Κεφάλαιο 25
Η συνάντηση των λόρδων ιπποτών με το στρατό τους είχε πραγματοποιηθεί λίγες μέρες πριν.
Ο Ερρίκος μόλις το πληροφορήθηκε κάλεσε το Γκρούμπερ σε συνάντηση για να στήσουν μαζί ένα σχεδιο παγίδευσης τους.
Ήξερε ήδη πως δεν θα ήταν εύκολο και πώς η περίπτωση ήττας του και εν κατακλείδι παραίτησης του θα ήταν μοιραία.
Ο Γκρούμπερ απ' την άλλη,είχε φτιάξει έναν πολύ ισχυρό στρατό,με πολύ κόπο και δεν είχε σκοπό να τον δει να διαλύεται μέσα σε λίγες μόνο μέρες.
Ο Ερρίκος για πρώτη φορά θα έβλεπε την αλλη όψη του Γκρούμπερ,εκείνη που μέχρι τα τώρα είχε δει μόνο ο ανυπεράσπιστος λαός του .
Καθώς το σχέδιο μάχης είχε στηθεί και οδηγούνταν προς το παλάτι,το ότι δεν βρήκαν την αντίσταση που περίμεναν δεν τους άρεσε καθόλου.
Έστησαν τις σκηνές τους στο δάσος κοντά στο παλάτι και περίμεναν να δουν τι ακριβώς μπορούσε να σημαίνει αυτή η σιωπή.
Ο Γκάμπριελ,με τον Ουίλιαμ και τον Σάμιουελ που γνώριζαν καλύτερα απ' τους υπόλοιπους τον Γκρούμπερ, φαντάζονταν πως κάτι είχε σκαρφιστεί για να τους αντιμετωπίσει,μα καθώς οι μέρες περνούσαν και δεν γινόταν τίποτα ,άρχισαν να φοβούνται πως κάτι άλλο συνέβαινε.
Ο Ερρίκος είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του ,ο Γκρούμπερ ήταν εξαφανισμένος και ο στρατός που ήταν στημένος έξω απ' το παλάτι περίμενε να κάνει την κίνηση του.
Ένιωθε εγκλωβισμένος,τα περιθώρια είχαν στενέψει.
Ώσπου μία νύχτα ο ιππότης εμφανίστηκε μπροστά στο βασιλιά του με το πρόσχημα πως ήρθε να τον βοηθήσει να το σκάσει απ'τη χώρα. Μπορεί να έχανε το θρόνο του,μα θα κέρδιζε τη ζωή του τουλάχιστον.
Πιστεύοντας τον ο Ερρίκος θέλησε να τον ακολουθήσει, σώζοντας το τομάρι του,μα αυτή ήταν κι η λάθος κίνηση του.
Βγαίνοντας απ' την ασφάλεια του παλατιού,δολοφονήθηκε άγρια απ' τον ίδιο το Γκρουμπερ.
Με το κομμένο κεφάλι του βασιλιά περασμένο στην ξιφολόγχη του, ο Γκρουμπερ θέλησε να πείσει τους λορδους ιππότες πως ήταν μαζί τους όλον αυτό τον καιρό και πως σχεδίαζε πώς θα μπει στο παλάτι για να δολοφονήσει τον Ερρίκο.
Ο μικρός αδερφός στέφθηκε βασιλιάς και οι λόρδοι που στην ουσία δεν εκαναν τίποτα , επέστρεψαν στα φέουδα τους.
Μα ο Γκρουμπερ δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Ήταν πολύ πιο πονηρός και ζητούσε πολλά περισσότερα από όσα του έδινε ως τα τότε ο Ερρίκος.
Το φέουδο του Μονταγιού ας πούμε,ηταν αυτό που είχε βάλει στο μάτι τα τελευταία χρόνια ,και ξέροντας πως ο λόρδος Μάγερ είχε βάλει στο χέρι το Σεμιγέ και το Φοντεβρό,τον έκανε πιο ισχυρό απ' όλους τους άλλους μαζί.
Αυτό έβαλε σκοπό να κατακτήσει και θα το έκανε αμέσως μόλις όλα έμπαιναν πάλι σε μία σειρά, τότε που κανένας δεν θα το περίμενε.
Η υποδοχή ήταν μεγάλη για τους άντρες του Μονταγιού.
Η Μάριον σαν πραγματική λαίδη του κάστρου ετοίμασε μεγάλη γιορτή για να υποδεχτεί τον καλό της μα και τους υπόλοιπους στρατιώτες.
Μεγάλη εντύπωση έκανε αυτό στον Γκάμπριελ, όχι όμως και στον Ουίλιαμ. Μία πραγματική λαίδη μόνο θα μπορούσε να γνωρίζει τις λεπτομέρειες μιας τέτοιας γιορτής.
Άφθονο φαγητό ,κρασί και μουσική για όλους.
"Ή κοιλιά σου μεγάλωσε αρκετά, μάλλον έλειψα περισσότερο από όσο έπρεπε", ψυθίρισε ο Γκάμπριελ στο αυτί της Μάριον καθώς την έκλεινε στην αγκαλιά του.
"Αν σου έλειψα,άρχοντα μου,δεν είναι το σωστό μέρος αυτό,να μου το δείξεις",του είπε εκείνη τραβώντας την προσοχή του και δίνοντάς στα μάγουλά της μία σπιρτάδα.
"Έτσι λες ε? Και με τούτο το εμπόδιο τι θα κάνουμε?",της απάντησε εκείνος με μία πονηράδα στο μάτι,δείχνοντας την φουσκωμένη κοιλιά της.
"Για όλα υπάρχει λύση άρχοντα μου,αρκεί να το θες".
Αν το ήθελε λέει.Απ'την ώρα που την είδε ήθελε να την πάει στο κρεβάτι του.
"Θα με τρελάνεις γυναίκα,λυπήσου με. Ας μην ήταν οι καλεσμένοι και θα σου λεγα εγώ".
Η Μάριον χαμογέλασε. Ήξερε πώς δεν έπρεπε να αφήσουν τους καλεσμένους τους μα της άρεσε τόσο πολύ να τον πειράζει.
Εκείνο το βράδυ αφού έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν, οι δυο τους με τη δικαιολογία ότι η Μάριον έπρεπε να ξεκουραστεί ανέβηκαν στο δωμάτιο τους κι εκει όταν πια έμειναν μόνοι,έδειξαν ο ένας στον άλλο ποσό πολύ τους έλειψαν.
Την κρατούσε στην αγκαλιά του, του είχε λείψει τόσο πολύ η αίσθηση του ζεστού της κορμιού...."Ανυπομονώ να σε κάνω κυρά μου και ανυπομονώ γι' αυτό το πλάσμα που κουβαλάς....",είπε χαϊδεύοντας την κοιλιά της.
"Και τι λες να είναι γιος ή κόρη?",τον ρώτησε εκείνη ντροπαλά.
"Γιός θαρρώ και θα τον κάνω τον καλύτερο πολεμιστή...".
Η Μάριον γέλασε και θυμήθηκε τον πατέρα της που κάποτε κρατώντας της στην αγκαλιά του της είπε πως όταν γεννήθηκε εκείνη,δεύτερο κορίτσι, είχε πέσει να πεθάνει απ' τον καημό του που δεν έκανε γιο. Μα τώρα δεν την άλλαζε με κανένα σερνικό.
Πόση ευτυχία ζούσε που δεν μπορούσε να τη μοιραστεί με κανένα δικό της, ούτε με την άκαρδη αδερφή της που προτίμησε να την έχει στο μυαλό της ,μια υπηρέτρια,μία πόρνη όπως την είχε αποκαλέσει, παρά όπως της άξιζε στ' αλήθεια.
Σφίχτηκε στην αγκαλιά του καλού της,καμιά κακή σκέψη δεν θα χαλούσε την ευτυχία της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top