30
Κανένας δεν μιλούσε. Έστω εκείνη την στιγμή. Μα δεν μπορούσε και να ήθελε να μιλήσει. Τους είχε απαγορευτεί σε αρκετά έντονο τόνο. Ο γιατρός ορόφου, ένας άντρας με λευκά μαλλιά που φαινόταν γύρω στα πενήντα, στεκόταν καταμεσής του δωματίου κοιτώντας επικριτικά τους εμπλεκόμενους με κυριότερους τους δύο άντρες που είχαν χτυπηθεί αφού πρώτα είχε καταφέρει να τους χωρίσει με την βοήθεια του νοσηλευτικού προσωπικού και έπειτα κατσαδιάσει και απειλήσει ότι η Ελβίνα θα μεταφερόταν πίσω στην εντατική και εκείνοι όλοι στο κρατητήριο της αστυνομίας περί διατάραξης της ησυχίας σε νοσηλευτικό ίδρυμα και φθορά δημοσίας περιουσίας. Ο κόσμος που βρισκόταν συγκεντρωμένος στην πόρτα του δωματίου έδειχνε έκπληκτος με ότι είχε διαδραματιστεί πρωτύτερα.
"Έλα τώρα και μην τρέμεις, ο Σωτήρης δεν θα μας αφήσει ετσά μωρέ γυναίκα. Θα μας βγάλει αμέσως..." ψιθύρισε ο Μανώλης συνωμοτικά στο αυτί της γυναίκας του που έτρεμε από το σοκ κολλημένη πάνω του και πρόσθεσε "και σιγά την δημόσια περιουσία που χαλάσαμε...δύο πυροσβεστήρες θα τους φέρω αύριο. Αμέ. Γεμάτους. Μιας και μου φάνηκε άδειος τούτος εδώ."
"Άδειος;" ρώτησε ταραγμένη η γυναίκα κοιτώντας τον άντρα της.
"Ε ναι μωρέ Καλλιόπη ,άδειος ήταν. Γιατί αν ήταν γεμάτος θα του το 'χα ανοίξει το ξεροκαύκαλο* του , του μπουνταλά και δεν θα του 'χα κάμει μόνο ένα καρουμπαλάκι." γκρίνιαξε κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια από οργή τον άγνωστο άντρα που του έδιναν τις πρώτες βοήθειες και του φάσκιωναν το κεφάλι.
"Εσείς θα κατηγορηθείτε και για βιαιοπραγία και απειλή της ανθρώπινης ζωής!" τον απείλησε έξαλλος ο γιατρός με τα χέρια στη μέση.
"Θα μου κλάσεις τα αρχ..."
"Αρχιμανδρίτη! Τον ίδιο τον Αρχιμανδρίτη θα πάρω τηλέφωνο να έρθει να του διαβάσει καμιά ευχή εξορκισμού μπας και ηρεμήσει ο αφορισμένος!" φώναξε ο παπάς Μηνάς οργισμένος με το χέρι του να κρέμεται από το ξηλωμένο ράσο "Εγώ τι του έφταιξα και έπεσε πάνω μου και μου τράβαγε τα ράσα και τα μούσια; Άλλοι τον δέρνανε και όρμισε σε μένα ο καταραμένος;! Γέρο άνθρωπο κοίτα πως με κατάντησε! Ο Βελζεβούλ! " φώναξε κοιτώντας τον άγνωστο άντρα που βρισκόταν σε άθλια κατάσταση καθισμένος σε μια καρέκλα και αιμορραγούσε. Βογκούσε και αιμορραγούσε και τούμπαλιν.
"Πάτερ φοβήθηκε. Δεν φτάνει που του είχε επιτεθεί ο ένας από εδώ, του ήρθε και ο άλλος που του κατέβασε το πυροσβεστήρα στο κεφάλι! Είδε αστεράκια και εσάς να εισέρχεστε στο δωμάτιο μες στα μαύρα, πολύ θέλει, σας πέρασε για τον Χάρο ξένος άνθρωπος!"
"Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου που θα με πεις και χάρο κομπογιαννίτη!"
"Για να μην σας πω τώρα και εσάς τίποτα για παπά που βρίζετε τον γιατρό! Εσείς γέρος άνθρωπος στην τελική, τι δουλειά είχατε να τρέξετε να χωθείτε να τους χωρίσετε;! Καλά να πάθετε λοιπόν!" πήρε το λόγο ένας νοσηλευτής που κρατούσε μια σακούλα με πάγο στο μάτι του άγνωστου άντρα.
" Ε, που να σε πιάσει ευκοίλια παράορε*, που θα με πεις γέρο άνθρωπο! Να δω τι άλλο θα με πείτε ,παπά άνθρωπο, αμαρτωλοί! "
"Joseph? "
Όλοι κοίταξαν το ξένο ζευγάρι που έστεκε δίπλα στην Ελβίνα και κοιτούσε σαν χαμένο τι διαδραματιζόταν δίχως να δείχνει ότι καταλάβαινε το παραμικρό.
"Is everything ok?"
"Αυτοί αλήθεια ρε Ιωσήφ ήντα θέλουνε εδά επαέ; Μας εβρίζουνε;" ρώτησε εκνευρισμένος ο Μανώλης κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Ιωσήφ πετάχτηκε και μπήκε μπροστά του βογκώντας και πιάνοντας το σημείο στο μηρό του που τον είχε δαγκώσει ο άντρας της Ελβίνας. Μικρό το κακό μπροστά στα τραύματα που ο ίδιος του είχε καταφέρει σκέφτηκε περήφανος.
"Οι γονείς της Ελβίνας είναι κυρ Μανώλη, ηρέμησε. Την έψαχναν οι άνθρωποι γιατί είχαν πει να βρεθούνε, εκείνη δεν επικοινώνησε ξανά, ανησύχησαν, ήρθαν σε επαφή μαζί μου μιας και ήμουν ο επίσημος εργοδότης της, τους ενημέρωσα για το τι είχε συμβεί και ήρθαν να την δουν. Πριν μισή ώρα τους πήρα από το αεροδρόμιο και τους έφερα να την δούνε. Απλά περίμεναν στο σαλονάκι για να την δω πρώτος εγώ που είχα την μεγάλη λαχτάρα και μετά θα ερχόντουσαν να της κάνουν έκπληξη αλλά μπήκαν μετά ακούγοντας την φασαρία."
"Α, και εγώ έτσι που εμφανίστηκαν νόμιζα ότι ήρθαν μαζί του μωρέ." απάντησε πιο ήρεμος ο Μανώλης, "Καλώς μας ήρθατε σύντεκνοι!" φώναξε στολίζοντας το πρόσωπο του με ένα πλατύ χαμόγελο ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα να τους αγκαλιάσει "Οι γονείς της κοπελιάς μας και δικοί μας φίλοι!" ,αλλά πριν προλάβει καν να κάνει ένα βήμα προς το μέρος του ζευγαριού, αυτό τσίριξε τρομαγμένο και αγκαλιάστηκε.
"Αυτοί τώρα γιατί σκούζουν;".
"Θα βοηθούσε αν αφήνατε τον πυροσβεστήρα κάτω ξέρετε."
"Εσένα ποιος σου μίλησε τώρα;" είπε θιγμένος ο Μανώλης κοιτώντας τον γιατρό που σε όλο του το πρόσωπο είχε ζωγραφιστεί η αποστροφή. "Και εσένα μωρέ, εδά που το ματασκέφτομαι* οι γονέοι σου δεν έχουν ποθάνει;" ρώτησε κοιτώντας την Ελβίνα που ακόμα δεν είχε επανέλθει το χρώμα στο πρόσωπο της και παρέμενε λευκό.
"Να σας εξηγήσω κύριε Μανώλη..."είπε και κόμπιασε "εγώ ναι μεν σας είπα ότι ..."
"Εμένα πείτε μου γιατί ορμήσατε στον άνθρωπο να του απαντήσω επιτέλους που είναι όλο γουάι και γουάι!" διέκοψε δυνατά ο νοσηλευτής κοιτώντας την ομήγυρη.
"Δεν ξέρει ο ξεγιβεντισμένος* ή μαθές μας κάνει εδά και τον ανήξερο;" φώναξε οργισμένος ο Μανώλης και κοίταξε τον άγνωστο άντρα με τον πάγο στο δεξί του μάτι που ήταν αρκετά πρησμένο και μωβ ήδη "Θα του μπλαβιάσω και το άλλο που 'ξερε μονάχα να δέρνει τη γυναίκα του!" είπε έξαλλος και έκανε να τον πλησιάσει όταν ο γιατρός μπήκε στην μέση και τον γράπωσε " Εδά κακομοίρη μου δεν σε γλιτώνουν οι χίλιοι διαόλοι από τα χέρια μου! Άσε με και εσυ διάολε! θα τον εκάνω μαύρο στο ξύλο και δεν θα του αφήσω αδόντι στη μπούκα του για να δει πως είναι όταν την έδερνε αυτός!"
"Σε κακοποιούσε;" ρώτησε άναυδος ο γιατρός κοιτώντας την Ελβίνα που μόνο τότε έδειξε να ξυπνάει από το σοκ και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
"Όχι".
"Τι λες κορίτσι μου τώρα...Μην τα αναιρείς όσα μου έχεις πει επειδή τον τρέμεις. Μην τον φοβάσαι τον άντρα σου και με μια σου λέξη τον αποτελειώνω αν το θες!" φώναξε ο Ιωσήφ κάνοντας ένα βήμα αποφασιστικά προς τον αιμόφυρτο άντρα που τσίριξε τρομαγμένος.
"Έτσι και τον πλησιάσεις την πάτησες." σφύριξε ο νοσηλευτής απειλώντας τον με την σακούλα με το πάγο όσο στην αγκαλιά του κράταγε τον άγνωστο άντρα που κλαψούριζε στη γλώσσα του και ευτυχώς ο Μανώλης κατάφερε και γράπωσε τον Ιωσήφ από το πουκάμισο πριν προχωρήσει περισσότερο.
"Ποιον άντρα της; Μα τι λέτε χριστιανοί; Γυναίκα του παράουρου είναι η Ελβίνα;" ρώτησε με ορθάνοικτα τα μάτια από το σοκ ο παπάς Μηνάς "Παντρεμένη είναι τούτη 'δώ;" συνέχισε και μην παίρνοντας απάντηση άρχισε να σταυροκοπιέται "Αυτό δεν είναι ποντίκι αλλά η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή...και δεν έτρωγε τυράκι τόσο καιρό αλλά το μήλο της ακολασίας και της αισχύνης..." φώναξε και συνέχισε να ψέλνει το τροπάριο της Κασσιανής με την Ελβίνα να έχει γίνει κατακόκκινη από την ντροπή της μέχρι που αγανακτισμένος ο γιατρός τον διέκοψε
"Μα σε ποιον αιώνα ζείτε τέλος πάντων σε αυτό το χωριό ήθελα και να ήξερα" φώναξε και συνέχισε "Δεν έχει έρθει ο πολιτισμός ακόμα στο μέρος σας;! Πλέον οι άνθρωποι κάνουν σεξ όποτε το επιθυμούν και τις διαφωνίες μας τις λύνουμε με το διάλογο και όχι να καταφεύγουμε σε βιαιοπραγίες! Αλλά τέτοιοι που είστε θα τα λύσετε στο δικαστήριο!"
"Ποιος με φώναξε;"
Όλοι στράφηκαν στην πόρτα του δωματίου που ένας Σωτήρης γεμάτος έπαρση είχε κάνει την εμφάνιση του. Ένας Σωτήρης που του πήρε ελάχιστα να αξιολογήσει την κατάσταση, προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου και στάθηκε όρθιος στη μέση κοιτώντας πρωτίστως την Ελβίνα. Ένας Σωτήρης που φάνταζε τεράστιος δίχως να προσπαθήσει καν να ορθώσει το ανάστημα του και ξαφνικά όλοι κρεμάστηκαν από το στόμα του.
"Εσένα μικρή χαίρομαι που σε βλέπω... έστω και έτσι. Και χαίρομαι περισσότερο που δεν ενεπλάκης στο καβγά να σπάσεις ότι σου έχει απομείνει γερό." ξεκίνησε να λέει και χαμογέλασε παγωμένα και στράφηκε ζητώντας από τη μάνα του εξηγήσεις. Μόνο από αυτή. Και η Καλλιόπη με μια φράση μονάχα που είπε προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Να σφίξει το πιγούνι, να σκληρύνουν οι γωνίες του προσώπου του, να σκοτεινιάσουν τα μάτια του και να πιάσει το μέτωπο του απογοητευμένος αναστενάζοντας.
"Ω Θεέ μου...Φοβάμαι ότι εδώ υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση. Και πριν ξεκινήσετε να μιλάτε πρώτα θα ακούσετε εμένα τι έχω να πω!" είπε σηκώνοντας την παλάμη του ακινητοποιώντας τα ανοικτά στόματα και συνέχισε απόλυτα σοβαρός, μόνο όταν ένοιωσε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα του ακροατηρίου, λες και αγόρευε σε αίθουσα δικαστηρίου.
"Ιωσήφ χτύπησες λάθος άνθρωπο. Ο άντρας της Ελβίνας έπειτα από έρευνα του γραφείου μου αυτή τη στιγμή εκτίει ποινή φυλάκισης και του έχει επιβληθεί ποινή κάθειρξης λόγω της πρόσκλησης σωματικής βλάβης, κακοποίησης και βιασμού."
"Τι εννοείς;"
"Τι να εννοώ βρε αδερφέ εκτός από το προφανές;" σχολίασε αγανακτισμένος με την φωνή του να υψώνεται σταδιακά "Τον έχουν χώσει για πολλά χρόνια μέσα και δεν υπάρχει ελπίδα να δει το φως του ήλιου για την επόμενη δεκαετία έστω. Δεν ξέρω ακριβώς πόσα είναι τα χρόνια που του επιβάλανε και μην αναγκάσετε να καθίσω να μετρήσω τις συρροές. Αρκετά άλλα έχω στο κεφάλι μου ήδη. Είναι αρκετά τα χρονάκια που έφαγε πάντως. "
"Πως;" ένας ψίθυρος ξέφυγε από τα χείλη της κοπέλας που κοίταζε τον Σωτήρη σαν απομηχανής θεό.
"Τι πως; Αν αναφέρεσαι στο πως κινήθηκα νομικά ενώ μου είχες πει ότι δεν θα προχωρούσαμε απλούστατα δεν έδωσα βάση στο μήνυμα που μου έστειλες, Ελβίνα. Όπως δεν θα έδινα σε καμία ανάλογη περίπτωση. Τέτοια καθοίκια τους αξίζει να τα κυνηγήσεις ως το τέλος. Έψαξα λίγο βάση της οικογενειακής σου κατάστασης και τον εντόπισα, δεν ήταν δύσκολο. Ήθελα να δω με τι κουμάσι είχα να κάνω. Τώρα αν αναφέρεσαι στο πως κρατείτε απλούστατα γιατί κάποιος που τρέφεται από αυτή την αρρώστια δεν μένει αδρανής. Συνεχίζει να το κάνει αυτό και κάποια στιγμή την πατάει." είπε κοιτώντας την αυστηρά" Και ήρθε η ώρα του που την πάτησε. Μια γυναίκα από όλες αυτές- γιατί είμαι σίγουρος ότι έχουν υπάρξει και άλλες- τον κατήγγειλε ...Και τώρα τα πράγματα για εμάς είναι ακόμα πιο εύκολα από ότι καταλαβαίνεις."
Ο Σωτήρης τίναξε ένα σκουπιδάκι από το ατσαλάκωτο πουκάμισο του όσο πίσω του ο Ιωσήφ αγκάλιαζε την Ελβίνα. Νέα δεδομένα υπήρχαν που είχαν γεμίσει με ελπίδα και ανακούφιση την καρδιά της κοπέλας και κατ επέκταση την καρδιά του Ιωσήφ. Μια ελπίδα που αν πριν είχε ριζώσει τώρα έβγαζε τα πρώτα της κλαδιά.
"Ωραία όλα αυτά αλλά δεν θα την γλιτώσουν έτσι ευκολα που έπεσαν και έσπασαν στο ξύλο ένα αθώο άνθρωπο. Θα πάρω τηλέφωνο την αστυνομία".
Ο Σωτήρης έστρεψε όλη του την προσοχή στο γιατρό που είχε μιλήσει. Δεν χρειάστηκε περισσότερο από κλάσματα του δευτερολέπτου για να τον αξιολογήσει. Μπορεί να ήταν στο ίδιο ύψος οι δύο άντρες αλλά όλοι στο δωμάτιο θα ορκιζόντουσαν ότι ο Σωτήρης υπερίσχυε κατά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο. Κοίταξε τον γιατρό βαριεστημένα φανερώνοντας όλη την πλήξη που αισθανόταν και έδειξε τον άγνωστο άντρα με ένα κοφτό νεύμα.
"Δεν χρειάζεται να έρθει καν η αστυνομία γιατί δεν θα υποβληθεί έγκληση." σχολίασε στεγνά και στο σοκαρισμένο βλέμμα του γιατρού συνέχισε στο ίδιο ύφος διευκρινίζοντας " Δεν χρειάζεται να έρθει καν η αστυνομία γιατί είναι κατ' έγκληση διωκόμενο έγκλημα οπότε αν δεν υποβάλλει έγκληση ο παθών- που δεν θα το κάνει ξαναλέω- το θέμα λήγει εδώ." ολοκλήρωσε ξεφυσώντας κουρασμένος.
"Καλέ Καλλιόπη τι λέει το παιδί; Κατάλαβες εσυ;"
"Δεν ξέρω τι λέει αλλά ότι λέει, το λέει πολυ ωραία Μανώλη μου...δεν τον σπουδάζαμε τζάμπα." απάντησε με περηφάνια η μητέρα του κοιτώντας με καμάρι το γιο της έχοντας καταλάβει ότι δεν κινδύνευε να βρεθεί σε κελί με το γιο της για δικηγόρο.
"Με απλά λόγια άνθρωπε μου θα μας πεις και εμάς;" ρώτησε εκνευρισμένος ο γιατρός προσπαθώντας να επιβληθεί σε μια μάχη που όλα έδειχναν ότι είχε ηττηθεί.
"Δεν θα υποβάλει...πως να στο πω απλά... μήνυση ο...πως να τον αποκαλέσω να καταλάβεις...ο χτυπημένος, τέλος πάντων. Θα του εξηγήσω, θα καταλάβει ότι επρόκειτο για μια αστεία παρεξήγηση και δεν θα κινηθεί περαιτέρω."
"Ε, όχι και αστεία παρεξήγηση έτσι που τον κατάντησαν οι δικοί σου. Καθόλου αστείο δεν νομίζω να το δει ο κακόμοιρος ανθρωπάκος." είπε βγαίνοντας στην επίθεση ο γιατρός εκνευρισμένος.
"Μα στο αστεία αναφερόμουν στο ότι εμείς θα γελάμε στο μέλλον όποτε θα θυμόμαστε στο περιστατικό. Τα συναισθήματα του κυρίου δεν με απασχολούν στο ελάχιστο." σχολίασε σαρκαστικά "Και αν δεν σας είναι κόπος αφήστε με να διευθετήσω το θέμα γιατί στο τέλος θα σας μηνήσω ο ίδιος για κατασπατάληση του χρόνου μου. Και δεν θέλετε να μάθετε πόση αποζημίωση θα ζητήσω βάση της αμοιβής που λαμβάνω την ώρα."
Ήταν η σειρά του γιατρού να τον κοιτάξει αποσβολωμένος και να σταυροκοπηθεί. Είχε να κάνει με ένα επικίνδυνο τσούρμο από τρελούς το δίχως άλλο. Αλλά αυτά παθαίνει κανείς όταν κάνει χάρη και αλλάζει την εφημερία του κατέληξε και κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του αποχώρησε.
"Αν ξαναπλακωθούν να φωνάξει κάποιος την ασφάλεια." φώναξε τελευταίο, διέλυσε το κοινό στην πόρτα και χάθηκε με την ρόμπα του να ανεμίζει. "Ποιος έβγαλε άκρη με τρελό για να βγάλω εγώ με τόσους..." τον άκουσαν να λέει από το διάδρομο ενώ η φωνή του χανόταν σταδιακά.
"Ωραία όλα αυτά. " πήρε το λόγο ο Μανώλης πρώτος "Αλλά ας μου λύσει κάποιος μια απορία...Αυτός που δείραμε ποιος διάολος είναι ;"
παράορε ή παράουρε = τρελός, αυτός που δεν έχει μυαλό
ξεροκαύκαλο= ξεροκέφαλο
ματασκέφτομαι=ξανασκέφτομαι
ξεγιβεντισμένος= ξεφτιλισμένος, ρεζιλεμένος
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top