ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ένας μήνας είχε περάσει. Είχε μπει το Καλοκαίρι κι όμως η Κάτια δεν μπορούσε να το χαρεί. Ένας ολόκληρος μήνας γεμάτος κλάμα και στενοχώρια και φυσικά κανένα σημάδι ότι ο Λεωνίδας νοιαζόταν ακόμα. Την έβλεπε η μητέρα της θλιμμένη και να είναι απόμακρη με τον Λεωνίδα, ο οποίος ήταν χαμένος στις σκέψεις του και μιλούσε ελάχιστα. Θλιβόταν βέβαια που η κόρη της είχε πληγωθεί, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Αυτή η σχέση ήταν τελείως λάθος και ήταν καλό που τελείωνε, και η Κάτια σύντομα θα ξεχνούσε. Ο Αλέξανδρος, απ' την άλλη μεριά, χαιρόταν, επειδή κατάλαβε πως η απειλή του είχε πιάσει τόπο.
Παράλληλα η Άντζελα, όλες αυτές τις μέρες, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, όταν μια μέρα έφτασε στο Παλάτι ένα γράμμα από τον Στέφανο. Ήταν για εκείνη, και της έλεγε πόσο του άρεσε και πόσο είχε απολαύσει την παρέα της σε εκείνη τη δεξίωση. Της είπε πως ήθελε να γνωριστούν καλύτερα μέσω αλληλογραφίας στην αρχή και όπου τους βγάλει. Εκείνη πέταξε από τη χαρά της και το πρώτο άτομο με το οποίο μοιράστηκε την ευτυχία της ήταν φυσικά ο Κωνσταντίνος, Κώστας όπως τον φώναζε και ύστερα οι αδελφές της.
Ο Στέφανος ζούσε σε ένα μακρινό βασίλειο το οποίο ήταν νησί και λεγόταν Μικρό Νησί ή Μικρό Βασίλειο. Άρχισαν να αλληλογραφούν τακτικά και στα γράμματα του της έλεγε για τις ομορφιές τους τόπου, για το ζεστό του κλίμα, τα καταγάλανα νερά, τις υπέροχες παραλίες του και κάτι ψηλά δέντρα που ονομάζονταν φοίνικες. Η Άντζελα τα διάβαζε όλα αυτά μαγεμένη και ταξίδευε νοερά σε αυτόν τον τόπο παρέα με τον Στέφανο.
Όμως λυπόταν που η αδελφή της η Κάτια δεν μπορούσε να μοιραστεί τη χαρά της, γιατί ζούσε το δικό της δράμα με την αδιαφορία του Λεωνίδα. Όπως εκείνη τη μέρα, που την είχε πιάσει πάλι το παράπονο και είχε ξεσπάσει σε κλάματα στην αγκαλιά της, ξαπλωμένη με το κεφάλι επάνω στα πόδια της και τα απαλά χέρια της Άντζελας να της χαϊδεύουν παρηγορητικά τα μαλλιά.
"Γιατί μου το κάνει αυτό;" έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της. "Γιατί θέλει να υποφέρω; Ξέχασε πόσα περάσαμε μαζί; Μόνο ένα φιλί ήθελε να πάρει από εμένα; Γιατί;"
"Ησύχασε... Ησύχασε." της έλεγε η Άντζελα. Η Μαρία που στεκόταν όρθια λίγο πιο πέρα, αποφάσισε να επέμβει:
"Ε... Ξέρεις... δεν ήθελα να στο πω αλλά..."
"Τι συμβαίνει; Ξέρεις τίποτα;" πετάχτηκε ξαφνικά πάνω η Κάτια.
"Ε... Βασικά είπε στον Μάριο, και ο Μάριος το είπε σε εμένα... Όχι, όχι, Κάτια. Καλύτερα να μη στο πω. Θα πληγωθείς ακόμα περισσότερο."
"Πες μου! Πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;" Η Μαρία έκανε πως λυπόταν, μα από μέσα της γελούσε.
"Εντάξει, αφού επιμένεις... Είπε στον Μάριο πως σε βλέπει πια σαν αδελφή του, και δεν είχατε ποτέ τίποτα, έτσι κι αλλιώς. Λυπάμαι, Κάτια, αλλά ο Λεωνίδας δεν ένιωσε ποτέ, τίποτα για εσένα." και παρακολούθησε την αδελφή της να βυθίζεται σε νέους ποταμούς δακρύων. Η Άντζελα νευρίασε:
"Τι της το είπες τώρα αυτό;! Βλέπεις;! Χειρότερα την έκανες!" της φώναξε.
"Έπρεπε να ξέρει! Θα τον ξεπεράσει κάποια στιγμή."
"Φύγετε, σας παρακαλώ. Θέλω να μείνω μόνη..." τους είπε η Κάτια. Η Άντζελα δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της, αλλά τελικά σεβάστηκε την επιθυμία της.
Όχι, δεν μπορεί... σκεφτόταν με παράπονο όταν έφυγαν οι αδελφές της, μένοντας μόνη στο σκοτάδι και μουσκεύοντας κι άλλο το μαξιλάρι με τα δάκρυα της. Αποκλείεται να μην ένιωσε τίποτα, να με κορόιδευε. Αφού κι εκείνος φαίνεται πως πονάει. Κάτι άλλο συμβαίνει, είμαι σίγουρη. Κάτι μου κρύβει. Και εκείνη τη στιγμή, πήρε μια απόφαση! Τέρμα πια τα δάκρυα και οι λυγμοί! Θα στεκόταν περήφανη στο ύψος της και θα τον έπιανε να της εξηγήσει.
Το επόμενο βράδυ, τον παρακολούθησε όπως περπατούσε στο διάδρομο προς το δωμάτιο του και εκμεταλλευόμενη- πρώτη και τελευταία φορά από ότι ορκίστηκε στον εαυτό της-, το γεγονός ότι δεν έβλεπε, μπήκε μπροστά του αθόρυβα και του έκοψε το δρόμο, τρομάζοντας τον.
«Κάτια...» κατάλαβε αμέσως εκείνος, αφού μύρισε το άρωμα της, εκείνο το γνωστό άρωμα που τόσο είχε λατρέψει.
«Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, Λεωνίδα. Γιατί με αποφεύγεις; Δεν μ' αγαπάς τελικά; Έκανες λάθος; Το μετάνιωσες; Πες μου!» τον βομβάρδισε με ερωτήσεις καθώς ύψωνε σταδιακά τον τόνο της φωνής της.
«Κάτια...» Της κράτησε τα χέρια ανάμεσα στα δικά του. Πόσο τους είχε λείψει αυτή η επαφή...
«Δεν γίνεται να είμαστε μαζί. Είμαστε αδέλφια.»
«Δεν είμαστε αδέλφια, Λεωνίδα!»
«Μη φωνάζεις. Θα μας ακούσουν.»
«Δεν είμαστε αδέλφια.» συνέχισε πιο χαμηλόφωνα. «Δεν έχουμε το ίδιο αίμα, ούτε τους ίδιους γονείς. Οι γονείς σου είναι ο Αλέξανδρος και η Λουκία και οι δικοί μου ο Περικλής και η Ανθή. Από πού είμαστε αδέλφια;»
«Να πάρει, Κάτια...» Η καρδιά πρόλαβε το μυαλό εκείνη την ώρα και οδήγησε τα χείλη τους ξανά σε ένα παθιασμένο φιλί. Ήταν διαφορετικό από το πρώτο, πιο διψασμένο. Η Κάτια δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι βρισκόταν και πάλι μέσα στα χέρια του και ο Λεωνίδας με τη σειρά του δεν άντεχε να την πληγώνει άλλο.
Την οδήγησε προς τα πίσω και ένιωσε την πλάτη της να ακουμπάει σε κάτι σκληρό, στην πόρτα του δωματίου του μάλλον, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Τα χείλη τους εξακολουθούσαν να κινούνται μαζί σαν να ήταν πλασμένα για αυτό και οι καρδιές τους να χτυπούν σαν μία, χωρίς να σκέφτονται ότι θα μπορούσε κάποιος να τους δει.
Ο Λεωνίδας επέβαλε στον εαυτό του να διακόψει και τις έπιασε τα χέρια ανάμεσα στα δικά του. Για λίγα δευτερόλεπτα ακούγονταν μόνο οι βαριές ανάσες τους.
«Κάτια...» της είπε έπειτα. «...Δεν πρέπει να το μάθουν. Κανείς δεν πρέπει να το μάθει. Πρέπει να κρυβόμαστε από όλους, εκτός από τον Κωνσταντίνο και την Άντζελα. Μόνο αυτούς μπορούμε να εμπιστευθούμε εδώ μέσα.»
«Τι εννοείς;» κατάφερε να ψελλίσει η Κάτια. «Και η Μαρία και ο Μάριος;»
«Ούτε εκείνους. Γιατί κάθονται και συζητάνε μεταξύ τους και μπορεί να τους ξεφύγει κάτι στους γονείς μας. Είμαι σίγουρος ότι κάποιος από αυτούς τους δύο μας κάρφωσε την πρώτη φορά.»
Η Κάτια σάστισε. Η αδελφή της; Μα υποτίθεται πως ήθελε το καλό της... Πώς θα μπορούσε η Μαρία να τη μαρτυρήσει και να βάλει λόγια στη μητέρα τους; Γιατί να το κάνει αυτό; Όμως δεν κατάφερε να το σκεφτεί άλλο, γιατί βρέθηκε ξανά εγκλωβισμένη ανάμεσα στο σώμα του και στην πόρτα, και τα χείλη του επάνω στα δικά της έστελναν ρίγη σε όλο της το κορμί και μια περίεργη ζεστασιά, σαν να ήθελε να νιώσει ολόκληρο το σώμα του. Το ένα του χέρι αναζήτησε το πόμολο της πόρτας και, αφού την άνοιξε, βρέθηκαν και οι δυο στο δωμάτιο του, επιτέλους σε ένα ασφαλές μέρος όπου δεν υπήρχε κίνδυνος να τους δει κανείς.
Κλείδωσε την πόρτα πίσω του και συνέχισε να τη φιλάει με πάθος, χωρίς να μπορεί να σταματήσει, οδηγώντας την προς το κρεβάτι. Η Κάτια δεν τον σταμάτησε, δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε αλλά το ήθελε πάρα πολύ. Ξάπλωσε προς τα πίσω στο κρεβάτι και ο Λεωνίδας σταμάτησε από πάνω της, σαν να δίσταζε, δίνοντας της την ευκαιρία να τον παρατηρήσει έτσι όπως ήταν λουσμένος στο φως του φεγγαριού που έμπαινε μέσα από τις κουρτίνες. Ήταν τόσο όμορφος...
«Δεν θέλω να κάνουμε κάτι για το οποίο θα το μετανιώσεις, Κάτια. Ίσως βιάζομαι υπερβολικά. Σου ζητώ συγνώμη.» της είπε μόλις ξαναβρήκε την αναπνοή του. Αντί για απάντηση, η Κάτια τον φίλησε ξανά. Τα χέρια του την άγγιζαν, το ένα άγγιζε το πλάι του προσώπου της ενώ το άλλο βρισκόταν στη μέση της διστάζοντας να προχωρήσει παραπέρα. Τα δικά της βρίσκονταν στην πλάτη του, κατέβηκαν προς τα κάτω και αφαίρεσε το πουκάμισο του για να δει και να νιώσει όλη την ομορφιά του γυμνού του στέρνου. Έπειτα, εκείνος, ανάμεσα στα φιλιά του, άγγιξε το στήθος της πάνω απ' το ύφασμα της μπλούζας της στέλνοντας ρίγη και αναστεναγμούς και στους δύο. Ύστερα, τα χέρια του κατέβηκαν προς τα κάτω, εκεί που ξεκινούσε η μπλούζα και ενωνόταν με τη φούστα της και σταμάτησαν, σαν να ζητούσε την άδεια της. Και του την έδωσε.
«Ναι, σε παρακαλώ...» είπε και με μία κίνηση της τράβηξε τη μπλούζα και της την έβγαλε.
Η Κάτια βρισκόταν τώρα κι εκείνη γυμνή απ' τη μέση και πάνω, όμως δεν ένιωθε ντροπή παρά μόνο μια ακατανίκητη λαχτάρα. Τα χείλη του ενώθηκαν ξανά με τα δικά της καθώς τα χέρια του εξερευνούσαν το στήθος της με κάθε λεπτομέρεια, κάνοντας τη να αναστενάζει κάτω απ' τα χείλη του. Τα χέρια του πήγαν προς τα κάτω και στο πλάι, θέλοντας να νιώσει κάθε εκατοστό του κορμιού της εφόσον δεν μπορούσε να το δει. Σταμάτησε όμως σε ένα σημείο χαμηλά στο πλευρό της, και η Κάτια ένιωσε άβολα που την άγγιξε εκεί. Ήταν κάτι σαν εξόγκωμα, το οποίο εξείχε πολύ απ' το δέρμα της, σαν σημάδι από πληγή που όμως βρισκόταν προς τα έξω.
«Καλύτερα να σταματήσουμε.» του είπε, καθώς μνήμες από τον θάνατο του πατέρα της και από την περιπέτεια της ξύπνησαν αμέσως.
«Εντάξει.» της είπε ο Λεωνίδας, παλεύοντας να ξαναβρεί την ανάσα του. «Συγνώμη αν... αν σε άγγιξα κάπου που δεν έπρεπε.»
Μπήκαν όπως ήταν κάτω απ' τα σκεπάσματα και ο Λεωνίδας την κράτησε στην αγκαλιά του. Η Κάτια ένιωσε τόση ασφάλεια και σιγουριά, που ένιωθε έτοιμη να του μιλήσει για τα πάντα.
«Εκείνο που άγγιξες...» ξεκίνησε να λέει. «...είναι σημάδι από σφαίρα. Θα θυμάσαι φαντάζομαι τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο πατέρας μου.»
«Ναι. Το θυμάμαι. Είχε μαθευτεί στο Παλάτι τότε. Η μητέρα σου ήταν απαρηγόρητη, αλλά τουλάχιστον ανακουφίστηκε που ζήσατε εσείς.» της είπε ο Λεωνίδας και σιώπησε ξανά, αφήνοντας τη να συνεχίσει.
«Εκείνη την ημέρα... Ο πατέρας μου σκοτώθηκε εξαιτίας μου. Επειδή με πήρε αγκαλιά για να τρέξουμε, όμως κουράστηκε σύντομα και με άφησε κάτω. Οι μαφιόζοι μας κυνηγούσαν, και εγώ δεν ήθελα να τον αφήσω πίσω. Μας έφτασαν και τον σκότωσαν, και πυροβόλησαν και εμένα αμέσως μετά σε εκείνο το σημείο που έπιασες. Εκείνη την ώρα ευχήθηκα κι εγώ να πεθάνω, να πάω μαζί του. Δεν πέθανα όμως. Έπρεπε να ζήσω και να μείνω πίσω, να θρηνώ το χαμό του μαζί με τις αδελφές μου και τη θεία μας.» Ένιωσε σαν ένα βαρύ φορτίο να φεύγει από πάνω της, τώρα που είχε μοιραστεί εκείνη την τραυματική εμπειρία με τον αγαπημένο της.
«Δεν έφταιγες εσύ, αγάπη μου.» της είπε εκείνος. «Ήταν γραφτό να γίνει και έγινε. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου.» Η Κάτια σκούπισε τα δάκρυα λίγο πριν κυλήσουν στο στέρνο του έτσι όπως είχε ακουμπήσει και είπε:
«Εκείνο σημάδι... είναι πολύ αποκρουστικό; Σε σοκάρισε μόλις το ένιωσες;»
«Καθόλου, ζωή μου. Τίποτα επάνω σου δεν είναι άσχημο και αποκρουστικό. Λατρεύω τα πάντα σε εσένα.» τη διαβεβαίωσε ο αγαπημένος της και εκείνη ανακουφίστηκε αμέσως.
Ο Λεωνίδας την έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του και εισέπνευσε το άρωμα των μαλλιών της, για να πάρει δύναμη και να της μιλήσει και ο ίδιος για το ατύχημα του.
«Πριν τρία χρόνια...» ξεκίνησε. «Ευχήθηκα κι εγώ να είχα πεθάνει. Τότε που έχασα την όραση μου.» Η Κάτια ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
«Δεν χρειάζεται να μιλήσεις για αυτό αν σε πληγώνει.» του είπε.
«Όχι, θέλω, Κάτια μου. Θέλω να το μοιραστώ μαζί σου.» της είπε και αφού της έδωσε ένα απαλό φιλί συνέχισε: «Εκείνη τη νύχτα, ξέσπασε μια μεγάλη φωτιά στους στάβλους του Παλατιού...»
***********************************************************************************************
Στο επόμενο θα δούμε την ιστορία του Λεωνίδα και τον τρόπο που έχασε την όραση του. Δεν θέλω να είναι τα κεφάλαια πολύ μεγάλα και με πολλές πληροφορίες, για να μπορούν να διαβαστούν ευχάριστα παρόλο το δράμα που θα έχουν. Εσάς πως σας φαίνονται μέχρι στιγμής;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top