Αγγελικά μονοπάτια (13)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο

"Άγγελε, πες μου ότι δεν την σκότωσα" παρακάλεσα.

Μπορεί να την μισώ για όλα όσα έκανε, αλλά με τίποτα δεν θα τη ήθελα νεκρή. Πόσο μάλλον από τα δικά μου χέρια.

"Έμμα, πάρτην από εδώ." άκουσα να λέει η φωνή της Ορόρα.

Κάτι είχε αναφέρει για μία Έμμα πριν στην συζήτησή μας, σωστά; Δεν είπε ότι γνωρίζει για μένα; Γύρισα και είδα μία κοπέλα, περίπου στο ύψος μου, με μακριά ξανθά μαλλιά και ,φυσικά, καταγάλανα μάτια. Είναι πολλή όμορφη.

Αμέσως μετά κοίταξα ξανά προς το μέρος της Ζακλίν. Αποκλείεται.

"Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω!" είπα αποφασιστικά και σταύρωσα πεισματάρικα τα χέρια μου.

"Ω, θα έρθεις. Είτε με το καλό, είτε με το ζόρι!" ανταπάντησε αποφασιστικά η Έμμα.

Μόλις είδε την απορία στην έκφρασή μου, αναποδογύρισε απαυδημένη τα μάτια της και σε δευτερόλεπτα βρισκόμουν ακριβώς μπροστά της.

"Πως στο διάολο το έκανες αυτό;" απαίτησα να μάθω, με κομμένη την ανάσα.

"Θα το μάθεις και αυτό σύντομα. Τώρα πάμε." είπε κι την ένιωθα να ελέγχει το σώμα μου, σαν εγώ να μην είχα καμία εξουσία, σαν να ήταν εγώ.

Και τι εννοούσε όταν είπε ότι θα μάθω και αυτό; Δεν υποτίθεται πως τα ξέρω όλα; Ή μήπως όχι; Τι μου κρύβουν;

"Λοιπόν, θα μείνεις εδώ για λίγο μέχρι να σε φωνάξω. Και μην διανοηθείς να φύγεις από εδώ μέσα! Όχι ότι θα έχεις την ευκαιρία δηλαδή, αλλά βαριέμαι τα.. παιχνιδάκια" η αυταρχική φωνή της Έμμα, διέκοψε τον καταιγισμό ερωτήσεων, μέσα στο μυαλό μου.

Μπροστά μου, υπήρχε μια τεράστια ξύλινη πόρτα, με δύο υπέροχα σχέδια στα δεξιά και στα αριστερά της:

Στα δεξιά, απεικονίζονταν μία γυναίκα, η οποία κρατούσε ένα βιβλίο με σκαλιστά σχέδια, ενώ το χυτό της φόρεμα έφτανε μέχρι τους αστραγάλους της, από τους οποίους, ήταν τυλιγμένο ένα λουράκι, από τα πέδιλα που φορούσε. Ήταν πανέμορφη, σαν ελληνίδα θεά. Σήκωσα το κεφάλι μου ν' αντικρίσω το πρόσωπό της, μα καλύπτονταν από τα υπέροχα κυματιστά μαλλιά της.

Στα αριστερά, την πόρτα κοσμούσαν, ένα ζευγάρι φτερά. Ήταν πραγματικά, καθηλωτικά κι εκθαμβωτικά! όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή μου ήταν, αυτά που φαίνονταν κάτω από τα φτερά. 13 σχέδια, ή μάλλον σύμβολα, παρατεταμένα στη σειρά, σαν στρατιωτάκια. Με δυσκολία μπορούσα να τα διακρίνω, μόνο τρία ήταν ξεκάθαρα : Η καρδιά, το ξίφος και το κλειδί. Το κλειδί; Για μια στιγμή.

Παρατήρησα καλύτερα το απεικονιζόμενο σύμβολο, κι αντανακλαστικά έσκυψα να δω τον λαιμό μου. Α ναι, ξέχασα ότι το κολιέ μου είναι στο δωμάτιο, σκέφτηκα απογοητευμένη. Πάντως θα ορκιζόμουν ότι το κλειδί αυτό είναι ίδιο με το κόσμημά μου.

"Τι θα γίνει, θα κάθεσαι για πολύ να κοιτάς την πόρτα; Έχουμε και δουλείες!" διέκοψε, για άλλη μία φορά, την ονειροπόλησή μου, η εκνευρισμένη φωνή της Έμμα.

"Τι είναι αυτά;" αγνόησα την προηγούμενη ερώτησή της, κι επικεντρώθηκα στα σύμβολα. Άλλωστε, αυτό είχε προτεραιότητα για μένα.

"Ποια;" με ρώτησε απορημένη.

"Αυτά εδώ" της έδειξα τα σύμβολα.

"Δεν βλέπω τίποτα" αποκρίθηκε με σμιγμένα φρύδια.

"Μα αφού.." και τότε κατάλαβα: δεν μπορεί να μην τα έβλεπε. Τα έβλεπα μόνο εγώ.

"Αφού τι;" ρώτησε με ένα ανεπαίσθητο τόνο ειρωνείας στη φωνή της.

Την κοίταξα με απολογητικό βλέμμα, κι έσπρωξα την πόρτα της βιβλιοθήκης μπαίνοντας μέσα κοιτώντας την απολογητικά. Την άκουσα να ξεφυσάει απαυδισμένη κι έπειτα να με ακολουθεί.

Μόλις γύρισα το κεφάλι μου το θέαμα που αντίκρισα ήταν απίστευτο. Μια τεράστια βιβλιοθήκη ορθώνονταν μπροστά μου, γεμάτη βιβλία. Το πιο απίστευτο όμως, ήταν ότι έφτανε μέχρι το ταβάνι κι όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από τα ράφια της. Μόνο ένας τοίχος δεν είχε βιβλία, διότι χρησίμευε ως ένα τεράστιο παράθυρο, με θέα, που σου έκοβε την ανάσα: η βιβλιοθήκη βρίσκονταν στο χείλος ενός γκρεμού.

"Ουάου" ήταν το μόνο που βγήκε από τα χείλη μου. Μόλις γύρισα να αντικρίσω την Έμμα, άρχισε να μιλάει.

"Λοιπόν θα μείνεις εδώ, μέχρι να σε φωνάξω ή εγώ ή κάποιος άλλος. Μπορείς να δεις τα βιβλία που υπάρχουν εδώ, αλλά όχι αυτά εκεί" μου έδειξε με το δάκτυλό της ένα ξεχωριστό μέρος του δωματίου, που πιο πριν δεν είχα παρατηρήσει, γεμάτο με βιβλία που έδειχναν παλιά. Και λίγο σκονισμένα.

"Εντάξει. Απλά πες μου: Είναι καλά η Ζακλίν;" ξεστόμισα την απορία που με κατέτρωγε τόση ώρα.

Με κοίταξε για λίγο, σκεπτική. Ζύγιζε στο μυαλό της τις δύο επιλογές που είχε: να μου πει την αλήθεια ή να με αγνοήσει. Τελικά, καθώς φάνηκε, υπερίσχυσε το πρώτο.

"Καλά" αναστέναξε " έλα μαζί μου" με άρπαξε από το χέρι και ανεβήκαμε μία σκάλα, η οποία οδηγούσε σε ένα υπερυψωμένο μέρος της βιβλιοθήκης. Περίμενα να δω κι εκεί βιβλία, αλλά αντιθέτως: υπήρχε μονάχα ένα μικρό καφέ τραπέζι, από ξύλο ελιάς, με γύρο γύρο δύο καρέκλες σε σκούρο καφέ χρώμα, με βελούδινο κάλυμμα, και πιο 'κει ένας τριθέσιος βελούδινος καναπές. Όλα, ήταν στο χρώμα του αίματος.

"Κάθισε" μου είπε η Έμμα, δείχνοντάς μου μία από τις δύο καρέκλες.

Την τράβηξα διστακτικά κι έκατσα απαλά στην καρέκλα, η οποία ήταν τόσο μαλακή, που αν δεν ήμουν τόσο αγχωμένη με το θέμα της Ζακλίν.. μάλλον θα με είχε πάρει ο ύπνος. Η Έμμα κάθισε απέναντί μου με ένα απαθές βλέμμα. Μάλλον θα είχε συνηθίσει αυτού του είδους τις καρέκλες. Σήκωσα τα μάτια μου, και περίμενα υπομονετικά να μιλήσει.

"Αυτό που έπαθε η Ζακλίν, ήταν ικανό να την οδηγήσει στο θάνατο. Θα σου πω ακριβώς τι έγινε, αλλά δεν θα σου αποκαλύψω τίποτα άλλο''

"Υπάρχουν κι άλλα;" μουρμούρισα περισσότερο στον εαυτό μου.

"Ω δεν έχεις ιδέα" έσπευσε να απαντήσει. "Λοιπόν, στο θέμα μας τώρα. Δεν θα με διακόψεις καθόλου, κι οποιαδήποτε απορία σου θα λυθεί στο τέλος.'' συνέχισε, περιμένοντας τη απάντησή μου.

Εγώ απλός έγνεψα θετικά, και περίμενα ανυπόμονη ,πλέον, να μου εξηγήσει.

"Ωραία. Αυτό που σου συνέβη πρώτα απ' όλα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ουσιαστικά χρησιμοποίησες τις αγγελικές δυνάμεις, ή τέλος πάντων μία από αυτές, πράγμα που μου φαίνεται αδιανόητο, διότι χωρίς καμία εξάσκηση τελειοποίησες τις ικανότητές σου, σε τέτοιο σημείο που παραλίγο να σκοτώσεις έναν από τους ισχυρότερους σκοτεινούς αγγέλους." είπε σχεδόν έκπληκτη κάνοντας έντονες κινήσει με τα χέρια της. Εγώ από την άλλη προσπαθούσα να αφομοιώσω αυτά που μου είχε εξηγήσει. Άρα η Ζακλίν ήταν σίγουρα σκοτεινός άγγελος. Εχθρός μου.

Η Έμμα, δεν μου άφησε και πολύ περιθώριο σκέψης καθώς συνέχισε την εξιστόρηση της

"Και που λες, αυτό που έκανες εσύ, ήταν να χρησιμοποιήσεις δύο από τις δυνάμεις σου ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια, πράγμα που όπως σου είπα και πριν με εκπλήσσει! Συνέδεσες την δύναμη της τηλεπάθεια και του αέρα ,και πριν ρωτήσεις, ναι όλοι οι άγγελοι έχουν αυτές τις ικανότητες"

μου έλυσε την απορία που δημιουργήθηκε στο μυαλό μου.

"Ουσιαστικά αυτό που έκανες ήταν να την πνίγεις με την τηλεπάθεια και ταυτόχρονα να ρουφάς το οξυγόνο από μέσα της. Είναι θαύμα που δεν πέθανε" κατέληξε.

Όταν τα έλεγε αυτά φαίνονταν τόσο χαλαρή, σαν να τα είχε κάνει πρόβα και να τα έλεγε σε μια σκηνή, σαν ένας καλός ηθοποιός. Αντιθέτως εγώ μέσα μου είχα τόσες απορίες κι εν τέλη, ήμουν φρικαρισμένη. Δεν ήξερα ότι έχω δυνάμεις.. και μάλιστα τόσο ισχυρές. Άραγε αυτά που μόλις έμαθα, τα ήξερε ο Άγγελος; Διότι, δεν γίνεται να μου τα λέει με τόση άνεση η Έμμα. Τουλάχιστον, η Ζακλίν, ήταν ζωντανή. Αυτό ήταν το μόνο θετικό σε.. όλα αυτά. Μπορεί να την μισώ, πλέον, αλλά με τίποτα δεν θα ήθελα να την σκοτώσω. Αυτήν ή οποιονδήποτε άλλον.

"Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω" ακούστηκε από το πουθενά η φωνή της Έμμας, αποσπώντας με από την εσωτερική μου φλυαρία.

Έσμιξα τα φρύδια απορημένη. Όχι μόνο από την ξαφνική της πρόθεση να φύγει, αλλά και από την χαλαρότητα που υπήρχε στο βλέμμα της.

"Μα που πας;"

"Γλυκιά μου δεν μπορώ να κάθομαι σε αυτό το κλειστοφοβικό δωμάτιο όλη μέρα μαζί σου'' με ειρωνεύτηκε, λες κι η απάντηση της ήταν αυτονόητη

"Κι εξάλλου'' συνέχισε ''είμαι καλεσμένη σε ένα πάρτι, και πίστεψε με, δεν μπορώ να τους στήσω. Θα χαλάσει την εικόνα μου. Χριστέ μου θ' αργήσω!" κοίταξε το ρολοί της αγχωμένη.

Εγώ απλώς στριφογύρισα τα μάτια μου και της είπα ένα ξερό "Καλά"

"Α! Και ήσυχα ε! Μην με κάνεις να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα, προκειμένου να μην κάνεις καμιά βλακεία" πρόσθεσε με ένα αλαζονικό υφάκι, κι έφυγε κοπανώντας με τόση δύναμη την πόρτα πίσω της, που παραλίγο να πέσουν όλα τα βιβλία από τα ράφια τους.

Έκανα ένα γύρο το κεφάλι μου, παρατηρώντας το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμουν. Ο ήλιος έμπαινε με ορμή από τον τεράστιο γυάλινο τοίχο, φωτίζοντας κάθε σπιθαμή της βιβλιοθήκης, με ένα χρυσαφένιο φως. Δεν έχει δίκιο πάντως: Το δωμάτιο δεν είναι καθόλου κλειστοφοβικό, αντίθετα ήταν πολύ ευρύχωρο και φωτεινό.

Συνεχίζοντας να παρατηρώ εξονυχίστηκα τον χώρο, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα μαύρο κουτί. εξωτερικέ ήταν διακοσμημένο με χρυσά περίτεχνα σχέδια, αλλά αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν μια επιγραφή: "Τα πάντα μου". Τα γράμματα καλλιτεχνικά και σκαλισμένα με μεγάλη προσοχή στο μαύρο αυτό κουτί. Προσπάθησα να το ανοίξω, αλλά την ώρα που πήγα να το αγγίξω, ένιωσα το χέρι μου να καίγεται. Κοίταξα την παλάμη μου και λίγο πιο κάτω από τον αντίχειρα υπήρχε ένα κάψιμο. Το πιο περίεργο όμως ήταν αυτό στο κέντρο του καψίματος. Ένα σύμβολο. Το κοίταξα προσεκτικά. Δεν μου θύμιζε κάτι, αλλά μοιάζει με κινέζικο, ή κάτι τέτοιο : 神の賜物

Σκατά. Πως θα το εξηγήσω αυτό;

Έχω αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Ξανακοιτάω το χέρι μου. Το κάψιμο στο χέρι μου έχει εξαφανιστεί, αλλά το σημάδι στο χέρι μου παραμένει. Τι θα κάνω τώρα;

Αρχίζω να περπατάω νευρικά μέσα στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρω κάποια λύση. Κι αν πω ότι το ζωγράφισα; Και τι είσαι Ιωάννα τριών; Με αποπαίρνει το υποσυνείδητό μου. Κι αν.. το έκρυβα; Αλλά πως;

Το μακρύ μωβ φόρεμα που φοράω, σε γραμμή άλφα, μπλέκεται στα πόδια μου και προκαλεί λίγο αέρα. Αν θέλω να σκεφτώ κάτι καλό πρέπει να χαλαρώσω, και τι καλύτερο από το να ξαπλώσω σε αυτόν τον βελούδινο καναπέ λίγο πιο πέρα;

Κάθομαι απαλά κι αφήνω τα πόδια μου να γλιστρήσουν στο κατακόκκινο βελούδο, στέλνοντας ένα θετικό συναίσθημα σε όλο μου το σώμα, κάνοντας με να χαλαρώσω. Κλείνω τα μάτια μου κι επικεντρώνω με στον ήχο της ανάσας μου. Σύντομα με παρασέρνει ένας γλυκός ύπνος, στη χώρα των ονείρων.

Βρίσκομαι σε ένα πανέμορφο ξέφωτο, γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Από ένα δέντρο κρέμεται μια ξύλινη κούνια περικυκλωμένη από μωβ πεταλούδες. Όλα αυτά τα βλέπω πίσω από μια άσπρη, ημιδιαφανή κουρτίνα. Κάνω ένα βήμα μπροστά, και παρατηρώ τα ξυπόλητα πόδια μου. Το σώμα μου ντύνει ένα μεταξωτό πράσινο φόρεμα, με κεντημένες φεγγαρόπετρες και διαμάντια, ενώ το περιβάλουν διάφορες λωρίδες από κισσό, που σκαρφαλώνει κατά μήκος του φορέματος και σταματάει στον λαιμό μου. Τα μαλλιά μου στολίζει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, όμοιο με αυτά του κήπου μπροστά μου. Γυρνάω απαλά το κεφάλι μου και δεξιά μου υπάρχει ένα ζευγάρι καφέ πέδιλα, φτιαγμένα από ρίζες δέντρου. Τα φοράω με προσοχή και το σύνολο ολοκληρώνεται. Στ' αριστερά μου υπάρχει ένας ολόσωμος καθρέφτης, κι έτσι έχω την ευκαιρία να παρατηρήσω τον εαυτό μου. Μοιάζω με την βασίλισσα της φύσης, ή κάπως έτσι.

Ξαφνικά θυμάμαι το σύμβολο στο χέρι μου. Το παρατηρώ, κι έχει πάρει μία σμαραγδί απόχρωση, και έχει ένα μωβ περίγραμμα.

"Μα τι στο καλό συμβαίνει;" μουρμούρισα. Έτριψα το καρπό μου και παρατήρησα, πως δεν φοράω το μαύρο κοκαλάκι, που ποτέ δεν βγάζω από το χέρι μου.

"Α ναι" θυμήθηκα, και χάιδεψα με τα δάχτυλά μου την γαλλική πλεξούδα, στην οποία ήταν πιασμένα τα κατάμαυρα μαλλιά μου.

Κοιτάζοντας ξανά προς την κατεύθυνση του λιβαδιού, είδα μια μοναχική φιγούρα να παρατηρεί την θέα από έναν μικρό λοφίσκο. Παραμέρισα απαλά την κουρτίνα, που με χώριζε από το ξέφωτο, και με αργά και γεμάτα δισταγμό βήματα , για τον άγνωστο που στέκονταν λίγα μέτρα μακριά μου, διέσχισα το απαλό στα πόδια μου χορτάρι, μειώνοντας όλο και περισσότερο την απόσταση που μας χώριζε.

Μετά από λίγο σταμάτησα και στάθηκα δίπλα στην κούνια, πιάνοντας χαλαρά το ένα σχοινί, που την συγκρατούσε.

"Ποιος είσαι;" τον ρώτησα με σιγανή, ωστόσο επιβλητική φωνή, για να μην τον τρομάξω. Παρόλαυτα, δεν φάνηκε να ταράζεται από την παρουσία μου.

"Αυτό δεν πρέπει να σε απασχολεί για την ώρα." απάντησε απλά.

"Και τι πρέπει να με απασχολεί;" απόρησα, προκαλώντας τον.

"Το γιατί είμαι εδώ, ή μάλλον το λόγο που επέλεξα να είσαι κι εσύ εδώ" ανταπέδωσε αινιγματικά.

"Άρα με έφερες εσύ εδώ" κατέληξα.

"Για την ακρίβεια, εσύ ήρθες σε εμένα" με διόρθωσε.

"Τι εννοείς;"

"Η ώρα πλησιάζει, Ιωάννα. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει ν' αντιμετωπίσεις το πεπρωμένο σου. Και σήμερα η δύναμη που είναι μέσα σου, σε οδήγησε σε μένα." μου εξήγησε, προκαλώντας μου ακόμα περισσότερα ερωτήματα.

"Και πάλι δεν σε καταλαβαίνω" αναστέναξα παραιτημένη, από την μυστηριώδη συμπεριφορά του.

"Κλείσε τα μάτια σου!". Ακούγονταν πανικόβλητος.

"Τι; Γιατί;" ρώτησα ξαφνιασμένη. Ξαφνικά το έδαφος άρχισε να τρέμει κι ο ουρανός να σκοτεινιάζει. Κοίταξα προς τα 'πάνω και είδα τα σύννεφα να γυρίζουν επικίνδυνα, δημιουργώντας κάτι σαν ανεμοστρόβιλο, αλλά πιο δυνατό, ακολουθώντας την κατεύθυνση του ανέμου που ξέσπασε.

"Όχι!" είπε ανχομένος ο άνδρας μπροστά μου.

Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, βρέθηκε πίσω μου. Ακούμπησε με τα χέρια του κι ύστερα ένιωσα κάτι κρύο ν' ακουμπάει στην επιδερμίδα μου. Γύρισα το σώμα μου προς την πλευρά του, και λίγο πριν τον καταπιεί το σκοτάδι πρόλαβα να δω το πρόσωπό του.

Ξύπνησα απότομα, κι ανασηκώθηκα με φόρα από τον καναπέ. Έβαλα το χέρι μου στην κοιλιά μου, προσπαθώντας να καταλαγιάσω την ανάσα μου, που έβγαινε ρηχή και κοφτή από το στόμα μου.

Το πρόσωπο αυτού του άντρα έρχεται στο μυαλό μου: Εβένινα μαλλιά και μάτια στο χρώμα του νυχτερινού ουρανού, ενώ γένια λίγων ημερών υπήρχαν στα πλαϊνά του χλωμού προσώπου του. Ήταν πολύ όμορφος, για την ακρίβεια, φαίνονταν σαν να ήταν ο τέλειος άνθρωπος, διότι όλα τα χαρακτηριστικά του ήταν τέλεια, και με απόλυτη ακρίβεια στο πρόσωπό του. Η έκφρασή του, από την στιγμή που εμφανίστηκε ο ανεμοστρόβιλος φανέρωνε ανησυχία, όχι για εμένα και ,παραδόξως, ούτε για εκείνον. Για τι τότε;

Ξαφνικά, μου ήρθε στο μυαλό το τί έκανε λίγο πριν εξαφανιστεί. Άγγιξα τον λαιμό μου στο σημείο όπου ένιωσα το κρύο αντικείμενο.. όταν το χέρι μου άγγιξε τον λαιμό μου κι ένιωσα την ίδια κρύα αίσθηση, παραλίγο να ουρλιάξω. Κοίταξα γύρο μου, μήπως βρω κανά καθρέφτη, αλλά στάθηκα άτυχη. Σήκωσα προσεκτικά τα χέρια μου και ξεκούμπωσα το κολιέ. Το έκλεισα στην παλάμη μου και το έφερα μπροστά μου.

"Πρέπει να ηρεμίσω λίγο" είπα στον εαυτό μου. Με έναν τελευταίο αναστεναγμό αποφάσισα ν' ανοίξω την παλάμη μου.

Αντίκρισα ένα περιδέραιο, με λεπτή ασημένια αλυσίδα, η οποία συγκρατούσε ένα καταπράσινο σμαράγδι, σε σχήμα σταγόνας. Περιμετρικά από το πέτρωμα, υπήρχαν μικρά σκαλιστά σχέδια , σαν κλαδιά. Ήταν πραγματικά υπέροχο.

Πως γίνεται όμως να μου το έδωσε στον ύπνο μου και να το έχω μπροστά μου τώρα; Θυμήσου τι σου είπε, Ιωάννα. Το πεπρωμένο σου σε καλεί. μπορεί αυτό να μην ήταν απλά όνειρο.

Μου είπε το υποσυνείδητο μου. Κι ίσως να έχει δίκιο.

Αναστέναξα και ξαναέβαλα, με τρεμάμενα χέρια, το κολιέ πίσω στον λαιμό μου.

"Πρέπει να αρχίσω να διαβάζω, μήπως και βρω τίποτα" μουρμούρισα.

Κι έτσι, άρχισα το ψάξιμο. Παρόλα τα βιβλία που διάβασα, κανένα δεν φάνηκε να έχει σχέση με αυτό το περιδέραιο ή το όνειρο που είδα, αν μπορώ να το πω όνειρο. Για μια στιγμή σκέφτηκα να ρίξω μία ματιά στα βιβλία που μου είπε η Έμμα να μην αγγίξω. Απέρριψα όμως αυτήν την ιδέα κατευθείαν, διότι αν κρίνο από τον ήλιο που μπαίνει από τον γυάλινο τοίχο, πρέπει να είναι σχεδόν απόγευμα.

Ο απαλός χτύπος της πόρτας με έκανε να ξυπνήσω από την ονειροπόληση μου. Θυμήθηκα το σημάδι στο χέρι μου, κι έκλεισα την χούφτα μου για να μην το δει ο απρόσμενος επισκέπτης.

"Ποιος είναι;" ρώτησα, ίσως λίγο πιο ταραγμένη απ' ότι θα ήθελα.

Δεν πήρα απάντηση, αλλά η τεράστια πόρτα της βιβλιοθήκης άνοιξε σιγανά, και μπήκε μέσα ο Άγγελος.

Αμέσως έτρεξα κοντά του.

"Πως είναι;" ρώτησα ακόμη πιο ταραγμένη από πριν αναφερόμενη στην Ζακλίν. Παρόλο που η Έμμα μου είπε ότι δεν πέθανε, πρέπει να ενημερωθώ για την κατάστασή της.

"Καλά είναι. Διέφυγε τον κίνδυνο" απάντησε μονότονα.

"Άγγελε, γιατί είσαι έτσι;"

"Πως έτσι;" είπε ειρωνικά. Φυσικά και ήξερε σε τι αναφέρομαι.

"Απότομος" του είπα το προφανές, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου.

Αναστέναξε κι έκλεισε τα μάτια του, ενώ ακούμπησε τα δάκτυλά του στις άκριες των ματιών του από την μέσα πλευρά.

"Συγγνώμη, αλλά έγιναν πολλά περίεργα σήμερα" άλλος ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του.

"Τι έγινε; Τι περίεργα; Πέρα από αυτά που μου είπε η Έμμα εννοώ."

Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος. "Τι σου είπε;"

"Ότι για αυτό που έκανα στην Ζακλίν, ευθύνονται οι δυνάμεις μου. Δύο από αυτές"

Αναστέναξε ανακουφισμένος "¨Μόνο αυτά;"

"Γιατί τι άλλο έπρεπε να μου πει;" απόρησα.

Δεν απαντούσε και κοίταζε ανέκφραστος το πάτωμα.

"Πες μου Άγγελε!"

"Να.."

Ξεκίνησε να λέει, αλλά μια φωνή μας διέκοψε.

"Άγγελε! Σε χρειάζομαι, έλα λίγο!"

"Τώρα έρχομαι Ορόρα"

Γύρισε και με κοίταξε " Πήγαινε στο δωμάτιό σου και βάλε τα ρούχα που είναι πάνω στο κρεβάτι σου. Στις 8 ακριβώς θα έρθω να σε πάρω, μην αργήσεις." είπε βιαστικά, κι ύστερα χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο.

Τον ακολούθησα, περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου. Στέκονταν λίγο πιο μακριά από την βιβλιοθήκη και μιλούσε χαμηλόφωνα με την Ορόρα.

"Τι στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;" του είπε θυμωμένη.

"Δικαιούται να μάθει τι έγινε μετά! Εξάλλου, δεν ήταν και τόσο φοβερό!" της απάντησε εξίσου νευρικός.

"Δεν είναι;! Χα! Ας γελάσω! Από όλα όσο γνωρίζεις μέχρι στιγμής, έχει αναφερθεί παρόμοιο περιστατικό; Ε; Για πες μου; Καλύτερα να μην ξέρει." του πέταξε ειρωνικά.

"Δεν ξέρω. Θα δω τι θα κάνω. Πάω να δω τι κάνει η άλλη." είπε μέσα από τα δόντια του

Έκανε να φύγει, όμως η Ορόρα τον άρπαξε γερά από το μπράτσο, σταματώντας τον.

"Δεν θα της πεις κάτι. Αλλιώς ξέχνα τη θέση σου! Θα αναθέσω την προστασία της σε άλλον, κι εσύ κι η οικογένεια σου θα καταδικαστείτε για προδοσία του στέμματος. Και ξέρεις το τίμημα." Τον απείλησε. Τίναξε το χέρι του με δύναμη, και με νευριασμένα βήματα έστριψε σε μία γωνία και χάθηκε από τα μάτια μου.

Εγώ στο μεταξύ, έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου, φοβούμενη μη με δει η Ορόρα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, και έκατσα κάτω. Είχα σοκαριστεί, και για δεύτερη φορά μέσα στην μέρα ένιωθα πως η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει, από τον φόβο.

Τι στο καλό ήταν αυτά που έλεγαν; Κι η Ορόρα; Γιατί φέρονταν σαν σκύλα βασίλισσα; Μου κρύβει πράγματα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αλλά γιατί; Ποιο είναι το τίμημα που ανέφερε; Το μυαλό πήγαινε στα χειρότερα, γι' αυτό κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω τα άσχημα σενάρια από τις σκέψεις μου.

Εξάλλου, έχω να ετοιμαστώ για το βράδυ όπως μου είπε ο Άγγελος. Κοιτάω το παλιό ξύλινο εκκρεμές στον τοίχο και μου έδειξε πως η ώρα είναι 6:30 το απόγευμα. Έχω μιάμιση ώρα για να ετοιμαστώ. Σηκώνομαι όρθια για να δω τα ρούχα που μου είπε ο Άγγελος ότι είναι πάνω στο κρεβάτι.

Πλησιάζω το κρεβάτι και.. Ουάου! Ένα υπέροχο μπεζ φόρεμα είναι απλωμένο πάνω στο υπέρδιπλο κρεβάτι μου, μαζί με ένα ζευγάρι υπέροχες γόβες, ίδιου χρώματος. Το φόρεμα είναι μακρύ και σε στιλ βικτωριανής εποχής, δηλαδή μάξι αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό. Ωραία, τουλάχιστον δε θα μοιάζω με τούρτα.

Τα μανίκια, είναι από ένα ημιδιαφανές ύφασμα, με μικροσκοπικά άσπρα σχεδιάκια επάνω, και ανοίγουν στο ύψος των καρπών. Το ίδιο ύφασμα καλύπτει και όλο το φόρεμα, ενώ το V του φορέματος είναι καλυμμένο από ένα επιπλέον μπεζ ύφασμα και στο κέντρο του κορσέ υπάρχουν μικρές φούντες σαν κουμπιά, τα οποία ξεκινάνε από χαμηλά στην μέση και τελειώνουν πάνω στο ντεκολτέ, καταλήγοντας σε έναν μικρό και διακριτικό φιόγκο. Και πάλι, ουάου!

Η πόρτα χτύπησε, αποσπώντας με από την παρατήρηση του φορέματος.

"Περάστε" είπα όσο πιο σταθερά μπορούσα.

Μέσα μπήκε μία αδύνατη και ψηλή κοπέλα, με κόκκινα μαλλιά και ,τι άλλο, μπλε μάτια. Τα μαλλιά της πρέπει να ήταν φυσικά. Ω ναι, σίγουρα!

"Καλησπέρα, είμαι η Άνναμπελ, και είμαι εδώ για να σε ντύσω, να σε χτενίσω, και γενικότερα να σε ετοιμάσω για το αποψινό δείπνο με την μητέρα σου και τους καλεσμένους σας. Από εδώ και πέρα είμαι στην υπηρεσία σου, για όσο το θελήσεις εσύ" μου είπε, χαρίζοντας μου ένα μικρό χαμόγελο. Από τον τόνο της φωνής της καταλαβαίνω πως δεν έχει πρόβλημα να είναι κάτι σαν προσωπική μου υπηρέτρια... και φαίνεται πολύ καλή κοπέλα.

"Ευχαριστώ πολύ, αλλά γιατί χρειάζεται να με ετοιμάσεις εσύ;" την ρώτησα.

"Ω, μα Ιωάννα, έχεις δει πόσα κουμπιά και καρφίτσες έχει αυτό το φόρεμα;" γέλασε καλοσυνάτα.

Γύρισα λίγο το φόρεμα. Χριστέ μου!! Πόσα κουμπιά! Θα μου έπαιρνε ώρες να ετοιμαστώ μόνη μου. Και μην ξεχνάμε ότι είναι και τα μαλλιά που θα έπρεπε να φτιάξω. Πωω!

"Λοιπόν, καλύτερα να ξεκινήσουμε, δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας" με επανέφερε η φωνή της. Ξεφύσηξα αγανακτισμένη, κι ετοιμάστηκα για το μαρτύριο που με περιμένει.

Για την επόμενη μία ώρα η Άνναμπελ, μου κούμπωσε όλα τα κουμπιά του φορέματος, μου έδεσε τα κορδόνια του κορσέ κι έκανε κι άλλα πράγματα που δεν μπορούσα να δω μια κι είχε καλύψει όλους τους καθρέπτες.

Το θέμα είναι, ότι εδώ και μισή ώρα δεν μπορούμε να αποφασίσουμε πως θα κάνουμε τα μαλλιά μου.

"Εγώ λέω να τα πιάσουμε πάνω." είπε σκεπτική η Άνναμπελ.

"Μα γιατί να μην τα αφήσουμε κάτω;" τη ρώτησα κατσουφιασμένη.

"Γιατί πάνω σου πάνε καλύτερα. Τονίζονται οι γωνίες του προσώπου σου, και με το χρώμα του φορέματος, τα μάτια σου έχουν το χρώμα του καθαρού ωκεανού. Αν είναι κάτω τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, δεν θα φαίνονται τόσο" μου εξήγησε.

Ίσως να 'χει δίκιο. Θα την εμπιστευτώ, αυτή τη φορά.

"Καλά" απάντησα.

Εκείνη άρχισε να χοροπηδάει και να χτυπάει παλαμάκια χαρούμενη. Οκ..

Άρχισε να μου πλέκει τα μπροστινά μαλλιά σε μία πλεξούδα, και να συνεχίζει να πλέκει, διαγώνια όμως. Αφού έφτασε μέχρι το τέλος του μαλλιού μου, με μία κίνηση τα τύλιξε σχηματίζοντας ένα κότσο. Τέλος κατάφερε να στερεώσει τον κότσο με πολλά τσιμπιδάκια, και στο κέντρο έβαλε μία ασημένια φουρκέτα, που στην άκρη είχε ένα μικρό, αλλά εκθαμβωτικό διαμάντι. Μετά, μου φόρεσε ένα ζευγάρι διακριτικά διαμαντένια σκουλαρίκια.

"Βγάλε το κολιέ" είπε δείχνοντας το σμαραγδένιο περιδέραιο, που απέκτησα μετά το όνειρό μου στην βιβλιοθήκη.

"Γιατί να μην το φορέσω;"

"Μα καλή μου θα είσαι πολύ γεμάτη" απέρριψε την ιδέα μου κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι της.

"Εντάξει τότε" της είπα βγάζοντας παράλληλα το κολιέ. Δεν μου έβαλε κανένα άλλο κόσμημα, πέρα από τα σκουλαρίκια

Σειρά τώρα, είχε το βάψιμο. Ούτε εκεί είχε πολλά πράγματα. Δεν μου έβαλε καθόλου μάσκαρα, μια κι οι βλεφαρίδες μου, είναι ήδη πολύ πυκνές και μακριές. Το μόνο που έκανε ήταν, να προσθέσει λίγο κόκκινο κραγιόν στα χείλη μου.

"Έτοιμη!" αναφώνησε ενθουσιασμένη.

Με πήρε από το χέρι και με πήγε μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη του δωματίου. Με έβαλε μπροστά και μου είπε να κλείσω τα μάτια μου. Την άκουσα να τραβάει το πανί, αλλά παρόλαυτα δεν άνοιξα τα μάτια μου.

"Τώρα" είπε σιγανά.

Άνοιξα τα μάτια μου, κι έμεινα κοκαλωμένη. Μπροστά μου, δεν έβλεπα την συνηθισμένη Ιωάννα, αλλά μία πολύ όμορφη πριγκίπισσα. Γύρισα λίγο και παρατήρησα τα μαλλιά μου. Όπως τα είχε φτιάξει η Άνναμπελ, φαίνονταν σαν ένα ανοιχτό τριαντάφυλλο, στου οποίου το κέντρο γυάλιζε η φουρκέτα. Το φόρεμα, ήταν λες και είχε ραφτεί για εμένα, κι έπεφτε τόσο όμορφα πάνω μου.

"Είναι..."

"Υπέροχο" συμπλήρωσε η φωνή του Άγγελου. Γύρισα προς την πόρτα κι αντίκρισα τον Άγγελο με ένα μαύρο κουστούμι κι ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.

"Ευχαριστώ, κι εσύ είσαι πολύ όμορφος" ανταπέδωσα το χαμόγελο, πλησιάζοντάς τον.

Μόλις πλησίασα αρκετά, μου έτεινε το μπράτσο και μου είπε: "Πάμε δεσποινίς μου;"

"Με τα χαράς αξιότιμε κύριε!" απάντησα περνώντας το χέρι μου γύρο από το μπράτσο του. Ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Πρώτη φορά χαμογελάει έτσι, σκέφτηκα.

"Ε, τότε ας πάμε κάτω μικρή μου, μη μας περιμένουν"

Τον σκούντηξα απαλά στον ώμο "Μη με λες μικρή!" του είπα και καλά θυμωμένη.

"Ό,τι πείτε δεσποινίς" γέλασε, τρίβοντας και καλά πονεμένος τον ώμο του.

Κατέβαινα αργά την μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, που οδηγούσε στην τραπεζαρία. Ο Άγγελος μου είπε νωρίτερα, ότι θα κατέβει πιο πριν από εμένα, για να με αναγγείλει. Μου είπε μόλις θ' ακούσω το όνομά μου να κατέβω αργά την σκάλα. Με συμβούλεψε επίσης, το πρόσωπό μου να μην φανερώνει κανένα συναίσθημα. Μου είπε πως έτσι θα έμοιαζα επιβλητική, κι ίσως κέρδιζα τον σεβασμό τους. Ίσως

Όλα τα βλέμματα, ήταν καρφωμένα πάνω μου. Άλλα με θαυμασμό, άλλα μ' έκπληξη, άλλα με περηφάνια -όπως αυτό της μητέρας μου- κι άλλα με καχυποψία. Δεν ήταν πολλά άτομα, τουλάχιστον όχι τόσα όσα περίμενα: Ήταν ο Άγγελος, η Ορόρα, η Έμμα, ένα ζευγάρι μεσήλικων ανθρώπων -ή μάλλον για να είμαστε πιο ακριβείς, αγγέλων- και τέλος ένας κύριος μεγάλης ηλικίας.

Κοίταξα τον Άγγελο στο μάτια. Μου ανταπέδωσε το βλέμμα, χαρίζοντάς μου παράλληλα ένα φωτεινό χαμόγελο.

Κατέβηκα την σκάλα και μου άπλωσε το χέρι. Το κράτησα γερά στην χούφτα μου, και ένα πλατύ χαμόγελο, έκανε την εμφάνιση στο πρόσωπό μου.

Ο Άγγελος με σύστησε και σε όλους τους καλεσμένους.

Πρώτα στο ζευγάρι: "Ιωάννα από εδώ η Σάρα και ο Άνταμ." η Σάρα, είχε ανοιχτά καστανά μαλλιά κι υπέροχα σμαραγδί μάτια, ενώ ο Άνταμ, είχε κατάξανθα μαλλιά και ζαφειρένια μάτια.

"Χάρηκα για την γνωριμία" τους χαμογέλασα ζεστά. Φαίνονται καλόκαρδοι άνθρωποι.

"Κι εμείς πριγκίπισσα" είπαν κάνοντας μια υπόκλιση. Οκ, αυτό ήταν πολύ περίεργο.

Έπειτα με γνώρισε στον άλλο κύριο: '' Ιωάννα, από εδώ ο Βίκτωρ, στενός οικογενειακός φίλος" ο Βίκτωρ είχε γκρίζα θλιμμένα μάτια κι άσπρα μαλλιά, μαζί με μία αξιολάτρευτη γενειάδα!

"Χαίρομαι που σας γνωρίζω" χαμογέλασα ξανά.

"Παρομοίως δεσποινίς Ιωάννα" έκανε κι αυτός μία βαθιά υπόκλιση χαρίζοντας μου κι εκείνος ένα χαμόγελο.

"Ας περάσουμε στο τραπέζι" είπε η Ορόρα.

Λίγο πριν πάω ένιωσα ένα ρίγος στην πλάτη μου. Γύρισα προς το παράθυρο, κι είδα δύο παγωμένα μάτια να με κοιτάζουν έντονα. Το επόμενο δευτερόλεπτο είχαν εξαφανιστεί.

~Συγγνώμη πάρα μα πάρα πολύ για την τόσο μεγάλη καθυστέρηση!! Σας δίνω ένα μεγάλο κεφάλαιο, διότι το πιθανότερο είναι να επανέλθω μετά τις εξετάσεις... ελπίζω αυτό να μην σας κάνει να χάσετε το ενδιαφέρον σας :/

Σας ευχαριστώ πολύ που διαβάζεται την ιστορία μου :) Ελπίζω να σας αρέσει αυτό το κεφάλαιο!! Αν ναι σας παρακαλώ ψηφίστε και σχολιάστε!!! :D

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top