~24~
«Το συνεργείο καταφτάνει σε μισή ώρα και δεν απαρτίζεται από γυναίκες που θα ευχαριστιόντουσαν να σε βρουν σε αυτή τη στάση.» σχολίασε η Ελβίνα με ένα αχνό χαμόγελο ενώ κύλαγε το φόρεμα στο κορμί της. Είχε ξυπνήσει με το πρώτο λάλημα του κόκορα και είχε πεταχτεί από το κρεβάτι του Ιωσήφ σχεδόν αμέσως. «Νομίζω ότι σήμερα δεν θα καταφέρω να βρεθούμε το απόγευμα. Ο ξυλουργός δεν μπορούσε να έρθει πρωινή ώρα και έχουμε κλείσει ραντεβού μετά τις πέντε.» συνέχισε ισιώνοντας το κορμί της και τινάζοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω.
Αντιλήφθηκε χωρίς να τον κοιτάζει ευθέως τις σπίθες που έλαμψαν στο βλέμμα του, τόσο δυνατές που ήταν και χώθηκε στο μπάνιο κατευθείαν αποφεύγοντας τον. Ναι, ήταν δικαιολογία. Κατάφωρο ψέμα ήταν. Εκείνη είχε αλλάξει την ώρα της συνάντησης της με τον ξυλουργό που θα έφτιαχνε τις προσθήκες στις τοιχογραφίες. Εκείνη με ένα βιαστικό τηλεφώνημα που του έκανε αργά το βράδυ μόλις είχε μείνει μόνη. Εκείνη ήθελε το απόγευμα της να είναι γεμάτο. Αλλά είχε αναγκαστεί να φτάσει ως εδώ. Ο Ιωσήφ το είχε προκαλέσει με τις ερωτήσεις του. Είχαν σημάνει το συναγερμό στο μυαλό της. Τον είχε αφήσει να πλησιάσει πολύ κοντά. Και μετά από αυτές τις ερωτήσεις, οι κουβέντες που είχαν ανταλλάξει ήταν ελάχιστες. Ο Ιωσήφ ευτυχώς δεν είχε επιμείνει να του δοθούν απαντήσεις στις ερωτήσεις που είχε ξεστομίσει. Αλλά σε αυτό συνετέλεσε Σωτήρης που τον είχε πάρει τηλέφωνο ζητώντας του να βρεθούν. Είχε ακουστεί ιδιαίτερα επίμονος και ο Ιωσήφ μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά είχε αφήσει ότι είχε ξεκινήσει και είχε πάει να τον συναντήσει.
Ο Ιωσήφ χασμουρήθηκε και ανασηκώθηκε. Είχε καταλάβει ότι η Ελβίνα δεν ήταν ακόμα έτοιμη να τον εμπιστευτεί σε τόσο μεγάλο βαθμό. Έφερνε στο νου του την χτεσινή αντίδραση της, το χρώμα του προσώπου της, την αμηχανία της, το βλέμμα της το τρομαγμένο. Πως είχε μαζευτεί όλη νύχτα στην μία άκρη του κρεβατιού. Φοβόταν μήπως την είχε χάσει ήδη.
Όταν είχε γυρίσει την βρήκε ευτυχώς στο κρεββάτι του. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό μιας και την βρήκε να κοιμάται. Ή έστω να παριστάνει ότι κοιμόταν. Δεν πήγαινε το μυαλό του ότι η Ελβίνα είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις της. Σηκώθηκε με τη σειρά του με το μυαλό του αναστατωμένο και ξεκίνησε να ντύνεται. Δεν είχε ένα θέμα να αντιμετωπίσει αλλά πολλά. Με κυριότερο αυτό της Ελβίνας. Αλλά θα ερχόταν ο μηχανικός με τον εργολάβο που θα αναλάμβανε την ανακαίνιση του πατρικού σπιτιού και έπρεπε να είναι έτοιμος. Για μερικές μέρες θα έμενε στο σπίτι του παπά Μηνά. Του το είχε προτείνει ο καλοπροαίρετος γέροντας και δεν είχε μπορέσει να αρνηθεί. Εκείνος άστεγος, το σκυλί του αδέσποτο ξανά και η κοπέλα του φευγάτη με το να μην του χαρίζει ούτε τη ματιά της. Και μόλις του είχε ανακοινώσει ότι το απόγευμα δεν θα βρίσκονταν. Ωραία τα είχε καταφέρει. Αυτός και ο πανικός του ο κακός σύμβουλος.
Δεν μπορούσε να τα παρατήσει όμως έτσι εύκολα. Έπρεπε να δώσει την μάχη του. Εδώ που είχαν φτάσει δεν υπήρχαν πισωγυρίσματα. Θα έκανε φουλ επίθεση. Αυτή η σχέση άξιζε άσχετα αν εκείνη ήταν τυφλή και δεν το έβλεπε! Ταίριαζαν σε όλα και πέρναγαν πολύ καλά μαζί. Αν μόνο έριχνε το τείχος που περιέβαλλε την καρδιά της όλα θα ήταν μετά αρμονικά. Μόνο να μπορούσε να μάθει τι είναι αυτό που το είχε προκαλέσει τότε ίσως να είχε κάποια όπλα να το γκρεμίσει.
Πήρε λοιπόν μερικές πέτρες στα χέρια του και κίνησε να το λιθοβολήσει τυφλωμένος από το αίσθημα της απόρριψης αυτού που αγαπάς. Σαν το μικρό Δαυίδ μπροστά στο Γολιάθ...στην σφεντόνα του όμως αντί για πέτρες κράταγε την καρδιά του.
Η Ελβίνα σκούπιζε με μια πετσέτα τα νερά από το φρεσκοπλυμένο πρόσωπο της όταν αισθάνθηκε τα δυνατά χέρια του να την αγκαλιάζουν από την μέση και σύντομα βρέθηκε κλεισμένη στην αγκαλιά του. Η αναπνοή του δεν ήταν σταθερή. Ήταν ταραγμένος και μόλις είχε προδοθεί. Διαισθάνθηκε ότι ο Ιωσήφ είχε καταλάβει ότι δεν είχαν τολμήσει να πουν. Ένα κύμα θλίψης χτύπησε το στομάχι της. Λυπόταν πραγματικά που είχαν φτάσει ως εδώ νωρίτερα από ότι υπολόγιζε. Ήταν καλός άντρας ο Ιωσήφ και θα έκανε ευτυχισμένη όποια θα γινόταν ταίρι του. Αναστέναξε σιγανά με το στήθος της να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει και αφέθηκε στα χάδια του ακουμπώντας το κεφάλι της στο ώμο του. Πραγματικά ένοιωθε ότι ο συγκεκριμένος άντρας άξιζε να της έλειπε.
«Ιωσήφ...» Μόνο αυτό είπε. Μόνο αυτό μπορούσε να πει.
«Δεν θέλω να σε χάσω..." το παράπονο του γύρισε σαν αναδευτήρας τη θλίψη στο στομάχι της. "Πως θα γίνει αυτές τις μέρες που θα μένω στου παπά Μηνά; Πώς θα βρισκόμαστε; » ψιθύρισε εκείνος κάνοντας την να γελάσει σιγανά με το τόνο του που έκανε σαν μικρό παιδί. Ούτως ή άλλως δεν είχε σκοπό να περάσει περισσότερα βράδια μαζί του. Έπρεπε να τον καθησυχάσει. Και μετά σιγά σιγά να χαθεί από την ζωή του.
«Θα σκέφτεσαι την αναγκαιότητα που σε έχει φέρει σε αυτή τη κατάσταση και θα είναι πιο ανεκτό.» ψέλλισε εκείνη όσο γύριζε το σώμα της στην αγκαλιά του ώστε να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο. "Η γιαγιά σου αρκετά έχει ταλαιπωρηθεί. Είναι καιρός να επιστρέψει και το ξέρεις καλά. Όσον αφορά εμάς, το χωριό είναι μικρό. Δεν θα χαθούμε κιόλας." συνέχισε όσο το δυνατόν πιο ανέμελα.
Ο Ιωσήφ σήκωσε τα δάχτυλα του και τα τοποθέτησε στα χείλη της "Λες ψέματα. " την κατηγόρησε δίχως να την εκπλήσσει. Ο Ιωσήφ εκτός από πανέξυπνος ήταν και θαρραλέος. Δεν θα μασούσε τα λόγια του ποτέ. Πόσω μάλλον τώρα.
«Έχεις σκοπό να χαθείς θρυψαλάκι. Από χτες όλα άλλαξαν πάλι. Λίγο σε στρίμωξα και χώθηκες πίσω από τον τοίχο σου.» επέμεινε ο Ιωσήφ ενώ την απομάκρυνε από πάνω του. Η Ελβίνα εστίασε πεισμωμένη σε εκείνον. Είχε καταφέρει και την είχε διαβάσει τόσο καλά λοιπόν. Είχε αργήσει πολύ μαζί του.
«Θέλω να μάθω τι είναι αυτό που σε κάνει να αντιδράς έτσι. Εγώ είμαι έτοιμος να σου ζητήσω να μείνεις εδώ μαζί μου." συνέχισε με θάρρος κοιτώντας την έντονα.
"Που να μείνω μαζί σου; Στου παπά Μηνά;" ρώτησε ανάλαφρα προσπαθώντας να χαμογελάσει αν και το μόνο που κατάφερε ήταν μια πικρή γκριμάτσα "Όσο αίσθημα φιλευσπλαχνίας και αν έχει ως αντιπρόσωπος του Θεού του, σου εγγυώμαι ότι από το πρώτο βράδυ μας εκεί ,θα βρεθούμε αστραπιαία άστεγοι." σχολίασε γελώντας σιγανά και με ένα έξυπνο ελιγμό ξεγλίστρησε από τα χέρια του, πέταξε την πετσέτα κάτω και βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα όπου κάθισε στην άκρη του κρεβατιού θέλοντας να φορέσει τα σανδάλια της που βρίσκονταν πεταμένα στην άκρη του.
"Αυτό ήταν δηλαδή;" ρώτησε σκληρά ο Ιωσήφ ακολουθώντας την στο δωμάτιο. Φευγαλέα κοίταξε το αναστατωμένο κρεβάτι πίσω από την πλάτη της και το κενό στο στομάχι του μεγάλωσε. "Όρισες το τέλος μας;"
Η Ελβίνα στάθηκε ακίνητη. Έσμιξε τα μάτια της και ανασήκωσε το πρόσωπο της τόσο όσο χρειαζόταν για να ανταλλάξει ένα ενοχλημένο βλέμμα μαζί του.
"Πότε υπήρξε αρχή;" ρώτησε κοφτά και πετάχτηκε όρθια με τα σανδάλια να κρέμονται από το ένα της χέρι όσο από το άλλο χέρι, ο δείχτης της που έτρεμε , στόχευε σε εκείνον "Σου είχα εξηγηθεί εξαρχής Ιωσήφ. Μην το ξεχνάς. Το δέχτηκες. Μην με αμφισβητείς γιατί απλά δεν σε βολεύει τώρα. " γρύλισε κάνοντας του επίθεση. "Μια χαρά σε βόλευε τόσο καιρό. Τι άλλαξε;" τόλμησε να ρωτήσει.
"Είμαι ερωτευμένος μαζί σου."
Η Ελβίνα τα έχασε. Τα σανδάλια που ακόμα κρατούσε κλυδωνίστηκαν φανερώνοντας την ταραχή της. Ναι γαμώτο είχε αργήσει μαζί του να απομακρυνθεί. Είχε αναπτύξει συναισθήματα για εκείνον και είχε αφεθεί απερίσκεπτα. Είχε φανεί απρόσεκτη. Όλο αυτό τώρα ήταν λάθος! Αφού δεν γινόταν ...δεν μπορούσε να γίνει τίποτα μεταξύ τους περισσότερο . Ήταν ανώφελο. Ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Εκείνη δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα.
« Αυτό άλλαξε θρυψαλάκι μου. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου τώρα. Άρα όλα άλλαξαν. Για μένα έστω μιας και δεν βλέπω να αντιδράς όπως έλπιζα."
"Λυπάμαι." είπε και το είπε τόσο σιγανά που ούτε η ίδια δεν ήξερε αν είχε ακουστεί. Το πρόσωπο του Ιωσήφ που είχε χάσει το χρώμα του της έδωσε την επιβεβαίωση που γύρευε. Γιατί πραγματικά ήθελε να είχε ακουστεί. Γιατί πραγματικά λυπόταν. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που σε σχέση λυπόταν τόσο για το τέλος. Αλλά δεν είχε το χρόνο τώρα να το αναλύσει αυτό.
«Εγώ καθόλου. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και χαίρομαι γι αυτό.» είπε με το τόνο της φωνής του να γίνεται πιο απότομος και τραχύς. Και στεκόταν εκεί μπροστά της έτοιμος να ξεγυμνώσει την καρδιά του. Και ας έπεφτε χαμηλά. Και ας μην έμενε ίχνος εγωισμού μέσα του. Δεν είχε άλλωστε και άλλο όπλο να πολεμήσει.
Όσο για την Ελβίνα...Είχε θυμώσει. Αυτήν την λέξη της είχε ξανακούσει. Μια φωνή μέσα της που ζήταγε απεγνωσμένα να ακουστεί, απαιτούσε να της πει ότι τελικά μεγαλύτερη σημασία έχει το άτομο που στην λέει και όχι η ίδια η λέξη. Αλλά έκλεισε τα αυτιά της σε αυτή τη φωνή. Έπρεπε να σκεφτεί λογικά. Ψυχρά. Να δει πως θα αντιμετώπιζε... αυτό. Γιατί ένα κομμάτι της σκουριασμένης και τσαλακωμένης ασπίδας της είχε πέσει. Και έφταιγε ο Ιωσήφ. Και με άλλους είχε χωρίσει αλλά δεν είχε ιδρώσει το αυτί της. Τώρα τα κομμάτια της που με τόσο κόπο είχε συναρμολογήσει τα ένοιωσε ευάλωτα...έτοιμα να διαλυθούν ξανά. Και έφταιγε ο Ιωσήφ. Εκείνος και η αναθεματισμένη λέξη που είχε ξεστομίσει τόσο εύκολα!
«Τι ήθελες να σου πω δηλαδή; Ότι νοιώθω το ίδιο και εγώ; Και πες ότι στο έλεγα μετά τι; Τι άλλο θα ζητήσεις μετά Ιωσήφ όταν δεν θα σου φτάνει ούτε και αυτό;! Να μείνω για πάντα εδώ;! Σου είχα ζητήσει εξαρχής να μην κάνεις όνειρα που να περιέχουν εμένα μέσα. Σου είχα πει ότι δεν θέλω δεσμεύσεις. Όχι μονιμότητα! Όχι αποκλειστικότητα! Θες να σου θυμίσω;!Τα είχες δεχτεί όλα! Ορίστε τώρα!» φώναξε θυμωμένη.
«Οι άνθρωποι αλλάζουν. Τους κάνουν οι καταστάσεις να αλλάζουν! Εγώ πως μπορώ για χάρη σου να σκεφτώ ένα σωρό εναλλακτικές για να μην σε χάσω;»
«Σαν ποιες;» ρώτησε μπερδεμένη. Μπορεί να υπήρχε κάτι που εκείνη δεν το είχε σκεφτεί τελικά.
«Μπορώ να μείνω εδώ! Μπορώ να σε ακολουθήσω! Μπορώ να κάνω βάση μου την βάση σου. Όλα τα μπορώ και όλα βρίσκονται στο τραπέζι! Σε ένα τραπέζι που όχι απλά δεν κάθεσαι να συζητήσεις αλλά δεν υπάρχει καν θέση για σένα να συμμετέχεις! Γιατί εσύ μόνη σου απομάκρυνες την θέση την δική σου!" της φώναξε πίσω αναστατωμένος με το χέρι του στον αυχένα. Μια βρισιά ξέφυγε από το στόμα του. Δεν ήθελε να φωνάξει. Δεν ήθελε να την τρομάξει . Αναγκαζόταν. Ξεφύσησε και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του . Οι φωνές τους είχαν αναστατώσει το κοπρίτη που τον άκουσε να γαυγίζει από την αυλή. " Η αρχική σκέψη μου ήταν να κάνουμε βάση μας το τόπο αυτό, να μην φύγω. Να εγκαταστήσω και την γιαγιά μου όταν έρθει η ώρα. Να μην χάσω τα τελευταία χρόνια που της απομένουν αλλά να τα περάσω δίπλα της. Εκείνη στα δύσκολα μου στάθηκε σαν μάνας και πατέρας. Αποφάσισα να δουλέψω από εδώ τις επιχειρήσεις μου. Τον πρώτο καιρό. Μετά όποτε χρειάζεται να πηγαίνω στα απαραίτητα και σιγά σιγά να αποδεσμευτώ. Έχω σκεφτεί να αφήσω τα πάντα στον αδερφό μου. Αυτός το έχει περισσότερο με τις επιχειρήσεις, εγώ ότι έχω είναι εδώ πλέον. Εδώ υπάρχουν ευκαιρίες να δραστηριοποιηθώ. Να φτιάξω μικρές ξενοδοχειακές μονάδες για αρχή όπως αυτή του θέρετρου, να ανοίξω μικρά τοπικά καταστήματα. Υπάρχουν προοπτικές και είναι ένας πανέμορφος τόπος. Μα πάνω από όλα είναι ο τόπος μου. Όταν θα έχει φύγει και η γιαγιά θα έχω αυτόν.»
Η Ελβίνα τον κοίταξε σαστισμένη.
«Χαίρομαι για σένα.»
«Αυτό έχεις μόνο να πεις;»
«Τι άλλο θες να πω;! Χαίρομαι που τα ξεκαθάρισες μέσα σου και κατέληξες στο τι θες και στο τι όχι. Τι άλλο περιμένεις να σου πω;!»
Την κοίταξε σαν να τον είχε χαστουκίσει. Ίσως αν το είχε κάνει ο πόνος στο βλέμμα του να ήταν μικρότερος.
«Δεν άκουσες που σε όλα αυτά θέλω να υπάρχεις και εσύ;" είπε με παράπονο " Θέλω να μείνεις εδώ μαζί μου. Μην μου πεις ψέματα αλλά βλέπω ότι και εσύ αγάπησες αυτό το μέρος, τους ανθρώπους του. Έχεις σχεδόν γίνει μέλος της οικογένειας του κυρ Μανώλη. Εσύ που καλά καλά στην αρχή δεν αντάλλασσες ούτε χαιρετισμό με άλλο άνθρωπο! Γρύλιζες και έδειχνες τα δόντια σου σαν αδέσποτο σκυλί! Τώρα έχεις αλλάξει. Οι άνθρωποι σε άλλαξαν. Ο τόπος σ άλλαξε. Δείχνεις να ανήκεις εδώ. Μπορείς να ανήκεις εδώ. Δεν μπορείς να σκεφτείς να μένεις εδώ; Να κάνεις βάση σου αυτό το τόπο;» αμύνθηκε με το τόνο της φωνής του πότε να ανεβαίνει κλίμακες και πότε να γλυκαίνει με την κοπέλα να σαστίζει περισσότερο. Μιας και αυτά που της έλεγε έβγαζαν απόλυτα νόημα.
«Σκεφτόμουν να ζητήσω λίγη άδεια ξέρεις...Άνευ αποδοχών. Να μείνω εδώ μέχρι να φύγεις και εσύ. Μετά να έφευγα. Υποσχέθηκα στον κυρ Μανώλη και στην Καλλιόπη ότι δεν θα λείπω από τον τρύγο τέλος Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη...ότι θα βοηθούσα και εγώ στο μάζεμα των σταφυλιών τους...υποσχέθηκα στην Ροδάνθη ότι θα την βοηθούσα με το νέο σπίτι...και υποσχέθηκα στην...» ξεκίνησε να λέει ενώ ο Ιωσήφ φανερά αναστατωμένος την διέκοψε απότομα
«Δεν ξέρω τι υπόσχεσαι στους άλλους και δεν με νοιάζει! Ακούς ότι λέω τόση ώρα;! Δεν αφορά τους άλλους αυτό τώρα αλλά εμάς!" την διέκοψε απότομα θυμωμένος " Είχες πετάξει την μάσκα που κρύβει το αληθινό σου πρόσωπο γιατί την φοράς ξανά; Επειδή σου ζήτησα να μείνεις; Τόσο τρομερό είναι αυτό γαμώτο;! Γιατί είναι;! Εξήγησε μου το γιατί!»
Η Ελβίνα είχε παραμείνει εμβρόντητη. Στο σάστισμα της βρήκε ο Ιωσήφ ευκαιρία και την πλησίασε, την γράπωσε από τους ώμους και την τράβηξε πάνω του. Το μέτωπο της φώλιασε στη βάση του λαιμού του και το άρωμα του κορμιού του, φρέσκος βουνίσιος αέρας, ξύλο με πέτρα και νότες άγριων βοτάνων την περιέβαλλε. Ήταν τόσο γνώριμη αυτή η μυρωδιά. Τόσο οικεία. Τόσο ...ασφαλής.
«Αυτό που νοιώθω για σένα δεν το έχω νοιώσει ξανά για καμία. Από την πρώτη ματιά που σου έριξα εκεί στο αεροδρόμιο έγραψες μέσα μου. Αν διάβαζα ρομαντικά βιβλία θα είχαν γράψει σίγουρα για τέτοιες περιπτώσεις σαν και την δική μου. Αν έβλεπα αισθηματικές ταινίες σίγουρα θα αναγνώριζα στον ένα έστω πρωταγωνιστή εμένα." ψιθύρισε έντονα σφίγγοντας την πάνω του κτητικά. " Δεν ξέρω πως έγινε και την πάτησα μαζί σου ... Δεν κατάλαβα για πότε σε ερωτεύτηκα και έγινες τόσο σημαντική για την ζωή μου, αλλά έγινε. Σε θέλω στη ζωή μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ να σε χάνω. Μην μου το κάνεις αυτό. Σε παρακαλώ. Δεν σου ζητάω τα πάντα σου. Ούτε να αλλάξεις. Μόνο να μείνεις εδώ. Μείνε μαζί μου σε αυτό.»
«Ως τι;» τραύλισε ξεψυχισμένα η Ελβίνα κοιτώντας τα βάθη της ψυχής του που ξεδίπλωνε εμπρός της.
«Ως ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου. Θες να βάλεις ταμπέλα στην ιδιότητα; Ως γυναίκα μου τότε! Δεν είχα σκεφτεί να στο ζητήσω αλλά εφόσον φτάσαμε εδώ τολμώ και αυτό! Γιατί όχι Ελβίνα; Ναι, θέλω να γίνεις γυναίκα μου. Σε έχω ερωτευτεί. Δεν μπορώ να σκεφτώ να σε χάνω. Θέλω να μοιραστούμε την υπόλοιπη ζωή μας. Να ξυπνάμε μαζί, να κοιμόμαστε μαζί, να κάνουμε σχέδια μαζί , να ονειρευόμαστε μαζί, να τσακωνόμαστε μαζί.»
Εάν έσκαγε βόμβα δίπλα της δεν θα την τρόμαζε τόσο. Όπως τώρα. Θόλωσε. Η οργή την κατέβαλε. Δεν είχε σκεφτεί να την ζητήσει σε γάμο αλλά το έκανε μόνο για να την δέσει εκεί. Πάνω του.
«Βλέπεις ότι δεν περνάει αυτό που θες και αποφάσισες να καταφύγεις στα μεγάλα μέσα έτσι;» γρύλισε με το μυαλό να κατακλύζεται από εικόνες του παρελθόντος. «Τούλι και κουφέτα, το όνειρο κάθε γυναίκας έτσι δεν πιστεύετε; Να τις δέσετε πάνω σας με ένα χαρτί και πολλά κιλά από ρύζι; Για να τις κάνετε κτήμα σας; Σας κάνει περισσότερο άνδρες όταν ξέρετε ότι έχει το επίθετο σας; Κάτι σαν ιδιοκτησία που φέρει το επώνυμο σας; Σαν οικόπεδο με συμβόλαιο;» γρύλισε κοιτώντας τον με βλέμμα σκοτεινό. Ο Ιωσήφ τρόμαξε. Ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να πείσει αυτή την ξεροκέφαλη γυναίκα να καταλάβει ότι άξιζε να είναι μαζί αλλά με τίποτα δεν περίμενε αυτή τη στάση της.
«Σ αγαπάω.» δήλωσε τινάζοντας τον αποδέκτη της μοναδικής αυτής λέξης.
«Και εκείνος δήλωνε αγάπη! Και κατέστρεψε τα πάντα! Την σιχαίνομαι την αγάπη! Καταστρέφει τα πάντα! Σκοτώνει!» φώναξε εκτός εαυτού και με μια κίνηση άρπαξε την τσάντα της και έκανε να φύγει ξυπόλητη όταν ο Ιωσήφ πρόλαβε και την έπιασε και την τράβηξε στην αγκαλιά του με ορμή πριν δρασκελίσει την εξώπορτα της κρεβατοκάμαρας. Κύκλωσε τα χέρια του γύρω από την μέση της και την κράτησε σφικτά πάνω του όσο η κοπέλα με μάτια ψυχρά τον χτύπαγε, του φώναζε και προσπαθούσε να ξεφύγει.
«Άσε με να φύγω! Σας μισώ! Όλους σας μισώ! Άφησε με να φύγω σου λέω! 'Ήξερα ότι ήταν λάθος να ενδώσω! Σου δημιούργησα ελπίδες άδικα! Δεν θα την πατήσω σαν τις άλλες γυναίκες!»
«Μα τι λες;! Τρελάθηκες;! Ποιες γυναίκες λες;! Τι λες;! Ηρέμησε και λογικέψου! Να μείνεις εδώ σου ζήτησα και κάνεις σαν να σου σκότωσα την μάνα!» φώναξε πίσω ο Ιωσήφ προσπαθώντας μάταια να αποφύγει τα χτυπήματα της τα οποία σταμάτησαν ακαριαία μόλις τέλειωσε την πρόταση του.
«Σε πρόλαβε άλλος!" φώναξε υστερικά " Ένας άλλος που δήλωνε αγάπη σαν και σένα την σκότωσε εμπρός στα μάτια μου...» ολοκλήρωσε με την φωνή της να σβήνει
Ο Ιωσήφ χαλάρωσε την δύναμη του ώσπου άφησε τα χέρια του να πέσουν άψυχα στα πλάγια του σώματος του εμβρόντητος με τη δήλωση της. Δεν θα άκουσε σωστά. Δεν έπρεπε να είχε ακούσει σωστά κατέληξε επιμένοντας κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε ανήμπορος να πιστέψει τι είχε ακούσει. Και αν ο ψίθυρος που βγήκε από τα κάτασπρα χείλη της του είχε αφήσει αμφιβολίες τα μάτια της που είχαν καρφωθεί στο κενό άψυχα ήταν η επιβεβαίωση της ωμής αλήθεια. Την κοίταξε άφωνος.
« Τι εννοείς; Είχες πει ότι οι γονείς σου δεν ζουν.» ψέλλισε ανήμπορος να πει περισσότερα.
«Η αγάπη την σκότωσε.» ψιθύρισε η Ελβίνα και κάθισε βαριά στην άκρη του κρεβατιού με το σώμα της να τρέμει. Το βλέμμα της το είχε καρφωμένο στο πάτωμα. Ένα βλέμμα πλημμυρισμένο από σκιές που είχαν πάρει την χειρότερη μορφή που μπορούσαν να πάρουν και ήταν έτοιμες να παίξουν ξανά. Να γίνουν πρωταγωνίστριες. Να προκαλέσουν πόνο. Και αν ήταν πετυχημένη η παράσταση όπως πάντοτε, να προκαλέσουν φυγή. Σκιές που αντλούσαν δύναμη από τις αναμνήσεις της. Τα είχε πει τότε στους αστυνομικούς. Τα είχε πει τότε στην ψυχίατρο που όρισε το κράτος για εκείνη. Ο Έρικ και η Μάρθα τα είχαν μάθει από τις εφημερίδες και την τηλεόραση που είχε βουίξει τότε. Όπως όλος ο κόσμος. Η γειτονιά της με τους γείτονες της να επιβεβαιώνονται για όσα είχαν ακούσει αλλά δεν είχαν δει για να είναι σίγουροι. Το άλλοθι όλων για να κοιμούνται με ήσυχη την συνείδηση τους δίχως να διαταράσσουν τον ύπνο τους οι Ερινύες.
Είχε σκοπό να φύγει αλλά εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα ένοιωθε ότι του χρωστούσε την αλήθεια της. Για όλα όσα της είχε χαρίσει δικαιούταν να ξέρει την αλήθεια. Για όλες τις όμορφες στιγμές που της χάρισε απλόχερα. Για όλα τα όμορφα όνειρα που είχε δει στην αγκαλιά του. Για το χρώμα της ελπίδας που είχε βάψει αυτό το διάστημα τη ζωή της. Και ας ήξερε ότι ήταν ουτοπικό. Του χρωστούσε. Και μετά θα έφευγε. Αλλά εκείνος θα ήξερε το γιατί. Θα ήξερε γιατί δεν μπορούσε να μείνει. Και ίσως κάποτε να την συχωρούσε.
«Δήλωνε ότι την αγαπούσε. Και την παντρεύτηκε. Αγαπούσε μέχρι και το χώμα που πάταγε. Έτσι έδειχνε. Έτσι δήλωνε. Σιγά σιγά η αγάπη του μεγάλωνε. Όταν έμεινε έγκυος σε εμένα της πρότεινε να σταματήσει από τη δουλειά της. Της είπε ότι την λάτρευε και θα της τα πρόσφερε όλα εκείνος. Την έπεισε. Την έκλεισε στο σπίτι. Δεν του ήταν αρκετό όμως. Την αγαπούσε περισσότερο. Την απομόνωσε από φίλους και οικογένεια. Την αγαπούσε τόσο που δεν μπορούσε να την μοιράζεται. Μετά άρχισε να πηγαίνει παντού μαζί της. Μέχρι και για ψώνια. Την αγαπούσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να της αγοράζει εκείνος τα ρούχα της. Την έντυνε η αγάπη του. Σταμάτησαν να βγαίνουν μαζί. Η αγάπη του δεν άντεχε να την κοιτάνε άλλοι άνδρες.» είπε σιγανά κοιτώντας το κενό παγωμένη ως το κόκκαλο.
«Εγώ ήμουν μικρή. Δεν καταλάβαινα πολλά. Δεν έβλεπα τους μώλωπες της ούτε τα κλαμένα μάτια της. Μου τα έκρυβε όλα. Μέχρι που η αγάπη του θέριευσε. Ξέφυγε από τα ανθρώπινα όρια. Την αγαπούσε τόσο που δεν άντεχε μακριά της. Έπινε από τον πόνο που του προκαλούσε η μικρή απουσία της. Γυρνούσε από την δουλειά κοντά της πιωμένος. Θυμωμένος για τις ώρες που ήταν χώρια της. Τόσο την αγαπούσε.» είπε με ένα στεγνό λυγμό να πνίγει τα λόγια της. Ο Ιωσήφ μετακινήθηκε. Γονάτισε στα πόδια της και έπιασε τα χέρια της που έτρεμαν. Ο τρόμος είχε κυκλώσει την καρδιά του.
«Η ψυχολογική βία ήταν απίστευτη. Εγώ ήμουν παιδί. Και όμως...Την αγαπούσε τόσο που δεν άντεχε να την βλέπει να με αγαπάει, να με φροντίζει...να με υπερασπίζεται. Έβγαινε εκτός ελέγχου από την αγάπη του. Με έβριζε. Με έκανε σκουπίδι. Πολλές φορές.»
«Σε χτύπαγε;» Μια ερώτηση που ακούστηκε μετά βίας βγήκε από τα χείλη του κοιτώντας το πρόσωπο της. Στο βλέμμα της η παράσταση έφτανε στο αποκορύφωμα της. Οι σκιές χόρευαν φρενιασμένες.
Η Ελβίνα δεν απάντησε αμέσως προσφέροντας του μια ανάσα την οποία όμως του έκοψε στην μέση πνίγοντας την στο λαιμό του πριν κατέβει στα πνευμόνια του.
«Ναι.»
Έσφιξε τα παγωμένα χέρια της στα δικά του.
«Πολλές φορές. Πάντα περίσσευε λίγη αγάπη από αυτήν που έδειχνε σε εκείνην για να μου χαρίσει.» ψέλλισε με τα κομμάτια της ψυχής της τσακισμένα σε ένα σωρό από πέτρες. Ο τοίχος της είχε πέσει. Τον είχε αφήσει να δει τι κρυβόταν πίσω από αυτόν. και σήκωσε το κάτασπρο πρόσωπο της και τον κοίταξε.
«Αυτή δεν ήταν αγάπη. Ήταν άρρωστος Ελβίνα. Σας κακοποιούσε. Σωματικά , λεκτικά και ψυχικά. Σας χειραγωγούσε. Ήταν ενδοοικογενειακή βία. Δεν ήταν φυσιολογικό. Δεν μεγάλωσες όπως σου άξιζε. » της είπε σιγανά για να την δει να χαμογελάει αμυδρά και να γέρνει ελαφριά δεξιά το κεφάλι της κοιτώντας τον με γυάλινο βλέμμα.
«Μα γιατί το λες αυτό; Μας αγαπούσε έλεγε την επόμενη μέρα και μας ζητούσε συγγνώμη που η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη και δεν την αντέχαμε.» Το γέλιο της κοφτό πάγωσε όλη την ατμόσφαιρα του υπνοδωματίου. Το πικρό χαμόγελο της ανασήκωσε ελάχιστα τις άκρες των κάτασπρων χειλιών της. Το χέρι της έσυρε ελαφριά την άκρη του φορέματος της και το ανασήκωσε αφήνοντας το χέρι της πάνω στην ουλή της που αχνοφαινόταν από το τατουάζ. Ο Ιωσήφ ακολούθησε το βλέμμα του τρομαγμένος. Η καρδιά του σφίχτηκε. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος να ακούσει παρακάτω. Ήδη το στομάχι του πόναγε. Η καρδιά του ψυχορραγούσε.
«Μας είχε χτυπήσει. Ξανά. Εκείνο το πρωινό όμως ..." ξεκίνησε με μια φωνή που έτρεμε από απελπισία και τρόμαξε τον Ιωσήφ. Λες και μιλούσε κάποια άλλη. Δεν ήταν η δική του Ελβίνα αυτή. "Εκείνη με κοίταξε απευθείας στα μάτια. Κάτι που δεν έκανε ποτέ. Πάντα το κεφάλι της ήταν χαμηλωμένο. Κάτι είχε αλλάξει. Μετά από τόσα χρόνια είχε βρει το θάρρος να σηκώσει το κεφάλι της. Θα φεύγαμε. Αυτό που της ζήταγα τόσο καιρό θα γινόταν πραγματικότητα. Ξέρεις που θα ερχόμασταν; Ελλάδα! Στην πατρίδα της. Τρελή από χαρά έτρεξα να ετοιμάσω την βαλίτσα μου. Θυμάμαι πόναγα φρικτά αλλά τα σκαλοπάτια τα ανέβηκα χωρίς στάση. Δάγκωνα τα χείλη μου και ανέβαινα. Η ευτυχία μου ήταν απίστευτη. Θα φεύγαμε για την Ελλάδα. Στον παππού και στη γιαγιά θα ερχόμασταν. Δεν τους είχα δει ποτέ. Σπάνια τους είχα ακούσει στο τηλέφωνο και πάντα όταν έλειπε εκείνος. » παρατήρησε και ο Ιωσήφ την τράβηξε χάμω, εκεί στο πάτωμα και την έκλεισε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Τύψεις και ενοχές τον είχαν γεμίσει τα λόγια της. Δεν έπρεπε να την είχε πιέσει να τα βγάλει από μέσα της. Πόναγε που την έβλεπε να πονάει αλλά και από την άλλη πλευρά ήξερε ότι αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα προς την λύτρωση. Και ο Χριστός πόναγε σε κάθε βήμα του προς τον Γολγοθά.
«Η ευτυχία μου σταμάτησε όταν τον αντίκρισα. Είχε κάτι πιθανόν ξεχάσει και είχε γυρίσει. Με είδε με την βαλίτσα στην κορφή της σκάλας και τα κατάλαβε όλα. Έστεκα εκεί αμίλητη όσο τον έβλεπα να γυρνάει το κλειδί στην πόρτα. Είχα παγώσει στη θέση μου ενώ εκείνος με προσπέρασε για να χωθεί στη κουζίνα που ήταν εκείνη. Άκουσα μόνο μια κραυγή. Η βαλίτσα γλίστρησε από τα χέρια μου, έπεσε κάτω και άνοιξε. Τα πράματα μου σκορπίστηκαν στα σκαλοπάτια. Κάλτσες πολύχρωμες... άλλες με σχέδια και άλλες άσπρες με δαντέλα.... Φορέματα κοριτσίστικα... θυμάμαι το αγαπημένο μου κίτρινο φόρεμα με την άσπρη δαντέλα στο τελείωμα του... Φανελάκια με φιογκάκια... Μπλουζάκια με ζωάκια στο τύπωμα....Τα κοίταγα να τα πατάει και να ανεβαίνει. Σταγόνες έπεφταν πάνω τους . Κόκκινες. Τα λέρωνε . Δεν άντεξε να με φτάσει και σήκωσε το μαχαίρι και με κάρφωσε . Με βρήκε στο πόδι. Εκεί που έστεκα. Με έσκισε ως κάτω το μαχαίρι του. Το μαχαίρι που μόλις είχε σκοτώσει την μητέρα μου. Ούρλιαξα. Έπεσα και ακόμα ούρλιαζα. Ακόμα θυμάμαι την κραυγή μου Ιωσήφ. Έμεινα ακίνητη εκεί, στη βάση της σκάλας. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Λιποθύμησα. Αυτός νόμιζε ότι σκοτώθηκα. Αυτό με γλίτωσε είπαν οι αστυνομικοί.»
«Δεν ήθελα να στα θυμίσω...Με σκοτώνεις, σταμάτα...» είπε σιγανά γεμάτος τύψεις και ενοχές ο Ιωσήφ κρατώντας την απαλά στην αγκαλιά του και λικνίζοντας την ήρεμα σαν μωρό παιδί.
«Πρέπει να ξέρεις γλυκέ μου Ιωσήφ . Θέλω να ξέρεις.» είπε εκείνη και συνέχισε «Το απόγευμα πρέπει να συνήλθα κάπως. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, πάντως κατάφερα να συρθώ και να βγω έξω. Ο Έρικ με την γυναίκα του γύρναγαν από ένα δείπνο και με εντόπισαν. Τους χρωστάω την ζωή μου. Όποια και αν είναι αυτή. Μετά από μέρες συνήλθα στο νοσοκομείο. Ήταν δύσκολο να πω τι συνέβαινε τόσα χρόνια. Όταν έφεραν ψυχίατρο πάλι δεν μίλησα. Βλέπεις τα παιδιά σαν εμένα κλείνονται στην σιωπή τους. Τους προκαλεί ασφάλεια να μην μιλάνε. Δεν ήξεραν τι να με κάνουν. Με ανέλαβε αυτό το ζευγάρι με δική του πρωτοβουλία. Πλήρωσε τα έξοδα νοσηλείας μου, έφτιαξε τα χαρτιά που χρειάζονταν και με πήραν σπίτι τους στην Ιταλία, έγινα η προστατευόμενη τους. Δεν υπήρχε άλλωστε άλλος συγγενής να με αναλάβει. Χάρη είχαν κάνει στο κράτος. Έγινα έτσι μέλος της οικογένειας τους. Όπως εσύ έσωσες το αδεσποτάκι σου έτσι έσωσαν και εμένα εκείνοι.» ολοκλήρωσε την αφήγηση της.
Ο Ιωσήφ ακούμπησε το χέρι του στο μηρό της και χάιδεψε το τατουάζ της. Είχε δίκιο που του θύμιζε αδέσποτο στην αρχή. Μόνιμα οργισμένη. Ένα πλάσμα πεινασμένο για φροντίδα, αγάπη. Για μερικά λεπτά έμειναν σιωπηλοί. Πρώτος έσπασε τη σιωπή εκείνος.
«Στο δρόμο που έχεις χαράξει ζητάω να γίνω συνοδοιπόρος. Είμαι σίγουρος ότι μπορώ να γιατρέψω τις πληγές σου. Και τις ορατές και τις αόρατες. Θα βαδίσω δίπλα σου. όχι μπροστά σου και όχι πίσω σου. Δίπλα σου πάντα, ισότιμα και θα σου δείξω το αληθινό πρόσωπο της αγάπης.»
Η Ελβίνα αναδεύτηκε στην αγκαλιά του και αποτραβήχτηκε ολοκληρωτικά ανασηκώνοντας το σώμα της από χάμω. Το κορμί της έτρεμε. Χρειαζόταν ένα ηρεμιστικό. Χαμογέλασε σαρκαστικά σχεδόν και γύρισε και τον κοίταξε σταθερά.
«Και σε αυτό σε πρόλαβε άλλος.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top