Αγγελικά μονοπάτια (9)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο

Η Ιωάννα έπεσε λιπόθυμη στην μουσκεμένη άμμο. Όμως, δεν βρισκόταν στην κατάσταση οποιασδήποτε  λιποθυμίας. Ο οργανισμός της δεν είναι συνηθισμένος σε τόση μεγάλη δόση ενέργειας, και τώρα που τα 'δύο άκρα' συγκρούστηκαν, δεν άντεξε.

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Μπορεί να πεθάνει αναπάσα στιγμή. Η Ζακλίν, φυσικά το ξέρει αυτό, κι αυτός είναι και ο λόγος που έχει μείνει καρφωμένη στη θέση της, ανίκανη να αντιδράσει. Ξέρει τον κίνδυνο, και ξέρει επίσης, πως αυτή ευθύνεται, όπως κι εγώ.

"Τι θα κάνουμε τώρα Άγγελε;" ρωτάει με τρεμάμενη φωνή.

"Όπως καταλαβαίνεις θα πρέπει να έρθει μαζί μου"

"Ω όχι. Αυτό δεν γίνεται, δεν είναι δικιά της επιλογή" μου είπε ψυχρά.

"Δεν μιλάω για την επιλογή. Αλλά ξέρεις πολύ καλά, πως μόνο εμείς μπορούμε να την προστατέψουμε" της είπα έντονα. Πήγα να την πάρω αγκαλιά αλλά η Ζακλίν μπήκε μπροστά μου με σταυρωμένα τα χέρια και με εμπόδισε.

"Όχι" είπε "αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ. Ο Όρεν μετά θα ξεσπάσει επάνω μου, και θα 'χει δίκιο"

"Ζακλίν, σύνελθε! Νόμιζα, ότι νοιαζόσουν για αυτήν! Και να σου πω κάτι; Αν ο Όρεν δεν μπορεί να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης, τότε δεν είστε άξιοι, ούτε καν, να την διεκδικείτε!" της φώναξα εξοργισμένος, με την απάθειά της.

"Καλά. Αλλά δεν θα καταλάβουν ότι λείπει; Κι ο αδελφός σου;" Με ρώτησε, ηττημένη.

"Αν δεν κάνω λάθος, το είδος σου μπορεί να παίρνει όποια μορφή θέλει. Άρα, πολύ απλά θα παραστήσεις την Ιωάννα, και θα πεις ότι η Ζακλίν (εσύ δηλαδή) έπρεπε να πάει στην Αθήνα για κάτι δουλειές." της είπα. Μα καλά, μυαλό δεν έχει;

"Κι όσο για τον Στέφανο, τον αδελφό μου," συνέχισα "μην ξεχνάς πως γνωρίζει την κατάσταση. Σίγουρα θα βρει τρόπο να με καλύψει."

"Καλά, ας γίνει έτσι λοιπόν" είπε μουτρωμένη.

Χτύπησε τα δάχτυλά της μεταξύ τους, προκαλώντας έναν αμυδρό ήχο, κι ύστερα, ξεπρόβαλαν από την πλάτη της, τα θεόρατα κατάμαυρα φτερά της. Τα μαλλιά της άλλαξαν χρώμα κι από ξανθιά, έγιναν τόσο μαύρα όσο κι ο νυχτερινός ουρανός. Τα μάτια της, αν και μαύρα, φαινόντουσαν να σκουραίνουν ακόμα πιο πολύ.

Τύλιξε τα φτερά της γύρο απ΄ όλο της το σώμα. Πλέον δεν φαίνονταν τίποτα. Μόνο τα μαύρα πούπουλα που σκέπαζαν το κορμί της.

Μετά από λίγο, ξετυλίγοντας αργά τα φτερά της, μπροστά μου, δεν εμφανίστηκε η γνώριμη Ζακλίν, αλλά ένα πιστό αντίγραφο της Ιωάννας. Όμως, παρόλα αυτά κάτι διέφερε πάνω της. Τα μάτια της..... έκρυβαν κάτι που η αληθινή Ιωάννα, ποτέ δεν θα μπορούσε να 'χει....Μοχθηρία ... Πονηριά.. Κακία!

 Κρατούσα την Ιωάννα στην αγκαλιά μου και την πήγαινα στην Λουνέμλπε. Η Ορόρα θα χαρεί πολύ μόλις την δει. Θα ανησυχήσει βέβαια, αλλά θα χαρεί που την έχει κοντά της.
Αφού κανονίστηκαν όλα με την Ζακλίν, συνεννοήθηκα και με τον Στέφανο, για να με καλύψει. Μπορεί να είναι αδελφός μου, αλλά εγώ τον βλέπω περισσότερο σαν τον κολλητό μου.

Είχαμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να φτάσουμε σπίτι. Σπίτι μου. Την πατρίδα μου, που ελπίζω, όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή να επιλέξει κι εκείνη.

Ένιωσα μια κίνηση μέσα στην αγκαλιά μου. Ωχ, ελπίζω να μην ξυπνήσει. Δεν πρέπει να με δει έτσι. Όχι τώρα, θα φοβηθεί... ή ίσως και όχι. Όλα αυτά τα χρόνια που την παρακολουθώ, φαίνεται πως είναι πολύ θαρραλέα. Έχω καταλάβει πως της αρέσει ο κίνδυνος, την ελκύει το μυστήριο και την εξιτάρει το διαφορετικό. Είναι διαφορετική, αυτό το ξέρω καλά, καλύτερα από τον καθένα, αλλά μπορεί να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε. Αρκεί, να κοιτάξει μέσα στα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια της, όμοια με τα δικά μου. Στα μάτια της φαίνεται αυτό που κρύβεται πίσω από το σώμα της, μέσα στην ψυχή της: Η διαφορετικότητά της.

Κοιτάω το πρόσωπό της, το οποίο έχει πάρει μια γαλήνια έκφραση. Είναι σαν άγγελος. Αναρωτιέμαι τι να ονειρεύεται, τώρα. Όχι ότι δεν μπορώ να το δω, αλλά προτιμώ να μείνω συγκεντρωμένος στην αποστολή που έχω αναλάβει και να την γυρίσω στο σπίτι με ασφάλεια.

Εξάλλου την τελευταία φορά που ανακατεύτηκα στα όνειρά της, την αναστάτωσα. Καλά, δεν ήταν ακριβώς όνειρο...

Εκείνη την πρώτη βραδιά, στην παραλία, την ημέρα των γενεθλίων της, όπου με γνώρισε, Εγώ είχα σοκαριστεί. Γιατί;

Η απάντηση είναι πολύ απλή: Είχα να την δω εδώ κι 7 χρόνια. Όταν ήταν 10, ένας δαίμονας, πήγε να την σκοτώσει. Βλέπετε, αυτά τα απαίσια πλάσματα, τρέφονται με το αίμα των αγνών ψυχών. Εγώ τότε είχα μόλις ενηλικιωθεί και ήμουν σαν τον φύλακα άγγελό της από μικρός. Το είδος μου μεγαλώνει διαφορετικά. Όταν ήμουν 8 έμοιαζα με 14 κι όταν πήγα 14 με 18, κι εκεί έμεινα στάσιμος εξωτερικά. Ακόμη και τώρα είμαι 18, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια..

Τέλος πάντων, όταν ο δαίμονας όρμησε να την σκοτώσει, η  Ιωάννα δεν φοβήθηκε όπως θα έκανε κάθε άλλο δεκάχρονο κοριτσάκι. Αντίθετα, κοίταζε τα κατακόκκινα μάτια του με θάρρος, και τότε ήταν που εκδηλώθηκαν πρώτη φορά οι δυνάμεις της. Με το βλέμμα της καρφωμένο στα μάτια του αιωρήθηκε πάνω από το κρεββάτι της και ακτινοβόλησε ένα τόσο δυνατό φως που κάλυψε όλο το δωμάτιο και σκότωσε τον δαίμονα.

Θυμάμαι ήμουν τόσο σοκαρισμένος από την δύναμη, ενός φαινομενικά αδύναμου κοριτσιού που έμεινα να την κοιτάω για λίγο έξω από το παράθυρο αποσβολωμένος, πριν τρέξω κοντά της.

Ήταν εξαντλημένη. Παρόλαυτα με είδε.

Πήγα πάνω από το κεφάλι της και θυμάμαι είχε ψιθυρίσει: "Άγγελε;"

Κι εγώ την είχα ρωτήσει: "Πως ξέρεις το όνομά μου;"

Είχε χαμογελάσει και μου είχε πει: "Απλά το ξέρω, και σου υπόσχομαι πως θα σε θυμάμαι πάντα"

Όμως, δεν γινόταν να την  αφήσω να με θυμάται. Οι κανόνες είναι κανόνες. Έτσι λοιπόν ακούμπησα τα χέρια μου στο μέτωπό της, και την έκανα να ξεχάσει. Να ξεχάσει τα πάντα, εμένα, τον δαίμονα, τα πάντα.

Κι ύστερα, με απομάκρυναν από κοντά της. Γύρισα πίσω στο παλάτι, μαζί με την Ορόρα να με έχει υπό την επίβλεψή της. Είχα να την δω 7 χρόνια, όμως ποτέ δεν την ξέχασα.

Όταν, λοιπόν την είδα στην παραλία, την είχα συναντήσει τυχαία. Τηλεφώνησα στην Ορόρα και μου είπε να αναλάβω ξανά την αποστολή. Δεκτικά. όμως πρώτα έπρεπε να της μιλήσω.

Εκείνο το βράδυ δεν είχε λιποθυμήσει πραγματικά, απλά εγώ την μετέφερα στην χώρα των ονείρων.

"Ει Άγγελε!"

Γυρίζω δεξιά τον κεφάλι μου και βλέπω την αδελφή μου την Έμμα να πετάει δίπλα μου. Με κοίταξε στα μάτια και με ρώτησε:

"Αυτή είναι η Ιωάννα, έτσι;" δεν ήταν ακριβώς ερώτηση, αλλά εγώ έγνεψα καταφατικά.

"Πάντως, είναι όμορφη" σχολίασε.

Την κοίταξα για λίγο. Κι ύστερα απάτησα:

"Ναι..ναι είναι"

"Τι έγινε; Γιατί είσαι εδώ" απόρησε και με κοίταξε ανήσυχα.

"Μεγάλη ιστορία" μουρμούρισα.

"Καλά, θα μου την πεις μετά. Εν τω μεταξύ πάω να φωνάξω την Ορόρα. Σίγουρα θα θέλει να σου μιλήσει" είπε και τινάζοντας τις φτερούγες της έφυγε με ταχύτητα προς το παλάτι.

Αναστέναξα χωρίς να νιώθω κανένα συναίσθημα μέσα μου. Ούτε χαρά, ούτε λίπη. Απόλυτο κενό.

Μετά από λίγο έφτασα επιτέλους στο παλάτι. Προσγειώθηκα μπροστά στην χρυσή πόρτα και ένας νεαρός μου άνοιξε την πόρτα για να περάσω. Μόλις είδε την Ιωάννα κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, άνοιξε διάπλατα τα μάτια, αλλά δεν είπε τίποτα. Πάλι καλά, γιατί δεν είχα όρεξη για εξηγήσεις.

Προχωρώντας προς το εσωτερικό του ανακτόρου άρχισα να φωνάζω την Ορόρα. Μετά από λίγο εμφανίστηκε μελετώντας κάτι χαρτιά και φαίνονταν ήρεμη. Χμ , μάλλον η Ιόλη δεν της είπε περί τίνος πρόκειται.

"Άγγελε! Τι στο καλό θέλεις εδώ;! Κανονικά θα έπρεπε να ήσουν κάτω και να πρόσεχες την ...."

Δεν τελείωσε την πρότασή της, και σήκωσε το κεφάλι της να με κοιτάξει. Μόλις είδε ποια κρατώ, πάγωσε με αποτέλεσμα να πέσουν τα χαρτιά από τα χέρια της, και να σκορπίσουν στο κόκκινο βελούδινο χαλί σαν τις νυφάδες του χιόνιου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top