~3~
Ελλάδα/ Αεροδρόμιο Ηρακλείου Νίκος Καζαντζάκης
Με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και με το άλλο χέρι να ανεβάζει τα γυαλιά ηλίου που φορούσε ψηλά στο κεφάλι της, είχε μείνει εντελώς άφωνη από ότι έβλεπε, άκουγε και γινόταν τριγύρω της. Είχε βγει τελευταία για να γλιτώσει τον όποιο συνωστισμό μιας και είχε την οδηγία να περιμένει στην είσοδο έναν οδηγό που θα την μετέφερε στο τόπο εργασίας της και αντί αυτού βρέθηκε εν μέσω του χειρότερου που θα μπορούσε να συμβεί! Μιας απίστευτης οχλαγωγίας και μια άκρως ενοχλητικής φασαρίας προερχόμενη από τους εκατοντάδες ανθρώπους που στριμωχνόντουσαν σχεδόν πάνω της φωνάζοντας και χειρονομώντας που την έκανε να σφίξει την βαλίτσα στο χέρι της και να προσπαθήσει να διατηρήσει την ισορροπία της. Ήταν λες και ξαφνικά ένα πλήθος προσπαθούσε να περάσει απέναντι από ...πάνω της! Αν ήξερε ότι θα κινδύνευε να ποδοπατηθεί από ένα μανιασμένο όχλο δεν θα είχε φορέσει γόβες με τόσο ψηλό τακούνι κατέληξε απελευθερώνοντας μια βρισιά και προσπαθώντας να σύρει τη βαλίτσα της μπας και ξεκολλήσει από το πλήθος που την παρέσερνε βίαια προς την απέναντι πλευρά όπου είχε πάρει το μάτι της λίγο πριν βγει μια σειρά από σταθμευμένα ταξί. Ήταν επιτακτική ανάγκη να διαφύγει μιας και απειλούταν η σωματική της ακεραιότητα! Ήθελε και να ήξερε τι είχε προκαλέσει τέτοια αναστάτωση και είχε βρεθεί εν τω μέσω ταραξιών, εκείνη μια επισκεπτήρια της χώρας τους που το λιγότερο που θα έπρεπε ήταν να την αντιμετωπίσουν με σεβασμό και να διαφυλάξουν την σωματική της ακεραιότητα, κατέληξε εκνευρισμένη και σημείωσε στο μυαλό της να παραπονεθεί κάποια στιγμή αν της δινόταν η ευκαιρία φυσικά έτσι όπως την τραβολόγαγαν ανάμεσα τους!
«Μα δεν είναι δυνατόν!» ξέσπασε οργισμένη νιώθοντας τον ώμο της να προσκρούει σε ένα στιβαρό σώμα ενός άντρα και έπειτα να πέφτει στο στέρνο ενός άλλου κάνοντας τα γυαλιά της να εκτοξευτούν από το κεφάλι της, να πέσουν χάμω και να ποδοπατηθούν από τα δεκάδες ζευγάρια πόδια! Με όση δύναμη και χώρο της έμενε σήκωσε την βαλίτσα της και την κράτησε στην αγκαλιά της ενώ ταυτόχρονα έσπρωχνε το πλήθος προς τα πίσω να σωθεί. Οι φωνές τους της τρύπαγαν τα αυτιά και έκαναν τα νεύρα της τεντωμένα σαν τη χορδή του τόξου, τα τακούνια της τα ένιωθε να ταλαντεύονται κάτω από το επιπλέον βάρος και την συνεχή ασταθή μετακίνηση της και είχε σχεδόν αηδιάσει από τα ιδρωμένα σώματα που βρίσκονταν κολλημένα πάνω της. Δεν ήταν η καλύτερη αρχή της. Δεν θυμόταν πουθενά από όπου είχε πάει να είχε κινδυνέψει τόσο με την άφιξη της!
Διόλου πολιτισμός δεν υπήρχε και ούτε ίχνος από καλούς τρόπους παρά την φημολογία γύρω από τους Έλληνες κατέληξε εξοργισμένη και βλαστήμησε έχοντας γνώση ότι έβριζε και μέρος των δικών της προγόνων και έσφιξε την βαλίτσα στην αγκαλιά της. Παρά τις φωνές και τις ικεσίες της εκείνοι συνέχιζαν ανεπηρέαστοι να την τραβολογάνε προκαλώντας της στο τέλος τρόμο και πανικό καθώς ένοιωθε να μην είχε κανένα ίχνος ελέγχου του σώματος της.
Και περισσότερο θα είχε φωνάξει και ακόμα περισσότερες βρισιές θα τους χάριζε όταν ένιωσε το σώμα της σε κλάσματα του δευτερολέπτου να βρίσκεται μέσα σε μια σφικτή αγκαλιά με το πρόσωπο και το στήθος της να προσκρούει σε ένα δυνατό στέρνο που ανάβλυζε δύναμη και τεστοστερόνη με τη βαλίτσα της να χάνεται απότομα από τα δικά της χέρια.
«Μείνε ακίνητη.»
Η προσταγή του σφύριγμα που την ξάφνιασε και έσφιξε κάθε μυ του δικού της σώματος και έβαλε σε εγρήγορση το μηχανισμό προστασίας και διαφυγής της. Ο συναγερμός στο μυαλό της την προειδοποιούσε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει τελείως και κανένας έλεγχος δεν υπήρχε. Κάνοντας τις χειρότερες σκέψεις , σήκωσε τις παλάμες της γροθιές και προσπάθησε να απεγκλωβίσει το κορμί της σπρώχνοντας τον άγνωστο μακριά της . Κάτι που ήταν μοναχά στη σφαίρα της φαντασίας της μιας και η δύναμη που κατέβαλε δεν κατάφερε να τον κουνήσει εκατοστό από την θέση του μόνο παρέμεινε ακίνητος με την ίδια στην αγκαλιά του . Αυτό που κατάφερε να κάνει προς απογοήτευση της ήταν μόνο να σηκώσει το κεφάλι της , σχεδόν το έσυρε πάνω στο τζιν πουκάμισο του ,για να αντικρίσει ένα σπουδαίο δείγμα του αρσενικού είδους να της χαμογελάει στραβά.
«Καλώς όρισες στη Κρήτη.»
Η Ελβίνα παρέμεινε άφωνη. Εντελώς εμβρόντητη . Όχι με την αρρενωπότητα του που ξεχείλιζε μιας και μπροστά της - στα ελάχιστα εκατοστά που είχαν ως απόσταση- είχε ένα άντρα αψεγάδιαστο με φίνα χαρακτηριστικά προσώπου , λεπτή μύτη, μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια με καθαρό πρόσωπο και γεμάτα χείλια και ότι άλλο οι γυναίκες απανταχού της υφηλίου θεωρούν σαγηνευτικό αλλά με το θράσος του που δεν είχε όρια . Έκλεισε το στόμα της που είχε ανοίξει από έκπληξη και τόλμησε να μιλήσει και να περάσει στην επίθεση.
«Αυτό είναι το παραδοσιακό καλωσόρισμα σας;» γρύλισε με τη σειρά της κάνοντας μια απότομη κίνηση να τινάξει τα χέρια του από πάνω της .
"Αλλού σε καλωσορίζουν με στεφάνια λουλούδια που σου περνάνε στο λαιμό και αλλού με τραγούδια και χορούς. Εμείς οι Κρήτες είμαστε πιο εκδηλωτικοί βλέπεις και σε καλωσορίζουμε με αγκαλιές."
"Με σπρωξιές, κλωτσιές και αγκωνιές θες να πεις."
«Την δεδομένη μέρα δυστυχώς ναι." συμφώνησε θλιμμένα και συνέχισε χαμογελώντας πλατιά " Αλλά μπορούμε και καλύτερα. Αλλά εσύ έτυχες στο λάθος σημείο την λάθος ώρα.»
«Το κάρμα μου παραμένει ίδιο μια ζωή.» απάντησε γρυλίζοντας η Ελβίνα έχοντας εκνευριστεί από το στραβό χαμόγελο του που δεν έλεγε να σβήσει μόνο συνέχιζε να φωτίζει το πρόσωπο του όση ώρα τους έσπρωχναν από εδώ και από εκεί λες και ήταν μπάλα. Επιχείρησε ξανά να αποσπάσει το σώμα της αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να στριφογυρίσει στην αγκαλιά του με αποτέλεσμα τα ρούχα και τα μαλλιά της να γίνουν ένα κουβάρι. Ειδικά το τζιν πουκάμισο της το ένιωσε να έχει γίνει ένα κουρέλι με την ζώνη στη μέση της να έχει μετατοπιστεί εντελώς. Τελικά ίσως έπρεπε να είχε καλύψει τα πόδια της με ένα παντελόνι αλλά δεδομένου ότι ταξίδευε προς μια ζεστή χώρα όπως την είχε ενημερώσει το διαδίκτυο είχε καταλήξει να ταξιδεύει με ένα δροσερό χαλαρό τζιν πουκάμισο δεμένο με μια δερμάτινη καφέ ζώνη στη μέση της και τα πόδια της ακάλυπτα από ύφασμα, γυμνά. Σαν να ήταν έτοιμη για παραλία!
«Προσπαθώ να σε βγάλω από εδώ. Μην το κάνεις πιο δύσκολο.» Το χαμηλό σε ένταση γρύλισμα του άγνωστου άντρα δίπλα στο αυτί της , είχε ως αποτέλεσμα να ανασηκωθούν οι τρίχες στο σβέρκο της και της προσκάλεσε μια γενικευμένη παράξενη ανατριχίλα. Μια αίσθηση ζεστή ένοιωσε να ξυπνάει χαμηλά στη κοιλιά της και να ρέει σε κάθε φλέβα της προς κάθε σημείο του σώματος της. Πως ήταν δυνατόν μόνο με την χροιά της φωνής του να είχε καταφέρει να ξυπνήσει αυτή την καλά γνώριμη αίσθηση αναρωτήθηκε δίχως να σταματήσει να τον ωθεί με δύναμη να την αφήσει.
«Τα καταφέρνω μια χαρά και μόνη μου.» Η κοφτή απάντηση της συνοδευόμενη από το λαχάνιασμα που της είχε προκαλέσει η προσπάθεια που κατέβαλε να ξεφύγει προκάλεσε το κοφτό του γέλιο. Και η εκνευριστική αυτή αίσθηση μέσα της ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αυτό και αν ήταν δυνατόν! Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα απείχε από όλα αυτά και βρέθηκε να την προδίδει το ίδιο το σώμα της μέσα σε δύο μέρες που είχε χωρίσει από το Μαρσέλλο! Τώρα και αν ήταν επιτακτική ανάγκη να ξεφύγει κατέληξε και τον έσπρωξε καταβάλλοντας κάθε πιθανή δύναμη. Και το αποτέλεσμα αυτού; Να εκνευρίσει τόσο πολύ που εκείνος σαν πραγματικός άνθρωπος των σπηλαίων βρέθηκε να την ανασηκώνει με το ένα χέρι λες και ήταν χαλί και να την μεταφέρει έξω από την αντρική δίνη εξαπολύοντας αρκετές λέξεις στην γλώσσα της περιοχής κάτι που η Ελβίνα ήταν σίγουρη ότι δεν άρμοζαν για τα αυτιά μιας κυρίας.
«Μα τω Θεώ αν δεν με αφήσεις κάτω θα φωνάξω!»
«Νόμιζα ότι το έκανες ήδη.»
«Άφησε με κάτω καημένε μου και θα δεις φωνές!»
«Αποφάσισε. Αν σε αφήσω θα φωνάξεις ή αν δεν το κάνω.»
«Άφησε με.» γρύλισε εντελώς εξοργισμένη για να νοιώσει τα πόδια της να προσγειώνονται στο δάπεδο. Κυριολεκτικά τα πόδια της. Με τα πέλματα των ποδιών της. Και τα δάχτυλα των ποδιών της. Είχε χάσει τις γόβες της κάπου στη διαδρομή της βίαιης αρπαγής! Κοίταξε τα γυμνά της πόδια έτσι που είχαν γίνει ένα με το βρώμικο δάπεδο του αεροδρομίου και σήκωσε αργά το βλέμμα της πάνω στον υπαίτιο όλων που είχε ακολουθήσει το βλέμμα της.
«Παράπλευρες απώλειες.» σχολίασε εκείνος αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους του.
Η Ελβίνα κόντευε να σκάσει! Έτοιμη ήταν να αρχίσει να ουρλιάζει δίχως τέλος! Είχε χάσει σε μερικά λεπτά παπούτσια και γυαλιά και κυριότερο την ψυχραιμία της που έστω για αυτήν, ήταν διάσημη! Την είχε φέρει στα όρια της τόσο το εξαγριωμένο μπουλούκι που σχεδόν την ποδοπάτησε όσο και ο υποτιθέμενος σωτήρας της. Ένοιωθε τόσο εξαγριωμένη που δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε μια λέξη να του πει, ούτε μια βρισιά να ξεστομίσει ,τόσο την είχε μπλοκάρει! Η στάση του, οι λέξεις και ανάθεμα το κορμί του είχαν δημιουργήσει το απόλυτο, ολοκληρωτικό χάος τόσο σε κορμί όσο και στο μυαλό της! Και το να χάνει τον έλεγχο τόσο του μυαλού, όσο και του κορμιού της ήταν για εκείνη ανεπίτρεπτο !Ολέθριο! Και αν είχε επιβιώσει και φτάσει σε αυτή την ηλικία το χρωστούσε μονάχα στον έλεγχο που διατηρούσε και στα δύο αυτά!
«Μοιάζεις με τσαγερό έτοιμο να βγάλει ατμό.»
Η παρατήρηση του έκανε την Ελβίνα να γουρλώσει τα μάτια της και τα χείλη της να χωρίσουν. Ο άνθρωπος ήταν ανεκδιήγητος! Εκτός αν ήταν παλαβός! Ναι, αυτό σίγουρα ήταν! Ένας παλαβός που έτυχε στο διάβα της! Ένας εντελώς παλαβός ανεκδιήγητος τρελός!
«Πραγματικά έτσι μοιάζεις...Έχεις δει την παιδική ταινία Η πεντάμορφη και το Τέρας;» ρώτησε εκείνος ενεργοποιώντας επιτέλους μερικά εγκεφαλικά κύτταρα της κατάπληκτης Ελβίνας κάνοντας την να κάνει μερικά βήματα προς τα πίσω, να γυρίσει το σώμα της ολοκληρωτικά και να ξεκινήσει να απομακρύνεται από το σημείο έξαλλη. Και τσαγερό και τέρας πάει πολύ με το καλωσόρισες, κατέληξε σε έξαλλη κατάσταση ! Θα έβρισκε ένα αστυνόμο, θα κατέγραφε το γεγονός, θα την βοηθούσε να ανακτήσει την βαλίτσα της και θα της έβρισκε ένα ταξί που θα την μετέφερε στο προορισμό της. Αυτά και άλλα πολλά μουρμούριζε μες στα νεύρα περπατώντας νευρικά τριγύρω προσπαθώντας να εντοπίσει κάτι ή κάποιον που θα της πρόσφερε βοήθεια.
«Όχι, παρανόησες! Την μαντάμ τσαγερό και το θρυψαλάκι εννοώ! Μα που πας ξυπόλυτη! Περίμενε να βρω τα παπούτσια σου! Κάπου εδώ έχουν πέσει! Περίμενε! Στάσου!»
Η φωνή του της τρύπαγε τα αυτιά και με την αναφορά του στην ταινία τώρα και αν ήταν σίγουρη ότι ο άνθρωπος ήταν με σιγουρότητα παντελώς παλαβός ! Δεν υπήρχε άντρας στην οικουμένη να γνωρίζει πως λένε το παιδί- φλιτζανάκι της μαμάς -τσαγιέρας! Ούτε η ίδια καλά καλά δεν το γνώριζε ! Ως τώρα! Το σοφότερο ήταν να απομακρυνθεί και να ζητήσει βοήθεια! Και φυσικά όταν έχεις ανάγκη ένα αστυνομικό τότε όλοι εξαφανίζονται!
Αγανακτισμένη έστρεψε την προσοχή της προς τα δεξιά και την πιάτσα των ταξί. Είχε αρκετά αυτοκίνητα σταθμευμένα και κινήθηκε προς τα εκεί κρατώντας σφικτά τη τσάντα που κρεμόταν χιαστή στα πλάγια του κορμιού της. Κάτι της είχε απομείνει. Τα πιο βασικά υπήρχαν εκεί μέσα : πορτοφόλι, κινητό, ταυτότητα. Αλλά εστιάζοντας στα μονόχρωμα γκρι αυτοκίνητα παρατήρησε με έκπληξη ότι οι οδηγοί ήταν άφαντοι και τα ταξί άδεια!
«Μα τι στο κόρακα...» ψέλλισε σταματώντας την πορεία της και κοιτώντας προβληματισμένη τα ταξί που έστεκαν ακίνητα δίχως ίχνος ζωής.
«Έχουν απεργία τα ταξί και οι οδηγοί τους μόλις πέρασαν ...από πάνω μας.»
Η ίδια εκνευριστική παιχνιδιάρικη φωνή πίσω της την τίναξε από την θέση της και γύρισε σε έξαλλη κατάσταση να αντιμετωπίσει τον παρείσακτο. Έπρεπε να τον ξεφορτωθεί το γρηγορότερο!
«Σου είπα πρωτύτερα αλλά εσύ δεν το κατάλαβες ότι έτυχες στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή, κοριτσάκι που δεν βλέπεις ταινίες της Disney . Έχουν απεργία οι οδηγοί και διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίες με περισσότερες απολαβές. Ότι πάντα στην Ελλάδα. Πάρε όμως, τα βρήκα, είναι ελαφρώς στραπατσαρισμένα αλλά μέχρι να τα αντικαταστήσεις θα κάνουν την δουλειά τους.»
Η Ελβίνα κοίταξε τα ποδοπατημένα παπούτσια και τα σπασμένα γυαλιά της που κρεμόντουσαν από τις άκρες των δαχτύλων του και έσμιξε τα μάτια της. Θα τα έπαιρνε και θα την έκανε. Με τα πόδια, με τα χέρια, με κάρο ή με το ποδήλατο ακόμα και με τα τέσσερα αν χρειαζόταν, αλλά θα την έκανε μακριά από εδώ, μακριά από αυτόν, μακριά από τους απεργούς!
Με μια άγαρμπη κίνηση βούτηξε τις γόβες της και τα γυαλιά της. Στερέωσε το στραβό σκελετό στο κεφάλι της με τη μία άκρη τους να χώνεται στο κρανίο της προκαλώντας της ένα στιγμιαίο πόνο. Μα και αυτός δεν ήταν αρκετός να ανακάμψει την ορμή της και ισορροπώντας πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο πέρασε τα καταπατημένα , πανάκριβα, πρώην υπέροχα υποδήματα της στα βρώμικα κατάμαυρα γυμνά της πέλματα . Τελειώνοντας και έτοιμη, σήκωσε το βλέμμα της πάνω στον άγνωστο άντρα που την κοίταζε θαμπωμένος έχοντας απολαύσει το θέαμα των δύο γυμνών ποδιών της. Και παλαβός και ηδονοβλεψίας!
Ούτε λέξη . Ούτε λέξη και ούτε βρισιά δεν θα του χάριζε ξανά παρά μονάχα άρπαξε με μια βουτιά τη βαλίτσα της που στεκόταν πλάι του- δυστυχώς χαρίζοντας του άπλετη θέα του μπούστου της- και κάνοντας μεταβολή έστριψε προς τα σταθμευμένα αστικά μπλε λεωφορεία με ψηλά το πιγούνι στρώνοντας την πουκαμίσα και φέρνοντας τη ζώνη της ευθεία μπροστά.
«Μάταιος κόπος !Και τα λεωφορεία απεργούνε σήμερα ,θρυψαλάκι!»
Η Ελβίνα πέτρωσε ακίνητη σταματώντας το βηματισμό της σφίγγοντας τα χέρια της γροθιές. Αρκετά. Ως εδώ η παράνοια! Θα πήγαινε στο κέντρο της πόλης με κάθε πιθανό τρόπο. Θα έβρισκε να μείνει κάπου μέχρι αύριο που θα είχε λήξη η απεργία και θα μπορούσε να μεταφερθεί στο προορισμό της. Θα έκανε ένα δροσερό ντους και θα ξάπλωνε. Όταν θα ξύπναγε το επόμενο πρωί αυτή η σκηνή θα άνηκε στο παρελθόν σαν σκηνή από ένα άσχημο εφιάλτη.
Αδιαφόρησε πλήρως για τις φωνές του ενοχλητικού άγνωστου πίσω της που συνέχιζε να μιλάει ακατάπαυστα και εκνευριστικά. Έστριψε το κορμί της προς την ευθεία εμπρός της. Ένας μακρύς δρόμος ασφαλτοστρωμένος απλωνόταν εμπρός της. Δεν θα ήταν παιχνιδάκι ,ούτε ήταν μαθημένη να περπατάει .Ειδικά με τόσες υψηλές θερμοκρασίες. Ένοιωσε την απόγνωση και την
απελπισία να την κυριεύει και την στιγμή που ήταν έτοιμη να λυγίσει και να γυρίσει να του ζητήσει βοήθεια... άκουσε το γέλιο του. Σιγανό και παιχνιδιάρικο που της έδωσε όσο κουράγιο χρειαζόταν να επισπεύσει το βηματισμό της αδιαφορώντας για όσα ανησυχούσε πρωτύτερα αφήνοντας τον σύξυλο και κατάπληκτο να την κοιτάζει να απομακρύνεται περπατώντας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top