Επίλογος (β)

Τα νέα έφτασαν γρήγορα στην Ραβένα που τα περίμενε με μεγάλη αγωνία.
Ο Ουίλιαμ της τα στείλε με ένα πιστό του υπηρέτη και μάλιστα της έλεγε πως σε τρεις μέρες θα πήγαινε ο ίδιος να την πάρει και να την φέρει στο Μονταγιού για να αρχίσουν οι προετοιμασίες του γάμου τους.

Η Μάριον περίμενε με αγωνία τον ερχομό της αδερφής της και είχε προειδοποιήσει τη Σεσίλια μα και τον Γκάμπριελ να μην την κάνουν στιγμή να νιώσει πως δεν είναι ευπρόσδεκτη.

"Ζήτησες να με δεις αφέντη μου?",η μέρα που θα ερχόταν η Ραβένα στο Μονταγιού είχε φτάσει κι ο Γκάμπριελ είχε μηνύσει στη Σεσίλια πως ήθελε να της μιλήσει,κρυφά απ' την κυρά της.

"Πέρνα μέσα γυναίκα και κλείσε την πόρτα πίσω σου".

Η Σεσίλια έκανε όπως τη διέταξε ο κύρης της και έπειτα έκατσε στην καρέκλα που της έδωσε ακριβώς απέναντι του.

"Σήμερα έρχεται η Ραβένα, Σεσίλια και σε σένα δεν θα κρυφτώ. Μπορεί η Μάριον να με όρκισε να μην δείξω τη διαφωνία μου για τούτη την ένωση μα δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως είναι λάθος και πως ένας άνθρωπος σαν και του λόγου της δεν αλλάζει εύκολα χαρακτήρα".

"Αφέντη μου άσε με να σου εκμυστηρευτώ πως κι εγώ τον ερχομό της εδώ δεν τον καλοδέχτηκα. Η κυρά μου όμως δεν ακούει τίποτα και πιστεύει πως η Ραβένα έχει πράγματι μετανιώσει για ότι έχει κάνει,μα εγώ φοβάμαι,το μίσος που έχει φωλιάσει στην καρδιά της είναι μεγάλο".

"Έκανε συμμαχία με τον άντρα που κατέστρεψε τη ζωή της πώς να την εμπιστευτώ?
Έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της αδερφής της,τη ζωή του άντρα που τώρα πρόκειται να παντρευτεί".

"Τι να κάνω αφέντη μου? Τι ζητάς από μένα?".

"Το μόνο που ζητώ γυναίκα είναι να κάνεις ότι έκανες πάντα. Να προσέχεις τη κυρά σου και το παιδί. Κι εγώ θα έχω το νου μου στον Ουίλιαμ που θαμπόθηκε απ' τα λόγια της και πίστεψε πως μετανόησε για τα σφάλματα της".

Η Ραβένα έφτασε στο Μονταγιού με τη συνοδεία του Ουίλιαμ που όπως της είχε υποσχεθεί πήγε να τη φέρει ο ίδιος.

Η υποδοχή της απ' τη Μάριον έγινε σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης.
Αγκαλιασμένες έκλεγαν ενώ η Ραβένα ζητούσε συγχώρεση απ' την αδερφή της.

Ο Ουίλιαμ έδειχνε ευχαριστημένος με τούτη την εξέλιξη και μόνο η Σεσίλια με τον Γκάμπριελ κάθονταν παράμερα και κοίταζαν την κοπέλα με μεγάλο δισταγμό.
Παρ'ολα αυτά την καλοσόρισαν  όπως ακριβώς τους είχε διατάξει, κατά κάποιο τρόπο, η Μάριον .

Το διαμέρισμα που έμενε η Ραβένα όταν είχε πρώτο έρθει τώρα είχε ανακαινιστεί από​ τη Μάριον.
Μάλιστα είχε ενώσει δύο δωμάτια που επικοινωνούσαν με ενδιάμεση πόρτα και κάνε το διαμέρισμα της το διπλάσιο από ότι ήταν.
Άλλαξε και τα έπιπλα και έφερε καινούρια,όπως και υφάσματα.

Η Ραβένα δεν πίστευε στα μάτια της σαν μπήκε στο δωμάτιο.
Η Μάριον είχε μέσα της μεγάλη καλοσύνη και αγάπη για την αδερφή της.
Εκείνη αυτό το έβλεπε κι στη σκέψη πως θέλησε να τους κάνει κακό δεν  βάσταγε η καρδιά της.
Ήταν όμως έξυπνη γυναίκα και μπόρεσε εύκολα να ξεχωρίσει το δισταγμό της Σεσίλια και του Γκάμπριελ στα πρόσωπά τους.

Αν ήθελε να τα πάει καλά με την αδερφή της έπρεπε πρώτα  να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των δύο.

Οι προετοιμασίες του γάμου είχαν αρχίσει και άνθρωποι του Γκάμπριελ είχαν κινήσει σε όλη τη χώρα να μοιράσουν την πρόσκληση του γάμου του Σερ Ουίλιαμ με τη Ραβένα.

Κάθε μέρα έφταναν καλούδια για το γλέντι που θα ακολουθούσε και στο κελάρι ανοίχτηκε το καλύτερο κρασί.
Ο Γκάμπριελ στεκόταν δίπλα στη χαρά του φίλου του χωρίς να δείχνει τη δυσαρέσκεια του ενώ η Σεσίλια όπως  της είχε ζητήσει ο κύρης της δεν άφηνε απ'  τα μάτια της τη Ραβένα.

Όλες οι υφάντρες του κάστρου έραβαν το νυφικό της.
Η Μάριον δεν έλειπε στις πρόβες κι οι ζωές των δύο αδερφών έδειχνε σαν να μην υπήρξε ποτέ διχόνοια μεταξύ τους.

Η Ραβένα συναντούσε τον Ουίλιαμ και αντάλλασσαν φιλιά,αγκαλιές και υποσχέσεις ενώ τον τελευταίο καιρό της είχε ζητήσει να μην ξαναφορέσει το μαντήλι στο όμορφο πρόσωπο της.
Κι εκείνη το έκανε έτσι απλά,τόσο πολύ τον εμπιστευόταν. Και κάθε μέρα που περνούσε τον αγαπούσε όλο και πιο πολύ.

Η κοπέλα προσπάθησε πολλές φορές να πλησιάσει τη Σεσίλια να της μιλήσει,μα εκείνη πάντα έβρισκε τρόπο να γλιστρά.

"Η Σεσίλια δεν με έχει συγχωρέσει θαρρώ",είπε ένα πρωί στη Μάριον η Ραβένα  καθώς την επισκέφτηκε στα διαμερίσματα της.
Η Μάριον θήλαζε το μωρό και το να μοιράζεται αυτή τη χαρά της με την αδερφή της ήταν κάτι που μόνο στα όνειρα της φανταζόταν.

Εκείνης της άρεσε να κρατά τον ανιψιό της  και να τον φροντίζει όποτε χρειαζόταν και εδώ και λίγο καιρό σκεφτόταν πόσο θα ήθελε κι εκείνη ενα παιδί. Το παιδί του Ουίλιαμ.

"Δως της λίγο χρόνο. Ήταν πάντα τόσο προστατευτική μαζί μου που... Φοβάται".

"Δεν πιστεύει πως μετάνιωσα Μάριον? Τι να κάνω για να με δεχτεί ξανά. Τι να κάνω για να γίνουν όλα όπως παλιά?"

"Δως της λίγο χρόνο αδερφή μου. Σιγά σιγά όλα θα γίνουν".

Η παρηγοριά της Μάριον σ' αυτό το θέμα δεν βοηθούσε καθόλου τη Ραβένα που είχε ανάγκη τη συγχώρεση της Σεσίλια.

Ένα μεσημέρι που η Σεσίλια όπως πάντα ξεκουραζόταν στο δωμάτιό της δέχτηκε την ξαφνική επίσκεψη της Ραβένα.
Διστακτικά η κοπέλα χτύπησε την πόρτα και έβαλε το κεφάλι της μονάχα απ' το μικρό άνοιγμα της πόρτας ζητώντας την άδεια να μπει.

Η Σεσίλια της έκανε νόημα με το  χέρι. Καθόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι και ζεσταίνονταν.
Η Ραβένα πήρε ένα σκαμνί και έκατσε δίπλα της.

"Συμβαίνει κάτι?",ρώτησε χωρίς περιστροφές  τη κοπέλα η Σεσίλια.

"Σε δύο μέρες είναι ο γάμος μα η χαρά μου δεν είναι ολοκληρωμένη".

"Γιατί? Θαρρώ πως παίρνεις κάποιον που αγαπάς δεν είναι έτσι",της είπε ψυχρά η γυναίκα.

" Τόσο πολύ με μισείς Σεσίλια? Δεν θα με συγχωρέσεις ποτέ?"

Η Σεσίλια ξερόκατάπιε. Τη μισούσε? Όχι δεν τη μισούσε,πως θα μπορούσε άλλωστε. Στην αγκαλιά της τη μεγάλωσε κι αυτή όπως και τη Μάριον.

"Μεγάλη κουβέντα είπες κυρά μου. Δεν σε μισώ...Μα σε φοβάμαι".

Η Ραβένα έπιασε τα χέρια της Σεσίλια και τα κράτησε σφιχτά.

"Με φοβάσαι? Εμένα Σεσίλια? Εγω...Αχ και να μπορούσα να σου εξηγήσω πόσο πολύ πόνεσα όταν...",τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της.
Σου χρωστάω τη ζωή μου Σεσίλια.
Εσύ με κράτησες στη ζωή τότε".

Τα δάκρυα έγιναν λυγμός κι η Ραβένα τώρα έκλαιγε στα πόδια της γυναίκας σαν μικρό παιδί.

Η καρδιά της δεν άντεξε και δειλά έβαλε το χέρι στα μαλλιά της και την χάιδεψε.
Άρπαξε τα χέρια της και τα φίλησε ξανά και ξανά ενώ ζητούσε απελπισμένα να τη συγχωρέσει.

Ο Ουίλιαμ μία μέρα πριν το γάμο θέλησε για τελευταία φορά να αποχαιρετήσει την αδικοχαμένη αγάπη της ζωή του.
Ο τάφος της Αλάνα βρισκόταν κάτω απ' το κάστρο σε ένα μικρό θάλαμο με τη θάλασσα από κάτω να μαστιγώνει τα θεμέλια του.

Κατέβηκε σιγά σιγά και γρήγορα βρέθηκε κοντά της.
Ένα περίτεχνο άγαλμα με την πρόσοψη της έστεκε να κοιτά τη θάλασσα.
Ο Ουίλιαμ έκατσε δίπλα της και με την άκρη των δακτύλων του χάιδεψε το πρόσωπό της.

"Κοιτάς τη θάλασσα,πάντα σου άρεσε η θάλασσα αγάπη μου. Έχω καιρό να 'ρθω,συγχώραμε​ ,μα δεν το αντέχει η καρδιά μου....",της μιλούσε με λόγια αγάπης μοναδικά σαν εκείνη να 'ταν εκεί,σαν να άκουγε την εξομολόγηση του.

Όμως αυτό που δεν είχε υπολογίσει ο Ουίλιαμ ήταν πως κάπου εκεί κρυμμένη ήταν η  Ραβένα. Τον είχε ακολουθήσει σαν τον είδε να κατεβαίνει στο υπόγειο. Θέλησε να τον συναντήσει χωρίς να τους δει κανείς και τότε τον είδε να πέρνει έναν  άλλο δρόμο και να βρίσκεται σε ένα ξέφωτο.
Εκεί είδε τον τάφο και την πρόσοψη​ και από περιέργεια μονάχα έκατσε πίσω σιωπηλή παρακολουθώντας τον άντρα που θα παντρευόταν να μιλά με μοναδικά λόγια αγάπης σε ένα άγαλμα σε μία νεκρή.

"Ήρθα σήμερα να σου αφήσω ένα κομμάτι της ψυχής μου...",έβγαλε ένα δαχτυλίδι με κόκκινο πολύτιμο πετράδι που φορούσε στο δάχτυλο του και το άφησε κάτω στο μάρμαρο.
"Σήμερα είναι η τελευταία φορά που έρχομαι...",αυτά τα τελευταία λόγια η Ραβένα δεν τα άκουσε,αυτά που μιλούσαν για εκείνη και για το πόσο την αγαπούσε ο Ουίλιαμ.

Η καρδιά της έσπασε σε χίλια κομμάτια όταν τον άκουσε να λέει πως άφηνε εκεί ένα κόμματι της ψυχής του.
Έφυγε τόσο αθόρυβα όσο αθόρυβα τον είχε ακολουθήσει. Το σώμα της έτρεμε και πονούσε ακούγοντας τον να μιλά έτσι σε μία υπόσταση που δεν υπήρχε πια.
Το μυαλό της είχε θολώσει και πίστευε πως ο καλός της δεν την αγαπούσε ολοκληρωτικά. Η καρδιά του ήταν μοιρασμένη στα δύο κι εκείνη πώς θα μπορούσε να παλέψει για το άλλο μισό της όταν αυτό ήταν δοσμένο σε μία γυναίκα που δεν ζούσε πια.
Άνιση μάχη,σκεφτόταν ξανά και ξανά .

Κλείστηκε στο δωμάτιο της και δεν θέλησε να δει κανένα εκείνο το βράδυ.
Η Μάριον που θέλησε να τη δει πίστεψε πως κοιμάται κι έτσι την άφησε να ξεκουραστεί για να είναι όμορφη αύριο στην πιο σημαντική  στιγμή της ζωής της.

Όλο το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί και μόνο μία στιγμή που έκλεισαν τα μάτια της η σκέψη της πλημμύρισε από εικόνες που είχε χρόνια να βάλει στο νου της.

Εκείνον τον άντρα έβλεπε, που πήρε το νήμα της ζωής της μα δεν το έκοψε,μονάχα το αναμάλιασε και το πέταξε,άχρηστο πια.

Ένιωσε ακόμη και τον πόνο απ το μαχαίρι του πάνω στο πρόσωπο της.
Πετάχτηκε από​ τον εφιάλτη της,τα χέρια της είχαν αίματα πήρε τον καθρέφτη και κοίταξε να δει,μία πνιχτη  κραυγή βγήκε απ' το στόμα της σαν είδε το γρατζουνισμένο απ' τα ίδια της τα νύχια πρόσωπο της.

Το μυαλό της είχε θολώσει. Σήμερα παντρευόταν έπρεπε να βιαστεί.
Έπρεπε να δείχνει όμορφη για εκείνον μα πάλι η σκέψη της άλλης γυναίκας θόλωσε τη σκέψη της.
Άρπαξε το νυφικό που όμορφα ήταν απλωμένο στην πολυθρόνα και το φόρεσε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,γέλασε υστερικά.
Το νυφικό είχε λερώσει απ' το αιμα της. Με μία πετσέτα άρχισε  να το καθαρίζει όπως και τα χέρια και το πρόσωπό της μα το μόνο που κατάφερε ήταν να απλωθεί το αίμα παντού λερώνοντας το ακόμη περισσότερο.

Έπρεπε να μιλήσει σε εκείνη, έπρεπε να της πει πως ο Ουίλιαμ ήταν δικός της,έπρεπε να την παρακαλέσει να τον αφήσει.
Με τα μαλλιά ξέπλεκα φορώντας το νυφικό της και ξυπόλητη,βγήκε απ' το δωμάτιο και τρέχοντας κατέβηκε στην αυλή κι από κει στο υπόγειο.

Η Σεσίλια άκουσε το θόρυβο και βγαίνοντας έξω είδε το κορίτσι να τρέχει με το αιματοβαμμένο νυφικό της, ξυπόλητη.
Ανήσυχη έριξε ένα σάλι πάνω της και έτρεξε ξωπίσω της φωνάζοντας το όνομα της.

Ο Γκάμπριελ με τον Ουίλιαμ που είχαν σηκωθεί νωρίς για να υποδεχτούν τους τελευταίους καλεσμένους είδαν τη Σεσίλια να τρέχει με τη νυχτικιά της και μονάχα ένα σάλι πάνω της και τη σταμάτησαν ρωτώντας τη ανήσυχοι τι συμβαίνει.

"Η Ραβένα αφέντη μου..",ψέλλισε μονάχα και συνέχισε την πορεία της.
Οι άντρες κοιτάχτηκαν για μία στιγμή και ακολούθησαν τη γυναίκα.

Η Ραβένα είχε φτάσει στον τάφο της Αλάνα,είχε πέσει πάνω στο μάρμαρο και έκλαιγε απαρηγόρητη.
Η Σεσίλια που έφτασε μετά από λίγο δεν ήξερε πού βρισκόταν και δεν καταλάβαινε τίποτα.

"Ραβένα...Κόρη μου",η Ραβένα σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε.
Η γυναίκα αντικρύζοντας το πληγωμένο πρόσωπο της και το χαμένο βλέμμα της τρόμαξε.

"Δεν μ' αγαπά...Μόνο αυτή αγαπά...",έλεγε και ξανά λέγε μα η Σεσίλια δεν καταλάβαινε.

Όταν έφτασε ο Ουίλιαμ με τον Γκάμπριελ τρόμαξαν με την εικόνα που αντίκρισαν.

"Μη... μη πλησιάζεις",φώναξε στον Ουίλιαμ που ανήσυχος  έκανε να παει κοντά της.

"Ραβένα, είναι επικίνδυνα εκεί άσε με να 'ρθω κοντά σου", το υστερικό της γέλιο ήχησε μέσα στο θάλαμο.

Σηκώθηκε αργά κρατώντας στο χέρι της το δαχτυλίδι που την προηγούμενη μέρα είχε αφήσει ο Ουίλιαμ δίνοντας ένα τέλος σε κάθε τι που τον ένωνε με την Αλάνα.

"Η μισή σου καρδιά Ουίλιαμ που της άφησες χθες...Τώρα την έχω εγώ. Την καρδιά σου ολάκερη,δική μου,για πάντα...",τον κοίταξε στα μάτια μία τελευταία φορά και με ένα σάλτο έπεσε στο γκρεμό στα μανιασμένα κύματα που μαστίγωναν το κάστρο.
Η ψυχή της επιτέλους γαλήνεψε, στην αγκαλιά της θάλασσας, ελευθερώνοντας τη για πάντα.

                          ΤΈΛΟΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top