ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Η Ανθή άνοιξε τα μάτια της. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα πλάι στο κρεβάτι της κόρης της για να την προσέχει. Η Άντζελα ήταν κάθιδρή, έτρεμε και πάσχιζε να αναπνεύσει. Σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου βρέθηκε πανικόβλητη στο κρεβάτι της και έπιασε το χέρι της.
"Άντζελα; Κόρη μου; Ω Θεέ μου, όχι ακόμα, σε παρακαλώ..." ψέλλισε με τα δάκρυα να μουσκεύουν για μια ακόμα φορά τα μάγουλα της. Η Άντζελα άνοιξε τα θολά απ' τον πυρετό μάτια της και την κοίταξε.
"Μαμά... Δεν μου έχει...απομείνει...πολύς χρόνος..." κατάφερε να πει. Η Ανθή άγγιξε το μέτωπο της το οποίο έκαιγε.
"Ησύχασε, αγάπη μου... Θα καλέσω τον γιατρό." Είπε και σηκώθηκε αμέσως, όμως η Άντζελα τη σταμάτησε αρπάζοντας με όση δύναμη είχε το χέρι της.
"Σε παρακαλώ... Πριν πεθάνω...θέλω να δω τον Στέφανο για μια τελευταία φορά. Γράψε του...Και πες του ότι τον θέλω στο πλευρό μου." Είπε. Η Ανθή συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της θετικά και με τους λυγμούς να την πνίγουν. Ήξερε ότι, ίσως ο Στέφανος να μην προλάβαινε να καταφθάσει εγκαίρως. Το γράμμα ήθελε τέσσερις μέρες να φθάσει στο Μικρό Βασίλειο και άλλες τόσες ήθελε το καράβι με τον νεαρό πρίγκιπα να καταφθάσει στο Βασίλειο τους. Όμως, όπως και να 'χε, ο Στέφανος όφειλε να ξέρει. Και ας μην προλάβαινε να φτάσει εγκαίρως...
Διέταξε μια υπηρέτρια να ετοιμάσει κομπρέσες με ζεστό νερό και ξύδι και άλλη μια να ειδοποιήσει αμέσως τον γιατρό. Έπειτα πήγε στο γραφείο της, έγραψε ένα γράμμα για τον Στέφανο, το οποίο μούσκεψε με τα δάκρυα της, και παρήγγειλε να το στείλουν όσο πιο γρήγορα γινόταν με οποίο καράβι βρισκόταν διαθέσιμο άμεσα.
Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο της Άντζελας, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ο γιατρός είχε καταφέρει με μια ένεση να μειώσει τον πυρετό, όμως την ενημέρωσε πως αυτό θα ήταν μόνο προσωρινό. Η Άντζελα είχε βυθιστεί και πάλι σε λήθαργο. Εκείνη την ώρα ο Κωνστάντινος επέστρεψε από μια βόλτα που είχε πάει τους κήπους για να πάρει λίγο αέρα, καθώς ο ύπνος τον είχε ξεχάσει εκείνη τη νύχτα. Απ' τη μια η εξαφάνιση της Κατιας, η άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο αδελφός του και απ' την άλλη η ξαφνική αρρώστια της Άντζελας δεν τον άφηναν να ησυχάσει.
"Τι συνέβη, Ανθή;" Ρώτησε, καθώς είδε τον γιατρό να βγαίνει απ' το δωμάτιο και μια υπηρέτρια να βρίσκεται στο πόδι πλάι στη μητριά του. "Τι έπαθε η Άντζελα;"
"Τίποτα δεν έπαθε. Ανέβασε υψηλό πυρετό, όμως ο γιατρός κατάφερε να τον ρίξει και αύριο θα είναι καλύτερα. Κοιμάται ήσυχα τώρα." Ο Κωνσταντίνος δεν το πιστεύε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και ήταν ξεκάθαρο πως είχε κλάψει. Την έσπρωξε απαλά από την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο.
Η γλυκιά του Άντζελα κοιμόταν όντως ήσυχα και έμοιαζε με άγγελο. Όμως γιατί το πρόσωπο της είχε ασπρίσει; Γιατί ανάπνεε τόσο αργά; Γιατί τα χέρια της ήταν παγωμένα, όταν τα αγγίξε;
"Τι μου κρύβεις, Ανθή; Πόσο σοβαρά είναι;" Ρώτησε τη βασίλισσα, η οποία εισήλθε στο δωμάτιο αφού αποχαιρέτησε και ευχαρίστησε τον γιατρό.
"Δεν είναι καθόλου σοβαρά, Κωνσταντίνε μου. Απλά, ζήτησε να δει τον Στέφανο ανάμεσα στο παραλήρημα του πυρετού της και ανησύχησα με αυτό." Είπε για μια ακόμα φορά ψέματα η Ανθή. Ο Κωνσταντίνος την πλησίασε.
"Και τότε γιατί έκλαιγες, αν δεν είναι τόσο σοβαρά; Και γιατί ζήτησε να δει τον Στέφανο;" Η Ανθή παρέμεινε σιωπηλή, σφίγγοντας τα χείλη της σε μια προσπάθεια να μην κλάψει πάλι. "Πεθαίνει, έτσι;" Ρώτησε χαμηλόφωνα ο Κωνστάντινος, βγάζοντας τη από τη δύσκολη θέση να παραδεχθεί την αλήθεια, αθετώντας έτσι την υπόσχεση που έδωσε στην κόρη της. Αντί για απάντηση, η Ανθή ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά του. Δεν χρειαζόταν να του πει τίποτα άλλο. Ο μεσαίος γιος του άντρα της είχε καταλάβει τα πάντα.
"Πήγαινε να κοιμηθείς στο δωμάτιο μου, που είναι δίπλα, για να είσαι κοντά της. Θα την προσέχω εγώ." Της είπε έπειτα, έχοντας αρχίσει ήδη να νιώθει τον πόνο να του καίει τα σωθικά.
"Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα στους υπόλοιπους... Είναι η τελευταία της επιθυμία. Ειδικά στις αδελφές της, στην Κάτια, όταν με το καλό βρεθεί βέβαια, στη Μαρία, στη Λιζα... Ούτε εσύ μην της πεις ότι ξέρεις..."
"Μην ανησυχείς. Αφού είναι επιθυμία της, οφείλουμε να τη σεβαστούμε." Υποσχέθηκε ο Κωνστάντινος και αφού η Ανθή πήγε στο δίπλα δωμάτιο για να κοιμηθεί έστω και λίγες ώρες, για να έχει δυνάμεις για την επόμενη μέρα, αν τα κατάφερνε βέβαια, εκείνος έμεινε ξάγρυπνος όλη νύχτα στο πλευρό της σαν φύλακας άγγελος. Λες και θα πολεμούσε τον ίδιο τον Χάρο με το σπαθί του αν ερχόταν να την πάρει.
Κανένας δεν βρέθηκε εκεί κοντά για να βοηθήσει τη Μαρία εκείνη τη νύχτα. Η δίδυμη αδελφή της ακόμα εξαφανισμένη, η μικρότερη πέθαινε χωρίς η ίδια να το γνωρίζει. Η μητέρα της κι ο Κωνστάντινος φύλακες στο πλευρό της, ενώ ο Λεωνίδας κλεισμένος στο δωμάτιο του και χαμένος στον δικό του πόνο. Και ο Μάριος, εκείνη τη νύχτα γλεντούσε σε ένα απ' τα κακόφημα μαγαζιά στα οποία πήγαινε, με άφθονο ποτό και γυναίκες.
Ξημέρωσε μια συννεφιασμένη ημέρα, σαν να πενθούσε και η φύση με την κατάρα που είχε πέσει πάνω στη βασιλική οικογένεια. Στο πρωινό, ο καθένας ήταν χαμένος στις δικές τους σκέψεις και ο μόνος που μπορούσε να φάει με όρεξη ήταν ο Αλέξανδρος. Τα γαλανά μάτια του Κωνσταντίνου πλαισιώνονταν από μαύρους κύκλους απ 'την αϋπνία, αλλά και η Ανθή φαινόταν εξίσου κουρασμένη. Ο Λεωνίδας αρνήθηκε να φάει, παραμένοντας για δεύτερη συνεχόμενη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο του. Ο Μάριος, κι εκείνος ξενυχτισμένος και ζαλισμένος ακόμα απ' το πιοτό, οτιδήποτε δοκίμασε να φάει του έφερνε αναγούλα. Η Λίζα, ανήσυχη κι εκείνη για την εξαφανισμένη αδελφή της, με το ζόρι ανάγκαζε τον εαυτο της να φαει.
Η κατάσταση της Άντζελας παρέμενε στάσιμη και η μητέρα της είχε καλέσει μια υπηρέτρια να την προσέχει. Όμως έλειπε και άλλο ένα άτομο από το πρωινό, εκτός από την Άντζελα, τον Λεωνίδα και την Κάτια που έλειπαν για τους γνωστούς λόγους.
"Που είναι η Μαρία;" Ρώτησε, όμως κάνεις δεν της απάντησε. "Μάριε, που είναι η Μαρια; Μήπως την είδες; Γιατί δεν κατέβηκε στο πρωινό;"
"Και που να ξέρω εγώ; Η νταντά της είμαι;" της απάντησε απότομα με ερώτηση.
"Ηρέμησε, γυναίκα. Λογικά θα είναι κι αυτή στο δωμάτιο της. Δεν θα έχει όρεξη να φάει λόγω της εξαφάνισης της αδελφής της." Προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Βασιλιάς, μάταια όμως. Ένα πολύ άσχημο προαίσθημα φωλιάσε στην καρδιά της Ανθής, η οποία σηκώθηκε αμέσως και κίνησε για το δωμάτιο της πιο ζωηρής κόρης της.
Είδε με τρόμο ότι έλειπε, και μάλιστα το κρεβάτι της ήταν στρωμένο, η ντουλάπα της ανοιχτή και έλειπαν από μέσα αρκετά ρούχα.
"Όχι, δεν μπορεί να έφυγε και η Μαρία..." ψέλλισε. "Μα γιατί οι κόρες μου με εγκαταλείπουν; Γιατί;!" Φώναξε μονολογώντας και μερικοί υπηρέτες που βρίσκονταν κοντά έσπευσαν τρομαγμένοι να δουν τι είχε πάθει. Ανέβηκε και ο Αλέξανδρος με τους γιους του.
"Τι συνέβη, γλυκιά μου;" τη ρώτησε.
"Η Μαρία. Έφυγε. Λείπουν αρκετά πράγματα της!" Αναφώνησε στα όρια της τρέλας η Ανθή.
"Μην ανησυχείς, θα τη βρούμε! Δεν μπορεί να πήγε μακριά. Σωστά, πατέρα;" είπε ο Κωνστάντινος.
"Ναι. Θα βάλω φρουρά να ψάξει και για εκείνη εκτός από την Κάτια." Απάντησε ανέκφραστα εκείνος με ύφος παγερό. Η Ανθή ξαφνικά όρμησε πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει στο στήθος με τις γροθιές της.
"Πώς μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητος;! Πως;! Δεν ανησυχείς καθόλου για τις κόρες μου;! Οτιδήποτε μπορεί να τους συμβεί!" Ενώ όσοι βρίσκονταν κοντά έσπευσαν να την ηρεμήσουν.
"Ανθή! Συνέλθε σε παρακαλώ!" Τής φώναξε ο Αλέξανδρος και την ανάγκασε να τον κοίταξει. "Θα στείλω σε όλο το βασίλειο φρουρά να ψάξει και λίγο έξω από αυτό. Αν δεν έχει βρεθεί καμία απ' τις κόρες σου μέχρι τη Δύση του ήλιου, σου υπόσχομαι να πάω εγώ ο ίδιος να ψάξω για αυτές. Σε καθησύχαζει αυτό;" Η Ανθή τότε σκέφτηκε την άρρωστη κόρη της, πως είχε ανάγκη τη φροντίδα και τη συμπαράσταση της στις τελευταίες της στιγμές. Κοίταξε τον Κωνσταντίνο και ήταν σαν να μοιράστηκαν την ίδια σκέψη.
"Εντάξει." Είπε. "Θα ψάξουμε όλοι με ψυχραιμία. Ο πανικός δεν θα μας βοηθήσει σε αυτές τις στιγμές."
"Θα κατέβω κι εγώ με τον Μάριο στην Πόλη να ψάξουμε και να ρωτήσουμε, μήπως τις είδαν πουθενά." Είπε ο Κωνσταντίνος και ο Μάριος συμφώνησε. Ανησυχούσε κι αυτός για τη Μαρία κι ας είχε αρνηθεί τον έρωτα του εκατοντάδες φορές, και ας του είχε εξηγήσει, πλήγώνοντας τον ξανά και ξανά, ότι η σχέση τους ήταν καθαρά σωματική και κατά τα άλλα φιλική, γιατί αγαπούσε τον μεγαλύτερο, τυφλό αδελφό του.
Όλοι ξεκίνησαν να ψάχνουν. Βασιλιάδες, πρίγκιπες, υπηρέτες και στρατιώτες. Η Ανθή δεν είπε τίποτα στην Άντζελα σχετικά με την εξαφάνιση και της Μαρίας, για να μην την ταράξει, ενώ ο Κωνστάντινος το ανακοίνωσε στον Λεωνίδα, λίγο πριν φύγουν για να ξεκινήσουν την έρευνα με τον Μάριο.
"Δεν με νοιάζει." Του είπε εκείνος με το απόλυτο κενό να χρωματίζει τη φωνή του. "Εμενα μόνο η Κάτια μου με νοιάζει να βρεθεί. Μόνο την Κάτια μου θέλω." Ο Κωνσταντίνος σοκαρίστηκε με αυτή του τη δήλωση. Ο Λεωνίδας ήταν πάντα καλόκαρδος και ευγενικός, ενδιαφερόταν να είναι καλά όλα τα μέλη της οικογένειας. Τι άλλαξε τώρα; Άραγε η απουσία της αγαπημένης του τον έκανε να αρχίσει να σαλεύει;
"Μα... Πώς μπορείς να λες τέτοια πράγματα, αδελφέ; Κι αν έχει πάθει κάτι κακό η Μαρία; Δεν θα σε νοιάξει; Σαν αδελφή μας είναι..."
"Δεν είναι αδελφές μας! Καμία τους! Ούτε σαν αδελφές μας!" Φώναξε ο Λεωνίδας. " Και εν πάση περίπτωση, τι θες να κανω; Να σας βοηθήσω να ψάξετε;" συνέχισε με πιο ήρεμο, αν και ειρωνικό τόνο, στη φωνή του. "Λίγο δύσκολο στην κατάσταση μου, δεν νομίζεις; Πώς μπορεί να ψάξει ένας άνθρωπος που δεν βλέπει;" Ο Κωνσταντίνος τον άκουγε λυπημένος.
"Άλλαξες, αδελφέ.." Του είπε. "Προς το χειρότερο. Η Κάτια δεν θα ήθελε να σε ακούει να μου μιλάς έτσι. Τέλος πάντων, εγώ πάω να ψάξω με τον Μάριο στην Πόλη. Θα μιλήσουμε αργότερα, όταν θα έχεις ηρεμήσει λίγο. Γεια." Και βγήκε χωρίς να περιμένει άλλο ένα ειρωνικό η θυμωμένο του σχόλιο.
Το βράδυ έφτασε. Όλοι ήταν εξουθενωμένοι από την διάρκη αναζήτηση των χαμένων διδύμων πριγκίπισσών, των οποίων ούτε ίχνος τους δεν είχε βρεθεί. Όλοι αναρωτιούνταν συνεχώς τι να τους συνέβη, αν έφυγαν για κάποιο λόγο με τη θέλησή τους η αν συνέβη κάτι άλλο, κάτι τρομερό που δεν τους περνούσε καν απ' το μυαλό.
Ο Αλέξανδρος ήταν ανακουφισμένος που δεν είχαν πέσει καν επάνω του οι υποψίες. Και για να συνεχίσουν να μην τον υποπτεύονται, έκανε όπως υποσχέθηκε στη γυναίκα του και ξεκίνησε με το άλογο του δήθεν να πάει να ψάξει για τα κορίτσια της.
Η Ανθή τον παρακολουθούσε από ένα απ' τα μπαλκόνια του τελευταίου ορόφου. Είχε άσχημο προαίσθημα, ότι θα συνέβαινε και σε αυτόν κάτι κακό και για αυτό τον ακολουθούσε με το βλέμμα της τουλάχιστον μέχρι να απομακρυνθεί. Τον έβλεπε να διασχίζει τον κατηφορικό δρόμο που σχηματιζόταν ανάμεσα στα δέντρα...
Όλα έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου: ένας πυροβολισμός ακούστηκε να σχίζει τον αέρα, το άλογο άρχισε να τρέχει φοβισμένο, αλλά χωρίς τον αναβάτη του επάνω. Ο Αλέξανδρος είχε πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει η Ανθή τι είχε γίνει. Τότε έβγαλε ένα μακρόσυρτο, ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, που ξεσήκωσε όλους τους υπηρέτες του παλατιού και έκανε τους γιους του άντρα της να τρέξουν κοντά της. Μέχρι και ο Λεωνίδας τρόμαξε, βγήκε απ' την καμάρα του, δεν είχε ιδέα όμως από που ακούστηκε η κραυγή και προς τα που να πάει.
Ο Κωνσταντίνος και ο Μάριος βρήκαν την Ανθή στο μπαλκόνι να τρέμει απ' την ταραχή της και πάνω στην ώρα τη συγκράτησαν καθώς εκείνη έπεφτε λιπόθυμη.
"Ανθή; Ανθή, τι συνέβη;!" Τής φώναξε ο Κωνστάντινος προσπαθώντας να τη συνεφέρει, όμως ο Μάριος κοίταξε πέρα μακριά και είδε την αιτία αυτής της κρίσης που έπαθε η μητριά τους.
"Κωνσταντίνε..." Είπε σκύβοντας το κεφάλι με ύφος πένθιμο. "...πυροβόλησαν τον πατέρα."
Η Μαρία, αφού βεβαιώθηκε ότι πέτυχε με μεγάλη ακρίβεια το στόχο της, ότι η σφαίρα πήγε κατευθείαν στο κεφάλι και ότι ο βιαστής της δεν επρόκειτο να σηκωθεί ποτέ ξανά, έκρυψε το όπλο της στην τσάντα, ευχαρίστησε νοερά τον Μάριο για τα μαθήματα σκοποβολής που είχαν κάνει μαζί, ανεβάσε την κουκούλα για να καλύψει κι άλλο τα μαλλιά της κι έφυγε τρέχοντας μέσα στο δάσος.
Δεν μετάνιωνε λεπτό που τον σκότωσε. Και χειρότερη τιμωρία θα του άξιζε, ίσως ο θάνατος να ήταν η λύτρωση για τις αμαρτίες του, αν τυχόν ένιωσε ποτέ τύψεις για αυτές. Είχε κλέψει τη μητέρα της απ' τον πατέρα της, διαλύοντας έτσι την οικογένεια τους, και τους τη στέρησε για χρόνια. Επιχείρησε να βιάσει την αδελφή της, η οποία (δυστυχώς για εκείνη βέβαια), την είχε γλιτώσει. Και, τέλος, βίασε την ίδια, της καταπάτησε κάθε αξιοπρέπεια που είχε απομείνει μέσα της, την έκανε να νιώσει ένα σκουπίδι.
"Φύγε, Μαρία. Φύγε μακριά και μην τολμήσεις να ξαναγυρίσεις ποτέ." Της είχε πει όταν τελείωσε το βρόμικο παιχνίδι του επάνω στο κορμί της. "Και αν βρεις πουθενά την αδελφή σου, πες της να μην επιστρέψει ούτε εκείνη, γιατί θα σας σφαξω και τις δύο αφού πρώτα πηδήξω και τη μικρότερη αδελφή σας." Η Μαρία δεν έχασε καιρό. Μάζεψε τα πράγματά της και πριν φύγει, μπήκε κρυφά στο δωμάτιο του Μάριου, ο οποίος ποιος ξέρει που θα ξενυχτούσε και δεν βρισκόταν εκεί κοντά για να τη σώσει, και του άρπαξε το όπλο που είχε προμηθευτεί από έναν έμπορο απ' τον Νότο, γιατί στον Βορρά τα μόνα όπλα που γνώριζαν ήταν τα σπαθιά και τα τόξα. Θα έβγαζε από τη μέση εκείνο το κάθαρμα, ούτως ώστε να συνεχίσει ανενόχλητη το σχέδιο της και όταν επιστρέψει στο Παλάτι του Βορρά, να μην υπάρχει η απειλή του πια. Έτσι θα προστάτευε και την Άντζελα.
Όλη την ημέρα καιροφυλακτούσε έξω απ' το παλάτι, γνωρίζοντας πως κάποια στιγμή θα έβγαινε κι ο ίδιος να την ψάξει, να κρύβεται μέσα στις σκιές όταν κάποιος πλησίαζε.
Και τώρα το σχέδιο της είχε μόλις αρχίσει. Έπρεπε να γίνει η Κάτια, να μάθει να νιώθει σαν την Κάτια, να αναπνέει σαν την Κάτια, να μιλάει, να φέρεται, ακόμα και να σκέφτεται σαν την Κάτια. Μόνο έτσι θα έπειθε τον Λεωνίδα πως ήταν η αληθινή. Με τους υπόλοιπους θα είχε ένα θέμα, αλλά με λίγη προσπάθεια θα τους έπειθε και αυτούς. Ήλπιζε μόνο, η Κάτια να μην μάθαινε για τη δολοφονία του βασιλιά, γιατί τότε θα επέστρεφε, χωρίς φόβο για την απειλή του πια. Όμως ακόμα και τότε η Μαρία είχε ένα δεύτερο σχέδιο: θα τη σκότωνε.
*******
Πώς σας φάνηκαν οι ανατροπές σε αυτό το κεφάλαιο; Η Μαρία σκότωσε τον Αλέξανδρο, όμως έφυγε κι αυτή και κάνεις δεν θα μάθει τι κτήνος ήταν, αντίθετα θα τον αποχαιρετήσουν όλοι σαν ήρωα και θα του κάνουν κηδεία που αρμόζει σε ένα βασιλιά (Μην ξεράσω...)
Έχουμε ακόμα την Άντζελα, η οποία είναι ζωντανή αλλά για πόσο ακόμα;
Έχουμε έναν Κωνσταντίνο που ανησυχεί για αυτήν περισσότερο κι από τον αρραβωνιαστικο της (τον Στέφανο για όσους δεν θυμούνται), έναν Μάριο που το 'χει ρίξει στο ποτό και στις...πόρνες και έναν Λεωνίδα τελείως άνηδεο σχετικά με τον πραγματικό λόγο που η Κάτια αναγκάστηκε να τον παρατήσει.
Επίσης έχουμε μια Ανθή που αν δεν σαλέψει τώρα με το θάνατο του άντρα της και τον επερχόμενο θάνατο της κόρης της, θα είναι πραγματικά πολύ τυχερή και έχουμε και άλλη μια πριγκίπισσα, τη Λίζα, την οποία δεν έχω αναφέρει πολύ και καιρός είναι να αρχίσει κι αυτή να παίζει το ρόλο της.
Τι λέτε για όλα αυτά; Ποια θα είναι η συνέχεια της ιστορίας κατά τη γνώμη σας; Θα τα πούμε σύντομα στο επόμενο κεφάλαιο 😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top