Αγγελικά μονοπάτια (14)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο

Η τραπεζαρία ήταν στολισμένη με κόκκινο κι άσπρο. Στο κέντρο της τεράστιας αίθουσας, υπήρχε ένας υπέροχος, γυάλινος πολυέλαιος, στον οποίο αντανακλούσε το φως των κεριών, η μόνη πηγή φωτός στο δωμάτιο, προσφέροντας μία γλυκιά και συνάμα ζωηρή ατμόσφαιρα. Ήταν πραγματικά εκπληκτικά!

"Παρακαλώ, καθίστε" μας απεύθυνε τον λόγο, ευγενικά, η Ορόρα.

Έκατσα αργά και όσο μπορούσα πιο κομψά, στις ξύλινες καρέκλες. Όπως και αυτές τις βιβλιοθήκης, ήταν καλυμμένες από κόκκινο βελούδο, μόνο που αυτές ήταν πιο όμορφες και περιποιημένες. Έχωσα τα χέρια μου κάτω από το τραπέζι. Δεν είχα συνέλθει ακόμα από το σοκ που έπαθα, όταν είδα εκείνα τα μπλε μάτια. Μου φάνηκαν οικία. Αλλά δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Με παρακολουθούνε, αυτό είναι το θέμα. Κι όποιος κι αν με παρακολουθεί, πρέπει να είναι πολύ θαρραλέος για να φτάσει μέχρι το παράθυρο του παλατιού.

Να το πω στην Ορόρα;

Γύρισα και την κοίταξα. Κάτι έλεγε με την Σάρα και γελούσαν. Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα, σαν όλα να είχαν μπει σε σίγαση. Όχι, δεν μπορώ να το πω στην Ορόρα. Φέρνοντας στην μνήμη μου τον τρόπο που απείλησε τον Άγγελο, έξω από την βιβλιοθήκη, ένα ρίγος διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου. Έχω την αίσθηση πως δεν μπορώ να την εμπιστευτώ, κι αν κρίνω από τα λίγα που άκουσα μεταξύ εκείνης και του Άγγελου, μου κρύβει αρκετά.

Το ίδιο κι ο Άγγελος, μου υπενθυμίζει η συνείδηση μου. Η διαφορά όμως είναι ότι ο Άγγελος δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η Ορόρα τον απειλεί. Αυτόν και την οικογένειά του. Μάλιστα είχε προσπαθήσει να μου αποκαλύψει πράγματα, πριν η Ορόρα τον φωνάξει. Αλήθεια πως κατάλαβε, τι λέγαμε; Ο Άγγελος μιλούσε σιγά, κι η Ορόρα, ήταν έξω από την βιβλιοθήκη.

Μπορεί να μιλάει στο μυαλό σου θυμάσαι; πετάχτηκε για άλλη μία φορά το υποσυνείδητο μου. Μπορεί να διαβάσει και την σκέψη;

Κοίταξα, για άλλη μία φορά, έντρομη την Ορόρα. Συνέχιζε να μιλάει με την Σάρα, χωρίς να έχει αντιληφθεί το βλέμμα μου. Ή τουλάχιστον αυτό έδειχνε.

Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να ακουμπάει το δικό μου. Γύρισα, και είδα τον Άγγελο να κάθεται στα δεξιά μου. Μα πως δεν το είχα παρατηρήσει νωρίτερα;

Αφού είχες άλλη μία εσωτερική φλυαρία, κοριτσάκι μου! μου υπενθύμισε σαρκαστικά η συνείδηση μου.

Τα δάκτυλά του μπλέχτηκαν με τα δικά μου, κι ένιωσα ένα κύμα ηρεμίας και γαλήνης, να σαρώνει κάθε κύτταρο του κορμιού μου.

"Είσαι καλά;" ψιθύρισε, για να μην τον ακούσουν οι άλλοι. Πάντως, απ' ότι φαίνεται, αυτός ο ψίθυρος δεν ξέφυγε από την Ορόρα. Κι ο Άγγελος το κατάλαβε.

"Μια χαρά" του απάντησα εξίσου σιγανά, χαρίζοντας του παράλληλα ένα ψεύτικο χαμόγελο. Δεν έπρεπε να καταλάβει ότι κάτι με απασχολεί. Διότι αν το καταλάβαινε αυτός, θα το καταλάβαινε κι η Ορόρα.

Μου ανταπέδωσε το χαμόγελο κι έσφιξε πιο δυνατά το χέρι του, προσφέροντας μου ασφάλεια. Στα μάτια του όμως υπήρχε ανησυχία. Για ποιον όμως; Για εκείνων ή για 'μένα;

Έπρεπε οπωσδήποτε να του μιλήσω. Και μάλιστα τώρα. Δεν χωρούσαν αναστολές.

Εξάλλου, αφού μπορεί η Ορόρα να μιλάει στο μυαλό των άλλων, γιατί να μην μπορώ κι εγώ; Υποτίθεται πως είμαι η κόρη του πιο ισχυρού αγγέλου και σκοτεινού αγγέλου!

"Άγγελε;" καμία απάντηση. Έπρεπε να συγκεντρωθώ πιο πολύ! Σκέφτηκα έντονα τον Άγγελο. Το κάθε του χαρακτηριστικό, την κάθε λεπτομέρεια. Άδειασα το μυαλό μου από κάθε άλλη σκέψη, κι επικεντρώθηκα σε αυτόν.

Ώρα για την προσπάθειά μου.

"Άγγελε;" τον ένιωσα να μου σφίγγει ακόμα πιο πολύ το χέρι. Με άκουσε!

"Εδώ είμαι, μικρή" απάντησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

"Μη με λες μικρή!" τον μάλωσα

"Ό,τι πεις, μικρή" είπε παιχνιδιάρικα

Του έδωσα μία δυνατή σκουντιά στα πλευρά με αποτέλεσμα να βογκήξει σιγανά, από τον πόνο. Κάτι που, φυσικά, η Ορόρα πρόσεξε. Μας έριξε μια αυστηρή μάτια, κι ύστερα φορώντας ξανά το ψεύτικο χαμόγελό της, συνέχισε ακάθεκτη την συζήτησή της.

Εγώ κοίταξα τον Άγγελο, και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα σιγανό γελάκι.

"Είσαι βλάκας!"

Ένα γέλιο ήχησε στο κεφάλι μου.

"Σταμάτα να γελάς!" του είπα και καλά θυμωμένη, ενώ στην πραγματικότητα λάτρευα το γέλιο του.

"Εντάξει. Αλλά μόνο επειδή μου το ζήτησες τόσο ευγενικά!" με κορόιδεψε.

Γέλασα κι εγώ με την σειρά μου. Είναι πολύ περίεργο όλο αυτό. Νιώθω σα να παίζουμε θέατρο: εξωτερικά, τρώμε ήσυχα κι ωραία το φαγητό μας, ενώ στην πραγματικότητα, γίνεται της τρελής.

Κοιτάω τα ακόμα ενωμένα χέρια μας και μπορώ με ευκολία να διακρίνω το σύμβολο στο χέρι μου.. Το βλέμμα του Άγγελου, ακολουθεί το δικό μου, κι επικεντρώνεται στο σύμβολο. Πάγωσα.

Το κοιτά με μισόκλειστα μάτια, γεμάτα περιέργεια. Τα μάτια του συναντούν τα δικά μου, κι ο φόβος μου είναι ακόμα μεγαλύτερος.

"Πότε κάηκες" με ρώτησε

"Ορίστε;" πως γίνεται να μην το σχολίασε;

"Λέω, εδώ" έδειξε ακριβώς το σημείο στο οποίο βρίσκετε το σύμβολο "υπάρχει ένα κάψιμο. Πως γίνεται να μην το έχεις παρατηρήσει;"

"Εμ δεν το είχα δει. Μάλλον θα τρίφτηκε κάπου το χέρι μου πριν, κι από την τριβή έμεινε η κοκκινίλα. Αν ήταν κάψιμο, θα πονούσα, σωστά;" ρωτάω, ελπίζοντας να φαίνομαι πειστική.

''Σωστά" παραδέχεται, μετά από λίγη σκέψη. Αναστενάζω ανακουφισμένη.

"Άγγελε πρέπει να σε ρωτήσω κάτι" είπα μετά από λίγο. Έπρεπε να μάθω.

"Τι είναι μικρή;" Συνέχιζε να τον περιπαικτικό τόνο του.

"Τι ήθελες να μου πεις στη βιβλιοθήκη;" Πάγωσε.

"Θα σου πω το βράδυ. Να με περιμένεις στο δωμάτιό σου, κατά τις 3 η ώρα, ένταξη;" Εγώ απλά έγνεψα.

Το υπόλοιπο δείπνο περνάει αρκετά ευχάριστα, μέχρι που η Ορόρα σκέπτεται να με βασανίσει.

"Λοιπόν, Ιωάννα, έχω πληροφορηθεί από τον Άγγελο ότι, έχεις υπέροχη φωνή" μου είπε ήρεμα.

"Εμ έτσι μου λένε. Αλλά εγώ διαφωνώ. Τραγουδάω γιατί μου αρέσει." απαντάω, και καταλαβαίνω αυτόματα το λάθος μου. Της είπα ότι διαφωνώ. Τώρα ξέρω τι θα ακολουθήσει.

"Ε τότε, γιατί δεν τραγουδάς να σου πούμε κι εμείς την γνώμη μας;" είπε αυτό που περίμενα.

Όλοι μα κοιτούσαν περιμένοντας την απάντησή μου. Δεν θέλω να τραγουδήσω. Ντρέπομαι πολύ.

Κοιτάω τον Άγγελο, κι αυτός γνέφει λέγοντάς μου, ουσιαστικά, να το κάνω.

"Εντάξει" είπα τελικά.

"Υπέροχα!" αναφώνησε η Ορόρα.

Μεταφερόμαστε σε μία άλλη αίθουσα στην οποία υπάρχει ένα μικρότερο τραπέζι ήδη στρωμένο κατάλληλα για το δείπνο ενώ υπάρχει κι ένα υπερυψωμένο σημείο, στρωμένο με ένα κόκκινο χαλί. Μάλλον εκεί θα τραγουδήσω.

Άλλος ένας μεγαλοπρεπής πολυέλαιος, κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μας, αλλά αυτή η αίθουσα, δεν ήταν υπό το φως των κεριών. Λεπτεπίλεπτα φωτιστικά στόλιζαν τους τοίχους δίνοντας στην αίθουσα έναν απαλό φωτισμό.

Αφού παρατήρησα το δωμάτιο, έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στην 'πίστα'. Ενώ πριν ήταν άδεια, τώρα υπήρχε ένα πανέμορφο μαύρο πιάνο με ουρά. Τώρα μου έφυγε όλο το άνχος!

"Τι θα τραγουδήσεις, γλυκιά μου;" με ρωτάει η Σάρα.

"Θα ήθελα να τραγουδήσω, κάτι δικό μου" λέω μετά από σκέψη. Όση ώρα τρώγαμε, συνέθεσα στο μυαλό μου ένα τραγούδι. Είναι μια συνήθεια που έχω από μικρή· με βοηθάει να εκφράζω τα συναισθήματα μου και να εξωτερικεύσει την ένταση που νιώθω.

"Δικό σου;" όλοι με κοιτάνε έκπληκτοι.

"Εμ, ναι. Θα το προτιμούσα" τους χαμογέλασα.

"Εντάξει καλή μου" μου είπε η Ορόρα.

"Και πως λέγεται;" ρωτάει με ενδιαφέρον ο Άγγελος.

"Escaping" απαντάω απλά.

"Μάλιστα.." πετάγεται η Έμμα. Την είχα ξεχάσει τόση ώρα.

"Μόνο περίμενε λίγο να φωνάξω τον πιανίστα. Είναι από τους πιο ικανούς. Θα πιάσει αμέσως τον ρυθμό και θα παίξει το κομμάτι μαζί σου." Είπε η Ορόρα.

"Α, όχι δεν χρειάζεται. Ξέρω να παίζω πιάνο" διευκρίνισα.

"Εντάξει τότε" μου χαμογέλασε.

Πήγα με αργά βήματα προς την πίστα. Κάθισα αργά στο σκαμπό, μπροστά από το πιάνο, κι ίσιωσα την πλάτη μου.

Τα δάχτυλα μου γλίστρησαν απαλά στα πλήκτρα του πιάνου, κι η εισαγωγή ξεκίνησε. Εφόσον το έγραψα πριν λίγο, δεν το είχα ξαναπαίξει, αλλά ευτυχώς ακούστηκε πολύ ωραίο.

Έκλεισα τα μάτια μου παραδομένη στον ρυθμό του κομματιού. Ένιωθα να μεταφέρομαι σε έναν άλλο ήρεμο γαλήνιο κόσμο. Πλέον, δεν έκανα τίποτα. Το μυαλό μου είχε απενεργοποιηθεί, κι η καρδιά μου είχε αναλάβει πρωταρχικό ρόλο. Κι έτσι μαγεμένη, άνοιξα τα μάτια μου κοιτώντας προς τους ανθρώπους που με παρακολουθούσαν, κι άρχισα να τραγουδάω:

Prisoner in a world

That I would never make.

Faces, laughs and antics

They look to me so fake.

And I am dancing slowly

In my bedroom, all alone

Trying to remember

The place I'd like to go.

Can I run away?

Can I escape ?

From all this reality, that I hate?!

Would you come with me?

Or you gonna leave me?

Chased from all those thoughts, forever?!

The worst thing ever.

Away from a the future

A travel in the past

A place where u can live

A place where I feel free.

Cause my dreams here, disappear

All my hopes are getting lost!

And the fear takes the place

Of the happiness in my soul.

Can I run away?

Can I escape ?

From all this reality, that I hate?!

Would you come with me?

Or you gonna leave me?

Chased from all those thoughts, forever?!

Oh, oh, oh

Ever.

Oh, oh, oh..

Disappear in the time.

Ψιθύρισα σιγά να την τελευταία φράση, και τελείωσα το κομμάτι πατώντας τρεις ψηλές νότες.

Όλοι είχανε μείνει παγωμένοι στις θέσεις τους. Μάλλον δεν τους άρεσε, σκεπτικά.

Με το που το σκεπτικά αυτό άρχισαν όλοι να με χειροκροτούν, έχοντας μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο τους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί· κι άλλοι άγγελοι είχαν μαζευτεί στην αίθουσα, προφανώς οι υπηρέτες του παλατιού, οι οποίοι ήταν τόσοι πολλοί που το δωμάτιο ήταν γεμάτο πλέον. Κι όλος αυτός ο κόσμος με χειροκροτούσε. Ένιωθα πως η καρδιά μου θα έφευγε από την θέση της, από τον ενθουσιασμό.

Γύρισα προς την πλευρά του Άγγελου. Τα κρυστάλλινα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω μου, και με κοίταζε με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω.

Σηκώθηκα κι έκανα μια βαθιά υπό κλήση, προκαλώντας ακόμα πιο πολλά χειροκροτήματα, και κάποια σφυρίγματα, με αποτέλεσμα να κοκκινίσω.

Τους ευχαρίστησα όλους και προχώρησα προς την θέση μου. Ήρθαν διάφοροι, γνωστοί και μη, να με συγχαρούν για το τραγούδι, καθώς επίσης και για την φωνή μου.

Το δείπνο συνεχιστικέ κανονικά, χωρίς κάποιο απρόοπτο γεγονός, αλλά αυτή την φορά, στην αίθουσα έμεινε όλος αυτός ο κόσμος. Σε όλο το δωμάτιο ακούγονταν οι χαρούμενος φωνές τους, καθώς κι ο ήχος που κάνουν τα ποτήρια, όταν τσουγκρίζουν με τάξη τους. Από ένα απλό δείπνο, η βραδιά μετατράπηκε σε ένα είδος δεξίωσης. Κι ήταν πραγματικά τόσο, όμορφα!

Μετά από αρκετοί ώρα, ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Αποχαιρέτησαν όλους του καλεσμένους, έναν προς έναν, και τέλος, αφού καληνύχτισα την Ορόρα, ανέβηκα την σκάλα με τον Άγγελο, πηγαίνοντας προς το δωμάτιο μου.

"Τελικά ήταν ωραία, σήμερα το βράδυ" του είπα, αφού είχαμε φτάσει έξω από την πόρτα μου.

"Ναι, ήταν. Και το τραγούδι, ήταν εκπληκτικό! Αλήθεια ποτέ το έγραψες;" Ρώτησε με γνήσιο ενδιαφέρον.

"Εμ... παλιά" απάντησα, ψέματα.

"Μη με κοροϊδεύεις μικρή! Σε ξέρω τόσο καλά! Σε παρακολουθώ τόσα χρόνια, και ποτέ δεν είχες αναφέρει αυτό το τραγούδι! Το έγραψες την ώρα του δείπνου, έτσι δεν είναι;" διαπίστωσε με παιχνιδιάρικο τόνο.

Η σιωπή μου τα έλεγε όλα. Ο Άγγελος, χαμογέλασε ικανοποιημένος.

"Μη με κοιτάς έτσι!" παραπονέθηκα.

Με κοίταξε λίγο ακόμα, κι έπειτα ξέσπασε σε γέλια, βλέποντας το κατσούφιασμα που επικρατούσε στο πρόσωπό μου. Μετά από λίγο δεν άντεξα και γέλασα κι εγώ.

"Το δωμάτιο μου θα είναι ακριβώς απέναντι. Για οτιδήποτε χρειαστείς, μην διστάσεις να μου χτυπήσεις την πόρτα, ότι ώρα και να 'ναι." μίλησε πρώτος ο Άγγελος, χαρίζοντάς μου ένα από τα υπέροχα χαμόγελά του.

Του ανταπέδωσα το χαμόγελο

"Μην ξεχνάς, έχεις να μου δώσεις κάποιες εξηγήσεις!" Του θύμισα.

"Μείνει ήσυχη μικρή, δεν το έχω ξεχάσει. Τα λέμε σε 3 ώρες από τώρα" μου έκλεισε το μάτι κι απομακρύνθηκε, ενώ εγώ χαμογελώντας του, έκλεισα την πόρτα.

Ακούμπησα πάνω της κι άφησα έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη μου. Η σημερινή μέρα ήταν πολύ κουραστική -πιο κουραστική απ' όσο περίμενα.

Προχώρησα με σταθερά βήματα προς την τουαλέτα του δωματίου, κι άρχισα να ξεκουμπώνω τη τεράστια σειρά από κουμπιά, στο πίσω μέρος του φορέματος. Μετά πολύ ώρα, κατάφερα ν' αφαιρέσω το φόρεμα από πάνω μου.

Μένοντας με τα εσώρουχα, προχώρησα προς την ντουλάπα, κι άρχισα να ψάχνω κάτι να βάλω. Η ντουλάπα στην πραγματικότητα ήταν ένα μεσαίων διαστάσεων δωμάτιο, μέσα στο οποίο υπήρχαν σειρές από ,όλων των ειδών, ρούχα και παπούτσια. Μετά από αρκετή ώρα άσκοπου ψαξίματος, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα μπεζ κουτί, στην γωνία του δωματίου. Προχώρησα γρήγορα προς τα εκεί, ελπίζοντας να έχω βρει αυτό που ψάχνω.

Γονάτισα και τα πόδια μου βούλιαξαν λίγο στην παχιά μοκέτα που κάλυπτε το δωμάτιο, και στη συνέχεια άνοιξα το κουτί. Μέσα, βρίσκονταν ένα υπέροχο μεταξωτό τιραντέ νυχτικό, στο χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού.

Άγγιξα απαλά με τα ακροδάχτυλα μου το ύφασμα, κι έμεινα έκπληκτη από το πόσο ωραία μου αίσθηση άφησε.

Σήκωσα τα χέρια μου και το άφησα να γλιστρήσει στο σώμα μου. Το ένιωθα σαν νερό πάνω στο δέρμα μου, κι η αίσθηση ήταν υπέροχη.

Πήγα αργά μέχρι τον γυάλινο τοίχο, με την μοκέτα που κάλυπτε το δωμάτιο να καταπίνει τα βήματα μου.

Αν το τοπίο που μου επέτρεπε να δω αυτό το κομμάτι του δωματίου, το θεωρούσα πανέμορφο το απόγευμα, το βράδυ το θέαμα ήταν άπλα μαγευτικό!

Η Σελήνη, βρίσκονταν στο κέντρο του ουρανού, προσφέροντας ένα μοναδικό φως και το σπίτια των αγγέλων, ίσα που φαίνονταν μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων, οι οποίες μου έδιναν την εντύπωση πως είχαν γίνει πιο πυκνές. Υπήρχαν ελάχιστα αστέρια, ένα από τα οποία ήταν κι ο πλανήτης Αφροδίτη· το πρώτο άστρο που έμαθα να ξεχωρίζω, το πιο φωτεινό!

Ήθελα τόσο, μα τόσο πολύ να πάω στον πανέμορφο κήπο που είχα επισκεφθεί το απόγευμα, αλλά μου ήρθαν στο μυαλό αυτά τα γαλανά μάτια που είχα δει πριν κάτσουμε στην τραπεζαρία. Και μόνο στην θύμηση τους, τρόμος διαπερνά το κορμί μου. Ποιος να 'ταν άραγε; Και πάνω απ'' όλα: τι ήθελε;

Τις σκέψεις μου, διέκοψε ένα γαργαλητό που ένιωσα στον λαιμό μου. Το γαργαλητό υποχώρησε, και τη θέση του πήρε η αίσθηση του καψίματος. Ο πόνος ήταν αφόρητος,, αλλά δεν έβγαλα αχνά, φοβούμενη μην ξυπνήσω κάποιον.

Μετακινήθηκα άτσαλα μέχρι τον καθρέπτη και αυτό που αντίκρισα ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ο λαιμός μου είχε αποκτήσει ένα σημάδι από αλυσίδα και στο κέντρο είχε γίνει πράσινο, όπως το κολιέ που είχα πάρει από το "όνειρο" μου. Το κάψιμο όμως, δεν έμεινε μόνο στο λαιμό μου· μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ένιωσα και στο δεξί μου χέρι, στο σημείο του σημαδιού, κάτι σαν γαργαλητό, πολύ έντονο όμως.

Κοίταξα το χέρι μου κι είδα το σημάδι να λάμπει με ένα πολύ έντονο πράσινο φως. Την προσοχή μου όμως, τράβηξε το φως που πήγαζε από το κολιέ, το οποίο ήταν ακουμπισμένο στην τουαλέτα δίπλα από τον καθρέπτη, και στη συνέχεια ανάγκη δεύτερο πράσινο φως από τον τοίχο πίσω από το κρεβάτι μου.

Πήγα βιαστικά μέχρι την τουαλέτα και φόρεσα το κολιέ. Αμέσως, σταμάτησε η λάμψη του σημαδιού αλλά όχι και του κολιέ.

Κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέπτη, που βρίσκονταν απέναντι από το κρεβάτι, άγγιξα με τα ακροδάχτυλα μου το κολιέ. Ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το σώμα, κι η λάμψη στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι μου να γίνεται ακόμα πιο έντονη, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά.

Ένιωθα να με καταπίνει η λάμψη του φωτός, όταν σταμάτησε, όσο ξαφνικά άρχισε.

Άνοιξα αργά τα μάτια μου, και τ' ανοιγόκλεισα μερικές φορές για να συνηθίσω. Το πρόβλημα, ήταν άλλο όμως· δεν βρισκόμουν στο δωμάτιο μου. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν που βρισκόμουν. Τα πάντα γύρο μου, ήταν ένα θολό πράσινο χρώμα. Τίποτα δεν υποδήλωνε το που ακριβώς βρισκόμουν.

Ένα απαλό αεράκι φύσηξε, φέρνοντας μαζί του κι ένα αμυδρό ψίθυρο

"Ιωάννα.." Η φωνή αυτή με 'κανε ν' ανατριχιάσω.

"Ποιος είσαι;" Φώναξα, χωρίς ωστόσο να πάρω απάντηση.

"Τι θες από 'μένα;!" Και πάλι, σιωπή.

Ένας δυνατότερος αέρας φύσηξε, αλλά αυτή τη φορά παρέσυρε κι εμένα. Σύρθηκα κάτω με φορά, ώσπου ένα αντικείμενο με σταμάτησε.

Σηκώθηκα πιάνοντας το κεφάλι μου. Γύρισα το σώμα μου με σκοπό να δω τι ήταν αυτό που με σταμάτησε.

Μπροστά μου όμως, δεν υπήρχε τίποτα. Ήτανε λες κι είχα πέσει πάνω σε έναν αόρατο τοίχο. Σήκωσα το χέρι μου και πράγματι, δεν ακούμπησα κάποιο υλικό, απλά δεν μπορούσα να προχωρήσω.

Μετά από λίγο, πίσω από τον 'τοίχο', άρχισαν να εμφανίζονται χρώματα· πολλά χρώματα, με κυρίαρχο το μωβ. Πεταλούδες ταξίδευαν στον αέρα ακλουθώντας την πνοή του ανέμου.

Οι πεταλούδες συγκεντρώθηκαν στο έδαφος, κι αντικαταστάθηκαν από ένα πανέμορφο κόκκινο τριαντάφυλλο.

Τότε έναν σφυριχτός ήχος έκανε το κεφάλι μου να πονάει αφάνταστα.

Έχοντας το κεφάλι μου θαμμένο στα γόνατα μου και τα μάτια μου κλειστά ,ένιωσα μια ζέστη αγκαλιά. Πήγα να γυρίσω το κεφάλι μου αλλά δεν με άφησε.

Αντιθέτως, μου έκλεισε τα μάτια με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε σφιχτά τους καρπούς μου.

Τα χείλη του διέτρεξαν την σπονδυλική μου στήλη, στέλνοντας ρίγη, σε όλο μου το κορμί. Το στόμα του ανέβηκε στο ύψος του λαιμού μου, κι όταν άφησε ένα τρυφερό φιλί εκεί, η ανάσα μου βρήκε πιο κόφτη απ'' ότι συνήθως.

Κι έπειτα, μείναμε εκεί. Τα χείλη του ανεβοκατέβαιναν στον λαιμό μου, χαράζοντας μονοπάτια, αποκλειστικά και μόνο από την ζέστη ανάσα του, κάνοντας με ν' αναστενάζω έντονα.

"Ποι..ποιος είσαι;" Κατάφερα να ψελλίσω.

Εκείνος, αντί γι' απάντηση, άφησε ένα ακόμα φιλί στον λαιμό μου. Ανατρίχιασα.

Δεν μου απάντησε, παρά μόνο άφησε ένα χαρτί στην παλάμη μου. Κι αφού την έκλεισε απαλά, φιλώντας με στην κορυφή του κεφαλιού, εξαφανίστηκε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οσα συγγνωμη και να ζητησω λιγα θα 'ναι. Απλα δεν θελω να σας δινω βιαστικα κεφαλαια, κι αληθεια ειναι οτι εχω πολλες ιδεες και σχεδια για αυτη την ιστορια και παλευω να τα βαλω ολα σε μια σειρα...

Παντως αυτο το κεφαλαιο ηταν μια εκπληξη και για μενα, καθως το τραγουδι το οποιο τραγουδαει η Ιωαννα το εγραψα εγω! Μπορει να μην φαινεται απο τους στιχους αλλα ο ρυθμος που εχω βρει για το κομματι ταιριαζει γαντι με την ιστορια και το υφος της.

Ευχαριστω πολυ για την στηριξη και τα καλα σας λογια, παρολη την καθυστερηση. Πραγματικα τα σχολια σας με συγκηνουν :)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top