Αγγελικά μονοπάτια (11)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο

Ιωάννα

Ο Άγγελος με κοίταζε με ένα ανήσυχο βλέμμα. Φαινόταν πως είχε δίλυμα, στο αν θα μου απαντήσει ή αν θα μου πει ψέματα.

"Ιωάννα, ηρέμησε" είπε λόγο της προηγούμενης αντίδρασής μου.

Τον κοίταξα σα να είναι τρελός.

"Να ηρεμήσω; Σοβαρά; Είμαι σε ένα μέρος που δεν ξέρω, με κάποιον που γνώρισα πριν 3 μέρες, ξυπνώντας μετά από ένα περίεργο όνειρο, ενώ πιο πριν έχω λιποθυμήσει σε μία παραλία, και μου λες να ηρεμίσω;!" του φώναξα.

"Πρώτον, είσαι στο πιο ασφαλές μέρος που μπορούσες να είσαι αυτή τη στιγμή, γι' αυτό μην κάνεις σαν υστερική. Δεύτερον, μπορεί να με γνώρισες πριν 3 μέρες όπως λες, αλλά εγώ σε ξέρω πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζεις, και πίστεψέ με, δεν είμαι κανένας ανώμαλος που σε κρατάει κλειδωμένη εδώ για να σου κάνω κακό! Σκοπός μου είναι να σε προστατέψω!" είπε φαινομενικά ήρεμος, όμως η φωνή του φανέρωνε την ένταση που ένιωθε.

Κανονικά θα έπρεπε να αρχίσω να φωνάζω και να είμαι επιφυλακτική και θυμωμένη μαζί του. Όμως το ύφος του φανέρωνε τόση ειλικρίνεια, που δεν μπορούσα να αγνοήσω τα λεγόμενά του. Τον κοίταξα στα μάτια, και μόλις είδε ότι ηρέμισα, συνέχισε:

"Όσο για την λιποθυμία σου.. ευθύνομαι εγώ. Και για το όνειρό σου, ξέρω επίσης. Ήμουν εκεί, και σε βοήθησα."

Τον κοίταξα με απορία. "Μα πως γίνεται; Θέλω να πω, ναι, σε είδα στο όνειρό μου, αλλά νόμιζα πως ήταν απλά ένα όνειρο. Πως μπορεί εσύ να το ξέρεις;"

"Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, Ιωάννα"

"Τι εννοείς?" τον ρώτησα αλλά πριν μου απαντήσει, ο χτύπος της πόρτας μας διέκοψε.

Μέσα μπήκε μια γυναίκα, η οποία δεν φαινόταν πάνω από 30. Ήταν πολύ όμορφη, με άψογα χαρακτηριστικά. Τα μαλλιά της ήταν σκούρα ξανθά, σχεδόν καστανά, και φορούσε ένα βαθύ πράσινο μακρύ ως το πάτωμα, φόρεμα. Τα μάτια της δεν μπορούσα να τα δω, μια και είχε σκυμμένο το κεφάλι της. Όταν όμως τα μάτια και είδα το πρόσωπό της, πάγωσα. Ήταν σα να κοιτάζομαι στον καθρέπτη. Πέρα από τα μαλλιά ήμασταν ολόιδιες. Τα ίδια καταγάλανα μάτια, το ίδιο χλωμό πρόσωπο, τα ίδια έντονα, από φυσικού τους, κόκκινα χείλη.

Φάνηκε πως αντιλήφθηκε την ταραχή μου και αποφάσισε να μιλήσει στον Άγγελο.

" Άγγελε σε παρακαλώ, πάμε κάτω. Ας την αφήσουμε να ηρεμήσει." ο Άγγελος ένευσε σιωπηλά και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Τα βλέμμα της , προς το παρόν, άγνωστης γυναίκας, ήταν καρφωμένο επάνω μου. Θα είμαι κάτω, αν με χρειαστείς. Όταν θελήσεις, έλα να μιλήσουμε.

Τινάχτηκα. Μόλις άκουσα την φωνή της; Στο κεφάλι μου; Μα δεν μπορεί... ποια είναι;

"Ορόρα" της είπε μαλακά ο Άγγελος. Ωραία, τουλάχιστον ξέρω το όνομά της.

Απέστρεψε το βλέμμα της από εμένα, και κάνοντας μία στροφή, βγήκε από το δωμάτιο αθόρυβα. Τώρα ήταν σειρά του Άγγελου να με κοιτάξει έντονα. Όπως με κοίταζε αυτά τα τρία δευτερόλεπτα πριν κλείσει πίσω του την πόρτα, ήταν σα να ζητάει συγνώμη.

Έμεινα ξαπλωμένη στο μαλακό κρεβάτι το οποίο με είχαν τοποθετήσει, κι άρχισα να παρατηρώ το δωμάτιο.

Ήταν απλά τεράστιο. Οι τέσσερεις τοίχοι. ήταν περασμένοι με μία σκούρα μοβ ταπετσαρία, στην οποία υπήρχαν αμέτρητα κλαδιά με μικροσκοπικά μαύρα τριαντάφυλλα. Τα μαύρα σχέδια αυτά, συνέχιζαν κατά μήκος το τοίχου μέχρι το παράθυρο που απλώνονταν μπροστά μου. Τι παράθυρο δηλαδή... ολόκληρος ο τοίχος μπροστά μου, ήταν μόνο από γυαλί.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Πως δεν είχα παρατηρήσει πιο πριν αυτόν τον τοίχο; Μάλλον από την ταραχή μου, σκέφτηκα. Σταμάτησα μπροστά από τον γυάλινο τοίχο κι η ανάσα μου κόπηκε.

Το δωμάτιό μου πρέπει να ήταν πολύ ψηλά! Υπερβολικά, θα έλεγα. Από κάτω μου απλώνονταν μία τεράστια έκταση από καταπράσινα δέντρα. Το πιο περίεργο όμως, ήταν ότι μέσα στα δέντρα υπήρχαν σπίτια! Απίστευτο!

Έσυρα το βλέμμα μου στον πράσινο αυτό παράδεισο, όταν κάτι χρωματιστό τράβηξε την προσοχή μου. Γύρισα το σώμα μου έτσι ώστε να μπορώ να δω καλύτερα, και τέντωσα τον λαιμό μου για να δω καλύτερα. Ήταν ένας κήπος. Φαινότανε ελάχιστα, πίσω από την γωνία του κάστρου. Κάστρου; Μα που στο καλό είμαι;

Τις σκέψεις μου διέκοψε ένας συριστός ήχος. Γύρισα απότομα το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση που ακούστηκε ο θόρυβος, στην πόρτα του δωματίου μου.

Εκεί είδα ένα διπλωμένο χαρτί κάτω από την σχισμή της πόρτας. Περπάτησα βιαστικά προς τα εκεί κι άρπαξα το χαρτί από κάτω.

Μπορώ να περάσω;

Έλεγε. Μια απορημένη έκφραση σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου. Έπιασα το χερούλι, κι άνοιξα απότομα την πόρτα. Μπροστά μου εμφανίστηκε ένας χαμογελαστός Άγγελος. Σήκωσα το χαρτί και το κράτησα δίπλα από το κεφάλι μου.

"Σοβαρά;" του είπα ειρωνικά, διατηρώντας παράλληλα την απορημένη μου έκφραση.

"Είπα να κάνω μια πλάκα, έτσι για να ελαφρύνω το κλίμα βρε μικρή"

"Ω, έλα τώρα! Μη με λες μικρή!" είπα κατσουφιάζοντας, σαν 5 χρονών παιδάκι, με αποτέλεσμα ο Άγγελος να ξεσπάσει σε γέλια. Τον κοίταξα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το χαμόγελό μου.

Ενώ κανονικά θα έπρεπε να είμαι θυμωμένη ή μάλλον, επιφυλακτική μαζί του, δεν είμαι. Για ένα περίεργο λόγο νιώθω πως ανήκω εδώ, στο κάστρο.

Μόλις ο Άγγελος σταμάτησε το γέλιο του, αποφάσισε να μιλήσει. "Καλά θα το δούμε αυτό. Τώρα θα με αφήσεις να μπω μέσα ή θα περιμένω για πολύ απ' έξω;" ρώτησε ανασηκώνοντας τα φρύδια του, ενώ χαμογελούσε, ακόμα.

Στριφογύρισα τις κόρες των ματιών μου και του έπιασα τον καρπό.

"Πφφ έλα μέσα" του είπα τραβώντας τον προς το καθιστικό. Ναι, καλά ακούσατε, το δωμάτιο έχει μέσα κι ένα μίνι σαλόνι. Τέλειο;

"Λοιπόν πως σου φαίνεται το δωμάτιο;" με ρώτησε, κοιτάζοντας έξω από τον γύαλινο τοίχο.

"Εμ είναι πολύ ωραίο. Είναι πραγματικά τεράστιο! Θα μου πάρει καιρό να το συνηθίσω." απάντησα, έχοντας στρέψει κι εγώ πλέον την προσοχή μου στο.. παράθυρο.

"Χάχα, η αλήθεια είναι πως είναι λίγο μεγάλο"

"Λίγο; Με δουλεύεις; Είναι σαν να έχω ένα ολόκληρο σπίτι! Το μόνο που λείπει είναι η κουζίνα!" είπα σαν υστερική, γελώντας.

Γέλασε κι αυτός μαζί μου. Κι έτσι για λίγη ώρα, μείναμε χωρίς να μιλάμε. Καθόμασταν απλά και κοιτάζαμε το μαγευτικό θέαμα που απλώνονταν από το παράθυρο.

Κάποια στιγμή, γύρισα και τον κοίταξα, μην αντέχοντας άλλο να κρατήσω την ερώτηση που με βασανίζει από την στιγμή που ξύπνησα σε αυτό το δωμάτιο.

"Άγγελε.. τι γυρεύω εγώ εδώ;"

Έστρεψε κι αυτός το πρόσωπό του και τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου.

"Λυπάμαι μικρή... αλλά δεν μπορώ να σου πω"

"Γιατί όχι;"

"Αυτά πρέπει να τα συζητήσεις με την Ορόρα. Αυτό μου ζήτησε, και δεν μπορώ να την παρακούσω. Όσο και να θέλω να σου εξηγήσω... γιατί πραγματικά αξίζεις μια απάντηση σε όλα σου τα ερωτήματα. Μόνο ένα θα σου πω Ιωάννα.." είπε και τα μάτια του με κοίταζαν με τόση ένταση, που ένιωθα πως μπορούσε να διαβάσει την ψυχή μου " είσαι ξεχωριστή. Πάντα ήσουν. Όλες αυτές τις νύχτες, που καθόσουν και σκεπτόσουν, γιατί δεν είσαι σαν τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας σου, γιατί σε μαγνήτιζε το μυστήριο.. εγώ ήμουν εκεί και σε έβλεπα. Ήμουν πάντα δίπλα σου. Να το ξέρεις αυτό. "

Πλέον είχε πλησιάσει πολύ κοντά μου, τόσο που ένιωθα την ανάσα του στο πρόσωπό μου. Έπιασε τα μάγουλά μου με τα δύο του χέρια και με του αντίχειρές του τα χάιδεψε απαλά. Έκλεισα τα μάτια του, κι έμεινα ακίνητη, απολαμβάνοντας το χάδι του. Μετά από λίγο ένιωσα τα χείλη του στο κούτελό μου.

Όταν απομακρύνθηκε, άνοιξα τα μάτια μου και δεν υπήρχε πια στο δωμάτιο. Μα πως εξαφανίστηκε, τόσο γρήγορα; Υποθέτω θα μου το εξηγήσει αυτό η Ορόρα, μαζί με τα υπόλοιπα. Πφφ, βαρέθηκα με όλα αυτά τα μυστικά, που κανείς δεν είναι πρόθυμος να μου απαντήσει.

Πηγαίνοντας προς το κρεβάτι μου, παρατήρησα άλλο ένα χαρτί πεσμένο στο πάτωμα, δίπλα από το πόδι του κρεβατιού.

Ξέχασα να σου πω. Ο κήπος που κοίταζες πριν, βρίσκεται μετά την βιβλιοθήκη του παλατιού. Ρώτα κάποιον υπηρέτη και θα το βρεις πανεύκολα :)

Α.

Χαμογέλασα, και κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου. Αυτός ο άνθρωπος, θα με τρελάνει. Πότε το άφησε αυτό στο πάτωμα; Και πως ήξερε ότι κοιτάω τον κήπο, αφού δεν ήταν στο δωμάτιό μου;

Το κεφάλι μου γέμιζε συνέχεια από τέτοιες ερωτήσεις, και χωρίς να βρίσκω απάντηση σε καμία από αυτές, αποφάσισα πως πρέπει να χαλαρώσω. Θα πάω στον κήπο.

Πρώτα όμως, ελέγχω τα ρούχα μου. Φοράω ακόμα το σκούρο μοβ φόρεμά μου, με τις μαύρες μπαλαρίνες, το βραχιόλι με τους 13 θησαυρούς και το κολιέ με το κλειδί. Τελικά αποφάσισα να μην φορέσω το κολιέ. Δεν θέλω να το χάσω, είναι το αγαπημένο μου. Τα αντικατέστησα λοιπόν, με μία μαύρη αλυσίδα, από την οποία κρέμεται ένα μαύρο φτερό αγγέλου. Από πάνω φόρεσα το μαύρο δερμάτινο μπουφάν μου κι ήμουν έτοιμη. Ξέρω, πολύ μαύρο.. αλλά τι να κάνουμε, το λατρεύω!

Ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου, κι ένας τεράστιος διάδρομος απλώνεται μπροστά μου. Το πάτωμα είναι στρωμένο με ένα κόκκινο βελούδινο χαλί, στο χρώμα του αίματος. Οι τοίχοι είναι ντυμένοι με κρεμ ταπετσαρία, πάνω στην οποία υπάρχουν βελούδινα σπειροειδή σχέδια, στο ίδιο χρώμα.

Περπατάω κατά μήκος του διαδρόμου, απολαμβάνοντας την πολυτέλεια του κάστρου. Την διαδρομή μου διακόπτει μία τεράστια μαρμάρινη σκάλα με ολόχρυση κουπαστή. Το σκαλιά είναι τόσο καλοσχεδιασμένα και καθαρά, και μοιάζουν το εύθραυστα, όσο και το φτερό μιας πεταλούδας.

Κατεβαίνω στα σκαλιά, με προσοχή, κι αισθάνομαι σαν πριγκίπισσα. Στο τέλος της σκάλας βρίσκετε μια κυρία, ντυμένη με στολή υπηρέτριας, και καθαρίζει τα έπιπλα, πέρα από την σκάλα. Άλλο ένα σαλόνι.

"Εμ, συγγνώμη" λέω ευγενικά, με απαλό τόνο, σε περίπτωση που δεν με έχει αντιληφθεί.

Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου, χαρίζοντας μου ένα χαμόγελο.

"Ω! Καλησπέρα δεσποινίς Ιωάννα. Σας περίμενα. Ελάτε, θα σας οδηγήσω μέχρι τον κήπο" είπε, συνεχίζοντας να μου χαμογελάει.

"Μα.. πως το ξέρατε;" ρώτησα αργά, προσπαθώντας να μην φρικάρω.

Εκείνη απλά μου χαμογέλασε στραβά και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω.

Στον δρόμο μας για τον κήπο, ενώ ο διάδρομος ήταν ίδιος, άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται και μερικά πορτραίτα. Άλλοτε γυναικών κι άλλοτε αντρών. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όλοι ήταν σε νεαρή ηλικία, κοντά στα 20, κι όλοι είχαν αυτό το περίεργο γαλάζιο χρώμα στα μάτια τους.

Το ίδιο χρώμα μεένα. Το ίδιο χρώμα με την Ορόρα.

"Λοιπόν, φτάσαμε" η φωνή της κυρίας μπροστά μου, με έβγαλε βίαια από τις σκέψεις μου.

"Ευχαριστώ πολύ, εμ ..." δεν ήξερα πως να την αποκαλέσω..

"Άλις" απάντησε.

"Και πάλι ευχαριστώ"

Μου χαμογέλασε, και μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, είχε εξαφανιστεί. Ουάου!

Μπροστά μου, υψώνονταν μία τεράστια ξύλινη πόρτα. Μόλις την άνοιξα, βρέθηκα μπροστά σε ένα απίστευτο θέαμα. Ο κήπος χωρίζονταν στη μέση από ένα πέτρινο μονοπάτι, το οποίο είχε διακλαδώσεις σε κάθε γωνιά του κήπου. Δέντρα κάθε είδους και αμέτρητα πολύχρωμα λουλούδια.

Προχώρησα ευθεία, πάνω στο μονοπάτι, και σε κάθε μου βήμα, αισθανόμουν πως ο κήπος ομόρφαινε, όλο και περισσότερο. Ο κήπος ήταν τεράστιος, έτσι, έπαιρνα διάφορες κατευθύνσεις, μέχρι που είχα μπει αρκετά βαθιά, έτσι ώστε το περιβάλλον να θυμίζει δάσος, πλέον.

Μετά από αρκετά λεπτά περίπατο, είδα μια ιτιά. Μόλις έφτασα, έμεινα να την θαυμάζω σαν χάνος. Τα φύλλα της ήταν τόσο μακριά που ακούμπαγαν μέχρι το καταπράσινο γρασίδι. Το θέαμα όμως, ήταν ακόμα πιο μαγευτικό όταν πήγα κάτω από την ιτιά. Κοιτώντας προς τα επάνω, είχα την αίσθηση πως είχα μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα παράδεισο. Οι ακτίνες του ήλιου ίσα που τρύπωναν μέσα από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, δημιουργώντας έτσι ένα προστατευτικό πέπλο γύρο μου, μακριά από κάθε πρόβλημα ή ανησυχία με βασάνιζε.

Ξάπλωσα στη χλόη και κοιτούσα συνεπαρμένη προς την πλευρά του ουρανού. Μπορεί να μην τον έβλεπα, λόγο των κλαδιών, αλλά τον ένιωθα.

Έκλεισα τα μάτια μου για ν' απολαύσω την ηρεμία και την γαλήνη μου πρόσφερε αυτό το μέρος.

Αλλά δεν το χάρηκα για πολύ. Μια βαθιά, αντρική φωνή με έκανε να σηκωθώ απότομα από την αγκαλιά του γρασιδιού, για να δω μπροστά μου ένα ζευγάρι άγνωστα μάτια στο χρώμα του πάγου να με κοιτάνε εξονυχιστικά.

"Ώστε εσύ είσαι η περιβόητη Ιωάννα... για την οποία τα πάντα έχουν αλλάξει. Και είναι αλήθεια.. είσαι εδώ."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top