ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Εφτά χρόνια μετά...
Η Κάτια έβγαλε τα ρούχα και μπήκε στη μπανιέρα. Το σημάδι που είχε στο πλευρό της την έκαψε πάλι και δεν έφταιγε το ζεστό νερό που έπεφτε πάνω του. Πάντοτε τέτοια εποχή, τέτοια ώρα την έκαιγε, είτε έκανε μπάνιο είτε όχι. Ήταν η ώρα που την είχαν πυροβολήσει, η ώρα που πίστεψε πως θα ακολουθούσε για πάντα τον πατέρα της, πως θα ήταν μαζί. Όμως ο Περικλής έφυγε μόνος του.
Τώρα πλέον ήταν δεκαεννιά χρονών και ήταν μια κοπέλα αδύνατη, αλλά το σώμα της είχε αποκτήσει περισσότερη θηλυκότητα και ιδιαίτερα στο στήθος, παρόλο που ντρεπόταν να το αναδεικνύει και δεν φορούσε ποτέ ανοιχτά φορέματα. Τα κυματιστά ξανθά μαλλιά της δεν της έφταναν πια ως τη μέση, αλλά ήταν κομμένα στο ύψος των ώμων της. Όλοι της έλεγαν πως αυτό το κούρεμα της πήγαινε πολύ. Η αλήθεια ήταν πως το είχε κάνει περισσότερο για να την ξεχωρίζουν από τη δίδυμη αδελφή της.
Η Άντζελα ήταν δεκαεφτά χρονών, γοητευτική και μια απ' τις ομορφότερες γυναίκες του Νότου. Τα μαλλιά της είχαν το ίδιο μήκος με εκείνο των δέκα χρόνων της, καθώς λυπόταν να τα κόψει. Όμως ο θάνατος του πατέρα της και γενικά όλα αυτά που συνέβησαν εκείνη τη μέρα την είχαν επηρεάσει πάρα πολύ. Συχνά έβλεπε εφιάλτες και ξυπνούσε ουρλιάζοντας, ή την έπιαναν τα κλάματα χωρίς λόγο και κλεινόταν στο δωμάτιο της για ώρες, ώσπου έβγαινε από εκεί μέσα με μάτια κατακόκκινα. Την αμέσως επόμενη στιγμή, μπορούσε να αλλάξει τελείως διάθεση και να είναι χαρούμενη και κεφάτη, μεταδίδοντας μια απίστευτα θετική αύρα στους γύρω της.
Η Μαρία είχε αλλάξει και αυτή στην εμφάνιση, μα καθόλου στο χαρακτήρα. Ήταν το ίδιο πεισματάρα και ήθελε πάντα να περνάει το δικό της. Όταν ήθελε κάτι, θα έκανε τα πάντα για να το πετύχει. Τώρα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της και ντυνόταν. Αφού θαύμασε το σώμα της, έβαλε ένα μαύρο κολλητό φόρεμα, το οποίο άφηνε ακάλυπτο μεγάλο μέρος του στήθους της. Έπειτα έβαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες της, βάφτηκε και κατέβηκε στο σαλόνι.
Εκεί την περίμεναν η θεία της η Χριστίνα και η αδελφή της η Άντζελα, η οποία φορούσε μαύρη φούστα, μαύρο πουκάμισο και χαμηλά παπούτσια ίδιου χρώματος. Η θεία της ήταν κι εκείνη ντυμένη στα μαύρα, όπως πάντα άλλωστε. Θα τις πήγαινε σε ένα ταβερνάκι για να τιμήσουν τον συγχωρεμένο τον αδελφό της, που είχε πεθάνει πριν εφτά χρόνια εκείνη την ημέρα. Το γιατί δεν τους ενδιέφερε. Μόνο το ότι ήταν νεκρός.
«Βγάλε τα.» διέταξε η Χριστίνα.
«Ποια;» ρώτησε με θράσος η Μαρία.
«Μη μου μιλάς με αυτό το ύφος, νεαρή, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει εδώ μέρα που είναι! Μα είσαι σοβαρή παιδάκι μου; Στο μνημόσυνο του πατέρα σου μου φοράς τα ψηλοτάκουνα και μου βγάζεις το στήθος σου έξω;»
«Πρώτον, δεν είναι μνημόσυνο! Δεύτερον, δεν είμαι παιδάκι σου! Τρίτον, μη μου υψώνεις τη φωνή σου!»
«Και τέταρτον, δεν θα πάμε πουθενά! Πήγαινε στο δωμάτιο σου, τώρα!»
«Θείτσα, εντάξει, ας μην το χαλάσουμε. Γλυκιά μου, πήγαινε να βάλεις κάτι άλλο.» προσπάθησε να διορθώσει τα πράγματα η Άντζελα.
«Όχι, θέλω να φορέσω αυτά!»
Τελικά, οι αδελφές της και η θεία της αποφάσισαν να της κάνουν το χατίρι, φορώντας της όμως κι ένα σάλι πάνω από το φόρεμα για να καλύπτει το μπούστο της. Τώρα κάθονταν στο ταβερνάκι και μιλούσαν για τον Περικλή, ενώ είχε ήδη βραδιάσει.
«Ουφ, φτάνει για τον μπαμπά. Ας μιλήσουμε και για τη μαμά λίγο.» είπε η Μαρία.
«Μα τη μαμά δεν τη θυμόμαστε. Τον μπαμπά τον θυμόμαστε όλες.» της απάντησε η Άντζελα.
«Θεία.» πήρε το λόγο η Κάτια. «Έχουμε καταλάβει ότι η μαμά δεν θα γυρίσει. Τόσα χρόνια την περιμένουμε και ακόμα δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Γι' αυτό πες μας την αλήθεια. Η μαμά έφυγε ή πέθανε;» Η Χριστίνα αναστέναξε και πήρε ένα θλιμμένο ύφος. Η στιγμή για να μάθουν τα κορίτσια την αλήθεια είχε φτάσει. Άλλωστε ήταν μεγάλες πια.
«Η μητέρα σας δεν πέθανε. Στην πραγματικότητα, ζει ακόμα. Είναι η βασίλισσα του Βορείου Βασιλείου. Η Βασίλισσα Ανθή.»
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έκπληκτα.
«Εκείνο το βράδυ που έφυγε, εσείς, Κάτια και Μαρία, ήσασταν δύο χρονών και η Άντζελα ήταν μερικών μηνών. Είχε τύχει εκείνες τις μέρες να έχει έρθει ο βασιλιάς του Βορείου Βασιλείου για πολιτικές συζητήσεις με τον δικό μας βασιλιά, του οποίου η μητέρα σας ήταν υπηρέτρια στο παλάτι. Εκείνες τις ημέρες, λοιπόν, κάτι έγινε μεταξύ της μητέρας σας και του βασιλιά του Βορρά, ερωτεύτηκαν και όταν εκείνος έφυγε την πήρε μαζί του.»
Τα κορίτσια δεν ήξεραν πώς να αισθανθούν για εκείνη, αν έπρεπε να νιώσουν μίσος ή όχι. Δεν το είχαν χωνέψει ακόμα. Η Χριστίνα αναστέναξε ξανά, έβγαλε από την τσάντα της ένα κομμάτι χαρτί και το έδωσε στην Κάτια.
«Αυτό το σημείωμα το βρήκε ο πατέρας σας στο άδειο μαξιλάρι δίπλα του.» είπε. Η Κάτια το ξεδίπλωσε. Φαινόταν ταλαιπωρημένο από το χρόνο και ήταν σκισμένο μέχρι τη μέση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να διαβάζει δυνατά για να το ακούσουν και οι άλλες:
«Αγαπημένε μου Περικλή. Σου ζητώ συγνώμη για όλα: που σε παντρεύτηκα χωρίς να σ' αγαπήσω, που σου χάρισα τρία κοριτσάκια πάλι χωρίς να σ' αγαπήσω, που αγάπησα κάποιον άλλον και φεύγω μαζί του. Ειλικρινά δεν ήθελα να συμβεί αυτό, όμως βλέπεις την αγάπη δεν μπορείς να την ελέγξεις. Δεν φεύγω για τα πλούτη, να το ξέρεις. Φεύγω απλά γιατί αγάπησα τον βασιλιά του Βορρά. Αλλά και εκείνος με αγάπησε, και είπε πως για χάρη μου θα διώξει τη Βασίλισσα Λουκία και θα με κάνει εμένα βασίλισσα του και μητέρα των τριών γιων του. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα κανονίσω να έρθεις μαζί με τις κορούλες μας να με δούνε. Αντίο μάτια μου, να προσέχεις τις κορούλες μας.»
Τότε μια ανάμνηση ήρθε ξαφνικά στο μυαλό της Κάτιας, κοιτάζοντας ξανά το σκίσιμο μέχρι τη μέση της σελίδας. Θυμόταν να μπαίνει στο δωμάτιο των γονιών της και να βλέπει τον πατέρα της να σκίζει ένα χαρτί, αλλά τελικά να το μετανιώνει και να μην το σκίζει όλο και να ξεσπάει σε δάκρυα και λυγμούς, κρατώντας το χαρτί στην αγκαλιά του σαν να ήταν κάτι πολύτιμο.
Και στο μυαλό της Μαρίας ήρθε μια ανάμνηση όμως, με τον πατέρα της να προσπαθεί να ταΐσει την εννέα μηνών Άντζελα. Ήταν θλιμμένος, μπορούσε να το δει καθαρά αυτό, όμως ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει το λόγο. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν η μαμά της. Θυμόταν πολύ αμυδρά τη μορφή της, όπως και η Κάτια, που θυμόταν μια γυναικεία μορφή να τη σκεπάζει τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Η Άντζελα δεν θυμόταν τίποτα.
Όλα αυτά τα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα τους, οι τρεις αδελφές έψαχναν συνεχώς στοιχεία για να βρουν τη μητέρα τους, ποτέ όμως δεν πήγε το μυαλό τους στη βασίλισσα Ανθή. Πίστευαν πως επρόκειτο για απλή συνωνυμία.
Τα συναισθήματα τους, τώρα που έμαθαν την αλήθεια, ήταν ανάμεικτα. Απ' τη μία τη μισούσαν που τις εγκατέλειψε έτσι και πλήγωσε τον πατέρα τους, από την άλλη όμως, ένιωθαν σαν να ανήκαν κάπου. Πως δεν ήταν τελείως ορφανές, είχαν μια μητέρα, έστω και μακριά τους. Η Ανθή όμως γιατί δεν είχε επικοινωνήσει τόσα χρόνια, όπως είχε πει στον πατέρα τους, ώστε να πάνε να τη δουν; Μήπως ο Βασιλιάς Αλέξανδρος δεν την άφηνε;
Η Χριστίνα όμως, μόνο μίσος ένιωθε για εκείνη. Θυμόταν καθαρά πόσο πολύ είχε πληγωθεί ο αδελφός της, και εξαιτίας της έκανε πέρα και την ίδια. Απομονώθηκε στον εαυτό του και αφοσιώθηκε στις κόρες του. Μετά το θάνατο του, η Χριστίνα πήρε την κηδεμονία των κοριτσιών, καθώς θεωρήθηκε ότι η Ανθή δεν ήταν κατάλληλη αφού τις είχε εγκαταλείψει παλιότερα. Τα βρήκε λίγο σκούρα στην αρχή, καθώς δεν είχε αποκτήσει ποτέ δικά της παιδιά και δεν ήξερε πώς να τους φερθεί, ειδικά στη δύστροπη Μαρία, όμως τελικά τις αγάπησε. Και δεν θα άφηνε εκείνο το φίδι να της τις πάρει, ακόμα και αν αυτή κάποια στιγμή επικοινωνούσε μαζί τους.
*********
Η Ανθή μπήκε στη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Είχαν περάσει εφτά χρόνια από τότε που πληροφορήθηκε το θάνατο του πρώην άντρα της και είχε πονέσει πάρα πολύ. Μπορεί να μην τον αγάπησε ποτέ, όμως ένιωθε τρυφερά αισθήματα για εκείνον αφού ήταν ο παιδικός της φίλος και είχαν πολλές όμορφες αναμνήσεις μαζί. Και εκτός αυτού, τώρα τα τρία κοριτσάκια της θα νόμιζαν ότι ήταν ορφανά, εφόσον δεν είχαν μάθει την αλήθεια. Η ίδια επικοινωνούσε αραιά και που με τον Περικλή γράφοντας του γράμματα, λέγοντας του σε αυτά πόσο της έλειπαν οι κόρες τους και ότι ήθελε να τις δει. Η απάντηση του ήταν πάντα η ίδια:
Τα κορίτσια δεν έχουν μάθει την αλήθεια. Είναι ακόμα πολύ μικρές. Όταν μεγαλώσουν λίγο, θα τους την πω και τότε θα έρθουμε να σε δούνε...
Η αδελφή του η Χριστίνα ήξερε επίσης την αλήθεια, από ό,τι της είχε πει. Μετά το θάνατο του, λοιπόν, η Ανθή της έστειλε γράμμα απαιτώντας την κηδεμονία των τριών κοριτσιών της. Όμως η Χριστίνα αρνήθηκε, κρίνοντας την ακατάλληλη και στολίζοντας την με διάφορα κοσμητικά επίθετα μέσα στο γράμμα της. Πήγε μέχρι και στο βασιλιά του Νότου και μίλησε, και έπεισε μέχρι και εκείνον πως η Ανθή ήταν ακατάλληλη μάνα. Έτσι η Ανθή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και δέχτηκε απρόθυμα την απόφαση του Βασιλιά του Νότου, τα κορίτσια της να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους με τη στρίγκλα τη Χριστίνα.
Ποτέ της δεν συμπάθησε αυτή τη γυναίκα. Έδειχνε πάντα να ζηλεύει τη σχέση της με τον Περικλή και είχε προσπαθήσει πολλές φορές να σαμποτάρει το γάμο τους. Πάντα την πρόσβαλλε και την υποτιμούσε. Της πήρε τα κορίτσια της. Τώρα όμως, η Ανθή είχε πάρει την απόφαση της. Θα κρατούσε τις κόρες της κοντά της για πάντα και η Χριστίνα θα πλήρωνε για όσα είχε κάνει και πει. Θα τους έγραφε ένα γράμμα και αν δέχονταν να πάνε στον Βορρά, λίγες μέρες μετά θα κανόνιζε για τη δολοφονία της.
Κάθισε στο γραφείο και άρχισε να γράφει:
Αγαπητά μου κορίτσια,
Πάνε πάνω από δεκαπέντε χρόνια τώρα που έφυγα και αναγκάστηκα να σας αποχωριστώ. Έχω πλέον καταλάβει το λάθος μου και προσπάθησα να επανορθώσω παίρνοντας σας κοντά μου μετά το θάνατο του μπαμπά, όμως η θεία σας η Χριστίνα δεν με άφηνε και ούτε σας έλεγε την αλήθεια. Είμαι η Βασίλισσα Ανθή του Βορρά. Όταν πριν χρόνια, ο Βασιλιάς Αλέξανδρος κατέβηκε στον Νότο για διαπραγματεύσεις με τον Βασιλιά Μαξιμιλιανό, στου οποίου το Παλάτι δούλευα ως υπηρέτρια, ερωτευθήκαμε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι είναι αληθινός έρωτας, είχα παντρευτεί τον πατέρα σας νομίζοντας πως τον αγαπούσα, όμως εκείνη ήταν φιλική και οικογενειακή αγάπη. Δεν υπήρχε συναίσθημα καθόλου μεταξύ μας, και είχα μπλέξει και σε μια κατάσταση από την οποία θα γλίτωνα μόνο αν παντρευόμασταν. Έτσι, όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο, το αίσθημα ήταν τόσο δυνατό, που δεν κατάφερα να το ελέγξω. Ήθελα να τον ακολουθήσω οπουδήποτε, με οποιοδήποτε κόστος. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε να αποχωριστώ εσάς. Με βαριά καρδιά έγραψα ένα σημείωμα στον πατέρα σας πριν φύγω, σίγουρη πως θα σας φρόντιζε και θα σας αγαπούσε διπλά τώρα που έλειπα εγώ. Όταν φτάσαμε στον Βορρά, γνώρισα τους τρεις γιους του Αλέξανδρου, τον Λεωνίδα, τον Κωνσταντίνο και τον Μάριο. Τους αγάπησα σαν δικά μου παιδιά, κάναμε όμως και μαζί μία κόρη: τη Λίζα. Το πιστεύετε; Έχετε τρεις θετούς αδελφούς και μια ετεροθαλή αδελφούλα! Είστε πριγκίπισσες στην ουσία, αφού είστε κόρες μου!
Πολλές φορές θέλησα να έρθω να σας δω, όμως, εφόσον δεν είχατε μάθει ακόμα την αλήθεια, δεν μπορούσα να εμφανιστώ έτσι ξαφνικά και να σας αναστατώσω. Τώρα όμως έχετε μεγαλώσει και μπορείτε να πάρετε τις δικές σας αποφάσεις. Κάτια μου και Μαρία, εσείς είστε ενήλικες. Για αυτό, σας καλώ να έρθετε να με δείτε στον Βορρά, έστω για μερικές ημέρες να σας δω και να με γνωρίσετε, γιατί ελάχιστα πιστεύω θα με θυμάστε. Σας παρακαλώ. Για λίγες μέρες μονάχα. Και ας μη με συγχωρέσετε.
Με αγάπη, η μανούλα σας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top