Αγγελικά Μονοπάτια (16)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο

2 μήνες μετά.

Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν ρυθμικά από τον μολυβένιο ουρανό, δημιουργώντας το δικό τους ξεχωριστό τραγούδι. Η υγρασία ήταν αισθητή ακόμα και μέσα στο δωμάτιο μου, ενώ η χαρακτηριστική μυρωδιά της βροχής, διείσδυσε ευχάριστα στα ρουθούνια μου.

Τεντώθηκα και πέταξα τις κουβέρτες από πάνω μου. Κατέβασα σιγά σιγά τις πατούσες μου, περιμένοντας το κρύο πάτωμα να με κάνει να ανατριχιάσω. Μια αίσθηση που δεν ήρθε ποτέ, διότι πολύ απλά το πάτωμα ήταν καλυμμένο από μια μπορντό μοκέτα.

Περπατώντας τεμπέλικα, έφτασα μέχρι το μπάνιο. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, κι αντίκρισα την ίδια συνηθισμένη 17 κοπέλα που έβλεπα τόσα χρόνια· με μια διάφορα. Φαινόμουν σαν.. σαν να μεγάλωσα απότομα. Τα μάτια μου δεν είχαν την ίδια ζωντάνια με παλιότερα και τα μαλλιά μου φαίνονταν ξερά.

Αναστέναξα απογοητευμένη με την όψη μου. Έπρεπε να ανακτήσω την ζωντάνια μου. Κι αυτό ήταν καθαρά στο χέρι μου.

Γέμισα την μπανιερά με ζεστό νερό κι έριξα αρκετό από το αφρόλουτρο με άρωμα καρύδα.

Μπήκα αργά στην μπανιερά, κι έγειρα προς τα πίσω ξαπλώνοντας. Η αίσθηση του νερού ήταν τόσο χαλαρωτική, που αντανακλαστικά έκλεισα τα μάτια μου κι άφησα μια ανάσα που δεν είχα ιδέα ότι κρατούσα.

Έχοντας ακόμη κλειστά τα μάτια, στο μυαλό μου ήρθε απρόσκλητα, μετά από τόσο καιρό, εκείνος ο άντρας από το όνειρο μου. Μου είχε δώσει εκείνο το παλιό χαρτί, με εκείνες τις 4 γραμμές, που ήταν αρκετές για να με τρομάξουν. Εννοώ η ίδια η ύπαρξη αυτού του αγνώστου άντρα με τρόμαζε.

Θυμήθηκα στιγμιαία την αίσθηση των χειλιών του πάνω στο δέρμα μου, κι ανατρίχιασα. Γιατί το είχε κάνει αυτό; Προσπαθούσε να με τρομάξει; Ή μήπως ήταν όλα της φαντασίας μου;

Μα τι λες; Και τότε πως εξηγείς το χαρτί; Αν ήταν όλα ένα όνειρο, τότε δεν θα είχες ένα κομμάτι της "φαντασίας" σου. Πρέπει να δεις πέρα από το κανονικό, πέρα από αυτά που ξέρεις και σου λένε. Ξύπνα Ιωάννα!

Μου φώναξε το υποσυνείδητο μου. Κι είχε δίκιο. Δεν μπορεί όλα αυτά να τα φαντάστηκα.

Το χαρτί με το που το διάβασα, το έσκισα και το πέταξα. Παρόλαυτα, θυμάμαι καθαρά τι έλεγε. Και δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει.

Αυτούς τους δυο μήνες έβλεπα τις μέρες να περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κι εμένα θεατή να παρακολουθεί τον κόσμο χωρίς να κάνει τίποτα. Απέφευγα συστηματικά τον Άγγελο, κι οτιδήποτε είχε να κάνει με 'καινούργιες αποκαλύψεις', και φυσικά την Ορόρα.

Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μιλούσα ήταν η Άνναμπελ. Δεν έκανε ερωτήσεις για το τι μου συνέβαινε, κι αυτό με ανακούφισε. Έφτασα στο σημείο να περνάω ώρες, ατέλειωτες ώρες, εξιστορώντας της τα παιδικά μου χρόνια, μιλώντας της για τους φίλους μου, την οικογένεια μου· που μάλλον δε θα ξανάβλεπα ποτέ.

Έμαθα και την δικιά της ιστορία. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι κάποτε ήταν κι εκείνη πριγκίπισσα, αλλά στο βασίλειο των ανθρώπων. Έπειτα από ένα δυστύχημα, έμεινε ορφανή, και την διώξανε από την χώρα της· αυτό όμως συνέβη πολύ, πολύ παλιά όπως μου εξήγησε. Μου είπε ότι την βρήκε η Ορόρα και την πήρε μαζί της εδώ, στο βασίλειο των αγγέλων.

Άρα όπως καταλάβατε δεν είναι άγγελος· είναι άνθρωπος.

Η πρώτη μου απορία όταν το διαπίστωσα, ήταν πως και δεν έχει γεράσει καθόλου, αφού έχουν περάσει αιώνες από την άφιξη της. Κι απάντηση ήταν πολύ απλή: στο βασίλειο των αγγέλων όλοι είναι αθάνατοι.

Ένα χτύπημα στην πόρτα με κάνει να βγω απότομα από τις σκέψεις μου.

"Ιωάννα; Ιωάννα; Είσαι μέσα;" Άκουσα την ανήσυχη φωνή της Άνναμπελ.

"Ναι! Περίμενε, έρχομαι!" Την άκουσα να απομακρύνεται και βγήκα βιάστηκα από την μπανιερά. Πήρα την πράσινη πετσέτα που κρέμονταν πίσω από την πόρτα, και την τύλιξα σφικτά γύρο μου. Έπιασα τα μαλλιά μου σε μια σφικτή αλογοουρά και βγήκα.

Στο δωμάτιο με περίμενε μια κι ανήσυχη Άνναμπελ κι ένας θυμωμένος Άγγελος. Κι εγώ ήμουν με την μικροσκοπική πετσέτα του μπάνιου. Γαμώτο!

"Ε.. εμ... Καλημέρα;" Είπα αμήχανα.

"Καλημέρα; Είσαι σοβαρή; Σου χτυπάω την πόρτα εδώ και μισή ώρα Ιωάννα! Ακόμη κι ο Άγγελος ξύπνησε, από τις φωνές μου! Νόμιζα ότι έπαθες κάτι!" Μου λέει θυμωμένα η Άνναμπελ. Είναι κάπως αστείο να την βλέπω να με μαλώνει εφόσον δεν μοιάζει να είναι πάνω από 25. Θα μπορούσε να είναι αδελφή μου και φέρεται σα να είναι η μητέρα μου!

Γυρίζω προς τον Άγγελο και τον βλέπω να παρατηρεί τα πόδια μου. Ανεβάζει σιγά σιγά το βλέμμα του και τα μάτια του συναντιούνται με τα δικά μου. Με κοιτάει τόσο έντονα στα μάτια. Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου, και θυμώνω με τον εαυτό μου που για ακόμη μια φορά κοκκίνισε σε ακατάλληλη στιγμή. Κι εκνευρίζομαι που το πονηρό χαμόγελο του Άγγελου δεν λέει να εξαφανιστεί από το πρόσωπο του.

Σκύβω το κεφάλι μου προσπαθώντας να κρύψω το κοκκίνισμα μου. Δεν νομίζω ότι τα κατάφερα. Κι αν κρίνω από το πνιχτό γελάκι που ξέφυγε από τον Άγγελο.. όχι, δεν τα κατάφερα.

Όταν θεωρώ πως το πρόσωπο μου δεν μοιάζει με φράουλα, σηκώνω το κεφαλι μου για να μείνω έκπληκτη. Ξανά, μέσα σε δυο μέρες.

Η Άνναμπελ, έχει εξαφανιστεί.

Ξεροκατάπια ηχηρά κι έστρεψα την προσοχή μου στον Άγγελο.

"Εχμ.. ε μπορείς να πας λίγο έξω, σε παρακαλώ;" δεν τον κοίταζα στα μάτια. Ήξερα ότι ήταν θυμωμένος μαζί μου, λόγο της συμπεριφοράς μου τους 2 τελευταίους μήνες. Κι είχε δίκιο.

"Κοίτα με στα μάτια Ιωάννα." είπε με ήρεμο, αλλά σύναμμα κι απαιτητικό τόνο. Τα μάτια μου όμως έμειναν καρφωμένα πεισματικά στο πάτωμα, διότι ήξερα ότι αν τον κοιτάξω ,με όλη αυτή την συναισθηματική φόρτιση που έχω μαζέψει μέσα μου τόσο καιρό, θα ξεσπάσω σε κλάματα. Και δε θα επέτρεπα σε κανέναν να με δει σε μια αδύναμη στιγμή.

Τον ένιωσα να πλησιάζει και το σώμα μου τεντώθηκε. Σταμάτησε λίγα εκατοστά μπροστά μου, κι εγώ ακόμη εκεί, στεκόμουν παγωμένη, ανίκανη να κάνω το οτιδήποτε.

"Τι είναι αυτό που φοβάσαι τόσο; Γιατί με αποφεύγεις τόσο καιρό;" το παράπονο στη φωνή του με σκότωνε.

"Δε.. δε σε αποφεύγω" απάντησα βλακωδώς.

"Ιωάννα, κρύβεσαι από μένα. Εντάξει, αλλά σε παρακαλώ, μη κρύβεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό."

Δεν είπα τίποτα. Είχε απόλυτο δίκιο. Ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια μου, και κύλισε αργά το μάγουλο μου, κάνοντας με να ανατριχιάσω στην αίσθηση του. Δεν έχω συνηθίσει να κλαίω, αλλά ξέρω ότι όταν ένα δάκρυ μου ξεφύγει, είναι αδύνατον να συγκρατήσω τα υπόλοιπα. Είναι σαν ένας ορμητικός χείμαρρος συναισθημάτων. Αναπάντεχος, έντονος. Έπρεπε να φύγω από 'κει.

Άφησα έναν τρεμουλιαστό αναστεναγμό. Άλλο ένα σημάδι της ''καταιγίδας'' που έρχονταν.

"Σε παρακαλώ, φύγε." άλλο ένα δάκρυ κύλησε. Γαμώτο, πρέπει να σταματήσω.

"Ιωάννα κλαις;" η ανησυχία είχε πλημμυρίσει την φωνή του, κι αμέσως, προσπάθησε με τα ακροδάχτυλα του να σηκώσει το πιγούνι μου για να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη ήξερε.

Τραβηχτικά πίσω κρατώντας το κεφάλι μου χαμηλά. Τα μαλλιά μου, σαν κουρτίνες, εμπόδιζαν τον Άγγελο να δει το πρόσωπο μου, άλλα αντίθετα, εγώ μπορούσα να δω τα πάντα. Και το πονεμένο ύφος που πηρέ όταν απομακρύνθηκα απλά με σκότωνε.

"Γιατί το κανείς αυτό; Νόμιζα ότι ήμασταν... ότι ήμασταν φίλοι!"

"Είμαστε! Είμαστε φίλοι!"

"Δεν φαίνεται Ιωάννα! Γιατί δεν με εμπιστεύεσαι;!"

"Σε εμπιστεύομαι! Άλλα είναι τόσο δύσκολο όλο αυτό για μένα Άγγελε. Από τη μέρα που μου είπες κάποια πράγματα για το είδος μας, έχω απλά φρικάρει! Συνειδητοποίησα τη σοβαρότητα της κατάστασης, το βάρος και μόνο της ύπαρξης μου! Από τη μια στιγμή στην άλλη μου ανατρέπετε τα πάντα, και περιμένεις να είμαι εντάξει; Γιατί δεν είμαι!"

Δυο μήνες τώρα κρατάω τα πάντα μέσα μου, καλά κλειδωμένα. Και τώρα το ξέσπασμα μου βγήκε ορμητικό κι έντονο.

"Δεν είσαι η μόνη που φοβάται Ιωάννα! Κι έμενα μου συνέβησαν ανατροπές όσο καιρό είσαι άδω! Έκανα μια έρευνα μπαίνοντας κρυφά στην βιβλιοθήκη, κάθε μέρα τους τελευταίους 2 μήνες. Έμαθα πράγματα τα όποια αν στα πω θα τρομοκρατηθείς! Νομίζεις είναι εύκολο για μένα να ξέρω ότι όλα αυτά μου τα κρύβανε; Ότι μετά από τόσα χρόνια, όλα είναι τελικά ψέματα; Ότι κινδυνεύεις περισσότερο απ' όσο νόμιζα;"

"Και γιατί δεν ήρθες να μου μιλήσεις τόσο καιρό;"

''Διάολε! Νομίζεις ότι δεν προσπάθησα; Ερχόμουν κάθε μέρα, άλλα η Άνναμπελ με έδιωχνε, λέγοντας μου ότι δε θέλεις κανέναν. Κι έφευγα μόνο και μόνο για να μην δημιουργήσω φασαρία! Εσύ με έδιωχνες μακριά σου, Ιωάννα!"

"Αρνούμαι να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση, τώρα. Άμα θες να μου πεις τι στο διάολο βρήκες, έλα εδώ. το βράδυ στις 12. Άλλα σε προειδοποιώ! Μόνο για να μου πεις τι βρήκες, δεν χρειάζομαι τις κατηγορίες σου, ούτε κι άλλες ενοχές. Έχω ήδη αρκετές, και πίστεψε με Άγγελε, ο χειρότερος κριτής μου, είμαι εγώ."

Του γύρισα την πλάτη και τον ένιωθα παγωμένο πίσω μου. Τώρα τα δάκρυα κυλούσαν ελευθέρα στα μάγουλά μου. Άλλα πλέον ήταν δάκρυα ανακούφισης. Ανακούφισης που ξέσπασα.

"Θα έρθω." είπε μονότονα και κοπανώντας την πόρτα, έφυγε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν κατέβηκα για μεσημεριανό. Κι ούτε στην Άνναμπελ επέτρεψα να μπει στο δωμάτιο μου. Έπρεπε να μείνω μόνη μου. Εντελώς μόνη μου.

Ο καιρός ταιριάζει απολυτά στη διάθεση μου, μια και το γκρίζο χρώμα των σύννεφων δεν αποχωρίζεται στιγμή τον ουρανό, κι οι σταγόνες συνεχίζουν να πέφτουν ρυθμικά στο έδαφος. Που και που, μερικά μπουμπουνητά ακούγονται, φορτίζοντας την ατμόσφαιρα με ένταση.

Κάθομαι κολλημένη στον μεγάλο γυάλινο τοίχο του δωματίου μου και θαυμάζω τη μελαγχολία και την μαγεία της βροχής. Η ανάσα μου αφήνει σημάδια στο κρύο τζάμι, κι αυτό μου θυμίζει τη παιδική μου ηλικία. Τότε που με την Χριστίνα κάναμε σχέδια, με τα μικροσκοπικά μας χεράκια όταν τα τζάμια θόλωναν. Θυμάμαι που μας έλεγε ο μπαμπάς να μην το κάνουμε αυτό, γιατί λερώνουμε τα τζάμια. Θυμάμαι το στοργικό γέλιο της μάμας κάθε φόρα που ο μπαμπάς κατσούφιαζε όταν δεν τον ακούγαμε και συνεχίζαμε να ζωγραφίζουμε.

Η Χριστίνα, ο μπαμπάς, η μαμά.. Άραγε να κατάλαβαν ότι λείπω; Ή το φρόντισαν κι αυτό οι άγγελοι;

Μου λείπουν τόσο πολύ. Είναι η οικογένεια μου και τους αγαπώ, περισσότερο απ' όσο θα μπορούσα να αγαπήσω την πραγματική μου οικογένεια.

Χτενίζω τα μαλλιά μου με αργές κινήσεις. Είναι σαν μαύρο μετάξι, απαλό, λείο κι όμορφο. Περνώ τα δάχτυλα μου από μέσα, κι η αίσθηση είναι απίστευτη. Δεν θυμάμαι τα μαλλιά μου να ήταν έτσι. Τα θυμάμαι πιο τραχιά και μπερδεμένα. Μάλλον είναι φυσιολογικό. Όλοι οι άγγελοι που ξέρω έχουν πάντα τέλεια μαλλιά. Συνεχίζω να τα χτενίζω όταν ξαφνικά έχω την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί. Ψάχνω με τα μάτια μου στο δασός, προσπαθώντας να εντοπίσω και την παραμικρή κίνηση.

Τίποτα. Όλα φαίνονται... ύποπτα ήσυχα.

Ένας δυνατός γδούπος ακούγεται από το μπαλκόνι μου. Για μια στιγμή αρχίζω να φοβάμαι άλλα αυτή η αίσθηση εξαφανίζεται τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε.

Παρατώ τη χτένα κάτω και σηκώνομαι αργά. Φοράω ένα άσπρο αμάνικο φόρεμα μέχρι τον αστράγαλο. Είναι αρκετά αέρινο, οπότε οι κινήσεις μου είναι λιγάκι περιορισμένες, μια και το φόρεμα μπορεί να μπερδευτεί πολύ εύκολα στα ποδιά μου και να σωριαστώ κάτω.

Κάνω μερικά διστακτικά βήματα και φτάνω μέχρι την πόρτα του μπαλκονιού μου. Βγαίνω έξω και δεν υπάρχει τίποτα. Είμαι ταυτόχρονα ανακουφισμένη κι απογοητευμένη. Γυρνάω να μπω, όμως με περιμένει μια έκπληξη.

Κοιτώ δύσπιστα τη φιγούρα μπροστά μου.

"Γεια σου πριγκίπισσα"

"Ντέιμον;"

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top