Το πρώτο βήμα
Το λάδι τσιτσίριζε στη καυτή επιφάνεια του τηγανιού και η μυρωδιά του καπνιστού μπέικον είχε γεμίσει την κουζίνα και ολόκληρο τον κάτω όροφο. Έπιασε το σκεύος από το χερούλι, του έδωσε ένα καλό τίναγμα για να ξεκολλήσει το κρέας με το λάδι και έσπευσε προς τον πάγκο. Μπροστά του είχε δυο μεγάλα πορτοκάλια, ένα μανταρίνι και κάτι που έμοιαζε με πορτοκάλι αλλά ήταν σαφώς μικρότερο. Τo έφερε στη μύτη του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τo έντονο του άρωμα κατάφερε και έφερε την απάντηση που αναζητούσε, Νεράντζι. Σίγουρα δεν θα υπήρχε πρόβλημα να το συμπεριλάβει μέσα στον χυμό. Με χαμόγελο σαν κρεμάστρα σφηνωμένη στα χείλη, πήρε με τα ντελικάτα του δάχτυλα το μαχαίρι δίπλα του και τεμάχισε το κάθε φρούτο σε δυο μέρη ενώ ταυτόχρονα πρόσεχε και το τηγάνι με το μπέικον που συνέχιζε να τσιτσιρίζει. Σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη και ξεκίνησε να σφυρίζει μια συμπαθητική μελωδία που μόλις είχε σκεφτεί. Έριξε, λοιπόν, το κάθε φρούτο μέσα στο αποχυμωτή και πατώντας ένα μονάχα κουμπί περίμενε το μηχάνημα να κάνει την δουλειά του. Τα μάτια του λαμπύριζαν στην εικόνα που είχε εμπροστά του˙ σαν να τα έβλεπε όλα για πρώτη φορά στη ζωή του: τον αποχυμωτή, την εστία με τα μάτια που έκαιγαν σαν φωτιές, το ψυγείο που ίσως θα μπορούσε να ήταν πιο γεμάτο.
Με ένα βήμα και ένα ακόμα, γλίστρησε προς το τραπέζι κρατώντας προσεχτικά το τηγάνι με το καυτό λάδι που τσίριζε πως ήταν έτοιμο. «Σε άκουσα,» μουρμούρισε περιπαιχτικά και έχυσε το περιεχόμενο στο μεγάλο πιάτο . Το μπέικον χύθηκε με χάρη και φρόντισε με το μικρό του κουτάλι να το περιλούσει με λάδι. Κοίταξε το έργο του ιδιαίτερα περήφανος και έσπευσε προς το κανάτι που είχε γεμίσει πια με το ζουμί των φρούτων. Γέμισε ένα ποτήρι και το επεξεργάστηκε προσεχτικά. Μπορούσε να διακρίνει στο έντονο πορτοκαλί του περιεχόμενο λίγη πούλπα α κολυμπάει ανέμελα μα δεν θα τον πείραζε. Ίσως και να το έκανε και πιο απολαυστικό. Έπειτα, σαν σίφουνας έτρεξε για μερικές λεπτομέρειες όπως χαρτοπετσέτες, φρέσκο ψωμί που είχε αγοράσει πρωί πρωί από τον φούρνο της γειτονιάς, λίγο μέλι σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι γλυκό να τον στηρίξει και... Το βλέμμα του έπεσε στο πιάτο. Οι λεπτοκομμένες φέτες μπέικον, ροδοκοκκινισμένες και αχνιστές προσπαθούσαν μετά βίας να γεμίσουν έναν άδειο χώρο. Με τα χέρια στη μέση χάθηκε σε περισυλλογή. Δίχως μεγάλη καθυστέρηση έτρεξε προς το ψυγείο, το άνοιξε και χώθηκε ολόκληρος μέσα αναζητώντας το τελευταίο κομμάτι, εκείνο που θα ολοκλήρωνε το λαχταριστό του έργο. Αναστέναζε και ξεφυσούσε. Μπορούσε να διακρίνει μονάχα γάλα, λίγα φρούτα πεταμένα από δω κι από κει, μαρούλια, δυο τρεις ντομάτες αμφιβόλου ποιότητας, τάπερ ξεχασμένα και σφιχτά σφραγισμένα και ένα κατσαρόλι άδειο σχεδόν από ό,τι φαινόταν να ήταν ρύζι. Έσκυψε πιο μέσα, με τα χέρια του να προσπερνάνε, να βγάζουν έξω και να επεξεργάζονται οτιδήποτε που του κινούσε την περιέργεια. Για κακή του τύχη αυγά ήταν άφαντα σε όλο αυτό τον χαμό.
Ίσιωσε το κορμί του αρκετά προβληματισμένος. Δεν του είχε μείνει καθόλου χρόνος. Το βλέμμα του βγήκε από την κουζίνα και κατευθύνθηκε στο στενό διάδρομο. Αν έστριβες στα δεξιά, θα εμφανιζόταν μπροστά σου η μεγαλεπήβολη και η πιο φασαριόζα σκάλα σε όλη τη γειτονιά. Ένα μόνο βήμα και το παλαιωμένο ξύλο ούρλιαζε σαν να το κακοποιούσαν. Όταν με το καλό θα ξεκινούσαν οι επισκευές, σύμφωνα με το σχέδιο στο μυαλό του, η σκάλα θα ήταν πρώτη στη σειρά.
Σιγογέλασε.
Μπορούσε να ακούσει το νερό που έτρεχε από το μπάνιο του πάνω ορόφου. Σύντομα ο Λουί θα τελείωνε με το μπάνιο του και αν πήγαιναν όλα κατ' ευχή θα κατέβαινε στη κουζίνα. Είχε με το μέρος του το πολύ ένα δεκάλεπτο. Έπιασε σε ψηλό κότσο τα μαλλιά του με ένα λαστιχάκι που φορούσε στον καρπό του και έκλεισε με στόμφο την πόρτα του ψυγείου. Ευθύς και δίχως να το υπολογίζει, τα σκούρα μάτια του έπεσαν σε ένα τσαλακωμένο πακέτο αλεύρι που δέσποζε πίσω από την είσοδο της κουζίνας και πάνω από μια μικρή κούτα με κρεμμύδια. Το πλησίασε διστακτικά και το εξέτασε, ενώ έντονος ενθουσιασμός γεννιόταν στη καρδιά του. Μόλις είχε βρει την απάντηση στο μεγαλύτερο ερώτημα που τον απασχολούσε.
**
Κρατήθηκε από την γυάλινη πόρτα του ντουζ και βγήκε σιγά και αργά, πατώντας στο πατάκι που βρισκόταν απλωμένο μπροστά του. Έπειτα, άρπαξε μια πετσέτα και σκούπισε ανεπαίσθητα το μαλλί του ενώ κοιτούσε αδιάφορα τον εαυτό του στον θολωμένο καθρέπτη πάνω ακριβώς από τον νιπτήρα. Η επόμενη του κίνηση ήταν να ανοίξει το κρυφό ντουλαπάκι πίσω από το γυαλί και να πάρει στα χέρια του το κουτί με τα χάπια που πριν από κάποιους μήνες του τα είχε συστήσει ένας γνωστός. Έριξε τρία – τέσσερα στη χούφτα του και με μια κίνηση τα κατάπιε σαν καραμέλες. Σκουπίστηκε μια τελευταία φορά και άφησε την πετσέτα πάνω στο καλοριφέρ να στεγνώσει. Όντας γυμνός και πεινασμένος, σαν έφτασε στο δωμάτιο του επεξεργάστηκε λίγη ώρα τί ρούχα θα φορούσε. Κατέληξε σε ένα γκρίζο πουκάμισο, στραβοκουμπωμένο μέχρι το στήθος και μια αρχαία φόρμα η οποία είχε φθαρθεί ανάμεσα στα μπούτια και την στόλιζαν δεκάδες πιτσιλιές μπογιάς ποικίλων χρωμάτων.
Έδωσε στον εαυτό του λίγα λεπτά πριν πάρει την απόφαση να βγει από το δωμάτιο. Ρίγος τον διαπέρασε, σαν να έφευγε από την ασφάλεια και να όδευε προς κάτι το σκοτεινό και επικίνδυνο. Άπλωσε το χέρι του προς το πόμολο. Έτρεμε ελαφρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Μια κίνηση ήταν όλη κι όλη˙ Ένα βήμα τη φορά, ναι; Τα λόγια του νεαρού εισβολέα έπαιξαν στο μυαλό του σαν κασέτα. Ένα βήμα λοιπόν, επανέλαβε και άφησε πίσω του την κρεβατοκάμαρα.
Κατέβηκε τα σκαλιά, προκαλώντας εκείνο το εκνευριστικό τρίξιμο σε όλο το σπίτι. Προχώρησε μέσα στον διάδρομο και έστριψε δυο φορές αριστερά προσπερνώντας το θεοσκότεινο καθιστικό και το μικρό χολ, μπαίνοντας πλέον στην κουζίνα η οποία έμοιαζε με ξεχωριστό κομμάτι του κτηρίου. Ήταν πιο φωτεινή, με περισσότερα έπιπλα γεμισμένη. Είχε φροντίσει να αντικαταστήσει τις παλιές ηλεκτρικές συσκευές με νέες θέλοντας να αποφύγει το οποιοδήποτε ατύχημα που θα μπορούσε να προκληθεί με τα ηλεκτρικά. Όσο είχε ακόμα ζωή μέσα του, είχε κρεμάσει δυο μικρούς πίνακες για να της δώσει μια μικρή τσαχπινιά. Δεν ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο εκεί μέσα αλλά υπήρχε άνεση και μπορούσες να φας και να χαλαρώσεις στο τραπέζι.
«Πάνω που είχα αμφιβολίες πως δεν θα κατέβαινες ποτέ» ο Λουί αποσβολωμένος από το θέαμα μπροστά του και τις εκπληκτικές μυρωδιές που τον περιτριγύριζαν, τράβηξε την καρέκλα ελαφρά και έριξε πάνω της το κορμί του.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τρίβοντας το πρόσωπό του.
«Θαρρώ πως λέγεται 'πρωινό'. Πρώτη σου φορά;» έγειρε το κεφάλι του με γνήσια απορία στο πρόσωπο του καθώς περίμενε την απόκριση του Λουί.
«Τηγανίτες;» πήρε το πιρούνι στα χέρια του και το κάρφωσε στην πρώτη τηγανίτα της στοίβας. Δάγκωσε το κάτω χείλος του και μετά είδε το μπέικον. «Με μπέικον;» ύψωσε το ένα του φρύδι και τον κοίταξε.
Ο άλλος άνδρας κάθισε απέναντί του με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος του. «Δεν είχα βρει κάτι καλύτερο. Τα αυγά ήταν ανύπαρκτα οπότε με προβλημάτισε αρκετά με τι θα συνοδευόταν το μπέικον...ή μάλλον σε τί θα ήταν συνοδευτικό»
Οι μύτες των δοντιών του πιρουνιού συνέχιζαν να καρφώνουν πότε τις λωρίδες του αλλαντικού και πότε τις αφράτες τηγανίτες, μα δεν φαινόταν να ταΐζει το αδειανό στομάχι του Λουί. «Δεν σ' αρέσει» συμπέρανε με έντονη την απογοήτευση στα λόγια του.
Το πιρούνι έπεσε στο πιάτο προκαλώντας θόρυβο που ταρακούνησε την θλιμμένη φιγούρα απέναντί του. Το βλέμμα του έπεσε στον σκυθρωπό Λουί. Οι υγρές τούφες των μαλλιών του έσταζαν ακόμα, ενώ ο ίδιος είχε μαζευτεί και κοιτούσε επίμονα κάτι απροσδιόριστο. «Έχω χρόνια να φάω έτσι» μονολόγησε με έναν ψίθυρο. Όταν σήκωσε το πρόσωπό του, τα μάτια του ήταν κόκκινα, γεμάτα με δάκρυα μα καρφωμένα πάνω του «Όποιος και να είσαι...σε ευχαριστώ» ολοκλήρωσε και έφαγε την πρώτη μπουκιά αβίαστα και δίχως να τον αναστατώσει˙ η πρώτη φορά μετά από δύο εβδομάδες.
«Μορίς» η μελωδική του φωνή αντήχησε τα αυτιά του Λουί. «Το όνομα μου είναι Μορίς» ο Λουί έγνεψε καταφατικά και συνέχισε να τρώει με ένα δειλό χαμόγελο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top