Αφιερωμένο στα κορίτσια μου που τους έκλεψα για λίγο το χαμόγελο από τα χείλη
«Φυσικά και δεν πόνεσες τώρα, έτσι;»
«Ερώτηση ρητορική ήταν αυτή τώρα, έτσι;» αντιγύρισε γρυλίζοντας η Ελβίνα κοιτώντας το πισινό της νοσηλεύτριας που μόλις είχε λάβει δείγμα αίματος να απομακρύνεται συνάμενος λυγάμενος.
«Πάντως να ξέρεις ότι ήσουν καλύτερη ασθενής όσο κοιμόσουν.» της αντιγύρισε ξανά η νοσηλεύτρια κοιτώντας την πάνω από τον ώμο της με δυσαρέσκεια έχοντας τα γυαλιά της χαμηλά στη μύτη της κάνοντας την Ελβίνα να γρυλίσει πιο δυνατά.
«Αχ ξέρεις πόσο λυπάμαι που ξύπνησα και σας το χάλασα; Και επειδή δεν μπορείς να μαντέψεις σου απαντώ αμέσως: καθόλου!»
«Πάλι γκρινιάζει το κορίτσι μας;»
Η Ελβίνα αδιαφορώντας για τον διαπληκτισμό της που βρισκόταν σε εξέλιξη, τράβηξε το βλέμμα της από αυτό της νοσηλεύτριας αλλάζοντας κατευθείαν έκφραση στο πρόσωπο της προς το γιατρό που ήδη την πλησίαζε ενώ στην αγκαλιά του κράταγε ένα κίτρινο φάκελο. Το δικό της φάκελο! Χαμογέλασε χαιρέκακα στη νοσοκόμα που στριφογύρισε τα μάτια της με τη σειρά της και μουρμούρισε κάτι που ευτυχώς δεν κατάφερε να φτάσει στα αυτιά της καθαρά. Όχι ότι αν είχε φτάσει μπορούσε κάνει και πολλά έτσι φασκιωμένη που την είχαν παρατήρησε πικρόχολα και αναστέναξε.
"Πονάς κάπου;" ρώτησε ο γιατρός της προβληματισμένος έχοντας εκλάβει το βογκητό της λανθασμένα και η Ελβίνα τρομαγμένη έγνεψε αρνητικά με το φόβο μη παραταθεί η διαμονή της στην αφιλόξενη εντατική.
«Πως να πονέσω με τόσα παυσίπονα που μου δίνετε; Και αγελάδα να ήμουν θα είχα μαστουρώσει όχι να νοιώθω το παραμικρό." παραπονέθηκε με την νοσοκόμα να αναστενάζει δραματικά.
"Δεν θα ήθελα να σε δω πως θα γκρίνιαζες χωρίς αυτά όταν κάνεις τόσο χαμό με τόσο μεγάλη ποσότητα ." πέταξε το σχόλιο της χαιρέκακα η νοσηλεύτρια κάνοντας την Ελβίνα να σμίξει τα μάτια της και να παίρνει θέση επίθεσης με το γιατρό να μετακινείται, να μπαίνει στην μέση της οξείας αντιπαράθεσης ,να της κόβει το οπτικό πεδίο μάχης και να τις κοιτάζει με νόημα εναλλάξ.
"Την αναλαμβάνω εγώ Ειρήνη την ασθενή μας." πρότεινε με την Ελβίνα να κατσουφιάζει και με την νοσοκόμα να αναστενάζει ανακουφισμένη δυνατά με νόημα και να κοπανάει πίσω της φεύγοντας την πόρτα του δωματίου. Η Ελβίνα ορκίστηκε ότι όταν γινόταν καλά θα ερχόταν να ευχαριστήσει το προσωπικό και να φέρει κεράσματα. Στη συγκεκριμένη νοσηλεύτρια είχε σκεφτεί να κρατάει ειδικά χειροποίητα γλυκά... από τα χεράκια της. Πόσο χαιρόταν σε αυτή τη περίσταση που δεν είχε ιδέα από ζαχαροπλαστική!
"Γιατρέ δεν γκρινιάζω, μην την πιστεύετε. Απλά θέλω να σας ενημερώνω ότι έχει βαρύ χέρι. Αυτή ευθύνεται σίγουρα που ξύπνησα από το κώμα. Τέτοιος θα ήταν ο πόνος που μου προκάλεσε με τις ενέσεις της. Ανασταίνει και νεκρούς! Άσε που πιστεύω ότι άδικα καταλαμβάνω αυτό το κρεβάτι στην εντατική όταν κάποιος εκεί έξω το έχει περισσότερη ανάγκη. Είμαι μια χαρά! Κοιτάξτε με!»
«Δεν αντιλέγω δεσποινίς μου όσον αφορά το κρεβάτι αλλά λίγη υπομονή δεν έβλαψε κανένα. Αλλά μέχρι χθες κοιμόσουν. Σήμερα έπρεπε να σου κάνω ένα σωρό εξετάσεις για να σιγουρευτώ ότι όλα βαίνουν ομαλά για να υπογράψω και να σε αφήσω να μεταφερθείς σε κανονικό δωμάτιο.» την μάλωσε απαλά ο γιατρός και αφού της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο, άνοιξε το φάκελο της. "Άσε που αν ισχύει αυτό με το βαρύ της χέρι και οφείλεται σε αυτό ότι επανήλθες πιστεύω ότι θα έπρεπε να της χρωστάς ευγνωμοσύνη και να είσαι περισσότερο συνεργάσιμη μαζί της." ολοκλήρωσε με την Ελβίνα να στραβομουτσουνιάζει στην παρατήρηση του. Σιγά μην την χρώσταγε και ευγνωμοσύνη που της είχε μετατρέψει το κορμί της σε σουρωτήρι. Το αφάσκιωτο έστω. Σήκωσε το πιγούνι της και έδιωξε όποια σκέψη αφορούσε τη συγκεκριμένη νοσοκόμα. Τώρα καιγόταν!
«Και γιατρέ μου; Τι λένε οι εξετάσεις μου; Βγαίνω έτσι;» ρώτησε ενθουσιασμένη προσπαθώντας να ανασηκωθεί και να ρίξει μια ματιά στις εξετάσεις της όταν ένας έντονος πόνος της έσκισε τα σωθικά και την ανάγκασε να πέσει πίσω στο μαξιλάρι της δαγκώνοντας τα χείλη της, με το γιατρό να ανασηκώνει το φρύδι του κοιτώντας την. Αν και την είχαν ενημερώσει ότι κατά την πτώση της είχε σπάσει δύο πλευρά και ένα τρίτο είχε ραγίσει ο πόνος ήταν απίστευτος παρόλα τα παυσίπονα που της χορηγούσαν. Είχε χτυπήσει επιπλέον κατά την πτώση της στο κεφάλι προκαλώντας της μια ωραιότατη διάσειση και είχε σπάσει ένα χέρι της και είχε ραγίσει ένα πόδι της. Και πάλι τυχερή ήταν της είχαν πει μιας και θα μπορούσε να είχε πάθει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά με όλα τα υλικά που είχαν κατρακυλήσει και την είχαν σκεπάσει. Και όλα αυτά τα είχε ενημερωθεί από την νοσηλεύτρια που της είχε κάνει ξυπνώντας την ζωή χειρότερο μαρτύριο από αυτό που ήταν από μόνη της. Δεν θα ξεχνούσε το τρόμο που της προκάλεσε όταν ξυπνώντας συνειδητοποίησε ότι ήταν τυλιγμένη σχεδόν με γάζες! Και δεν της έφτασε ο πανικός της, της έτυχε και η νοσοκόμα με το χειρότερο χιούμορ του κόσμου! Δεν θα ξεχνούσε ποτέ της το χλευαστικό " Ώρα σου ήταν να επανέλθεις στους ζωντανούς μούμια του Τουταγχαμών." και το δικό της "Ναι, μου επέτρεψαν να γυρίσω μονάχα για να σου μεταφέρω το μήνυμα ότι σε ζητάνε πίσω οι όμοιοι σου." και κάπως έτσι είχε ξεκινήσει η περίφημη "φιλία" τους που καλά κράταγε ως τώρα μεταξύ τους.
Η Ελβίνα ανυπομονούσε να βγει. Ανυπομονούσε να μεταφερθεί σε κανονικό δωμάτιο! Ανυπομονούσε να δει τον κυρ Μανώλη, την Καλλιόπη, τον Σωτήρη, την Ροδάνθη, τον παπά Μηνά και κυρίως τον Ιωσήφ της. Ανυπομονούσε να τους πει πόσο τους αγαπούσε, ότι είχε αλλάξει γνώμη και ότι δεν θα έφευγε. Ξεκινώντας τη σειρά από τον τελευταίο φυσικά.
«Τώρα πήρα τα αποτελέσματα των πρωινών εξετάσεων σου. Ακόμα δεν τα έχω ανοίξει καλά καλά . Αλλά στη στάση της προϊσταμένης ανέφεραν ότι δεν είσαι και πολύ συνεργάσιμη και αναγκάστηκα να έρθω να δω τι συμβαίνει. Δεν μου αρέσει να κακομεταχειρίζονται το προσωπικό της κλινικής. " σχολίασε ήρεμα με νόημα κοιτώντας την πάνω από το φάκελο του " Δεν σου είπα και χτες που ξύπνησες ότι χρειάζεται υπομονή; Κοιμόσουν τόσες μέρες μετά το ατύχημα, τόσο χρόνο χρειάστηκε ο οργανισμός σου για να συνέλθει, αυτό από μόνο του έπρεπε να σου δείξει πόσο εξαντλημένος ήταν ο οργανισμός σου και να καθίσεις ήρεμα να ανακάμψεις. Εδώ καλά καλά ξεχνάς ακόμα και η ίδια πόσα έχεις σπάσει. Κάθισε ήσυχη.» την συμβούλεψε σηκώνοντας το μαξιλάρι πίσω από την πλάτη της που είχε πέσει με την προηγούμενη απερίσκεπτη κίνηση της.
«Δεν μπορώ να περιμένω άλλο! Πρέπει να βγω από εδώ μέσα!" φώναξε και ο γιατρός ξαφνιασμένος από την ένταση της φωνής της κατέβασε το φάκελο "Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μπορούσαν να μπουν να με δουν όσο κοιμόμουν και τώρα που συνήλθα τους απαγορεύεται η είσοδος! Αυτό είναι άδικο. Πως θα σιγουρευτούν ότι είμαι καλά για να ηρεμήσουν;" ρώτησε διπλωματικά και ο γιατρός γέλασε σιγανά
"Τους έχουμε εμείς διαβεβαιώσει ότι άνοιξες τα ματάκια σου...και το στοματάκι σου." είπε γελώντας και γύρισε στο διάβασμα των εξετάσεων με την κοπέλα να κοκκινίζει. Όλοι είχαν βαλθεί να την συκοφαντούν και να την κοροϊδεύουν. Ήθελε να γυρίσει στο χωριό της.
"Έχω κάτι σημαντικό να πω όμως σε κάποιον.» τραύλισε ένοχα επιμένοντας η κοπέλα νοιώθοντας τα μάγουλα της να κοκκινίζουν.
«Αν εννοείς αυτόν τον κάποιο που νομίζω σε διαβεβαιώ ότι θα είναι εκεί έξω και θα σε περιμένει ότι ώρα και να βγεις. Θα κάνει λιγάκι ακόμη υπομονή όπως και εσύ. Κάτσε τώρα να δω τι μου έστειλαν. Σύμφωνοι;»
Η Ελβίνα δεν συμφώνησε καν. Σφράγισε τα χείλη της. Τελικά όσο μιλούσε τόσο περισσότερη ώρα θα έκανε να μεταφερθεί στο δωμάτιο της. Γιατί να αναλωθεί με συζητήσεις που το μόνο που έκαναν είναι να τις τρώνε το χρόνο μεταφοράς; Άφησε το γιατρό να γυρίζει τα χαρτιά στο φάκελο που βαστούσε προσπαθώντας να δείχνει ήρεμη παρακολουθώντας τις εκφράσεις του προσώπου του κάθε φορά που διάβαζε κάτι. Δεν ήταν κακός για την ηλικία του. Ελάχιστα μεγαλύτερος από τον Ιωσήφ ήταν με τις νοσηλεύτριες να σκίζονται να τον εξυπηρετήσουν. Δεν ήταν άσχημος αλλά μπροστά στον Ιωσήφ της έχανε κατά κράτος. Τον κοίταξε πιο προσεχτικά. Φαινόταν συγκρατημένος και ήρεμος. Καλούτσικος ήταν για γιατρός. Κοίταξε τα δάχτυλα του και η απουσία βέρας ήταν ίσως η απάντηση γιατί έδειχναν οι νοσοκόμες να έχουν τυπώσει ήδη τα προσκλητήρια του γάμου τους με το όνομα του στη θέση του ονόματος του γαμπρού. Πήρε το βλέμμα της από πάνω του συλλογισμένη. Πόσο ακόμα θα την τυραννούσε για να ακούσει το πολυπόθητο οκ από τα χείλη του; Ασυναίσθητα ξεκίνησε να κινεί τα δάχτυλα του ραγισμένου ποδιού της. Η αγωνία της είχε βρει τρόπο να εκδηλωθεί.
«Από κίνηση καλά τα πάμε βλέπω.» μουρμούρισε ο γιατρός με ένα μειδίαμα κοιτώντας την όσο η Ελβίνα κοκκίνιζε και παραιτημένη ξεφύσησε με αγωνία. «Και μιας και δεν βλέπω, εξίσου κάτι ανησυχητικό εδώ, ας μας φύγεις αφού δεν μας θες πια.» συνέχισε γελώντας βλέποντας την ασθενή του να χαμογελάει πλατιά τέρμα ενθουσιασμένη.
«Θα πω στην Ειρήνη να σε ετοιμάσει. Θα επικοινωνήσει με την ορθοπεδική να σου ετοιμάσουν δωμάτιο και θα φέρει αναπηρικό αμαξίδιο να σε μεταφέρει. Ή άσε καλύτερα... Τώρα που το ξανασκέφτομαι...θα σε μεταφέρω εγώ.» είπε ολοκληρώνοντας και η Ελβίνα στεναχωρήθηκε για πρώτη φορά που δεν μπορούσε να χειροκροτήσει! Όχι μόνο θα μεταφερόταν σε κανονικό δωμάτιο αλλά είχε γλιτώσει να βρεθεί, με την Ειρήνη να την μεταφέρει, στην καλύτερη περίπτωση σε κάποιο δωμάτιο αποθήκης!
*
Προσεχτικά καθισμένη στο αναπηρικό αμαξίδιο με το ένα της πόδι τεντωμένο μπροστά με το γιατρό συνοδό της να σπρώχνει με ηρεμία το καροτσάκι και στην αγκαλιά της να βρίσκεται ο φάκελος που περιείχε τα πάντα που αφορούσε την νοσηλεία της βρέθηκε να διασχίζει το κεντρικό διάδρομο της εντατικής αποχωρώντας πλέον από εκεί μέσα. Η καρδιά στο στήθος της χτυπούσε ξέφρενα και η αγωνία είχε στεγνώσει το στόμα της. Μια πόρτα την χώριζε από το κεντρικό σαλόνι και τον επόμενο θάλαμο που θα την φιλοξενούσε. Μια πόρτα σιδερένια και ψυχρή την χώριζε από την ζωή, το φως και την αγάπη.
Βούρκωσε και έπνιξε ένα λυγμό. Έπρεπε να φτάσει στο τέλος για να συνειδητοποιήσει τι έχει πραγματικά αξία και τι της αξίζει. Ποτέ ξανά στο σκοτάδι.
«Δεν αισθάνεσαι καλά;» άκουσε να την ρωτάει ακριβώς έξω από την στάση αδερφής έχοντας αντιληφθεί την αλλαγή στο σώμα της και η Ελβίνα κοίταξε τον γκισέ με τις νοσοκόμες που προσπαθούσαν να δείξουν ανεπηρέαστες από το θέαμα της να φεύγει ενώ μόνο σημαιάκια και καραμούζες δεν κράταγαν στα χέρια τους.
«Συγκινήθηκα που φεύγω. " απάντησε δυνατά με σκοπό ξεκάθαρα να ακουστεί "Πάλι καλά που μεταφέρομαι κοντά και θα μπορώ να έρχομαι να επισκέπτομαι τα κορίτσια σας που μου φέρθηκαν τόσο ευγενικά...» σχολίασε και χαμογέλασε βλέποντας την φρίκη να φωλιάζει στο βλέμμα τους στο άκουσμα και μόνο της πρόθεσης της. Ο γιατρός της έσπρωξε το καροτσάκι, οι ρόδες στρίγκλισαν καλύπτοντας εντελώς το σιγανό γέλιο του.
«Να καθίσεις να αναρρώσεις και να αφήσεις τις επισκέψεις λέω εγώ και σε ένα μήνα που θα έρθεις για επανεξέταση έλα να μας δεις. »
"Σε ένα μήνα θα έχω βγάλει το γύψο μοναχή μου δεν θα χρειάζεται να έρθω καν εδώ..." μουρμούρισε τρίζοντας τα δόντια της δίχως να ακουστεί μιας και οι ρόδες δεν είχαν πάψει να τρίζουν ενοχλητικά.
«Περίμενε μια στιγμή να σπρώξω την πόρτα να ανοίξει.»
Η Ελβίνα κάγχασε ενώ ο γιατρός πέρναγε μπροστά δυναμικά σπρώχνοντας τη πόρτα για να ανοίξει. Μόλις το έκανε γύρισε και την κοίταξε παραξενευμένος.
«Και να ήθελα να μην περιμένω δεν βλέπω το πως γιατρέ...» απάντησε στην απορία του δείχνοντάς με το ελεύθερο χέρι το σώμα της γελώντας σιγανά προκαλώντας με τη σειρά του γέλιο.
«Ένα δίκιο το έχεις. Λοιπόν...Σαν να μου φαίνεται δεν σου έδειξα το πιο σημαντικό. Λοιπόν, βάζεις εδώ τα χέρια σου και σπρώχνεις τις ρόδες, κοίτα...», απάντησε εκείνος έχοντας σκύψει από πάνω της προσπαθώντας να της δείξει πως θα τσουλάει μονάχη της το αναπηρικό αμαξίδιο. Κάτι που της ήταν παντελώς αδιάφορο. Γιατί με ανοικτή την πόρτα, σηματοδοτώντας την άφιξη κάποιου όσοι περίμεναν με υπομονή στο σαλόνι είχαν σηκωθεί και πλησιάσει. Όλα της ήταν αδιάφορα όταν εμπρός της εμφανίζονταν πρόσωπα τόσο γνώριμα και τόσο αγαπημένα. Ο κυρ Μανώλης, η Καλλιόπη, η Δανάη, ο παπά Μηνάς. Το οπτικό της πεδίο είχε γεμίσει από πρόσωπα συγκινημένα προκαλώντας της μια έκρηξη συναισθήματος. Πόσο γελοία αυτή τη στιγμή αισθανόταν την σκέψη της να φύγει και να τους αποχωριστεί! Πώς θα μπορούσε; Ήταν ολοφάνερο ότι άνηκε σε αυτό το τόπο και σε αυτή την οικογένεια.
"Άδικα μιλάω μου φαίνεται..." διαπίστωσε ο γιατρός με ένα χαμόγελο και η Ελβίνα συγκατάνευσε βουρκωμένη δίχως να μπορεί να μιλήσει. "Η οικογένεια σου;" ρώτησε το προφανές και η Ελβίνα επανέλαβε την ίδια κίνηση με το κεφάλι της με ένα δάκρυ μοναδικό να υπογράφει την απάντηση της.
"Ναι, η δική μου οικογένεια."
Μετά από αυτό χάθηκε σε ατελείωτες, δυνατές αγκαλιές. Γεύτηκε απαλά, προσεχτικά χάδια και γλυκά φιλιά. Ευχές για γρήγορη ανάρρωση και δηλώσεις άπειρες για προσευχές που εισακούστηκαν. Λουλούδια άπλωσαν το χρώμα τους και την ευωδία τους και χαμόγελα, αγκάλιασαν αλμυρά δάκρυα. Όλα αυτά για μια ζωή που επέστρεψε. Για την προσφορά μιας δεύτερης ευκαιρίας. Για την προσφορά να φτιαχτούν νέες αναμνήσεις.
Ήταν ευτυχισμένη. Απόλυτα γεμάτη. Και συγχρόνως κενή. Άδεια.
Πού στα κομμάτια ήταν ο Ιωσήφ;
Τον έψαξε με το βλέμμα πίσω από τα πρόσωπα και τα κορμιά που έφραζαν το οπτικό της πεδίο με την καρδιά της σε παύση. Χρειαζόταν να ξέρει τι συμβαίνει για να αποφασίσει αν ξανά χτυπήσει ή πάψει ολοκληρωτικά. Το στόμα της στέγνωσε από τρόμο. Αν δεν την ήθελε πια; Αν είχε αλλάξει γνώμη; Ποιος θα ήθελε στο κάτω κάτω μια σπασμένη σε χίλια κομμάτια γυναίκα τόσο ψυχικά αλλά και σωματικά πλέον;
"Τον στείλαμε με το ζόρι να κάνει ένα μπάνιο να αλλάξει, μην τρομάζεις. Δεν ξέραμε πότε θα βγεις αλλά δεν αργεί πιστεύω." Η Ελβίνα κάρφωσε το βλέμμα της σε στο καθησυχαστικό της Καλλιόπης. "Ήταν εδώ από όταν σε φέραμε, δεν είχε φύγει λεπτό και χρειαζόταν ένα καλό ξύρισμα." συνέχισε γελώντας" Λίγο ήθελε να αντικαταστήσει το παπά Μηνά στον άμβωνα με τόσο μούσι." ολοκλήρωσε γελώντας με την καρδιά της Ελβίνας να δέχεται να πάρει τους μισούς χτύπους. Θα επανερχόταν πλήρως η λειτουργεία μόνο μετά την συνάντηση της με τον Ιωσήφ.
"Μας επιτρέπετε τώρα όμως να την μεταφέρω σε κανονικό δωμάτιο;" πρότεινε ο γιατρός με την Ελβίνα να αναστενάζει απογοητευμένη. Η χαρά που μεταφερόταν είχε πετάξει σαν πουλί αποδημητικό μακριά με τις δυσοίωνες σκέψεις να χτίζουν τη δική τους φιλόξενη φωλιά στο ταραγμένο της μυαλό.
Αν κάτι είχε μεσολαβήσει και είχε αλλάξει γνώμη απέναντι της; Είχε κάθε δικαίωμα μετά από το όπως του είχε συμπεριφερθεί. Εκείνη ήταν έτοιμη να φύγει μακριά τι εμπόδιζε τον Ιωσήφ να μην κάνει το ίδιο τώρα; Συγγνώμη θα του ζητούσε χίλιες φορές αν μονάχα της δινόταν μια μόνη ευκαιρία! Μία! Να είχε μία ευκαιρία μόνο!
"Μην κατσουφιάζεις." την μάλωσε η Καλλιόπη χαμογελώντας της και έσκυψε για να έρθει στο ίδιο ύψος με εκείνην. "Μην μας στερείς το χαμόγελο σου. Όχι πια." είπε και την φίλησε στο μάγουλο γλυκά. Και μόλις η γυναίκα σηκώθηκε ο γιατρός ξεκίνησε.
*
Ασυναίσθητα ξεφύσησε και μόνο τότε κατάλαβε την αγωνία της. Είχε μεταφερθεί σε ένα ωραιότατο δωμάτιο για τα δεδομένα των δημόσιων νοσοκομείων αλλά η χαρά που περίμενε να νοιώσει δεν την είχε επισκεφτεί ακόμα. Μόνο φαγούρα ένοιωθε και αυτό σε σημεία που δεν μπορούσε να φτάσει λόγω του γύψου.
"Σταμάτα να ξεφυσάς και θα έρθει. Επί της ευκαιρίας θα σου φέρει και μια έκπληξη. "
Η κοπέλα κοίταξε έντονα την Καλλιόπη που έβαζε τα λουλούδια σε ένα βάζο δίχως να την κοιτάζει. Ο κυρ Μανώλης είχε πεταχτεί να πάρει καφέ, ο παπά Μηνάς έκανε μια βόλτα στους υπόλοιπους θαλάμους να επισκεφτεί τους αρρώστους και να τους δώσει κουράγιο και η Δανάη επί της ευκαιρίας που βρίσκονταν στην πόλη είχε πεταχτεί να αγοράσει μερικά βιβλία για την Ροδάνθη όπως τους είχε ενημερώσει. Η γυναικεία φιγούρα που δεν την εγκατέλειπε με τίποτα την είχε βοηθήσει να φορέσει ένα νυχτικό περισσότερο άνετο από που της είχε περάσει η Ειρήνη πρωτύτερα. Ένα νυχτικό με τιράντα που άφηνε ακάλυπτα τα χέρια της και τα πόδια της για περισσότερη ευκολία. Ένα ροζ νυχτικό με κεντημένα τριαντάφυλλα στο πέτο του .Πιο Καλλιόπη δεν υπήρχε, είχε σκεφτεί όταν το πρωτοείδε και ήταν σίγουρη ότι ήταν από την προίκα των κοριτσιών της που είχε ετοιμάσει αλλά και πάλι δεν είχε γκρινιάσει. Άλλο την έκαιγε και την τσουρούφλιζε και ακόμα το ίδιο αισθανόταν.
"Τι σόι έκπληξη;" ρώτησε με απορία και στη σκέψη ότι εκείνη δεν ήθελε εκπλήξεις και κουραφέξαλα αλλά εκείνον πρόσθεσε εκνευρισμένη " Ικανό τον έχω να πάει να μου φέρει τίποτα γουρούνια και γελάδες." Η Καλλιόπη γέλασε μες από την καρδιά της και παρέσυρε σε ένα χαμόγελο και την Ελβίνα που στενοχωριόταν όποτε έβλεπε τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της γυναίκας, δικός της φταίξιμο. "Ή τίποτα κοτόπουλα με κανένα τσαλαπετεινό, τη νέα του σκέψη για ορνιθοτροφείο."
"Μην μου βάζεις ιδέες."
Και εκεί, στις άκρες των χειλιών της το χαμόγελο πάγωσε με το βλέμμα της να γεμίζει από Ιωσήφ. Ένα Ιωσήφ κουρασμένο αλλά φρεσκοπλυμένο, με τα μαλλιά του υγρά ακόμα όπως και τα μάτια του. Δυο μάτια που έπαιρναν ζωή μόνο για να την κοιτάνε. Δυο χέρια που έτρεμαν ελαφριά, σημάδι αναστάτωσης και ένα κορμί που όχι αρκετά γρήγορα κατά την γνώμη της πάντα, μείωσε την απόσταση που τους χώριζε και χαμήλωσε εμπρός της. Και άφησε τη σιωπή να γλυκάνει τις σκέψεις τους και την καρδιά τους να εναρμονιστεί ξανά με αυτή του άλλου. Λίγες σιωπές αναγκαίες. Τόσο όσο χρειάζεται να γαληνέψει το μυαλό και να καταφέρει η αναπνοή να βρει τον ρυθμό της. Μιας αγάπης που δεν έχει φωνή αλλά δανείζεται πολλές φορές αυτή της σιωπής. Όπως τώρα.
Μέχρι όλα να βρουν την ισορροπία τους στο σύμπαν και η αγάπη να κλειδώσει μεταξύ τους. Μες από βλέμματα, με δίχως δεσμά. Αιώνια και αθώα στο χρόνο. Ακλόνητη και ευάλωτη συνάμα. Πρώτος ο Ιωσήφ άπλωσε το χέρι του. Χάρισε ένα χάδι στο μάγουλο της κοπέλας που δάκρυζε μπροστά του σαν μικρό παιδί. Την άγγιξε με προσοχή, ανεπαίσθητα και απαλά λες και ήταν σπάνια πορσελάνη. Αυτό θα ήταν στο για πάντα και στο εξής στη ζωή του. Ότι πιο πολύτιμο και εύθραυστο. Μα παντοτινά δικό του. Δικιά του.
Άπλωσε και το άλλο του χέρι και μες στις χούφτες του πήρε το πρόσωπο της. Χάιδεψε με τον αντίχειρα του τα σκασμένα χείλη της με την υπόσχεση πως θα τα γιάτρευαν τα δικά του. Με τους δείκτες τους περιποιήθηκε τις αμυχές του προσώπου της και με τα μάτια του γεμάτα τρυφερότητα παρέδωσε την ύπαρξη του στα χέρια της. Μια κατάθεση ψυχής με ανταλλαγή αυτών. Και όλα αυτά ακούσια. Αυτόματα. Μηχανικά. Αυθόρμητα.
Και όταν ειπώθηκαν τα απαραίτητα και αναγκαία ήρθε η στιγμή της επισφράγισης. Η επικύρωση της πιο πολύτιμης συμφωνίας με μοναδικό μάρτυρα την γυναίκα που δάκρυζε στη γωνία κοιτώντας τους περήφανη. Και...αδύνατο! Έτσι όμως έγυρε το πρόσωπο του προς εκείνην το σπασμένο της πόδι τον εμβόλισε στο στομάχι. Η Ελβίνα ξαφνιασμένη κοίταξε το εμπόδιο τους. Ένα άκρο της ντυμένο στα λευκά σαν νύφη και αμετακίνητο σαν βουνό έστεκε ανάμεσα τους. Προσπάθησε να πνίξει το γέλιο που ανέβηκε αυθόρμητα στα χείλια της. Ο Ιωσήφ την κοίταξε επίσης ξαφνιασμένος. Δεν χρειαζόταν περισσότερα από το γέλιο της. Ας γινόταν αυτό η σφραγίδα της συμφωνίας του δεσμού τους.
«Δεν θέλω να στο χαλάσω αλλά σκέψου ότι θα φοράω τον γύψο περίπου κανά μήνα." σχολίασε γελώντας η Ελβίνα κοιτώντας τον να την κοιτάζει μαγεμένος. Άξιζε αυτή η ματιά όλο το πόνο και την αγωνία της. " Δεν ξέρεις πόσο σε ευγνωμονώ αυτή τη στιγμή που έφτιαξες πλατιά τα πεζοδρόμια στο χωριό και θα μπορώ να μετακινιέμαι έτσι που κατάντησα.»
Ο Ιωσήφ την κοίταξε εμβρόντητος. Ένα δειλό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του αν και η σιωπή τα είχε πει όλα, οι λέξεις χρειάζονταν να δώσουν την δική τους παράσταση.
«Θα μείνεις;»
Μια απάντηση που δεν πρόλαβε να δοθεί μιας και το τρεχαλητό , παράδοξο για τέτοιο χώρο τους έκανε να στρίψουν το κεφάλι τους προς την κατεύθυνση του ήχου.
Η Ελβίνα πάγωσε ακαριαία κοιτώντας την είσοδο του δωματίου της. Ο Ιωσήφ κοίταξε φευγαλέα το πρόσωπο της και μετά τον εισβολέα για να βεβαιώσει την χειρότερη σκέψη του. Πετάχτηκε πάνω αστραπιαία. Δεν υπήρχε περιθώριο για λέξεις ή σκέψεις. Η Καλλιόπη έβγαλε μια έντρομη φωνή όσο ο Ιωσήφ έτρεξε προς τα εμπρός ανακάμπτοντας την φόρα του άντρα με τα μακριά καστανά μαλλιά. Ενός άντρα που βάδιζε γοργά προς το μέρος της Ελβίνας κρατώντας μια τεράστια ανθοδέσμη.
Μιας ανθοδέσμης που μπήκε ασπίδα εμπρός στη γροθιά του Ιωσήφ με το γρονθοκόπημα να βρίσκει με ευκολία το στόχο του και τα λουλούδια να πεταχτούν προς όλες τις κατευθύνσεις σε μια έκρηξη χρωμάτων μιας και η έκρηξη συναισθημάτων είχε προηγηθεί και θα συνεχιζόταν σε ζωηρό ρυθμό ως ... αρκετά έντονο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top