Αγγελικά μονοπάτια (10)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο

Άγγελος

Η Ορόρα είχε μείνει να με κοιτάει με το στόμα ανοιχτό, και τα μάτια γουρλωμένα. Αμφιβάλλω, αν αντιλήφθηκε καν ότι της έπεσαν τα χαρτιά, από τα χέρια.

"Τι στο καλό θέλει αυτή εδώ;" με ρώτησε, και η φωνή της ίσα που ακούστηκε. Τέτοιο ήταν το σοκ της.

"Να, είχαμε κάποιες.. χμ επιπλοκές"

"Επιπλοκές;! Σοβαρά Άγγελε; Δεν έπρεπε να την φέρεις εδώ! Όχι ακόμα" είπε σαν υστερική. Είμαι σίγουρος, πως αν δεν ήμουν υπεύθυνος για την Ιωάννα, τότε θα με είχε σκοτώσει.

"Ορόρα! Πριν πάθεις υστερία , αν δεν έχεις ήδη πάθει, πρέπει να μάθεις το λόγο που είναι εδώ. Πριν όμως σου εξηγήσω, πρέπει να την βοηθήσουμε" της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.

"Τι..τι έπαθε;" είπε με τρεμάμενη φωνή.

"Πρέπει να την θεραπεύσεις. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Γι αυτό την έφερα εδώ."

"Όταν λες σοβαρά... πόσο σοβαρά εννοείς;"

"Βρέθηκε ανάμεσα στη μάχη μεταξύ εμένα και της Ζακλίν. Μην παίρνεις αυτό το βλέμμα, ήταν διανοητική μάχη, όχι σώμα με σώμα. Δεν άντεξε όμως την ενέργεια που προκαλέσαμε. Ξέρεις καλά ότι είναι αδύνατον για τους θνητούς να αντέξουν μια έντονη διαμάχη μεταξύ αγγέλων και σκοτεινών αγγέλων, έστω και διανοητική. Και πίστεψέ με, τα πράγματα ήταν πολύ έντονα."

"Το θνητή δεν το σχολιάζω την προκειμένη στιγμή," είπε με το φρύδι σηκωμένο, "τέλος πάντων τώρα, πάμε στο δωμάτιο της να την βοηθήσω" είπε πιο ήρεμα απ' ότι φανταζόμουν.

Προχώρησε μπροστά, αλλά περνώντας από δίπλα μας σταμάτησε. Κοίταξε την Ιωάννα, που κοιμόταν ήρεμα στην αγκαλιά μου, κι άπλωσε το χέρι της. Την χάιδεψε το μάγουλο και το πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένο με ένα αχνό, στοργικό χαμόγελο.

"Μικρή μου.." ψιθύρισε.

Κι ύστερα από λίγο, αφήνοντάς της ένα φιλί στο κεφάλι, έγινε η γνωστή σε όλους μας Ορόρα. Ψυχρή κι απόμακρη.

"Είναι καλά τώρα. Πήγαινέ την στο δωμάτιό της, κι άσε την να ξεκουραστεί. Θα ξυπνήσει σε περίπου 2 ώρες, ίσως και παραπάνω. Μείνε μαζί της να την προσέχεις, δεν θέλω να ξυπνήσει και να είναι μόνη της σε ένα άγνωστο ακόμα μέρος γι αυτήν".

"Μάλιστα κυρία"

Γύρισα να φύγω, όμως η φωνή της με σταμάτησε.

"Ευχαριστώ... για όλα" είπε.

Εγώ δεν απάντησα, μόνο έγνεψα καταφατικά. Την είδα ν' απομακρύνεται, με το σμαραγδί της φόρεμα να σέρνεται στο πάτωμα και τα σκούρα ξανθά μαλλιά της να πέφτουν σε μπούκλες απαλά μέχρι την μέση της. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στον κήπο. Από τον τρόπο που έκλεισε πίσω την η πόρτα, κατάλαβα πως είναι αρκετά ταραγμένη.

Ανέβασα την Ιωάννα στο δωμάτιό της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μπορεί η έκφραση του προσώπου της να φαινόταν γαλήνιο, όμως εγώ ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Καθώς πήγα να την αφήσω στο κρεββάτι της, έπιασε με δύναμη το μανίκι του πουκαμίσου μου κι έβγαλε μία κραυγή. Όμως δεν ήταν κραυγή πόνου, ήταν κραυγή αγωνίας, φόβου, απόγνωσης.

Το πήρα απόφαση λοιπόν. Θα την επισκεφτώ στα όνειρά της.

~~~

Βρίσκομαι σε ένα σκοτεινό γκρίζο τόπο. Ο ουρανός είναι μαύρος, χωρίς αστέρια. Το έδαφος είναι γκρι και παντού υπάρχουν ρωγμές. Τα δέντρα, έχουν χάσει κάθε χρώμα και στέκονται γυμνά κι άκομψα διάσπαρτα στον χώρο.

Και στη μέση αυτού του τοπίου, η Ιωάννα.

Μια Ιωάννα.. διαφορετική. Έχει αγκαλιάσει τα γόνατά της και το κεφάλι της είναι σκυμμένο, πάνω τους. Τα μαλλιά της καλύπτουν τα μάτια της και ταιριάζουν απόλυτα με το υπόλοιπο τοπίο, λόγο του εβένινου χρώματός τους. Φοράει ένα άσπρο φόρεμα το οποίο όμως φαίνεται γκρι από τη βρωμιά. Η πορσελάνινη επιδερμίδα της είναι ταλαιπωρημένη.

Την πλησιάζω πιο πολύ. Ακούω τους λυγμούς της, και βλέπω τους ώμους της να τραντάζονται από το κλάμα. Και τότε κοιτάει τον μαύρο ουρανό και βγάζει άλλη μία κραυγή. Τα καταγάλανα μάτια της, δεν έχουν πια ίχνος πράσινου. Λάμπουν μέσα στο σκοτάδι που μας περιβάλλει.

Ύστερα όμως, ξαναθάβει το κεφάλι της στα γόνατά της. Και μένει ακίνητη. Δεν ακούω πια λυγμούς, και το σώμα της δεν κουνιέται καθόλου, παραμένει άκαμπτο.

Γονατίζω μπροστά της και την ακουμπάω στον ώμο.

"Ιωάννα;" ψιθυρίζω.

Καμία απάντηση. Καμία κίνηση. Μία κίνηση πίσω της μου αποσπά την προσοχή. Ω όχι.

Ακριβώς από πίσω της στέκεται ο Όρεν. Η Ιωάννα αρχίζει ξανά να κλαίει, όσο ο Όρεν πλησιάζει. Την κοιτάει με τα κατάμαυρα μάτια του, κι η Ιωάννα ουρλιάζει ξανά. Προσπαθεί να κουνηθεί μα δεν μπορεί, όχι όσο την κοιτάει. Άλλο ένα ουρλιαχτό ξεφεύγει από την Ιωάννα.

"Φύγε! Άφησέ την ήσυχη!" φώναξα.

Ο Όρεν χάλασε χαιρέκακα κι άρχισε να πλησιάζει.

"Ιωάννα μόνο εσύ μπορείς να τον αντιμετωπίσεις."

Καμία απάντηση.

"Είναι το δικό σου όνειρο. Εσύ είσαι αφέντρα του εαυτού σου. Εσύ ελέγχεις τα πάντα σε αυτό το μέρος. Εσύ.  Όχι αυτός."

Και πάλι, καμία απάντηση.

"Ιωάννα! Μπορείς, μπορείς να κάνεις τα πάντα αν το πιστέψεις. Είσαι πιο δυνατή απ' όσο νομίζει, απ' όσο νομίζεις. Μπορείς να τον διώξεις. Θα τα καταφέρεις. Σε εμπιστεύομαι."

Απ' ότι φαίνεται όμως, είναι πολύ αργά. Ο Όρεν είναι πίσω της σε απόσταση αναπνοής. Πάει να ακουμπήσει το κεφάλι της όμως δεν πρόλαβε.

Η Ιωάννα ένα χιλιοστό πριν ακουμπήσει το κεφάλι της και την πάρει μαζί του για πάντα, αντέδρασε. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια. Τα δικά της ήταν υπερβολικά φωτεινά και μέσα τους υπήρχε ένα νέο συναίσθημα: Οργή.

Την ακούμπησε ανεπαίσθητα και τότε η Ιωάννα πετάχτηκε όρθια κάνοντας μία στροφή και γύρισε να τον κοιτάξει κατάματα. Όπως γύρισε, προκάλεσε τόσο αέρα, που ο Όρεν πετάχτηκε λίγα μέτρα πιο πίσω, όπως κι εγώ.

Άρχισε να πλησιάζει τον Όρεν, Ο οποίος την κοιτούσε με απορία, που μετατράπηκε σε θυμό. Το φόρεμα της Ιωάννας σε κάθε της βήμα γινόταν όλο και πιο λευκό. Όπου πατούσε εμφανίζονταν κόκκινα τριαντάφυλλά, στο χρώμα του αίματος.

"Όσο και να προσπαθείς δεν θα με νικήσεις, εγώ πάντα θα είμαι έτοιμη να σε κατατροπώσω" του είπε τόσο απειλητικά που ανατρίχιασα.

Γύρο από το σώμα της, η λάμψη της γίνονταν όλο και πιο έντονη.

"Αν με ξαναπλησιάσεις θα σε στείλω στη κόλαση μαζί με αυτόν τον δαίμονα, που είχες στείλει. Και τώρα εξαφανίσου! " Φώναξε και μία δίνη αέρα έδιωξε τον Όρεν μακριά.

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Οι σταγόνες που έπεφταν από τον ουρανό ήταν σαν να έκρυβαν μέσα τους κάτι το οποίο όπου ακουμπούσε πρόσφερε χρώμα.

Τα πάντα γύρω μου άλλαξαν. Ο ουρανός ήταν πλέον καταγάλανος, το έδαφος καλύπτονταν από καταπράσινο χορτάρι, τα δέντρα είχαν φύλλα σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και η ατμόσφαιρα δεν μύριζε στάχτη, αλλά άρωμα λουλουδιών, από τα τριαντάφυλλα που είχε δημιουργήσει η Ιωάννα.

Η Ιωάννα... μα πως θυμόταν τον δαίμονα; Στ' αλήθεια τον θυμόταν ή μιλούσε το υποσυνείδητο της;  Αυτό υποθέτω θα το ανακαλύψω αργότερα.

"Ευχαριστώ" άκουσα την Ιωάννα να λέει πίσω μου.

Γύρισα κι έμεινα άναυδος. Ήταν πανέμορφη. Η δέρμα της είχε ξανά την πολύ άσπρη απόχρωση που έχει συνήθως κι όχι αυτή την γκρίζα που είχε πριν, και το φόρεμά της ήταν σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο. Το πραγματικά εκθαμβωτικό στοιχείο πάνω της όμως, ήταν τα μάτια της. Είχαν το λαμπερό χρώμα που είχαν όταν μίλαγε στον Όρεν.

Πήγα και την αγκάλιασα.

"Είσαι καλά;" της είπα ανήσυχος.  Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια.

"Φοβήθηκα,  Άγγελε. Φοβήθηκα πολύ" είπε και στην ανάμνηση των όσων είχαν συμβεί, βούρκωσε. Βλέποντας την έτσι την τράβηξα πιο πολύ στην αγκαλία μου, και την άφησα να κλάψει.

"Σςς ησύχασε μικρή μου. Δεν θα ξανάρθει. Αλλά ακόμα κι αν το κάνει, θα είμαι πάντα εδώ να σε προστατεύω" είπα και την φίλησα στο κεφάλι.

Κάθισα μαζί της για λίγο, και της έκανα παρέα. Της είπα πως έπρεπε να φύγω και αν και κατσούφιασε στην αρχή, με αποτέλεσμα να γελάσω, το δέχτηκε.

Έκλεισα τα μάτια και μετά από λίγο, ανοίγοντάς τα βρέθηκα στο δωμάτιό της. Κοίταξα πρώτα το ρολόι στον τοίχο και είδα ότι είχαν περάσει παραπάνω από 2 ώρες. Μετά από λίγο κοίταξα την Ιωάννα.

Η οποία είχε ξυπνήσει για τα καλά και κοίταζε τον χώρο στον οποίο βρισκόταν. Μόλις το βλέμμα της έπεσε πάνω μου, γούρλωσε τα μάτια και με ρώτησε θυμωμένη:

"Που στο διάολο είμαι;!"

Ωχ! Τι της λέμε τώρα;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top