ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Οι μήνες περνούσαν και καθώς το Καλοκαίρι έδινε τη θέση του στο Φθινόπωρο, η αμφιβολία και η ανασφάλεια είχαν αρχίσει να φωλιάζουν στην καρδιά της Κάτιας. Γιατί ο αγαπημένος της δεν ήθελε να παλέψουν για την αγάπη τους; Γιατί απλά να μην έβρισκαν ένα τρόπο να κάνουν τους γονείς τους να την αποδεχτούν όχι ως κάτι άρρωστο ή πονηρό, αλλά ως κάτι όμορφο, όπως τότε που η μητέρα της Κάτιας ερωτεύθηκε τον Αλέξανδρο και ας ήταν παντρεμένη με άλλον.
«Πρέπει να τους το πούμε.» είπε μια μέρα στον Λεωνίδα, καθώς βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο απαλό γρασίδι κάτω από ένα δέντρο στους κήπους του παλατιού όπου είχαν βρεθεί κρυφά. Τα πρώτα κρύα του Φθινοπώρου δεν είχαν αρχίσει ακόμα, έτσι απολάμβαναν τη ζεστασιά του ήλιου όσο μπορούσαν.
«Τι εννοείς;» απόρησε εκείνος.
«Πρέπει να πούμε στον πατέρα σου και στη μητέρα μου ότι είμαστε μαζί και να τους εξηγήσουμε ότι αγαπιόμαστε και ότι αυτό είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μας. Δεν αντέχω άλλο να φοβόμαστε μην αποκαλυφθούμε. Να τους το πούμε και ό,τι γίνει.»
«Δεν καταλαβαίνεις...» είπε ο Λεωνίδας και ανασηκώθηκε. «Δεν γίνεται να το καταλάβουν, Κάτια. Ο πατέρας μου είναι πολύ αυστηρός, όσο δεν φαντάζεσαι. Δεν ξέρουμε πώς θα αντιδράσει και τι αποφάσεις θα πάρει για εμάς. Θέλεις να μας χωρίσουν;» Δεν τολμούσε να της πει ότι ίσως κινδύνευε και η ζωή τους.
«Δηλαδή πιστεύεις ότι η αγάπη μας είναι τόσο αδύναμη ώστε θα καταφέρουν να μας χωρίσουν; Τόσο λίγο με αγαπάς;» είπε η Κάτια φανερά πληγωμένη στη φωνή της.
«Δεν είπα αυτό, γλυκιά μου, απλώς...» Ο Λεωνίδας πήγε να πιάσει το χέρι της, όμως εκείνη τον απέφυγε.
"Άφησε με." Είπε και σηκώθηκε όρθια.
«Κάτια, που πας; Περίμενε!» Η Κάτια όμως είχε αρχίσει ήδη να τρέχει και δεν ήξερε προς τα πού πήγε για να την αναζητήσει. «Κάτια;!» φώναξε καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Κάτια!» Ήταν μάταιο όμως. Δεν την άκουγε ούτε την ένιωθε κοντά του.
Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε και ο ίδιος να μπορούσαν να είναι μαζί ελεύθερα χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, και δυστυχώς η ώρα για να γίνει βασιλιάς και να κάνει ό,τι ήθελε βγάζοντας δικούς του νόμους αργούσε πάρα πολύ ακόμα. Όμως ακόμα περισσότερο πληγωνόταν επειδή η Κάτια πίστευε πως δεν την αγαπούσε. Και έπρεπε να της το αποδείξει αυτό. Θα της αποκάλυπτε από τώρα το σχέδιο που είχε για αυτούς, ώστε να κάνει υπομονή και να ελπίζει.
Την επόμενη ημέρα, είπε στον Κωνσταντίνο να την καλέσει στον κήπο των Φωτισμένων Κρίνων, και σε λίγα λεπτά η Άντζελα την οδήγησε κοντά του. Τα κρίνα δεν φώτιζαν, μιας και ήταν μέρα ακόμα, όμως ο κήπος ήταν το ίδιο όμορφος με τη νύχτα, και το φως του ήλιου έμπαινε απαλά μέσα από τα μακριά φύλλα του δέντρου φωτίζοντας το πρόσωπο του αγαπημένου της. Μετάνιωσε που είχε φύγει έτσι την προηγούμενη μέρα, όμως δεν ήθελε να κλάψει μπροστά του.
"Σας αφήνω να τα πείτε." Είπε η Άντζελα και απομακρύνθηκε διακριτικά. Η Κάτια πλησίασε. Άπλωσε το χέρι της διστακτικά και άγγιξε το δικό του. Εκείνος το κράτησε σφιχτά.
"Συγνώμη που έφυγα τρέχοντας χθες." Του είπε. "Καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο. Ο πατέρας σου είναι πολύ αυστηρός και αποκλείεται να το δεχτεί."
"Όντως έτσι είναι, γλυκιά μου Κάτια. Όμως... Όμως εγώ σ' αγαπώ και θα παλέψω για εμάς. Ο λόγος που δεν θέλω με τίποτα να το μάθουν οι γονείς μας και ειδικά ο πατέρας μου...είναι επειδή με απείλησε πως θα μας εκτελέσει αν μάθει πως συμβαίνει κάτι ανάμεσα μας." Η Κάτια ένιωσε μια δυσάρεστη έκπληξη μέσα της.
"Πώς;"
"Ακριβώς. Αυτός ήταν ο λόγος που σε απέφευγα τότε και αναγκάστηκα να σε πληγώσω. Δεν ξέρω αν το εννοεί βέβαια... Ποιος σωστός βασιλιάς θα σκότωνε το παιδί του; Όμως δεν ήθελα να το ρισκάρουμε και να κάνει πράξη την απειλή του. Όχι για τη δικιά μου τη ζωή, έτσι κι αλλιώς αυτή δεν υπάρχει πλέον χωρίς εσένα. Αλλά πολύ περισσότερο φοβήθηκα μην πάρω μαζί μου στο θάνατο κι εσένα. Και δεν ήθελα να στο πω, απλά δεν μπορούσα να σε κάνω να ζεις με τον φόβο του πατέρα μου." Η Κάτια τον άκουγε δακρυσμένη. Ώστε τόσο καταδικασμένη ήταν η αγάπη τους;
"Όμως τώρα έχω ένα σχέδιο για εμάς, αγαπημένη μου. Όταν γίνει η επέμβαση, όταν ξαναβρώ την όραση μου και μπορώ να κάνω οτιδήποτε, θα σε πάρω και θα φύγουμε μακριά. Θα ζήσουμε οι δύο μας, χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, χωρίς να φοβόμαστε. Ας πάμε σε ένα μέρος όπου δεν θα μας ξέρουν, και δεν θα φοβόμαστε μη μας δουν. Θα σε κρατήσω ασφαλή και ακόμα κι αν ο πατέρας μου στείλει άντρες και μας βρουν, θα σε προστατεύσω με τη ζωή μου."
Η Κάτια δάκρυσε ακόμα περισσότερο. Ήταν τρελό όλο αυτό, ήταν ένα πολύ ριψοκίνδυνο σχέδιο.
"Όμως, Λεωνίδα μου, θα τα παρατήσεις όλα εδώ; Θα αρνηθείς το στέμμα σου και τη διαδοχή σου στο θρόνο; Θα εγκαταλείψεις τα αδέλφια σου κι εγώ τις αδελφές μου;"
"Θα βρούμε κάποιο τρόπο να επικοινωνούμε μαζί τους. Όσο για το στέμμα, δεν το θέλω αν δεν έχω εσένα βασίλισσα στο πλευρό μου. Προτιμώ να ζήσω μια απλή ζωή μαζί σου και να κάνουμε ότι θέλουμε, πάρα να γίνω βασιλιάς και να μην μπορώ να σε βλέπω, να σε ακούω, να σε αγγίζω. Άλλωστε, ο Κωνσταντίνος θα είναι άξιος διάδοχος. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να γίνει αυτός βασιλιάς. Και όταν γίνει, θα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Μόνο μια ερώτηση μένει." Εκείνη τη στιγμή ο Λεωνίδας γονάτισε μπροστά της, έβγαλε ένα κόκκινο, βελούδινο κουτί μέσα απ' το σακάκι του και το άνοιξε. Η Κάτια έμεινε άφωνη. Στο φως του ήλιου έλαμψε ένα όμορφο, ολόχρυσο δαχτυλίδι με ένα μεγάλο διαμάντι στην κορυφή του.
"Πριγκίπισσα Κάτια, θέλεις να με παντρευτείς και σε τρία χρόνια από τώρα, αν και εφόσον επιτύχει η επέμβαση, να φύγουμε μακριά;" Η Κάτια πλέον δεν συγκρατούσε τα δάκρυα της απ' τη συγκίνηση. Ήταν πιο σίγουρη από ποτέ: με αυτόν τον άντρα ήθελε να ζήσει για πάντα. Να παντρευτούν, να κάνουν δική τους οικογένεια και να γυρίσουν, αν η μοίρα τους το επιτρέψει κάποτε, στο βασίλειο αυτό όπου γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν.
"Δέχομαι." Του είπε όταν κατάφερε να μιλήσει. Ο Λεωνίδας της κράτησε απαλά το αριστερό της χέρι και της πέρασε στον παράμεσο το δαχτυλίδι, το οποίο της φάνηκε βαρύ. Σίγουρα άξιζε μια περιουσία. Έπειτα σηκώθηκε, την αγκάλιασε και τη φίλησε με πάθος, κι ένιωσαν πως τίποτα και κάνεις δεν θα χώριζε αυτή την τόσο δυνατή αγάπη τους.
"Σ' αγαπώ τόσο πολύ, Κάτια... Θα παλέψω για την αγάπη μας, σου το ορκίζομαι. Φτάνει να μη μ' αφήσεις."
"Κι εγώ σ' αγαπώ, Λεωνίδα μου, πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου. Δεν θα σε αφήσω ποτέ, στο ορκίζομαι. Θα μείνω και θα παλέψω μαζί σου." Του είπε.
"Τι θα έλεγες να παντρευτούμε αύριο κιόλας;" της είπε έπειτα. Ακόμα την κρατούσε στην αγκαλιά του και μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά επάνω στη δικιά της.
"Αύριο; Κρυφά; Μα πως;"
"Ο Κωνσταντίνος ξέρει έναν ιερέα, ο οποίος δεν είναι του Παλατιού. Είναι απλός και εχεμυθος, δεν πρόκειται να αποκαλύψει τίποτα και ο γάμος μας θα γίνει με άκρα μυστικότητα. Τι λες, αγάπη μου; Θα ενωθούμε ενώπιον του Θεού, έτσι Εκείνος θα μας προστατεύσει από κάθε κακό και θα ευλογήσει την ένωση μας. Θέλω να σε κάνω δικιά μου, Κάτια, κι εσύ το θέλεις, το νιώθω." Η Κάτια γέλασε ανάμεσα στα δάκρυα της.
"Είσαι ο πιο τρελός πρίγκιπας που έχει υπάρξει ποτέ στη Χώρα των Πέντε Βασιλείων, είμαι σίγουρη για αυτό." Του είπε.
"Τρελός για εσένα, αγάπη μου." Της είπε και τη φίλησε πάλι. "Δεν απάντησες όμως στο τελευταίο ερώτημα μου..."
"Δέχομαι και αυτό το αίτημα σας, Υψηλότατε..." Του είπε πονηρά, ανάβοντας πάλι εκείνη τη φλόγα ανάμεσα τους. "Ας παντρευτούμε κρυφά. Αύριο κιόλας."
Έτσι λοιπόν οι δύο νέοι, με τη βοήθεια και φυσικά την κάλυψη του Κωνσταντίνου, της Άντζελας, αλλά και της Λίζας η οποία επίσης είχε μάθει την αλήθεια για αυτούς και χαιρόταν, γιατί κι εκείνη τους ήθελε μαζί, άρχισαν τις ετοιμασίες για το μυστικό γάμο τους και ανυπομονούσαν να περάσουν οι ώρες για να γίνουν ένα.
***********
Πείτε μου την αλήθεια. Θεωρείται ότι η ιστορία προχωράει πολύ αργά, ότι τα κεφάλαια είναι πολύ μεγάλα η πολύ σύντομα; Αν παρατηρήσετε οτιδήποτε τέτοιο, θα ήθελα να μου το πείτε, γιατί η αρχική version της ιστορίας ήταν πολύ μικρή και είπα να την εμπλουτίσω, αλλά έχω την εντύπωση πως το παράκανα λίγο 😅
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τον πολυπόθητο γάμο και την πολυαναμενόμενη πρώτη τους φορά!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top