Κεφάλαιο 14, παρτ 3
"Είμαι δυο στενά παρακάτω, έλα να με βρεις", μου είπε και σταμάτησα απότομα. Κοίταξα πίσω μου και μετά ίσια μπροστά. "Ζάντερ, δεν -", δεν πρόλαβα να του απαντήσω, γιατί το είχε ήδη κλείσει.
Κοίταξα για άλλη μια φορά γύρω μου και πέρασα απέναντι. Τι μπορεί να σκαρώνει πάλι... Καθώς κατηφόριζα έναν μικρό δρόμο, που θα με έβγαζε λίγο πιο κάτω, όπου μάλλον θα με περίμενε ο Ζάντερ, διάφορες σκέψεις άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου. Είχα να τον δω από το πρωί και η αλήθεια ήταν ότι τα πράγματα δεν είχαν πάει και πολύ καλά. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι ίσως μπορέσουμε να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί. Όμως, έπρεπε να του ζητήσω συγγνώμη. Όλο αυτό το άγχος με είχε καταβάλλει, ένιωθα λες και δεν μπορούσα να διαχειριστώ τίποτα πλέον, λες και το μόνο που κατάφερνα ήταν να καταστρέφω την σχέση μου με αυτόν που αγαπώ.
Ενώ έστριβα για άλλη μια φορά, κάτω από τη σκιά ενός κτιρίου σε ένα στενό σοκάκι, ξεπρόβαλε μια μαύρη γυαλιστερή μηχανή. Άρχισα να προχωράω επιφυλακτικά κοντά της μέχρι που αναγνώρισα την ψηλή σιλουέτα του Ζάντερ λίγο παραδίπλα και η καρδιά μου ανέκτησε τον κανονικό της ρυθμό. Για λίγα δευτερόλεπτα, δηλαδή, γιατί μόλις τον αντίκρισα από κοντά, ήταν λες και της έδωσε κάποιος το σήμα και άρχισε να αναπηδά στο στήθος μου και πάλι. Και ξαφνικά, κατάλαβα πόσο πολύ μου είχε λείψει. Τον είχα δει ελάχιστα εκείνες τις μέρες και ονειρευόμουν πότε θα βρισκόμουν και πάλι στην αγκαλιά του. Όταν έφτασα αρκετά κοντά του, μου χαμογέλασε και ανασηκώθηκε από τον τοίχο στον οποίο στηριζόταν.
"Λοιπόν; Πού είναι η σκούπα σου;", μου είπε και με κοίταξε μες τα μάτια δίχως να χάνει το χαμόγελό του. Ανασήκωσα τους ώμους παιχνιδιάρικα και του ανταπέδωσα το βλέμμα.
"Πρέπει να μου παράπεσε στο δρόμο. Θα με βοηθήσεις να την βρω;", αποκρίθηκα με χαμόγελο.
"Έχω μια καλύτερη ιδέα" Με πλησίασε με αργά βήματα, με τα βλέμματά μας να μην χάνουν επαφή. Με έπιασε απαλά από τη μέση και με αγκάλιασε. Ένιωσα και πάλι την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στην αίσθηση των χεριών του γύρω μου κι ακούμπησα απαλά τις παλάμες μου στο στέρνο του. Τον κοίταξα ντροπαλά κι εκείνος άφησε ένα πνιχτό γέλιο. Μου χάρισε άλλη μία μαγευτική γαλάζια ματιά πριν σκύψει και ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ τον χρειαζόμουν. Την αγκαλιά του, το φιλί του. Μέσα στην αγκαλιά του ένιωθα πιο ασφαλής από ποτέ. Τα χείλη του, καθώς κινούνταν γλυκά και τρυφερά πάνω στα δικά μου με τρέλαιναν, με γέμιζαν σκέψεις. Και τι σκέψεις! Οι αισθήσεις μου είχαν ενεργοποιηθεί πλήρως, όλο μου το σώμα έκαιγε κάτω από τα χέρια του που έκαναν βόλτες στην πλάτη μου. Δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο παρά εκείνον, τα χέρια του γύρω μου και τα χείλη του στα δικά μου.
Μία τόσο απόκοσμη και συνάμα συναρπαστική αίσθηση κατέκλυσε τα πάντα γύρω μου. Σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο. Ναι, αυτό ήταν! Ούτε σατανικοί δαίμονες που μας κυνηγούσαν, ούτε δυνάμεις ικανές να αλλάξουν το σύμπαν, ούτε κανείς που να διαφωνεί με ό,τι κάναμε. Τίποτε δεν είχε σημασία, μόνο εμείς.
Κάποια στιγμή, μετά από ώρα -ούτε καν ξέρω πόση- ξετύλιξα τα χέρια μου από τον λαιμό του και τραβήχτηκα απαλά. Βαριανασαίναμε κοιτάζοντας ο ένας τα χείλη του άλλου, όταν ο Ζάντερ έστρεψε τα μάτια του στα δικά μου. "Λοιπόν...", είπε απαλά, σαν να σκεφτόταν ακόμη κάτι.
"Λοιπόν...", επανέλαβα τα λόγια του και γέλασα. Δεν ξέρω που ακριβώς έβρισκα το αστείο αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθα τόσο άνετα που το γέλιο έμοιαζε σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Χαμογέλασε κι εκείνος, όχι ειρωνικά αλλά με ένα όμορφο, γλυκό χαμόγελο.
"Πάμε μια βόλτα, θέλω να σου δείξω κάτι", μου είπε και παίρνοντας το χέρι μου άρχισε να με οδηγεί προς τη μηχανή. "Ζάντερ, είναι αργά, θα ανησυχήσουν και -", άρχισα να λέω αλλά με σταμάτησε.
"Για λίγο", αποκρίθηκε και με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο. "Παρακαλώ;" Τον κοίταξα καχύποπτα και τον περιεργάστηκα από πάνω μέχρι κάτω.
"Είσαι σίγουρα καλά; Δεν μοιάζεις καθόλου με τον Ζάντερ που ξέρουμε", τον ρώτησα παραξενεμένη. "Μμ, ιδέα σου. Πάντως, αν δεν σου αρέσω έτσι, τότε να -", ξεκίνησε να λέει αλλά τον διέκοψα.
"Καλά, καλά, σταμάτα", του είπα δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. "Άντε, πάμε", του είπα και τον τράβηξα πιο κοντά μου. Τελικά, ο Ζάντερ με βοήθησε να ανέβω στη μηχανή και έπειτα από λίγο την ξεκίνησε. Λίγο πριν βγούμε στον δρόμο, παρατήρησα λίγο καλύτερα την μηχανή και μου φάνηκε τελείως διαφορετική.
"Πήρες καινούρια μηχανή;", τον ρώτησα πριν ξεκινήσουμε.
"Ναι, αυτή είναι διαφορετική. Θα δεις", απάντησε γυρνώντας προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι. Ύστερα, γύρισε ξανά μπροστά και έτοιμος να γκαζώσει. "Έτοιμη;", με ρώτησε και του έγνεψα καταφατικά, παρόλο που ήξερα ότι δεν μπορούσε να με δει. Τον αγκάλιασε πιο σφικτά και ακούμπησα το μάγουλο μου στο δερμάτινο σακάκι του. Δευτερόλεπτα πριν απογειωθεί η μηχανή -κυριολεκτικά απογειωθεί- σχεδόν άκουσα τον Ζάντερ να μου λέει να κρατηθώ γερά. Και μετά αρχίσαμε να πετάμε.
Αυτή σίγουρα δεν ήταν μια κοινή μηχανή. Τρέχαμε πάνω από το όριο ταχύτητας, το μόνο σίγουρο, αλλά κάτι μου έλεγε πως ακόμη κι αν κάποιος βρισκόταν έξω τέτοια ώρα δεν θα μπορούσε να μας αντιληφθεί. Πετούσαμε, με όλη τη σημασία της λέξης! Ανασήκωσα το πρόσωπο μου από το σακάκι του Ζάντερ και κοίταξα γύρω μου, καθώς είχαμε φύγει από τα σοκάκια και τρέχαμε στον κεντρικό. Γύρω μας γαλάζιες και κόκκινες σπίθες ξεπηδούσαν από την μηχανή δημιουργώντας ένα πλέγμα γύρω μας, το οποίο μας έκρυβε από τα μάτια των άλλων, σαν μια μαγική σφαίρα. Ήταν φοβερά, καταπληκτικά, θαυμάσια... Η αίσθηση του ανέμου, τα μαλλιά μου να ανεμίζουν γύρω μου... Κατά έναν απίστευτα τρελό τρόπο, τα μαλλιά μου απλά αιωρούνταν γύρω μου χωρίς να εμποδίζουν την ορατότητα μου. Όλα γύρω μας φαίνονταν σαν παγωμένα, όλα περιστρέφονταν γύρω από εμάς. Καμία έγνοια, αγωνίες ή προβλήματα, μόνο εμείς, η μηχανή και εκατοντάδες χιλιόμετρα ανά ώρα.
''Μα πως; Πως –'', τα λόγια μου καλύφθηκαν από ένα νέο κύμα ανέμου και φώναξα δυνατά γελώντας. Ο Ζάντερ μπροστά μου γέλασε επίσης. Το γέλιο του ακούστηκε δυνατά και εύηχα μέσα στην ησυχία της νύχτας και ποτέ δεν ένιωσα τόσο ευτυχισμένη.
''Είναι απίστευτο!'', φώναξα δυνατά έναντι στον άνεμο. Μου δημιουργήθηκε η παρόρμηση να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά στον αέρα, όμως στο τέλος αντιστάθηκα, φοβούμενη ότι ίσως δεν θα ήταν και τόσο καλή ιδέα με την ταχύτητα που τρέχαμε.
''Κάν' το!'', άκουσα τη φωνή του Ζάντερ.
''Τι;''
''Κάν'το! Δεν μπορείς να βγεις έξω από το πλέγμα, σε προστατεύει σε περίπτωση πτώσης.'' Ένιωσε τον δισταγμό μου. ''Έλα, το ξέρω ότι το θέλεις.''
Κι έτσι, τόσο απλά ανασηκώθηκα λιγάκι από το κάθισμα και σήκωσα ψηλά τα χέρια μου. Τα δάχτυλα μου χάιδεψαν το ρεύμα που μας διαπερνούσε κι ένιωσα την γλυκιά ζεστασιά του. Φώναξα δυνατά, αφήνοντας την αδρεναλίνη που με κατέκλυζε να γεμίσει τον αέρα γύρω μας. Χωρίς να το καταλάβω, τα δάχτυλα μου άγγιξαν το πλέγμα γύρω μας, γεμίζοντας το χώρο με ακόμη πιο λαμπερές και δυνατές λάμψεις.
'' Το πλέγμα είναι μαγικά φορτισμένο και αντιδρά σε οτιδήποτε μαγικό. Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει κίνδυνος''
Ήταν από τις πιο απίστευτες στιγμές της ζωής μου και δεν θα την άλλαζα για τίποτα. Εκείνη τη στιγμή, με τον άνεμο να χορεύει γύρω μου, τα χέρια μου να χαϊδεύουν το μαγικό πλέγμα χαρίζοντας μας κάθε λογής παράξενα χρώματα και το γέλιο του Ζάντερ να αντηχεί πάνω από τη βουή της μηχανής, ένιωθα ότι μπορούσα να κατακτήσω τα πάντα.
Ύστερα από λίγη ώρα, φτάσαμε στον προορισμό μας. Είχαμε φτάσει στην ακτή, κάτι εντελώς τρελό, αν αναλογιστούμε ότι το Σάλεμ απείχε παραπάνω από μία ώρα από τις ακτές του Ειρηνικού. Ο Ζάντερ πάρκαρε τη μηχανή σε μια γωνιά με τσιμέντο και με βοήθησε να κατέβω. Ο καιρός στα μέσα του φθινοπώρου ήταν απρόβλεπτος αλλά για καλή μας τύχη το μόνο που χρειαζόταν να αντιμετωπίσουμε ήταν το τσουχτερό αεράκι που έστελνε ο ωκεανός.
''Πού είμαστε;'', ρώτησα, καθώς έσφιγγα την ζακέτα σφιχτά στο σώμα μου. Αν και ο Ζάντερ πήγαινε πιο αργά στα τελευταία χιλιόμετρα, από αφηρημάδα δεν παρατήρησα καθόλου τι έγραφαν οι πινακίδες.
''Στην Πασίφικ Σίτυ, μία ώρα από το Σάλεμ πάνω στον αυτοκινητόδρομο 22. Αλλά εμείς πήγαμε τούρμπο'', μου είπε κοιτάζοντας με πονηρά. Γέλασα καθώς πήρε το χέρι μου και αρχίσαμε να προχωράμε πάνω στην αμμουδιά. Αναμφίβολα ήταν ένα πολύ ήρεμο μέρος. Καθίσαμε κοντά σε μερικά βράχια με ξερά βρύα πάνω τους και αμέσως μύρισα την αλμύρα της θάλασσας. Τα κύματα έπεφταν βίαια πάνω στην ακτή, παρασέρνοντας χιλιάδες κόκκους άμμου και πέτρες προς τον σκοτεινό βυθό. Πιο μακριά, αντηχούσαν οι φωνές ψαράδων που μόλις ξεφόρτωναν τα καφάσια τους και επέστρεφαν στα σπίτια τους.
''Είναι απίστευτη'', είπα σε μια στιγμή απόλυτης γαλήνης.
''Ποια;'' Τα χέρια μας ήταν μπλεγμένα και το κεφάλι μου ακουμπισμένο στον ώμο του Ζάντερ.
''Η ηρεμία. Να μην χρειάζεται να ανησυχείς για τυχόν μάτια που μπορεί να σε παρακολουθούν, να μην χρειάζεται να κρύβεσαι...'' Ο Ζάντερ έγνεψε καταφατικά και φίλησε τα μαλλιά μου. ''Έχεις απόλυτο δίκιο''
Μετά από ώρα, απροσδιόριστο το πόσο, άκουσα τον εαυτό μου να λέει: ''Συγγνώμη για σήμερα, συμπεριφέρθηκα άσχημα''
''Μην απολογείσαι. Εγώ είμαι αυτός που συνεχώς συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί'', είπε πικραμένα.
''Ζάντερ, το ξέρεις ότι αυτό δεν ισχύει.'', είπα γυρνώντας να τον κοιτάξω. Πήρα το μάγουλό του στη χούφτα μου κι εκείνος με κοίταξε στα μάτια λυπημένος. ''Δεν ξέρω, απλά...''
''Όλα θα πάνε καλά. Είμαι σίγουρη'', προσπάθησα να τον καθησυχάσω. Δεν ήταν βέβαια εύκολο. Και η δική μου καρδιά έχανε χτύπους κάθε φορά που σκεφτόταν το μέλλον. Τα πράγματα είχαν γίνει επικίνδυνα, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να συνεχίσουμε να ψάχνουμε ή να σταματήσουμε μια για πάντα; Να αγνοήσουμε ότι νιώθουμε ή να συνεχίζουμε να κρυβόμαστε με τον κίνδυνο να παραμονεύει σε κάθε γωνία;
'' Έχεις δίκιο, δεν –'', άρχισε να λέει, όταν ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε πίσω μου. Τα μάτια του άρχισαν να ανιχνεύουν την περιοχή με προσοχή.
''Τι; Τι είδες;'', τον ρώτησα, όταν παρέμεινε προσηλωμένος. Ξαφνικά, τα μάτια του γούρλωσαν και άρχισε να σηκώνεται. ''Τρέχουμε, τώρα!'', είπε αρπάζοντας με γρήγορα από το χέρι, τρέχοντας προς τη μηχανή. Χωρίς πολλές ερωτήσεις, ανέβηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και ο Ζάντερ άρπαξε αμέσως το τιμόνι.
Όταν επιτέλους ξεχυθήκαμε στο δρόμο, αφήνοντας πίσω την ακτή, του φώναξα δυνατά: ''Τι έγινε; Ποιος μας ακολουθεί;''
''Άνδρες του Τράβις, σίγουρα. Μας έχουν πάρει από πίσω'' Με την αναγγελία αυτή, έστρεψα το βλέμμα μου πίσω στο δρόμο, όμως δεν υπήρχε κανείς. Ξάφνου, δυο μαύρες μάζες, σαν τεράστιες σκιές, άρχισαν να αιωρούνται στον ουρανό αριστερά και δεξιά μας. Ο Ζάντερ κατάλαβε την ταραχή μου.
''Είναι το Έρεβος. Σκοτεινή ύλη που μόνο οι πολύ ισχυροί δαίμονες μπορούν να χρησιμοποιήσουν. Ήταν κλεισμένο στην Κόλαση για αιώνες. Πώς στο διάολο κατάφεραν να το επαναφέρουν;'' Και τότε, χωρίς προειδοποίηση, ο δρόμος εκτινάχτηκε δίπλα μας στέλνοντας θραύσματα κατά πάνω μας.
''Νόμιζα ότι το πλέγμα μας προστατεύει!'', αναφώνησα μέσα στην ταραχή.
''Μας προστατεύει από τα ανθρώπινα μάτια. Σίγουρα, όμως, όχι από αυτούς!'', είπε ο Ζάντερ ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά πίσω του.
Γεια σας και πάλι!
Λοιπόν, οι πανελλήνιες τελείωσαν επιτέλους και εγώ πλέον μπορώ να αφοσιωθώ στο συγγραφικό μου έργο :D Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Λίγο ρομαντικό, λίγο περιπετειώδες κάτι τέτοιο μάλλον ;)
Στο επόμενο φυσικά, όπως καταλάβατε, γίνονται πράγματα και θαύματα! Εύχομαι να σας άρεσε το δυναμικό come back <3
See you soooooon <3 <3
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top