Κεφάλαιο 2
Οι επόμενες μέρες ήταν δύσκολες καθώς έπρεπε όσοι είχαν απομείνει να φέρουν τα πράγματα όπως ήταν πριν.
Για καλή τους τύχη ο λόρδος Ντε Μπερ δεν παρέδωσε τους τίτλους των φέουδών* του στο Γκρούμπερ, γνώριζε άλλωστε εξ αρχής, πως είτε τους παρέδιδε, είτε όχι, θα έπεφτε την ίδια στιγμή νεκρός απ' το σπαθί του αδίστακτο λόρδου.
Προτίμησε λοιπόν να πεθάνει ξέροντας ότι δεν θα άφηνε τις αγαπημένες του κόρες στο δρόμο.
Ο Γκρούμπερ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απ' το να αφήσει αυτό το φέουδο ως έχει,ο Ντε Μπερ ήταν βασάλος* του βασιλιά Ριχάρδου και κανένας, ούτε καν αυτός θα τολμούσε ποτέ να καταπατήσει κτήμα που δόθηκε ως δώρο του βασιλιά στον βασάλο του.
Ο ίδιος δε βασιλιάς Ριχάρδος όταν έμαθε τι είχε συμβεί έστειλε ιππότες απ' τη φρουρά του να φυλάνε το φέουδο του Σεμιγέ.
Η Σεσίλια φρόντιζε τη Ραβένα που υπέφερε από φρικτούς πόνους μέχρι να θρέψει η πληγή της.
Η γυναίκα λυπόταν για το κορίτσι που μετά από ότι είχε πάθει δεν είχε καμία ελπίδα για έναν καλό γάμο. Δεν ήταν μόνο το σημάδι που ασχήμιζε το όμορφο μέχρι τώρα πρόσωπο της, αλλά και η χαμένη παρθενιά της.
Ήταν καταδικασμένη αν ζούσε τελικά,να μείνει μόνη στη ζωή.
Έξι ολάκαιρους μήνες κράτησε η ανάρρωση της Ραβένα και όταν πια στάθηκε στα πόδια της,το πρώτο πράγμα που έκανε ,ήταν να ζητήσει ένα καθρέφτη να κοιταχτεί.
Η κραυγή της απλώθηκε σε όλο το κάστρο. Πέταξε τον καθρέφτη μακριά μην μπορώντας να αντέξει τη φρίκη του ίδιου της του εαυτού.
Η Μάριον έτρεξε κοντά της,άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει,αγωνιούσε και πονούσε για εκείνη τόσους μήνες μην ξέροντας αν θα καταφέρει τελικά να μείνει στη ζωή, μα η Ραβένα την έσπρωξε μακριά. Δεν άντεχε να βλέπει το όμορφο πρόσωπό της αδερφής της, ούτε άντεχε τον οίκτο που ένιωθε εκείνη γι' αυτήν και την κατάσταση της.
Έδιωξε τους πάντες απ' το δωμάτιο της και έμεινε μόνη κι απαρηγόρητη να κλαίει για το κακό που την είχε βρει.
Ένιωθε πίκρα μα και θυμό. Γιατί εκείνη ,γιατί να πάθει εκείνη αυτό το κακό. Χίλιες φορές να είχε πεθάνει,να την είχε σκοτώσει εκείνος ο άντρας.
Ζήλια και κακία φώλιασαν στην καρδιά της. Όσο αγαπούσε μέχρι τώρα τη Μάριον ,τόσο θα τη μισούσε από δω και μπρος.
Η Μάριον απ' την άλλη έκλαιγε απαρηγόρητη στην αγκαλιά της Σεσίλια,κι εκείνη δεν μπορούσε παρά να την καθησυχάσει, λέγοντας της πως είναι λογική η αντίδραση της και πως χρειάζεται μονάχα υπομονή και αγάπη από μέρους τους.
"Μην μου στεναχωριέσαι κυρά μου, είναι ανοιχτή ακόμα η πληγή στην καρδιά της.Θα δεις πως σύντομα θα είναι πάλι η Ραβένα που ξέραμε,το πειραχτήρι που την έλεγε κι ο κύρης σας".
Αυτή η πληγή όμως δεν θα έκλεινε ποτέ και η σκληρότητα της Ραβένα θα έκανε πολύ αργότερα ,κάποιους να υποφέρουν. Ανάμεσα σ' αυτούς τους κάποιους θα ήταν και η μικρότερη της αδερφή.
Η ζωή είχε επιστρέψει στους ρυθμούς της ξανά , τα πάντα στο κάστρο λειτουργούσαν όπως πριν, μόνο που τώρα ήταν όλοι υπό τις εντολές της Ραβένα σαν πρωτότοκη κόρη του λόρδου Ντε Μπερ.
Το κορίτσι είχε πάρει μαθήματα απ'τη μητέρα της και γνώριζε τα πάντα για τη λειτουργία ενός φέουδου.Στα 17 της άλλωστε θα μπορούσε να είχε παντρευτεί,γι' αυτό και προετοιμαζόταν για αυτή τη μέρα χρόνια πριν.
Μα,αφού αυτή η μέρα δεν θα ερχόταν ποτέ, τώρα πια θα εκτελούσε τα καθήκοντα της στο πατρικό της.
Η Ραβένα είχε αλλάξει πολύ μετά από εκείνο το βράδυ.
Δεν ήθελε να μιλά σε κανέναν παρά μόνο για να μοιράσει διαταγές. Οι σχέσεις της με τη Μάριον ήταν τυπικές και σχεδόν δεν είχαν καμία πλέον επαφή.
Μα ακόμη και την Σεσίλια που ήταν πίστη υπηρέτρια όχι μόνο της αδερφής της ,αλλά και της ίδιας,της είχε αρνηθεί κάθε δικαίωμα να την πλησιάζει. Αν και η γυναίκα λυπόταν να βλέπει την κυρά της τόσο αλλαγμένη δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς,ετσι είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην μικρότερη κόρη της οικογένειας.
Η Μάριον απ' την άλλη, έκρυβε όσο μπορούσε τα συναισθήματα της,τον πόνο για την άδικη συμπεριφορά της Ραβένα απέναντι της,μα δεν ήθελε να την πληγώσει περισσότερο από όσο ήδη ήταν. Ακόμα κι ενοχές ένιωθε που εκείνη είχε γλιτώσει εκείνη τη νύχτα,ενώ η οικογένεια της είχε υποστεί θάνατο και ατιμασμο απ'τον Γκρούμπερ και το στρατό του.
Όλες τις σκέψεις τις κρατούσε μόνο για τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να τις μάθει η Σεσίλια, γιατί εκείνη άλλα είχε στο μυαλό της για όλα όσα συνέβαιναν.
Η Ραβένα πέρα απ' τους πόνους που ακόμη αντιμετώπιζε,είχε και κείνους τους άτιμους εφιάλτες που βασάνιζαν το μυαλό της και αναστάτωναν τον ύπνο της.
Λίγα ήταν τα βράδια που ησύχαζε. Σχεδόν κάθε νύχτα από εκείνη την καταραμένη που της κατέστρεψε τη ζωή,έβλεπε ξανά και ξανά τον ίδιο εφιάλτη.
Έναν άντρα πανύψηλο,με βαριά σιδερένια πανοπλία να την αρπάζει απ' την αγκαλιά της μάνας της και να την πετά με δύναμη στο πάτωμα. Ένας άλλος τράβηξε έξω απ'το δωμάτιο και τους δύο γονείς της, όπου μετά από μερικά βασανιστικά λεπτά,άκουσε τις φρικιαστικές φωνές της μητέρας της και μετά, έπεσε σιωπή.
Έκανε να φύγει,μα ο ψηλός άντρας την έπιασε απ' το χέρι και με δύναμη τη γύρισε προς το μέρος του.Τη στιγμή που γύριζε, το άλλο του χέρι μαζεμένο σε γροθιά ,έπεσε με δύναμη πάνω στο πρόσωπό της,κάνοντας τη να χάσει το φως της για μία στιγμή. Έπεσε κάτω,απ' τον πόνο που ένιωσε,και τότε εκείνος έσκυψε από πάνω της βγάζοντας την περικεφαλαία του, μένοντας με την αλυσόπλεκτη κουκούλα του μόνο, κοιτάζοντας την με ένα πονηρό χαμόγελο στα στενά του χείλη.
"Βρε,βρε τι έχουμε εδώ?Μία-μικρή-κυρία. Είσαι και ζωηρούλα. Θα στην κόψω εγώ τη ζωηράδα όμως",είπε ενώ σκούπισε τα σάλια που έτρεχαν απ' τα χείλη του.
Έπειτα τα μάτια του έπεσαν πάνω στα γυμνά της πόδια. Με την πτώση η καμιζόλα* της είχε ανέβει και το σφιχτό της δέρμα τράβηξαν το διψασμένο βλέμμα του.
Έβαλε το σκληροτράχηλο χέρι του στη γάμπα της και σιγά σιγά ανέβηκε πάνω ξύνοντας με τα βρώμικα νύχια του τη γυμνή της σάρκα. Μάζεψε το πόδι της απότομα κι αυτό τον έκανε να γελάσει δυνατά.Μια ματιά της έριξε μονο και αφού την έσπρωξε στο πάτωμα, σαν το άγριο ζώο έπεσε πάνω της, τραβώντας με δύναμη και σκίζοντας πρώτα τη νυχτικιά, ελευθερώνοντας τα μικρά σφριγιλά της στήθη,και έπειτα το εσώρουχο της . Η εισβολή στο σώμα της ήταν άγρια και η φωνή της βγήκε σαν στριγγλιά απ'τα βάθη του λαιμού της.
Δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στο πρόσωπο της,καθώς εκείνος παραβίασε την αγνότητα της.
Κι αφού άφησε τον άτιμο σπόρο του στο βιασμένο της κορμί,δεν έμεινε ικανοποιημένος.
"Όταν θα έχω τελειώσει μαζί σου,κανένας άλλος δεν θα σε πλησιάσει ποτέ ξανά"της είπε ο άντρας βγάζοντας ένα στιλέτο και τραβώντας μία γραμμή με αυτό στο πρόσωπο της. Η κραυγή της βγήκε πνιχτή ενώ το αίμα της πετάχτηκε και του πιτσίλισε το πρόσωπο.Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν το σαλεμένο γέλιο του και τη φωνή του να τη φωνάζει "Σκύλα".
Μετά έχασε τις αισθήσεις της πέφτοντας με δύναμη στο πέτρινο πάτωμα.
Ξυπνούσε με φωνές βουτηγμένη στον ιδρώτα. Τον πρώτο καιρό η Σεσίλια έτρεχε στο δωμάτιο της, προσπαθούσε να την τραβήξει στην αγκαλιά της,μα ήταν μάταιο. Εκείνη την έδιωχνε μέχρι που κάποια στιγμή της απαγόρευσε να ξαναμπεί εκεί μέσα, ό,τι κι αν άκουγε από δω και μπρος.
Πόσο πονούσε η γυναίκα που δεν μπορούσε να γιατρέψει την ψυχή της κυράς της.
Έπρεπε όμως να υπακούσει τις διαταγές της,χωρίς να ξεχνά στιγμή πια ήταν η θέση της.
*Φέουδα: μεγάλες εκτάσεις που περιελάμβαναν καλλιεργήσιμα εδάφη,χωριά ακόμα και πόλεις.
Κάτοχοι αυτών ήταν ιππότες και ευγενείς.
*Βασάλος: πιστός ιππότης του βασιλιά.
*Καμιζόλα: εσωτερικό γυναικείο φόρεμα-πουκαμίσα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top