~ 22~

Απόλυτη ησυχία. Βλέμματα βαθιά. Ανάσες κοφτές ώστε ούτε αυτές να τολμήσουν να διαταράξουν την σιωπή. Σώματα πεινασμένα. Ένα μυαλό ξεκάθαρο. Το ένα χέρι του Ιωσήφ τραβήχτηκε από το τραπέζι και αγκάλιασε την μέση της κοπέλας με τα δάχτυλα του να σέρνονται πάνω στην γυμνή κοιλιά της. Σπινθήρες. Σπίθες που ενεργοποίησαν ένα γυναικείο κλαψούρισμα. Κάψιμο. Καιγόταν απ' άκρη σ' άκρη. Καμία ενόχληση όμως. Απεναντίας. Μια γλυκιά ευδαιμονία που την έσπρωξε να πιέσει την λεκάνη της πάνω στο σκληρό πόθο του. Με την σειρά της κέρδισε ένα βογκητό του και μια δαγκωματιά στη βάση του λαιμού της. Πιθανότατα αύριο θα είχε το σημάδι του. Ποτέ δεν της άρεσε να την σημαδεύουν, ένοιωθε σαν ζώο που το μάρκαρε ο ιδιοκτήτης του αλλά στην προκείμενη στιγμή καρφάκι δεν την απασχολούσε. Αντίθετα, ένοιωσε να διεκδικεί το σημάδι του συγκεκριμένου άντρα με την στάση της και αυτό την τρόμαξε. Το χέρι του κατηφόρισε. Ανασήκωσε το λάστιχο και χώθηκε με μαεστρία μες στο εσώρουχο της. Ένας λυγμός πνιχτός ανέβηκε στα χείλη της. Ένα μικρό ίχνος διαύγειας την παρότρυνε να χωρίσει τα χείλη της. «Όχι αποκλειστικότητα.» Ο ψίθυρος της προσέκρουσε στο σιγανό γέλιο του.

«Και επ ουδενί μονιμότητα...ξέρω.» Η φλογερή ανάσα του την έκανε να θολώσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Ότι έπρεπε να πει το είχε πει. Αν αυτός έπαιρνε αψήφιστα τα λόγια της θα ήταν δικό του σφάλμα. Εκείνη δεν θα βρισκόταν κατηγορούμενη στο τέλος. Και εκείνη δεν μπορούσε να πει τίποτα περισσότερο. Όχι, όταν το δάχτυλο του άγγιζε μόλις τον πυρήνα της και ξεκίναγε να παίζει μαζί του. Να κυκλώνει, να αγγίζει, να απομακρύνεται, να έρχεται ξανά, να χαϊδεύει, να πιέζει, να λατρεύει. Και εκείνη παραδόθηκε στον στρόβιλο της απόλαυσης. Έγυρε το κεφάλι της πάνω στο στέρνο του. Έκλεισε τα μάτια της. Αισθάνθηκε τα ευαίσθητα πέταλα της να ανοίγουν. Με δεξιοτεχνία... αργά ...Οδυνηρά αργά για εκείνην, ώσπου να την γεμίσει. Κόντεψε να κλάψει...έφτασε στο σημείο να χωρίσει τα χείλη της και να παρακαλέσει. Εκείνη. Τόσο επώδυνα ανυπόμονη για εκείνον.

Ένας αναστεναγμός ηδονής ήχησε από βαθιά μέσα της. Κόντευε να εξαντλήσει τη υπομονή της μαζί του. «Γάμησε με.» Η φωνή της βραχνή, βαθιά, τρεμουλιαστή από ηδονή κονταροχτυπήθηκε με την ανάσα του που έβγαινε ταραγμένη από το στόμα του.

«Θα σου κάνω έρωτα με όλους τους τρόπους που υπάρχουν θρυψαλάκι.» της υποσχέθηκε. Δεν υπήρχε μυαλό να ξεχωρίσει τις λέξεις που της έλεγε. Το νόημα την κάλυπτε.

Το κορμί της εναρμονίστηκε με τις κινήσεις του χεριού του. Το νοτισμένο δέρμα της δροσίστηκε ελαφριά από ένα ασθενή κύμα αγέρα. Το καλοδέχτηκε αναστενάζοντας. Δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική αίσθηση ο Παράδεισος.

Η Ελβίνα είχε χάσει την μάχη. Όλες οι αισθήσεις της είχαν χαθεί με μόνη κυρίαρχη την λαγνεία. Εκείνη κράταγε τα ηνία του κορμιού της κοπέλας με το μυαλό εγκλωβισμένο ανάμεσα στα γκέμια. Με ένα έντονο λυγμό και ένα κύμα ανατριχίλας της ραχοκοκαλιάς της καλοδέχτηκε το άλλο του χέρι του Ιωσήφ που ανέβηκε στο στήθος της.

Βρισκόταν εκεί μαζί του. Αισθανόταν τους χτύπους της καρδιάς του στην πλάτη της. Τα χέρια του την είχαν αγκαλιάσει. Δεν θα μπορούσε η χώρα της ευδαιμονίας να είχε διαφορετικά χρώματα. Λάθος είχαν όλοι. Ούτε κόκκινη σαν την κόλαση. Ούτε γαλάζια σαν την θάλασσα. Ούτε κανένα αποκλειστικό χρώμα. Μόνο χρωματιστή θα μπορούσε να είναι. Η τιράντα του στηθόδεσμου κατέβηκε, η θηλή της ορθώθηκε. Ζητιάνα στάθηκε. Μόνο το χάδι του κέρδισε. Η ανάσα των χειλιών του σχεδίαζε πύρινα μονοπάτια στην επιδερμίδα του λαιμού.

Η κοπέλα είχε παραδοθεί. Ένα κορμί φτιαγμένο από πηλό να στέκεται εκεί να παίρνει μορφή από τα χέρια του δημιουργού του. Έτσι ένοιωθε. Εύπλαστη...ευάλωτη...υγρή...ένα αντικείμενο που διαμορφωνόταν. Εκείνος δημιουργός της. Η αρχή του δικού της κόσμου. Ενός κόσμου πολύχρωμου. Γνώριζε ότι το κύμα που θα ερχόταν θα ήταν πρωτόγνωρο. Άνοιξε τα πόδια της δίνοντας στον Ιωσήφ πλήρη πρόσβαση. Ο Ιωσήφ υποδέχτηκε την άνευ όρων παράδοση της. Αισθάνθηκε τα δεσμά της να λύνονται. Χαμογέλασε. Είχε σκοπό όλα να τα σπάσει. Και αυτή ήταν η τελευταία σκέψη του. Αμέσως μετά κύλησε μέσα της. Όλα έσβησαν.

Για να ανάψουν ξανά. Πολύχρωμες φιγούρες οι ανάσες τους, τους συνόδευαν στην περιπλάνηση τους στους αιθέρες. Σε ένα πολύχρωμο καμβά περισσότερα χρώματα έσταξαν. Ακτίνες φωτός αναμείχθηκαν. Το λευκό πλημμύρισε το κόσμο τους. Το πιο δυνατό από τα χρώματα γιατί τα περιέχει όλα.

Γαλήνη.

Σιωπή.

Χρώματα ξανά.

Η Ελβίνα στάθηκε ακίνητη. Το χέρι του Ιωσήφ βρέθηκε τυλιγμένο γύρω από την μέση της. Εκείνη βρέθηκε να στηρίζεται στο τραπέζι. Δεν μετακινήθηκε ελάχιστα. Τα πόδια της δεν τα ένοιωθε καν. Ολόκληρο το κορμί της είχε μια παράξενη αίσθηση. Σαν να μην υπήρχε κάτι που θα ήταν ικανό να την κρατήσει σταθερή. Σαν μείγμα. Ρευστή. Υγρή. Σαν πηλός ξανά. Η ανάσα της μόνο διέφερε όπως και ο ρυθμός της καρδιάς της. Ατίθασα και τα δύο. Ταραγμένα σαν και την ίδια. Ο Ιωσήφ της έδινε χρόνο να συνέλθει παρόλη την άβολη κατάσταση του.

«Ήταν...»

«Η αρχή.» ολοκλήρωσε εκείνος τα λόγια της. Την έστρεψε. Πανεύκολα σαν πάνινη κούκλα. Την γύρισε ώστε να την αναγκάσει να καθίσει στο τραπέζι σπρώχνοντας το τσαλακωμένο σχέδιο να πέσει γύρω από τα πόδια του.

«Τώρα μάλιστα.» ψέλλισε εκείνη υπνωτισμένη σαν γάτα που μόλις είχε φάει και ήταν έτοιμη να ξαπλώσει στον ήλιο. Αν αυτό ήταν η αρχή επιθυμούσε κολασμένα να γνωρίσει την συνέχεια.

«Τώρα μάλιστα.» γρύλισε εκείνος συμφωνώντας μαζί της ενώ άρπαζε την τιράντα του στηθόδεσμου της βάζοντας την στην θέση της άγαρμπα. Και όσο από το στόμα του Ιωσήφ ξέφευγε μια βρισιά το δικό της στολίστηκε με ένα σιγανό κλαψούρισμα διαμαρτυρίας.

«Μην με κοιτάς έτσι Ελβίνα μα τω θεώ θα βρίσω και το παπά και το χωριό στο τέλος." είπε σιγανά στρώνοντας βιαστικά το μακό της όπως όπως " Ο παπάς Μηνάς...ακούω το μπαστούνι του...Τον είχα ξεχάσει..." είπε αναστατωμένος " Από όταν ήρθε στο χωριό δεν με έχει αφήσει σε ησυχία! Είναι γέρος ο καημένος και έχει αναλάβει σχεδόν το ρόλο του κοινοτάρχη και είναι αγχωμένος με τα πάντα που βλέπει να συμβαίνουν αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα με κυνηγάει όλη μέρα! Θα με κάνει να αγιάσω στο τέλος στην πραγματικότητα!» συνέχισε εκνευρισμένος ο Ιωσήφ ενώ προσπαθούσε να τακτοποιήσει την στύση του στο παντελόνι του. Με μια γκριμάτσα τα παράτησε.

"Σε προτιμώ δαίμονα. Μην αγιάσεις..."

Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα πάνω της. Ευτυχώς χαμογελούσε. Με την συγκεκριμένη γυναίκα που οι αντιδράσεις της ήταν απρόβλεπτες δεν ήξερε τι να περιμένει. Ακόμα. Γιατί θα την μάθαινε. "Χαίρομαι που το διασκεδάζεις θρυψαλάκι αλλά σήκω φύγε πριν μας τσακώσει μαζί. Γιατί μπορεί να είναι γέρος αλλά δεν του ξεφεύγει τίποτα. Και όσο για το πειστήριο μας, αυτό έχει καταστραφεί ανεπανόρθωτα. "

"Με διώχνεις;" ρώτησε σχεδόν κράζοντας από την έκπληξη της και έμεινε να τον κοιτάζει με το χαμόγελο παγωμένο στα χείλη της.

« Έχει σκοπό να κάνει αγιασμό στο σπίτι που ήταν κλειστό τόσα χρόνια.» είπε ξεφυσώντας χαϊδεύοντας το σβέρκο του ταραγμένος. "Μου είχε πει να βρω κεριά και μια εικόνα νομίζω..."

"Να κρυφτώ στη κρεβατοκάμαρα και να σε περιμένω;" πρότεινε γουργουρίζοντας απλώνοντας το χέρι της στο στέρνο του. Ένα χέρι που δεν βρήκε τον προορισμό του μιας και της το κατέβασε αστραπιαία. Τόσο αστραπιαία που εκείνη θύμωσε. Δεν της άρεσε να την απορρίπτουν. Πότε είχε συμβεί αυτό άλλωστε;

"Ήδη έχω μεγάλη ζημιά. Δεν μου χρειάζεται περισσότερη." δικαιολογήθηκε και την κοίταξε μαλακώνοντας το βλέμμα του "Θα έρθω να σε πάρω από το ναό μόλις ξεμπερδέψω με τον παπά. Προλαβαίνεις να πάρεις μαγιό;"

Τα μάτια της Ελβίνας άστραψαν. Με ένα σάλτο είχε βρεθεί όρθια. Εκείνος ο άντρας είχε ένα μαγικό τρόπο να εξαλείφει το θυμό της. Τα μάτια τους είπαν τα υπόλοιπα.

"Από το γνωστό μέρος;" ρώτησε ενώ τακτοποιούσε τα ρούχα της δείχνοντας του το πίσω δωμάτιο με την άκρη ενός δαχτύλου της που είχε ανασηκωθεί. Δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τα χείλη του της έκλεψαν την ανάσα. Δέσμες από χρώματα άρχισαν να δημιουργούνται στο μυαλό της ξανά.

"Κύριε Των Δυνάμεων! Μια ώρα σε ψάχνω στο χωριό ! Ιωσήφ που είσαι τέκνο μου;! Είσαι εδώ; Ξέχασες που είπαμε ότι θα κάναμε αγιασμό; Αφήσαμε και στην μέση την συζήτηση για το πάρκο!" Η δυνατή φωνή ενός προβληματισμένου ιερέα ήχησε πεντακάθαρα σκορπώντας τις πολύχρωμες κορδέλες σαν να είχε φυσήξει ένας δυνατός άνεμος. "Σαν να μου φαίνεται ότι ο αγιασμός δεν θα κάνει δουλειά...εξορκισμό θέλει αυτό το σπίτι..."

"Τον μισώ τον παπά." μουρμούρισε η Ελβίνα με κομμένη ανάσα ξεκολλώντας πάνω από το αναστατωμένο κορμί του Ιωσήφ. Έστριψε το σώμα της προς την κατέυθυνση της αποθήκης και έτρεξε προς τα εκεί με τον Ιωσήφ να την κοιτάζει χαμογελαστός.

"Θα σε κάνω εγώ μια μέρα να βγαίνεις και να μπαίνεις από την κεντρική πόρτα." σιγοψιθύρισε την ίδια στιγμή που η μαγκούρα του παπά ερχόταν σε βίαιη επαφή με το παράθυρο τινάζοντας τον τρομαγμένο. Την ίδια αντίδραση είχε και η αράχνη στη γωνία του παραθύρου που έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το πιο πυκνό σημείο του ιστού της.

Λίγο πριν ανοίξει την εξώπορτα κοίταξε το σημείο της ανατομίας του που δεν είχε υποστεί καμία αλλαγή με την τρομάρα που είχε πάρει. Αναστέναξε παραιτημένος και άνοιξε την πόρτα με μια κίνηση. Αυτός θα ήταν ο πιο γρήγορος αγιασμός στα χρονικά της Ορθόδοξης εκκλησίας.

«Μα που είσαι εσύ τέκνο μου; Είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι είχες ξεχάσει το ραντεβού μας!» άκουσε τον παπά Μηνά να αναφωνεί από την μέση της αυλής κοπανώντας την μαγκούρα του στο έδαφος περπατώντας προς το μέρος του. "Τι έπαθε το χέρι του; Γάτα σε γρατζούνισε;" αναρωτήθηκε δυνατά περνώντας στο εσωτερικό του σπιτιού φουριόζος με τον Ιωσήφ μόνο τότε να παρατηρεί μια γρατζουνιά στο πήχη του χεριού του. Εντάξει, το ήξερε ότι μερικά χάδια της θα του άφηναν σημάδι.

«Το ποντίκι παπά μου. Το μεθυσμένο; Ε, δεν έφυγε. Ξεσουρωσε και γυρισε. Έχει κάνει κατάληψη σε όλο το σπίτι.» βιάστηκε να πει βλέποντας τον ιερέα να χάνεται προς το βάθος του σπιτιού.

«Ποντίκι;!» έκραξε φοβισμένος ο παπάς σταματώντας το βηματισμό του προς ανακούφιση του Ιωσήφ που ξεφύσησε απελπισμένος. Και μόνο που γνώριζε ότι τώρα θα βρισκόταν μέσα στην Ελβίνα έκανε την ήδη δύσκολη κατάσταση του απελπιστική όχι να έχει να κυνηγάει και ένα παπά που αντί για αγιασμό ή εξορκισμό θα κατέληγε να κάνει αφορισμό αν γνώριζε στο ελάχιστο τι είχε συντελεστεί μέχρι πριν από λίγο.

«Ναι, το γνωστό ποντίκι. Σουλατσάρει όπου του καπνίσει και δεν δείχνει να φοβάται ούτε ανθρώπους, ούτε Θεούς, ούτε φάκες. Το έχει κάνει το σπίτι τσιφλίκι του.»

«Μα αυτό για να σου ορμίσει πρέπει να είναι λυσσασμένο τέκνο μου!»

«Λυσσασμένο ή δαιμονισμένο εγώ το 'χω σκοπό να το πιάσω και να το ημερεύσω.»

Ο παπάς είχε μείνει στη θέση του ακίνητος κοιτώντας τον άντρα αποσβολωμένος. Είχε ακούσει για παράξενα κατοικίδια που είχαν οι άνθρωποι αλλά να θες για κατοικίδιο ένα ποντίκι με δολοφονικά ένστικτα δεν το είχε ξανακούσει στα χρόνια του. Σταυροκοπήθηκε και ψιθύρισε μια ευχή. Αλλά αντίρρηση δεν έφερε. Στο κάτω κάτω ο Ιωσήφ ήταν ευεργέτης τους μεγάλος. Ας είχε και αυτός μια παραξενιά... να αγαπάει ποντίκια.

*

Είχε ξαπλώσει στην άκρη της ακρογιαλιάς. Εκεί που το κύμα ερχόταν και αφού χάριζε το χάδι του στα μαλλιά της που είχαν απλωθεί σαν βεντάλια στο ψιλό χαλίκι της παραλίας χάιδευε το σώμα της και χανόταν πάλι. Για να ξανάρθει. Το παιχνίδισμα του την χαλάρωνε. Ο ήχος του, αυτός ο απαλός παφλασμός που έκανε την υπνώτιζε. Το δροσερό χαλίκι της ακρογιαλιάς την ανακούφιζε. Είχαν μόλις κάνει έρωτα. Αυτό που της είχε υποσχεθεί το είχε κάνει πράξη. Έχωσε τα δάχτυλα του χεριού της μέσα στο πολύχρωμο χαλίκι και το άφησε να κυλήσει πάλι πίσω χαμογελώντας. Παρατήρησε μερικά χαλίκια να στέκονται στην παλάμη της και τα τίναξε να φύγουν. Το μουσκεμένο φόρεμα της -αποτέλεσμα της βιαστικής ένωσης τους -είχε απλωθεί πρόχειρα πάνω σε ένα πουρνάρι πίσω της. Ο μικρός κολπίσκος ήταν μόνο για τους δύο τους. Σαν ταινία σε αποσπάσματα έπαιξε το μυαλό της τις τελευταίες σκηνές. Τον Ιωσήφ να έρχεται στο ναό ανυπόμονος. Να διεκδικεί τα φιλιά της. Να τρέχει ασυγκράτητος στη κοντινότερη παραλία που ευτυχώς και για τους δύο ήταν σχετικά κοντά χιλιομετρικά. Ασυγκράτητος να χάνεται μέσα της πριν αυτή καλά καλά βγάλει το φόρεμα που φόραγε ρίχνοντας την στο κύμα και χαρίζοντας της ένα ορμητικό οργασμό. Είχαν γεμίσει χαλίκια τα μαλλιά της και κάθε ίντσα του κορμιού της. Την άφηνε παγερά αδιάφορη το γεγονός αυτό. Αν υπήρχε παράδεισος ήταν σίγουρη ότι ήταν κάπως έτσι σκέφτηκε ακούγοντας τα βήματα του Ιωσήφ να την πλησιάζουν και το κορμί του να ξαπλώνει δίπλα της.

"Όπως το περίμενα. Είχα ξεχάσει να κλειδώσω το αυτοκίνητο."

Χαμογέλασε στραβά και άνοιξε τα κλειστά μάτια της αλλά ίσα που πρόλαβε να δει το πρόσωπο του να χαμηλώνει και τα χείλη του να αγγίζουν τα δικά της. Αναστέναξε από ευχαρίστηση και τον τράβηξε πάνω της. Χρώματα τους τύλιγαν κάθε φορά που αγγίζονταν. Το φιλί του βάθυνε. Αισθανόταν την ανάγκη του. Και εκείνη το ίδιο ένοιωθε. Ανικανοποίητη ενώ είχε αγγίξει την τελειότητα. Δεν ήξερε πως γινόταν αυτό. Δεν της είχε ξανασυμβεί. Δεν θα το ανέλυε. Δεν ήταν ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος σωστός. Άφησε την αντίθεση να την μπερδέψει. Λάβα ανέβλυζε το κορμί του Ιωσήφ και δροσιά η θάλασσα. Δεν θα μπορούσε να την σβήσει όσο πανίσχυρη και να ήταν σαν στοιχείο.

"Λύσε μου το μαγιό." Η προσταγή της έγινε πράξη κατευθείαν. Χρειαζόταν να τον αισθανθεί σε όλη του την έκταση. Απελπισμένη ανάγκη και εκείνος ανασήκωσε την μέση της λύνοντας της το φιόγκο που το συγκρατούσε στη θέση του.

"Έλεγξα και είμαστε ασφαλής." ο ψίθυρος των χειλιών του χάιδεψε ένα χαμόγελο της.

"Το ελάχιστο που με απασχολεί τώρα είναι αυτό ξέρεις." τόνισε κοροϊδευτικά για να νοιώσει την πλάτη της να αγγίζει ξανά το στρώμα από χαλίκι και το κορμό της να έρχεται σε επαφή με αυτό του Ιωσήφ. Βόγκηξε σιγανά διεκδικώντας τα χείλη του.

"Εμένα με νοιάζει." απάντησε με τα χείλη τους να απέχουν ελάχιστα και η Ελβίνα άνοιξε ελάχιστα τα μάτια της για να χαθεί στο βαθύ του βλέμμα. Θυμόταν ότι του είχε ξεκαθαρίσει την θέση της. Αλλά γιατί αυτή η στιγμή αισθανόταν ότι με τον Ιωσήφ δεν χρειαζόταν;

Μετακίνησε το ένα της πόδι ενστικτωδώς δεξιά και ο Ιωσήφ πήρε το χώρο του. Το χώρο που του άνηκε. Το χώρο που ήταν δικός του δικαιωματικά. Την κοίταξε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε καταφέρει ένα μέρος από το σχέδιο του. Κατακτούσε το κορμί της άρα δεν θα αργούσε να κατακτήσει και το μυαλό της. Και αυτό όπως η καρδιά ήταν μικρά μέρη του κορμιού που του άνηκε. Ένα βήμα την φορά Ιωσήφ...

"Σταμάτα να σκέφτεσαι."

Συμφώνησε άηχα ενώ τα χείλη του φυλάκιζαν αστραπιαία τα δικά της. Χαμένος κόπος. Αποζητούσε το λευκό χρώμα. Μπορεί να φαινόταν κενό χρώμα αλλά άγγιζε την τελειότητα. Το χάδι του στο κορμί της προκάλεσε εκρηκτικές σπινθήρες που απλώθηκαν σε ολόκληρο το σώμα της. Δεν κατάλαβε το χέρι του που σταμάτησε στο τατουάζ στο μηρό της. Ελάχιστα αλλά είχε συμβεί. Η αφή είχε καταλάβει ότι δεν ήταν απλά λέξεις. Οι λέξεις απλά κάλυπταν κάτι μεγαλύτερο. Που του προκάλεσε πόνο. Γιατί ότι και να είχε προκαλέσει εκείνη την ουλή την είχε πονέσει. Τράβηξε το χέρι του από το σημείο λες και είχε καεί. Δεν ήταν η ώρα που έπρεπε να ασχοληθεί με αυτό.

Έμπλεξε τα χέρια του με το κορμί της και εκείνη το καλοδέχτηκε. Βρέθηκαν γυμνοί σε μια στιγμή. Χάθηκαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου πριν χαθεί ολόκληρος μέσα της και τα πόδια της τον αγκαλιάσουν. Ένα. Απόλυτο. Δυνατό. Αιώνιο. Σαν τη θάλασσα που ήταν μοναδικός μάρτυρας.

Και το λευκό χρώμα τους τύλιξε κάνοντας τις πολύχρωμες κορδέλες που τους ένωναν, κομφετί που έσκασε γύρω τους και τους έλουσε με το χρώμα τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top