ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1


Ας ταξιδέψουμε λοιπόν σε έναν άλλο κόσμο, που μοιάζει με αυτόν που ξέρουμε αλλά δεν είναι. Σε μια άλλη εποχή, σε έναν παράλληλο χρόνο από τον δικό μας. Αυτός ο κόσμος είναι η Χώρα των Πέντε Βασιλείων και αποτελείται από πέντε βασίλεια όπως λέει και το όνομα του, Βόρειο, Νότιο, Ανατολικό, Δυτικό και Κεντρικό. Τα τέσσερα πρώτα βρίσκονται στα αντίστοιχα σημεία του ορίζοντα και το Κεντρικό βρίσκεται στο κέντρο και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού.

Το βασίλειο στο οποίο θα μεταφερθούμε είναι το Νότιο, σε μια εποχή λίγο δύσκολη, θα λέγαμε, καθώς οι μαφιόζοι που υπήρχαν εκεί συχνά τρομοκρατούσαν τον κόσμο και έκαναν τρομοκρατικές επιθέσεις χωρίς προφανή λόγο και αιτία. Αυτό όμως, εκείνη την ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα, δεν έδειχνε να πτοεί τον Περικλή και τις τρεις κόρες του, οι οποίοι ζούσαν ευτυχισμένοι παρόλο που ήταν φτωχοί. Η μητέρα τους, η Ανθή, δεν ήταν μαζί τους, για την ακρίβεια ποτέ δεν ήταν. Η μέρα εκείνη ήταν Κυριακή και επειδή είχε καλό καιρό, ο Περικλής αποφάσισε να πάει για πικνίκ με τις τρεις κορούλες του, οι οποίες βρίσκονταν στα δωμάτια τους και ντύνονταν.

Οι μεγαλύτερες κόρες του ήταν δώδεκα χρονών και δίδυμες, όμως παρόλο που εξωτερικά έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, στο χαρακτήρα ήταν τελείως διαφορετικές. Ήταν κατάξανθες και με μεγάλα καστανά μάτια. Η Κατερίνα ή αλλιώς Κάτια, ήταν πολύ ήσυχη, ντροπαλή και υπάκουη, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η Μαρία, από την άλλη, ήταν η πιο δύστροπη και η πιο γκρινιάρα απ' όλες. Πολλές φορές συμπεριφερόταν σαν να ήταν οχτώ, έπαιζε και έτρεχε συνεχώς χωρίς να μπορεί να καθίσει σε μια μεριά.

Η μικρότερη κόρη του, η Αγγελική ή αλλιώς Άντζελα, ήταν δέκα χρονών κι όμως φαινόταν πολύ ώριμη για την ηλικία της. Είχε σγουρά μαύρα μαλλιά και γκρίζα μάτια και ο Περικλής έλεγε συνεχώς πως του θύμιζε την Ανθή. Ήταν πολύ ευγενική, έκανε κι εκείνη τις δουλειές του σπιτιού μαζί με την Κάτια και όλοι όσοι την έβλεπαν ήταν σίγουροι πως όταν μεγάλωνε θα γινόταν μια πολύ όμορφη γυναίκα και θα έκαιγε καρδιές.

Η Μαρία πλησίασε την πόρτα του λουτρού και φώναξε:

«Μπαμπά, είμαστε έτοιμες! Θα έρθεις; Πότε θα φύγουμε;»

«Τώρα, Κάτια μου, κατεβείτε εσείς και έρχομαι.»

«Δεν είμαι η Κάτια, καλέ μπαμπά! Η Μαρία είμαι. Καλά, δεν αναγνωρίζεις τις φωνές μας;»

«Αφού μέχρι και οι φωνές σας είναι ολόιδιες.»

Η Μαρία φώναξε τις δυο αδελφές της και κατέβηκαν στο σαλόνι. Σε λίγο κατέβηκε κι ο Περικλής. Ήταν πολύ χαρούμενος που τα κορίτσια του φορούσαν τα ολοκαίνουργια φορέματα που τους είχε πάρει: η Κάτια το κόκκινο, η Μαρία το ροζ και η Άντζελα το μοβ. Εκείνος φορούσε άσπρο πουκάμισο και μπεζ παντελόνι. Ανέβηκαν στο κάρο, στο οποίο ο Περικλής είχε ζέψει ήδη το άλογο τους, κάθισε στη θέση του οδηγού και ξεκίνησαν για το Μεγάλο Ξέφωτο.

Ο Περικλής ήταν εργάτης επισκευών σε διάφορα σπίτια της πόλης. Τα λεφτά που έπαιρνε δεν ήταν πολλά, αλλά προσπαθούσε να φροντίζει ώστε να μη λείπει τίποτα στις κόρες του. 

Για αυτό και είχε βάλει στην άκρη κάποιες απ' τις οικονομίες του για να αγοράσει ένα άλογο και κατασκεύασε ένα κάρο με το οποίο να μετακινούνται ώστε να μην περπατούν οι «πριγκίπισσες του», όπως τις έλεγε. Επίσης, για να τις προστατεύει από τον ήλιο, έφτιαξε επίσης και μια οροφή στο κάρο, στην οποία στερέωνε ένα μεγάλο πανί για τέντα.

Όταν έφτασαν στο δάσος στο οποίο βρισκόταν το Μεγάλο Ξέφωτο, ο Περικλής άρχισε να βρίζει γιατί δεν έβρισκε που να αφήσει το κάρο του, γιατί όλες οι κενές θέσεις στη σκιά είχαν καταληφθεί από μεγάλες άμαξες. Το καημένο το άλογο δεν μπορούσε να το αφήσει μέσα στον ήλιο να υποφέρει. Μετά από μερικούς γύρους, βρήκε τελικά μια θέση κάτω απ' τη σκιά ενός δέντρου κοντά στη λιμνούλα. Κατέβηκε και άνοιξε και την πορτούλα του κάρου για να βγουν τα κορίτσια. Η Κάτια κρατούσε το καλάθι με τα τρόφιμα που είχαν φέρει. Έκανε πολλή ζέστη και ο Περικλής σήκωσε τα μανίκια του και έβαλε νερό στο άλογο.

Ήταν αρχές Απριλίου κι όμως είχε τη ζέστη καλοκαιριού, πράγμα πολύ σύνηθες στον Νότο αφού ήταν το πιο ζεστό βασίλειο της χώρας.

«Μπαμπά, μπορούμε να κάνουμε μπάνιο στη λιμνούλα;» ρώτησε η Άντζελα.

«Όχι, Άντζελα, γιατί είναι Άνοιξη και τα νερά της είναι κρύα ακόμα.»

«Μα κάνει πολλή ζέστη!» γκρίνιαξε η Μαρία, η οποία γκρίνιαζε μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Το Μεγάλο Ξέφωτο ήταν γεμάτο κόσμο. Αφού βρήκαν με δυσκολία ένα μέρος για να καθίσουν, ο Περικλής έβγαλε από το καλάθι τρία καπέλα και τα έδωσε στις κόρες του να τα φορέσουν. Η Μαρία όμως δεν το ήθελε και το πέταξε μακριά. Ο Περικλής πήγε να τη μαλώσει, μα η φωνή της αδελφής του τον διέκοψε:

«Περικλή; Κορίτσια; Τι ευχάριστη έκπληξη!» Ο Περικλής γύρισε και είδε την υπέρβαρη αδελφή του να προσπαθεί να σηκωθεί.

Η Χριστίνα, έτσι την έλεγαν, καθόταν κάτω από ένα δέντρο με τις φίλες της. Αφού κατάφερε να σηκωθεί τελικά, έτρεξε προς το μέρος τους. Φορούσε μαύρα, όπως πάντα και είχε τα καστανά μαλλιά της πιασμένα κότσο. Είχε χάσει τον άντρα της πριν τρία χρόνια κι ακόμα πενθούσε. Παιδιά δεν είχαν προλάβει να κάνουν.

«Αχ, αδελφούλη, πόσο καιρό έχω να σε δω!» είπε και μετά απευθύνθηκε στα κορίτσια:

«Καλέ, εσείς μεγαλώσατε! Κάτια, χρυσό μου, τι κάνεις;» είπε χαϊδεύοντας το μάγουλο της.

Δεν είμαι μωρό να με χαϊδολογάς έτσι! Ήθελε να της πει, αλλά δεν τόλμησε. Η Χριστίνα στράφηκε στην Άντζελα:

«Εσύ όμως, όσο πας και ομορφαίνεις.»

«Ευχαριστώ, θεία, επίσης.» είπε ευγενικά η Άντζελα.

Ψέματα λέει, σίγουρα! Προσπαθεί να φανεί ευγενική. Είπε από μέσα της η Κάτια.

«Και το Μαράκι μας όμως... Μα που είναι; Περικλή, που είναι η Μαρία; Εδώ στεκόταν μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν.»

Ο Περικλής γύρισε και είδε την κόρη του να τρέχει προς τη λιμνούλα. Ευτυχώς την πρόλαβε και την πήγε πίσω σηκωτή παρά τις διαμαρτυρίες της.

«Άσε με, θέλω να κάνω μπάνιο!» φώναζε. Όταν γύρισαν, ο Περικλής είδε την αδελφή του να πηγαίνει πίσω στις φίλες της. Την έβρισε από μέσα του, γιατί δεν τους πρότεινε καν να πάνε να καθίσουν μαζί τους στη σκιά, παρά τους άφησε απροστάτευτους στις βλαβερές αχτίνες του ήλιου.

«Πρέπει να ωριμάσεις κάποια στιγμή, Μαρία. Είσαι δώδεκα χρονών.» της είπε ήρεμα η Άντζελα.

«Δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω! Είσαι μικρότερη!»

«Κι όμως είμαι πιο ώριμη από εσένα. Είσαι ίδια ηλικία με την Κάτια κι όμως φέρεσαι σαν οχτάχρονο.»

«Μην το ξαναπείς αυτό...» συνέχισε με νεύρο η Μαρία.

«Ηρεμήστε, κορίτσια.» επενέβη ο Περικλής. «Λοιπόν. Ακούστε τι θα κάνουμε. Εγώ με την Κάτια θα στρώσουμε να φάμε και εσείς, Άντζελα και Μαρία μπορείτε να βουτήξετε μόνο τα πόδια σας στη λίμνη.» Έτσι σκέφτηκε ότι ίσως αν δει η Μαρία πόσο κρύο είναι το νερό, να ξεχάσει την ιδέα της να κολυμπήσει. «Συμφωνείς, Μαρία;»

«Έστω.» απάντησε εκείνη και έβγαλε αμέσως τα παπούτσια της. Το ίδιο έκανε και η Άντζελα και ο Περικλής με την Κάτια άρχισαν να ετοιμάζουν τα υλικά για το πικνίκ.

Έβγαλαν ένα καρό τραπεζομάντιλο και το έστρωσαν στο γρασίδι μαζί. Η Άντζελα και η Μαρία είχαν ήδη φτάσει στη λίμνη, όπου η Μαρία με το που έβαλε το ένα της δάχτυλο του ποδιού μέσα, συνειδητοποίησε πόσο κρύο ήταν το νερό και τσίριξε. Έπειτα ο Περικλής και η Κάτια έβγαλαν απ' το καλάθι τα τρόφιμα: μια μεγάλη φραντζόλα ψωμί, ένα μεγάλο κομμάτι τυρί, ντομάτες, τρεις μεγάλες βρασμένες πατάτες, τόνο, σαρδέλες, ένα βαζάκι μαγιονέζα, πήλινα πιατάκια και ποτηράκια, πιρούνια, ένα μαχαίρι και ένα μεγάλο μπουκάλι νερό.

Μοίρασαν το ψωμί και το τυρί στα τέσσερα πιάτα, καθάρισαν τις ντομάτες και τις πατάτες, τις έκοψαν σε κομματάκια και τις περιέλουσαν με μαγιονέζα. Έπειτα ο Περικλής άνοιξε τις σαρδέλες και τον τόνο, φώναξε τα κορίτσια, τα οποία άφησαν αμέσως το παιχνίδι τους στη λίμνη γιατί πεινούσαν και άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί. Τη σιωπή διέκοψε έπειτα από λίγο η Μαρία:

«Πες μας, μπαμπά... Πώς ήταν η μαμά;» Όλοι απόρησαν με αυτή την ξαφνική της ερώτηση.

Ο Περικλής έφερε την εικόνα της Ανθής στο μυαλό του και αμέσως μελαγχόλησε.

«Ήταν... πολύ όμορφη.» ξεκίνησε να την περιγράφει. «Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και ήταν ψηλή και με ωραίο σώμα.»

«Και γιατί έφυγε;» ρώτησε η Άντζελα.

Ο Περικλής φοβόταν ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή, να πρέπει να τους πει την αλήθεια. Τι να τους έλεγε τώρα; Ότι το έσκασε κρυφά μες στη νύχτα με τον βασιλιά του Βορρά, αφήνοντας σ' αυτόν ένα σημείωμα πως άλλος της έκλεψε την καρδιά; Όχι βέβαια. Η στιγμή για να μάθουν την αλήθεια δεν είχε φτάσει ακόμα. Και ειδικά σε μια τέτοια όμορφη μέρα.

«Έφυγε κρυφά για να βρει δουλειά και... υποσχέθηκε πως θα γυρίσει κάποια μέρα, φέρνοντας πολλά λεφτά και δώρα για όλους μας.»

Ήταν έτοιμος να δακρύσει, μα συγκρατήθηκε. Ένιωθε απαίσια που τους έλεγε ψέματα, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Δεν ήθελε να χαλάσει την υπέροχη εικόνα που είχαν τα κορίτσια του για αυτήν, και να τις πληγώσει όπως είχε πληγώσει εκείνη τον ίδιο.

«Μας αγαπάς και τις τρεις το ίδιο, μπαμπάκα;» ρώτησε η Κάτια.

«Μα και βέβαια, μικρές μου. Σας αγαπώ, μάλιστα, πιο πολύ και απ' τη ζωή μου.»

Αυτή η συγκινητική οικογενειακή στιγμή έμελλε να ήταν η τελευταία τους, καθώς εντελώς ξαφνικά, λίγα δευτερόλεπτα μετά τα λόγια του Περικλή, τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν κι ένας άντρας έπεσε νεκρός στο έδαφος.

«Μαφιόζοι!!» φώναξε μια γυναίκα. Όλοι γύρισαν και είδαν τρεις άντρες με μαύρα, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν κι άλλους ανθρώπους. Ο κόσμος σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητος φωνάζοντας.

«Τρέξτε. Τρέξτε να σωθείτε!» φώναξε ο Περικλής στις κόρες του και παίρνοντας αγκαλιά την πιο αργή από όλες, την Κάτια, άρχισε να τρέχει κι αυτός.

Ένα πρόβλημα που είχε στην καρδιά του όμως τον έκανε να κουραστεί γρήγορα και άφησε πάλι στο έδαφος την κόρη του.

«Τρέχα...» της είπε ξέπνοα βαστώντας το σημείο της καρδιάς του σκυφτός και πασχίζοντας να αναπνεύσει. Η Κάτια όμως δεν κινήθηκε. Βρίσκονταν μέσα στο δάσος και είδε με τρόμο πίσω τους, τους μαφιόζους. Ο Περικλής σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.

«Τρέξε να σωθείς, Κάτια!» της φώναξε.

«Όχι! Δεν σε αφήνω!» φώναξε κι εκείνη και τον άρπαξε απ' το χέρι για να τον κάνει να τρέξει κι εκείνος. Ένας πυροβολισμός όμως ακούστηκε πίσω τους και ένιωσε τα χέρια τους να χωρίζονται. Γύρισε και είδε τον πατέρα της αιμόφυρτο στο έδαφος. Αμέσως τότε ακούστηκε άλλος ένας πυροβολισμός και πρόλαβε να δει μόνο τα ανέκφραστα πρόσωπα των μαφιόζων πριν νιώσει τον κόσμο γύρω της να χάνεται. Κι ύστερα, σκοτάδι.

Μπαμπάκα μου, μη φοβάσαι, έρχομαι μαζί σου. Είπε μέσα της.

Ξύπνησε σ' ένα κρεβάτι. Ένιωσε έναν σουβλερό πόνο στο πλευρό της κι ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν έβγαινε η φωνή της. Τα μάτια της ήταν ακόμα θολά. Μέσα στο δωμάτιο άκουγε μερικούς ανθρώπους να κλαίνε.

Μα γιατί κλαίνε; Αφού δεν πέθανα... σκέφτηκε, κι έπειτα θυμήθηκε το άψυχο σώμα του πατέρα της, το γεμάτο αίματα  λευκό του πουκάμισο, και πλέον ήταν σίγουρη πως δεν έκλαιγαν για εκείνη. Έκλαιγαν για τον πατέρα της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top