διαβάζετε (εσείς οι 2 έπρεπε να πω 😂) να είστε καλά και να μην σας έκανα να δακρυσέτε πολύ ! Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω ψήφους, όμως τα σχόλια είναι εκείνα που μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω η και να βελτιωθώ!
Στο επόμενο κεφάλαιο θα έχουμε την κηδεία της Άντζελας (Ναι το κλάμα συνεχίζεται) και επίσης ένα στοιχείο, που θα αποκαλυφθεί στους τρεις αδελφούς σχετικά με τη δολοφονία του πατέρα τους. Μια μαρτυρία... Τι θα κάνει ο Μάριος; Θα συνεχίσει να καλύπτει τη Μαρία;
See you!! 😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top