ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Τρία περίπου χρόνια είχαν περάσει. Τρία χρόνια που ο Λεωνίδας και η Κάτια είχαν καταφέρει να κρύψουν τη σχέση τους και το γάμο τους. Πρόσεχαν πάρα πολύ βέβαια, ακόμα περισσότερο από πρώτα και δεν εμφανίζονταν πουθενά δημόσια για να μη βγουν φήμες και φτάσουν στα αυτιά των γονιών τους. Αρκούνταν σε κρυφές συναντήσεις στους κήπους και στα δωμάτια τους, όπου έλιωναν από έρωτα ο ένας για τον άλλον. Είχαν απομείνει μόνο μερικοί μήνες για να κάνει ο Λεωνίδας την επέμβαση και είχαν άρχισει ήδη να κάνουν σχέδια για το που θα πάνε, πως θα είναι το σπίτι τους, πόσα παιδιά θα κάνουν... Μόνο θετικά σκεφτόταν ο Λεωνίδας. Δεν ήθελε να σκέφτεται καν το χειρότερο σενάριο σε περίπτωση που δεν πετύχαινε το τελετουργικό. Όμως ακόμα και έτσι να γινόταν, η Κάτια και πάλι θα ήταν στο πλάι του. Δεν θα τον άφηνε ποτέ. Η τουλάχιστον έτσι νόμιζε τότε...
Αυτές τις μέρες επικρατούσε χαρά και εορταστική ατμόσφαιρα στο Παλάτι, καθώς ένα πολύ ευχάριστο νέο είχε φτάσει: ο Πρίγκιπας Στέφανος είχε ζητήσει σε γάμο την Άντζελα. Ναι, ο Στέφανος ήταν τελικά πρίγκιπας του Μικρού Βασιλείου, αλλά δεν ήθελε να το αποκαλύψει στην Άντζελα, γιατί ήθελε να τον βλέπει σαν "κοινό θνητό και απλό άνθρωπο", όπως της είπε, όχι ως άνθρωπο με έναν σημαντικό τίτλο. Ήταν γιος του Βασιλιά Αναστάσιου και διάδοχος του, και η Άντζελα θα γινόταν βασίλισσα του Μικρού Βασιλείου στο πλάι του κάποια στιγμή. Η μητέρα της και ο Βασιλιάς Αλέξανδρος πέταξαν από χαρά όταν έλαβαν την πρόταση και φυσικά δέχτηκαν να δώσουν το χέρι της νεαρής πριγκίπισσας. Η Άντζελα θύμωσε στην αρχή που ο Στέφανος της είχε κρύψει τον τίτλο του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και τελικά το δέχτηκε. Εξάλλου, ο ίδιος άνθρωπος ήταν, εκείνος που την έκανε να λιώνει με τα λόγια του σε κάθε του γράμμα, που έκανε την καρδιά της να φτερουγίζει κάθε φορά που σκεφτόταν την επόμενη συνάντηση τους. Και αυτή η συνάντηση θα συνέβαινε σύντομα, καθώς ο Στέφανος με τον πατέρα του και συνοδεία βρισκόταν κιόλας στο ταξίδι τους για τη Χώρα των Πέντε Βασιλείων και συγκεκριμένα για το λιμάνι του Βόρειου Βασίλειου.
Η Άντζελα βρισκόταν με την Κάτια στο δωμάτιο της πρώτης. Άλλη μια κουραστική ημέρα είχε περάσει, καθώς είχαν πάει μαζί με τη μητέρα τους, τη Μαρία και τη Λίζα να ράψουν φορέματα για τους αρραβώνες στην καλύτερη μοδίστρα του βασιλείου. Όλες τους παρήγγειλαν πολύ όμορφα φορέματα, της Άντζελας όμως ήταν το πιο εντυπωσιακό.
"Είμαι τόσο ευτυχισμένη, αδελφούλα... Επιτέλους θα τον δω ξανά μετά από τόσο καιρό. Και όχι μόνο αυτό. Θα αρραβωνιαστούμε! Το πιστεύεις;" αναφώνησε η Άντζελα, κουρασμένη από όλη τη διαδικασία αλλά και με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά.
"Πολύ χαίρομαι για εσένα, αδελφή." Είπε μόνο η Κάτια. Όντως χαιρόταν, αλλά είχε και μια περίεργη μελαγχολία στο πρόσωπο της που η αδελφή της, αν και μικρότερη, το παρατήρησε αμέσως.
"Τι έχεις;" τη ρώτησε. "Έγινε κάτι με τον Λεωνίδα μήπως;"
"Όχι, μια χαρά είμαστε. Απλά σκεφτόμουν... Σύντομα οι δρόμοι μας θα χωρίσουν, έτσι δεν είναι; Εσύ θα ζήσεις με τον Στέφανο στο Μικρό Βασίλειο, εγώ με τον Λεωνίδα δεν έχω ιδέα που θα πάμε..."
"Μα δεν είναι ανάγκη να χωρίσουμε! Ελάτε κι εσείς να ζήσετε στο Μικρό Βασίλειο. Θα εξηγήσω στον Στέφανο ώστε να σας καλύψουμε, θα φροντίσει να σας βρει σπίτι και θα κανονίσει για όλα τα υπόλοιπα. Έτσι θα βλεπόμαστε συχνά."
"Πολύ ωραία ιδέα, αδελφούλα." Είπε η Κάτια, ωστόσο χωρίς καθόλου ενθουσιασμό. "Όμως δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Πάντως σε ευχαριστώ για την πρόταση. Θα το σκεφτούμε."
"Ο Στέφανος δεν θα σας μαρτυρήσει. Το ξέρω καλά." Είπε η Άντζελα. "Αν και δεν τον έχω δει πολλές φορές, από τα γράμματα μας νιώθω σαν να τον ξέρω μια ζωή."
"Αυτό είναι πολύ καλό. Οι καρδιές σας είναι ήδη μαζί." Είπε η Κάτια και σηκώθηκε. Αγκαλιάστηκαν, είπαν καληνύχτα και κίνησε για το δωμάτιο της.
Η Μαρία είδε την Κάτια να βγαίνει απ' το δωμάτιο της Άντζελας και έσκασε από τη ζήλεια της. Γιατί δεν την είχαν φωνάξει και την ίδια να κάνουν παρέα; Γιατί τον τελευταίο καιρό την απέφευγαν; Δεν ήταν πια όπως παλιά. Οι αδελφές της την είχαν κάνει πέρα και έπρεπε να μάθει το λόγο. Έπρεπε να τις παρακολουθήσει στενά. Ειδικά την Κάτια...
Η μέρα του αρραβώνα έφτασε. Νωρίς το πρωί κατέφθασε στο λιμάνι το βασιλικό καράβι απ' το Μικρό Βασίλειο και με πανηγυρική συνοδεία έφτασαν οι Μικρονησιωτες στο Παλάτι του Βορρά. Η Άντζελα με τους υπόλοιπους πρίγκιπες περίμενε εκεί και μόλις είδε τον Στέφανο, η καρδιά της χτύπησε ακόμα πιο δυνατά από κάθε φορά που λάμβανε κάποιο γράμμα του. Ήταν ακόμα πιο όμορφος από ότι τον θυμόταν, ντυμένος με το επίσημο χρώμα του βασιλείου του, το γαλάζιο, ενώ οι Βόρειοι ήταν όλοι ντυμένοι στα κόκκινα, το χρώμα του Βορρά. Έφτασε μπροστά της και τα κάστανα μάτια του ενώθηκαν με τα γκρίζα δικά της. Έσκυψε και της φίλησε απαλά το χέρι χωρίς να αφήσει το βλέμμα της.
" Είσαι ακόμα πιο όμορφη από ότι θυμάμαι, Πριγκίπισσα Άντζελα." Της είπε, κάνοντας τη να χαμογέλασει ντροπαλά.
"Ευχαριστώ. Και εσύ το ίδιο... Πρίγκιπα Στέφανε."
"Δεν πιστεύω να θύμωσες πολύ που σου το έκρυψα..."
"Θύμωσα λίγο. Αλλά σε συγχωρώ. "
Δεν τους άφησαν να μιλήσουν άλλο, γιατί έπρεπε να πάνε όλοι στη μεγάλη τραπεζαρία για ένα πλούσιο γεύμα. Οι πιατέλες ήταν όλες γεμάτες με αχνιστό κρέας όλων των ειδών, μια τεράστια γαλοπούλα, ένα γουρουνόπουλο, αρνί, καθώς και πολλών ειδών σαλάτες και ζυμαρικά μαγειρεμένα από τους έμπειρους μάγειρες του Παλατιού. Η Άντζελα και ο Στέφανος κάθονταν απέναντι, και αναρωτιούνταν ποτέ θα περάσουν χρόνο οι δύο τους.
Όλη η υπόλοιπη μέρα ήταν γεμάτη προετοιμασίες για το βράδυ, οπότε όλοι ήταν συνεχώς απασχολημένοι και το προσωπικό του Παλατιού έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι για να μην γίνουν λάθη στη διοργάνωση.
Το βράδυ επιτέλους έφτασε και η Μεγάλη Αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη κόσμο. Η Άντζελα εμφανίστηκε με ένα κόκκινο εντυπωσιακό φόρεμα, ολομέταξο με τούλι το οποίο στραφταλιζε και έπαιρνε όλες τις αποχρώσεις της ίριδας αναλόγως το φως που έπεφτε πάνω του. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε μπούκλες και στο πλαι και τα χείλη της ήταν βαμμένα με κατακόκκινο κραγιόν, το οποίο ερχόταν σε μια υπέροχη αντίθεση με τη λευκή της επιδερμίδα. Ο Κωνσταντίνος, πιο περήφανος από ποτέ για εκείνη, την υποδέχθηκε στον προθάλαμο του ορόφου και τη συνόδευσε φυσικά στον Πρίγκιπα Στέφανο, ο οποίος στεκόταν μπροστά από το θρόνο στο πλάι του πατέρα του, και από την άλλη μεριά στέκονταν ο Αλέξανδρος και η Ανθή. Πίσω από την Άντζελα και τον Κωνσταντίνο ακολουθούσαν οι υπόλοιποι πρίγκιπες. Ο Μάριος συνόδευε την Κάτια και ο Λεωνίδας τη Μαρία, η οποία ένιωθε χαρούμενη που τον άγγιζε έστω και με αυτόν τον τρόπο. Ακολουθούσε η δεκατριάχρονη πλέον Λίζα. Όλα τα βλέμματα ήταν πάνω στο νεαρό ζευγάρι που χαιρετήθηκε ντροπαλά και διστακτικά και στη συνέχεια ακολούθησε η τελετή των αρραβώνων.
Πέρασαν τις βέρες και τους φόρεσαν στο λαιμό από ένα χρυσό μενταγιόν με τα εμβλήματα των βασιλείων τους ενωμένα, και τότε η Άντζελα κατάλαβε ότι αυτός ο γάμος θα γινόταν καθαρά για πολιτικούς σκοπούς, ούτως ώστε ο Αλέξανδρος να πάρει το Μικρό Βασίλειο και τον Βασιλιά Αναστάσιο με το μέρος του. Άρχισε να έχει αμφιβολίες. Μήπως ο Στέφανος ήταν και ο ίδιος στο κόλπο και δεν την αγαπούσε στα αλήθεια; Μήπως την παραμύθιαζε στα γράμματα του;
Το πρόσωπο της δεν έλαμπε πια από ευτυχία καθώς χόρευαν, αφού έγινε ο αρραβώνας, και ο Κωνσταντίνος το πρόσεξε αυτό, καθώς χόρευε με την Κάτια. Μα τι άλλαξε μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά; Μήπως η κολλητή και "αδελφή" του το μετάνιωσε; Έπρεπε να πει δύο κουβέντες με τον μέλλοντα γαμπρό του. Η Κάτια, πάλι, κοιτούσε με θλίψη τον Λεωνίδα, ο οποίος χόρευε με τη Μαρία αναγκαστικά και φαινόταν σαν να το κάνει τελείως μηχανικά αυτό. Πόσο θα ήθελε να μπορούσαν να χορέψουν μαζί δημόσια χωρίς να κινούν υποψίες...
Η Μαρία ζούσε στο δικό της κόσμο καθώς χόρευε με τον Λεωνίδα και φανταζόταν πως θα ήταν να είναι ζευγάρι. Νευρίασε πάλι όμως, γιατί όσες φορές προσπάθησε να του ανοίξει μια συζήτηση εκείνος της απαντούσε ψυχρά και μονολεκτικά. Μήπως ακόμα συνέβαινε κάτι με την αδελφή της; Και γιατί η Κάτια κοιτούσε συνεχώς προς το μέρος τους;
Μετά τους πρώτους χορούς, ο Στέφανος και η Άντζελα βγήκαν έξω στους κήπους.
"Τι έχεις, αγαπημένη μου;" τη ρώτησε. "Δεν σε έβλεπα και τόσο χαρούμενη εκεί μέσα. Μήπως το μετάνιωσες; Μήπως δεν θες να παντρευτούμε;"
"Όχι, Στέφανε. Φυσικά και θέλω. Απλώς..." ξεκίνησε η Άντζελα, αλλά δεν έβρισκε τα λόγια να συνεχίσει. Ο Στέφανος σταμάτησε να περπατάει και βύθισε το βλέμμα του στο δικό της.
"Ξέρω τι σκέφτεσαι. Ότι οι γονείς μας ανακατεύονται πολύ σε όλο αυτό, και μήπως εμπλέκονται πολιτικά συμφέροντα, έτσι δεν είναι; Μήπως και εγώ ο ίδιος θα σε παντρευτώ καθαρά για πολιτικούς σκοπούς ." Η Άντζελα έμεινε άφωνη. Ήταν σαν να διάβασε τη σκέψη της.
"Ναι, έτσι είναι." Απάντησε με σκυμμένο το κεφάλι. Ο Στέφανος ξεφυσυξε.
"Η αλήθεια είναι ότι και εμένα μου πέρασε αυτό από το μυαλό. Όμως..." Έπιασε απαλά το πηγούνι της και ανασήκωσε το βλέμμα της για να τον κοίταξει. "Όμως εγώ σ' αγαπώ στα αλήθεια, Άντζελα. Και αυτός ήταν ο λόγος που δεν σου αποκάλυψα τόσον καιρό την ταυτότητα μου. Για να μην πιστέψεις κάτι τέτοιο."
"Και... Κι εγώ σ' αγαπώ..." είπε η Άντζελα και χάθηκε στα σκούρα μάτια του που της έκοβαν την ανάσα. Πόσες φορές είχε ονειρευτεί αυτά τα μάτια... αυτά τα χείλη... Πόσο ήθελε να τα ξαναδεί από κοντά. Ο Στέφανος άγγιξε το μάγουλο της απαλά με το χέρι του και έπειτα, πλησίασε αργά το πρόσωπο του και τα χείλη του ακούμπησαν στα δικά της, οδηγώντας και τους δύο σε ένα φίλι που το περίμεναν εδώ και τρία χρόνια. Ένα τρυφερό φιλί, γεμάτο υποσχέσεις για το μέλλον και για τη νέα τους ζωή στο εξωτικό Μικρονήσι.
Όλη την υπόλοιπη βραδιά, το πρόσωπο της Άντζελας έλαμπε και οι δύο νέοι φαίνονταν πολύ ερωτευμένοι. Η Κάτια ζήλευε, αλλά με την καλή έννοια. Μακάρι να μπορούσε και η ίδια με τον Λεωνίδα να δείξουν τον έρωτα τους δημόσια.
Αργά τη νύχτα τελείωσε η δεξίωση. Η βασιλική ακολουθία του Μικρού Νησιού θα έμεναν για λίγες μέρες ακόμα στον Βορρά, ούτως ώστε να γνωρίσουν τις ομορφιές του τόπου αλλά και να περάσουν χρόνο οι μελλόνυμφοι μεταξύ τους. Ο γάμος συμφωνήθηκε να γίνει τον ερχόμενο Νοέμβρη στο Μικρό Βασίλειο, όπου η οικογένεια της Άντζελας θα την αποχαιρετούσαν και θα εμένε για πάντα εκεί με τον άντρα της. Ο Νοέμβριος ήταν ένας καλός μήνας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Βασιλιά Αναστάσιου, καθώς είχε δροσιά στο βασίλειο τους και όχι τους καύσωνες που είχε από Μάιο μέχρι και Οκτώβρη. Της Άντζελας της φαινόταν απίστευτο που στο βασίλειο αυτό ήταν σχεδόν πάντα Καλοκαίρι, και περνούσαν τους χειμώνες τους μόνο με μια ελαφριά ψύχρα. Θα της έλειπε βέβαια λίγο το χιόνι του Βορρά, αλλά ο αγαπημένος της, της υποσχέθηκε να τους επισκέπτονται κάθε Χριστούγεννα.
Η Κάτια τα άκουσε με μια δοση θλίψης όλα αυτά κατά τη διάρκεια της δεξίωσης. Τον Νοέμβριο, ο Λεωνίδας θα είχε κάνει ήδη την επέμβαση για τα μάτια του, και αν πετύχαινε, θα το είχαν ήδη σκάσει απ' το Παλάτι. Αυτό σημαίνε ότι δεν θα μπορούσε να παραστεί στο γάμο της αδελφής της. Ίσως, πάλι, να μην έφευγαν αμέσως, αλλά να το ανεβάλλαν για μετά το γάμο. Έπρεπε να τα συζητήσουν αυτά κάποια στιγμή.
Μετά τη δεξίωση, λοιπόν, όταν όλοι είχαν πέσει για ύπνο, η Κάτια πήγε αθόρυβα και με μεγάλη επιφύλαξη μην τη δουν, όπως κάθε φορά άλλωστε, στο δωμάτιο του Λεωνίδα. Κοίταξε γύρω της άλλη μια φορα και χτύπησε την πόρτα. Ο άντρας της ρώτησε ποιος ήταν και αφού άκουσε το όνομά της, άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε αμέσως στην αγκαλιά του γεμίζοντας τη με φιλιά. Οδηγήθηκαν στο κρεβάτι βγάζοντας βιαστικά τα ρούχα τους, ανάμεσα απ' τα γεμάτα πάθος φιλιά τους. Μένοντας πλέον ολόγυμνοι, ξεκίνησε άλλο ένα μαγικό ταξίδι στον κόσμο των αισθήσεων.
Η Κάτια δεν ήταν αρκετά προσεκτική όμως, καθώς η Μαρία την είχε ακολουθήσει κρυφά, ξυπόλητη για να μην ακουστούν τα βήματα της. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν, όταν είδε την αδελφή της να φιλάει αμέσως τον άντρα που ποθούσε κι η ίδια, πριν καν κλείσει η πόρτα πίσω τους. Και όταν εκείνη έκλεισε, η Μαρία πλησίασε ακροπατώντας και τους παρακολούθησε να κάνουν έρωτα από την κλειδαρότρυπα. Ένιωσε τον πόθο μέσα της να την τυραννά πιο δυνατό από ποτέ. Άλλα ακόμα περισσότερο ένιωσε προδομένη που η αδελφή της δεν της είχε εμπιστευθεί το μυστικό της ότι διατηρούσε ακόμα σχέση μαζί του. Ώστε για αυτό δεν την έκαναν πλέον παρέα με την Άντζελα...
Θα τους δείξω εγώ! Σύντομα ο Λεωνίδας θα γίνει δικός μου! Αρκετά το ανέβαλλα!
Έφυγε το ίδιο αθόρυβα και πήγε στο δωμάτιο του Μάριου. Εκείνος απόρησε μόλις της άνοιξε.
"Μαρία; Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;" τη ρώτησε βλέποντας την με τη νυχτικιά και ξυπόλητη. Αντί για απάντηση, εκείνη όρμησε στην αγκαλιά του και τον φίλησε. Ένιωθε τέτοια έξαψη μέσα της ύστερα από αυτό που είδε, που ήθελε οπωσδήποτε να κάνει έρωτα και ας ήταν και με τον Μάριο. Εκείνος ανταποκρίθηκε για λίγο στο φιλί της, όμως διέκοψε απότομα με μεγάλη απορία. Τι συνέβαινε εδώ; Πρώτη φορά όρμησε έτσι στο δωμάτιο του η Μαρία και τον φίλησε με τόσο πάθος.
"Τι κάνεις;" τη ρώτησε λαχανιασμένος.
"Μη μιλάς. Απλά φίλα με." Είπε εκείνη κλείνοντας και πάλι το πρόσωπο του στα χέρια της, και ο Μάριος, με τα αισθήματα του να τον παρασέρνουν, έχασε κάθε λογική και παραδόθηκε στο φιλί της και στο κορμί της που τόσο πρόθυμα επιτέλους του δινόταν.
************************************
Πω πω τα πράγματα μπερδεύτηκαν! Η Μαρία είδε την Κάτια και τον Λεωνίδα να κάνουν έρωτα, είναι αποφασισμένη να τους χωρίσει, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύτηκε τα αισθήματα του κακόμοιρου Μάριου για να σβήσει τη "διψα" της. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η επόμενη κίνηση της;
Όσο για την Άντζελα, μόνο για αυτήν πάνε τα πράγματα καλά από ότι φαίνεται, αλλά για πόσο ακόμα;
Στα επόμενα κεφάλαια θα δούμε πολύ δράμα και πολλές εξελίξεις θα συμβούν!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top