Κεφάλαιο 9

Ο Γκάμπριελ δεν θα μπορούσε να μην προσέξει πως κοιτούσαν κάποιοι απ' τη φρουρά του τη κοπέλα.
Κάθε φορά που περνούσε τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω της.
Δεν ήθελε κανένας να την κοιτά, πόσο περισσότερο να την αγγίξει.Θα έκοβε τα χέρια όποιου τολμούσε να τα ακουμπήσει πάνω της.

"Τι θα γίνει επιτέλους,θα την κάνεις την κίνηση σου ή προτιμάς να τη φαντάζεσαι μονάχα. Εγώ πάντως έχω σκοπό να κάνω την κίνηση μου φίλε μου".

Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε απότομα και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του Ουίλιαμ ενώ εκείνος τέντωσε τα χέρια του μπροστά προσπαθώντας να τον κρατήσει σε απόσταση. Αν και έκανε το σοβαρό ένα γέλιο ξέφυγε απ' το στόμα του.

"Ηρέμησε φίλε,δεν θα κάνω κίνηση προς το κορίτσι σου?".

"Δεν είναι κορίτσι μου,βλάκα. Για ποιά μιλάς όμως εσύ?".

"Για τη λαίδη,την προστατευόμενη σου".

"Τη Ραβένα?",είπε μέσα απ' τα δόντια του ο Γκάμπριελ και κινήθηκε για άλλη μία φορά απειλητικά προς τον Ουίλιαμ.

"Τι είναι πάλι?Δεν πιστεύω να λυμπίζεσαι  κι αυτή?".

"Αυτή,δεν είναι για παιχνίδια Ουίλιαμ. Μην και την πληγώσεις περισσότερο απ' ότι ήδη είναι,θα 'χεις να κάνεις μαζί μου",βρυχήθηκε ο Γκάμπριελ έχοντας απειλητική διάθεση προς το φίλο του.

Ο Ουίλιαμ κατέβασε το κεφάλι.

"Δεν θέλω να την πληγώσω. Ποτέ δεν μου πέρασε απ' το μυαλό. Θέλω μόνο, να απ'όταν πρωτοαντίκρυσα τα μάτια της, εγώ,να εγώ την σκέφτομαι συνέχεια".

Ο Γκάμπριελ γούρλωσε τα μάτια μην πιστεύοντας τι είχε μόλις ακούσει. Όταν ομως συνηδητοποίησε τι του λεγε ο φίλος του, έβαλε τα γέλια.

"Την αγαπάς!", του είπε χλευάζοντας τον.

"Ωχ! Φίλε ποιός είναι ο βλάκας τώρα.Δεν είναι να σου λένε τίποτα",γκρίνιαξε ο Ουίλιαμ κι έφυγε ακούγοντας πίσω του το βαθύ γέλιο του Γκαμπριελ.

••

"Σήμερα έχεις τη μέρα ξεκούρασης σου,κορίτσι μου,να  κάνεις ότι επιθυμείς,δεν θα σε χρειαστώ εδώ".

Η υπεύθυνη του κάστρου ήταν μία καλή γυναίκα γύρω στα 50, αρκετά σκληρή όταν έπρεπε αλλά αν έκανες ότι σου  λέγε χωρίς αντιρρήσεις δεν είχες μπελάδες μαζί της.
Τη Μαριον τη συμπάθησε απ' την πρώτη κιόλας στιγμή.
Ήταν οι λεπτοί κι ευγενικοί της τρόποι,δεν ήξερε η  γυναίκα, όμως είχε κάτι αυτό το κορίτσι που ξεχώριζε απ' όλες τις άλλες εκεί μέσα.
Ήξερε τη Σεσίλια σαν μητέρα της κι αυτή της είχε φανεί καλή απ' την αρχή.
Οπότε,όπως συνήθιζε να λέει, μία  σωστή μάνα μεγαλώνει σωστά παιδιά.

"Τι θα κάνεις κοκόνα μου, σήμερα που δεν έχεις δουλειές να κάνεις?".

"Ω! Σεσίλια,στην αρχή σκέφτηκα να κάτσω στο δωμάτιο, μα εκεί δεν θα βρω ησυχία με τις γυναίκες να μπαίνοβγαίνουν.Γι' αυτό αποφάσισα να βγω να περπατήσω στη θάλασσα.Δεν έχω δει θάλασσα ποτέ μου".

Η Σεσιλια χαμογέλασε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού που είχε η κυρά της. Ήταν ένας άγγελος,δεν της άξιζε αυτή η ζωή. Μα εκείνη ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για ότι περνούσε.

"Να πας,μα να προσέχεις. Μην είσαι μακριά απ' το κάστρο. Δεν ξέρω πόσο προστατεύεται κι απ' έξω τούτο δω το θηρίο".

Η Μάριον διαβεβαίωσε τη Σεσίλια πως θα προσέχει,της έδωσε ένα φιλί και έφυγε για τη βόλτα της.

Τούτη τη μέρα η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη,σαν σεντόνι που ανέμιζε στο ελαφρύ ανοιξιάτικο αεράκι . Έκατσε σε ένα βράχο και αγνάντεψε το απέραντο γαλάζιο.
Η σκέψη της πήγε στους γονείς της.
Πόσο της έλειπαν. Κι εκείνη όμως της είχε λείψει πολύ.
Πώς κρυφόμιλούσαν τα βράδια χωμένες κάτω απ' τα βαριά σκεπάσματα και τα γέλια που κάναν όταν τις μάλωνε η Σεσίλια γιατί πάλι δεν την άφηναν να κοιμηθεί.
Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα.
Όλον αυτό τον καιρό δεν είχε κλάψει για την άδικη συμπεριφορά της Ραβένα απέναντι της, μα τώρα που δεν ήξερε τί κάνει, πώς είναι, είχε χάσει τόσα χρόνια απ' τη ζωή της.
Την αγαπούσε τόσο πολύ ακόμα και μετά απ' όσα της έκαμε, αυτή την αγαπούσε,και την έβρισκε όμορφη, πολύ όμορφη,μα εκείνη η καταραμένη νύχτα ασχήμηνε τη Ραβένα. Όχι εξωτερικά τόσο, όσο το μέσα της.
Μαύρισε τη ψυχή της.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει την επιδερμίδα της και τα χοντρά της ρούχα την έκαναν να ιδρώνει.
Η σκανταλιάρικη φύση της, η ανεμελιά της ηλικίας της θες, έριξε μία ματιά γύρω της ,ήταν ερημιά.
Έβγαλε το μάλλινο σκληρό φουστάνι από πάνω της, έπειτα την καλοκεντημένη  καμιζόλα τής και αφού έμεινε με τα εσώρουχα της,βούτηξε δειλά δειλά στο νερό.
Ήταν τόσο κρύο που το  κορμί της όλο αναρίγησε  και μία κραυγή βγήκε άθελά της απ' το στόμα.

Ο Γκάμπριελ που είχε βγει έξω κείνη την ώρα άκουσε την κραυγή κι έτρεξε να δει τι συνέβει.
Αυτό που αντίκρυσε ήταν πέρα των προσδοκιών του.
Εκείνη, μέσα στο νερό μόνο με τα λεπτά της εσώρουχα που 'χαν κολλήσει στο λεπτό της κορμί διαγράφοντας κάθε σπιθαμή του.
Οι καμπύλες του στήθους της και οι μικρές θηλές που 'χαν σκληρύνει στο άγγιγμα του παγωμένου νερού.
Τα μαλλιά της λυτά,ειχαν βραχεί και αγκάλιαζαν τους σφιχτούς της γλουτούς.
Έπαιζε με το νερό,ξέγνοιαστα σαν μικρό παιδί, το πιάνε με τα χέρια της και το πετούσε ψηλά σχηματίζοντας ομπρέλα από τις σταγόνες.

Θεέ μου, γιατί έπρεπε να το δει αυτό. Γιατί έπρεπε να τη δει έτσι? Το κορμί του αντέδρασε μονομιάς στο θέαμα της γυμνής της σάρκας.
Την ποθούσε τόσο πολύ. Και όχι μόνο αυτό,ενιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά του,κοίταξε καλά τριγύρω μην και απολάμβανε και κάποιος άλλος τούτο το μοναδικό θέαμα. Αν την είχε δει άλλος έτσι ,θα φεύγε  εξόριστος την ίδια ώρα απ' το κάστρο του.
Αυτό το θέαμα ήταν μόνο για τα δικά του μάτια.
Αυτό το κορμί θα άγγιζε μόνο το δικό του κορμί.
Είχε χαθεί στο όνειρο του τώρα. Νόμιζε ότι έβλεπε τον εαυτό του εκεί ,μαζί της.Να αγκαλιάζει τη γύμνια της.
Να φιλάει τα σαρκώδη, γευστικά, απ' την αλμύρα χείλη της.
Ήταν καταδικασμένος. Αυτή η μικρή ή θα 'ταν η λύτρωση  του ή το τέλος του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top