~9~
Χτύπαγε συλλογισμένος ρυθμικά τα δάχτυλα του στην σκονισμένη ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού κοιτώντας την οθόνη του λάπτοπ του. Ο Σκουλάς, ένας τραγουδοποιός της Κρήτης τον συντρόφευε από το μικρό ραδιόφωνο που έπαιξε τελικά μετά από κάμποση ώρα που είχε ασχοληθεί μαζί του. Όλα εκεί μέσα ήταν πολυκαιρισμένα και η πολυετής αχρηστία έχει πάντα αυτά τα αποτελέσματα... Αφουγκράστηκε τα λόγια του τραγουδοποιού και χαμογέλασε πικρά. Ήταν λες και είχε γραφτεί γι αυτόν.
Γίνομαι ήλιος και σε καίω
μέρα νύχτα κλαίω,
μέρα νύχτα φταίω.
Γίνεσαι άπιαστη σελήνη
τι σ' απομακρύνει;
την ζωή μου σβήνει...
Πως θα γενεί να ενωθούμε
ήλιος και φεγγάρι,
μέρα και σκοτάδι;
Πως θα γενεί ν' αγαπηθούμε
φλόγα και ποτάμι,
γόμα και μελάνι;
Θέλω να μπω στον έρωτά σου
και στη μοναξιά σου
να γενώ η σκιά σου.
Θέλω να μάθω απ' το κορμί σου
κάθε σπιθαμή σου
κάθε δύναμή σου.
Γίνομαι άστρο να σε φτάσω
να σε πλησιάσω
να μη σε τρομάξω
Γίνεσαι αγκάθι και πληγώνεις
κι όλο με μαλώνεις
πάντα με ματώνεις...
Το λιγοστό φως στο δωμάτιο που κάποτε ήταν κουζίνα αν έκρινε από το μαρμαρένιο νεροχύτη στη γωνία προερχόταν από ένα μικρό αραχνιασμένο φωτιστικό που υπήρχε στο ταβάνι και γλύκαινε το άδειο χώρο του δωματίου. Οι τοίχοι στο δωμάτιο ήταν χτισμένοι με πέτρα προερχόμενη από την γύρω περιοχή και ευτυχώς γι αυτό γιατί όπου υπήρχε σοβάς είχε ξεφλουδίσει. Ο Ιωσήφ με γυμνό το πάνω μέρος του κορμού του στριφογύρισε το πλαστικό ποτήρι με το χρυσό υγρό επιδέξια στο αριστερό του χέρι ενώ με το δεξί κατέβαζε το κέρσορα. Το μόνο σε καλή κατάσταση εκεί μέσα ήταν το μπουκάλι με το ποτό που υπήρχε ακουμπισμένο στο τραπέζι και ο μικρός του φορητός υπολογιστής.
Τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα δημοσιευμένο σε ολόκληρο παγκόσμιο ιστό όσο και να έψαχνε με το όνομα της συντηρήτριας τους. Η όμορφη Ελβίνα Σέλινγκ ήταν απούσα παρά το σπουδαίο έργο της ανά την υφήλιο και τις διθυραμβικές περγαμηνές που έφερε από την εταιρεία της. Δεν υπήρχε πουθενά και για κανέναν. Και ήταν σίγουρος αν έκρινε από την ζέστη που ανάβλυζε το σώμα της όταν την είχε κλείσει στην αγκαλιά του στο αεροδρόμιο ότι δεν ήταν φάντασμα. Ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα με καμία φωτογραφία. Όλες οι γυναίκες διέθεταν ένα βαθμό φιλαρέσκειας που δικαιολογούσε τις αναρίθμητες φωτογραφίες τους στα σόσιαλ. Όλες οι γυναίκες εκτός από την συγκεκριμένη.
Έκλεισε το καπάκι της οθόνης κοιτώντας το έντονα και αμέσως έφερε το ποτήρι στα χείλη του στραγγίζοντας το. Άφησε το άδειο ποτήρι στην επιφάνεια του γραφείου του με το βλέμμα του να ακολουθεί μια μικρή αράχνη που το διέτρεχε βιαστική.
Αυτό και αν ήταν πρόκληση.
*
Είχε σχεδόν φτάσει το βράδυ με τον ήλιο να έχει σχολάσει από την εργασία του νωρίτερα πάντως από εκείνη. Περπάταγε ήρεμα ανάμεσα στα ελαιόδεντρα με μοναδικό φως αυτό του φεγγαριού να φωτίζει απαλά το μονοπάτι και τα βήματα της. Όσο και να ήταν σκοτεινιά και καταχνιά δεν την φόβιζε. Τίποτα δεν μπορούσε να την τρομάξει. Τα σκοτάδια ήξερε να τα περπατά. Δεν περίμενε κανένα φως. Δεν το χρειαζόταν. Όταν χρειάστηκε μια έστω ακτίνα φωτός κανείς και τίποτα δεν της είχε κάνει τη χάρη. Δεν συμφιλιώθηκε με τα τέρατα που υπήρχαν στη ντουλάπα της ψυχής της αλλά αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με την παρουσία τους. Τα αστέρια είχαν φανεί στο στερέωμα και την κοίταζαν βουβά. Ένα πονεμένο πλάσμα που στα σκοτάδια άφηνε την ψυχή του ελεύθερη. Να κλάψει. Να ουρλιάξει. Να αφήσει το πόνο που κατασπάραζε τη ψυχή της ελεύθερο να γδάρει το λαιμό της ζητώντας του άδικου το λόγο. Να μην γίνει θέαμα σε κανένα. Και σε κανένα να μην δίνει λογαριασμό.
Ο σκυλάκος που πετάχτηκε από τους θάμνους στα δεξιά της ενώ περπάταγε, την τίναξε και η κραυγή σκαρφάλωσε στα χείλη της. Τον κοίταξε με φοβισμένο ακόμα βλέμμα στην αρχή έτσι που μπλεκόταν ενθουσιασμένος στα πόδια της και δεν άργησε να χαμογελάσει αδιαφορώντας που τα πατουσάκια του λέρωναν τα ρούχα που φόραγε. Προτιμούσε να φέρει τις πατημασιές ενός άκακου ζώου παρά τα υπόλοιπα σημάδια που είχε το κορμί της. Έσκυψε ελαφριά το σώμα της, σχεδόν γονάτισε εμπρός του και το χέρι της πέρασε ανεπαίσθητα πάνω από το τρίχωμα της ράχης του σκύλου.
«Που βρέθηκες εσύ εδώ μακριά από το αφεντικό σου, μου λες;" ρώτησε, γέλασε με τον εαυτό της και συνέχισε " Ήρθες να με συνοδέψεις ως της Αργυρώς; Είσαι ένας σωστός τζέντλεμαν ,το ξέρεις αυτό σκυλάκο;» Το ηχόχρωμα της βάφτηκε με το φως της αγάπης και ξόρκισε τα φαντάσματα της που χώθηκαν στα σκοτάδια της φοβισμένα. «Δεν ξέρω τι έχει ετοιμάσει η Αργυρώ για δείπνο αλλά σου υπόσχομαι ότι θα το μοιραστούμε. Έτσι πρέπει να είναι οι φίλοι. Μοιράζονται. Συμφωνείς;»
Η λυγερόκορμη κοπέλα με τον λιλιπούτειο συνοδό της χάθηκε στο μονοπάτι προς τον οικισμό σαν αερικό που χόρευε τις νύχτες στις όχθες των ποταμιών , κάτω από τις φυλλωσιές των υπεραιωνόβιων δέντρων. Στα πόδια της μπλεγμένος ένας τετράποδος φίλος που ακολουθούσε τα βήματα της και τις περισσότερες φορές τα μπέρδευε κάνοντας την να σκορπίζει το αυθόρμητο γέλιο της στο κάμπο. Και χωρίς να το ξέρει εκείνη αργά και σταθερά έγραφε το δικό της παραμύθι. Σε ένα πεδινό χωριό χαμένο στα βάθη του νησιού της Κρήτης. Όπου δεν υπήρχαν φαντάσματα, τέρατα στις ντουλάπες και δράκοι.
*
«Εδώ να τα αφήσετε όλα συγκεντρωμένα και θα τα διαχωρίσω εγώ μετά.»
Η Ελβίνα άφησε τα σίδερα που κουβάλαγε κάτω, δίπλα στο χτιστό πέτρινο πεζούλι που περιέβαλλε το ναό σε ένα σημείο αρκετά πυκνοφυτεμένο και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Έπρεπε να συνηθίζει την ζέστη της περιοχής. Η λεπτοκαμωμένη κοπέλα προς έκπληξη όλων δεν παρακολουθούσε απλά τους εργάτες που μετέφεραν από το αγροτικό αυτοκίνητο τα υλικά που χρειαζόταν αλλά τους βοηθούσε στη μεταφορά κουβαλώντας και η ίδια δύο από τους πασσάλους. Όσο για τα υλικά της, αυτά είχαν σχηματίσει ένα μικρό λόφο στο συγκεκριμένο σημείο. Ανάμεσα στους θάμνους και στα αγριόχορτα μερικά γεράνια είχαν καταφέρει να ευδοκιμήσουν φτιάχνοντας ένα αρκετά μεγάλο σύμπλεγμα από κλαδιά γεμάτα κόκκινα λουλούδια. Ο κυρ Μανώλης την είχε διαβεβαιώσει ότι όταν θα τελειώνανε οι εργασίες θα ερχόταν ο ίδιος και θα κλάδευε τα φυτά και θα διαμόρφωνε τον χώρο. Άρα αν και έσπαγε κανένα κλαδί της είχε πει δεν θα χανόταν και ο κόσμος όλος.
Μετά το υπέροχο δείπνο που της είχε ετοιμάσει η Αργυρώ αργά το βράδυ είχε απομονωθεί στο δωμάτιο της και είχε παραγγείλει τα πρώτα υλικά που θα χρειαζόταν για να ξεκινήσει τις διαδικασίες αποκατάστασης και συντήρησης . Και μιας και την ενημέρωσαν τηλεφωνικά ότι η παραγγελία της θα έφτανε νωρίς το πρωί, εκείνη είχε φτάσει ακόμα νωρίτερα από ότι χτες μιας και ήθελε να συμβουλευτεί τον κύριο Μανώλη για το σημείο όπου θα μπορούσε να τα αφήσει. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εμποδίζει το έργο του και εκείνος της είχε επιδείξει το συγκεκριμένο σημείο.
«Να τοποθετήσουμε τους πασσάλους για τη σκαλωσιά και τα μαδέρια και να τα στήσουμε;» άκουσε να την ρωτάει ο εργοδηγός και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Θα το κάνω εγώ η ίδια.»
Όσα περισσότερα έκανε η ίδια τόσο πιο σίγουρη θα ήταν για το αποτέλεσμα. Ήταν αρχή της τόσα χρόνια να μην ανακατεύεται ποτέ κανένας στη δουλειά της και ο ναός ήταν ήδη μικρός και οι χειρισμοί έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικοί. Και οι άνδρες γενικά δεν φημίζονταν γι αυτό. Δεν την ξέφυγε το αποδοκιμαστικό βλέμμα του εργοδηγού αλλά δεν κάθισε να δώσει περισσότερη σημασία. Στα βλέμματα των αντρών είχε ανοσία.
"Να κατέβω να σε βοηθήσω κόρη μου;"
Η Ελβίνα έστρεψε ολόκληρο το κεφάλι της και κοίταξε ψηλά στην εξωτερική οροφή του ναού όπου ο κυρ Μανώλης από το πρωί είχε σκαρφαλώσει και έξυνε με μια ειδική σπάτουλα τα τοιχώματα του που είχαν φουσκώσει. Της είχε πει ότι την σκεπή του ναού θα την πέρναγε αρκετά στρώματα στεγανωτικού και μονωτικού υλικού όπως αργότερα θα έκανε και στα χαμηλότερα τοιχώματα ώστε η υγρασία να μην βρει πρόσκαιρο έδαφος ξανά.
«Θα τα καταφέρω! Το έχω κάνει άπειρες φορές! Μην ανησυχείτε!» του φώναξε πίσω χαρίζοντας του ένα μεγαλοπρεπέστατο χαμόγελο το οποίο το είχε κερδίσει και μόνο που είχε σκαρφαλώσει σε αυτό το ύψος στην ηλικία του.
«Που ξανακούστηκε μωρέ κοπελιά να στήνει σκαλωσιά;! Δεν το έχω ξανά ιδωμένο στα τόσα χρόνια μου! » φώναξε πίσω με θαυμασμό ο κυρ Μανώλης χαμογελώντας και συνέχισε:» Άλλες δεν ξέρουν να βράζουν ένα αυγό στην ηλικία σου!»
«Σάμπως εγώ ξέρω...» μουρμούρισε γελώντας σιγανά η κοπέλα και αφού βρήκε το σωστό κουβά με το υλικό που έψαχνε , τον κουβάλησε στο εσωτερικό του ναού. Θα συγκέντρωνε τα υλικά και θα έφτιαχνε αργότερα μια μικρή σκαλωσιά του ενός μέτρου ώστε να μπορεί να δουλέψει τα ψηλά σημεία των τοιχογραφιών. Πάντα από πάνω προς τα κάτω.
Ήδη είχε την εικόνα του εσωτερικού του ναού ολοκληρωμένη στο μυαλό της. Έβλεπε με τα μάτια του νου της, τις ξύλινες κορνίζες με τις γυάλινες προσθήκες στις τοιχογραφίες. Τον λεπτό αλλά απαραίτητο κρυφό φωτισμό που θα επένδυε που θα λειτουργούσε και ως θερμοστάτης διατηρώντας στεγνή την τοιχογραφία. Τις πέτρες που θα λάξευε ελαφριά προσθέτοντας μια πιο παραδοσιακή εικόνα στο εσωτερικό του ναού.
Ότι και να σήμαινε αυτός ο ναός για τους κατοίκους του χωριού του άξιζε η συντήρηση. Του άξιζε κάποιος να αφιερώσει χρόνο, υπομονή και επιμονή. Όπως και εκείνη την γοήτευε που θα είχε την ευθύνη της ιστορίας ενός τόπου στα χέρια της. Θα μπορούσε να την περιεργαστεί. Να την μελετήσει και να την διατηρήσει στο χρόνο. Αφήνοντας έτσι και αυτή ένα ανεπαίσθητο στίγμα ότι είχε υπάρξει.
*ιδωμένο = μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βλέπω. Σημαίνει " το έχω ξανά δει"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top