~21~

Στην αυλή του κυρ Μανόλη κατέληξε για να την βρει ο Ιωσήφ προς ανακούφιση του. Πρώτα την είχε ψάξει στο ναό και έπειτα είχε πάρει την κατέυθυνση προς το πατρικό του κυρ Μανώλη αποκλείοντας εντελώς να περάσει από το κατάλυμα της στην Αργυρώ. Είχε αντιληφθεί το δεσμό που είχε ξεκινήσει να αναπτύσσεται μεταξύ της οικογένειας Δρακάκη και της σέξι συντηρήτριας τους κάτι που τον ευχαριστούσε μιας και η Ελβίνα με αυτή την κίνηση έδειχνε να διαθέτει και να αναπτύσσει ανθρώπινα συναισθήματα. Και έλπιζε και σε περισσότερα προς δικό του όφελος.

 Ο Ιωσήφ έβρισε για πολλοστή φορά από χτες το πρωί που είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους. Για πρώτη φορά από την μέρα που είχε έρθει και είχε αναλάβει τόσα μεγαλεπήβολα έργα θύμωσε που δεν είχε ελεύθερο χρόνο να τον περάσει όπως εκείνος ήθελε. Ναι, γιατί να το κρύψει; Όλο του το χρόνο θα τον σπατάλαγε μες στην αγκαλιά της. Μήπως όμως η ευκαιρία του είχε χαθεί; Έδιωξε την απαισιόδοξη σκέψη του μακριά. Υπήρχε ελπίδα ακόμα. Το είχε νοιώσει στα χείλη της.

Από την στιγμή που είχε γευτεί τα χείλη της, η γεύση της του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Εθιστική ουσία έμοιαζε και αυτός εξαρτήθηκε με την πρώτη του χρήση. Από αυτήν. Δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες που είχε γνωρίσει. Αυτή ήταν διαφορετική. Ήταν σαν ένα μουτρωμένο παιδί και ταυτόχρονα  ατίθασο. Και αξιολάτρευτο. Μια πανέμορφη γυναίκα και συνάμα ένα μοιραίο θηλυκό. Μια πανέξυπνη ύπαρξη και μια άρτια καταρτισμένη επαγγελματίας. Μια γυναίκα με μια προσωπικότητα και πολλές ιδιότητες. Ήταν τέλεια σε όλα της. Τόσο στα μάτια του όσο και των άλλων ήταν απόλυτα σίγουρος. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα σκεφτόταν από την στιγμή που ο πάτερ Μηνάς τους είχε διακόψει. Ήξερε ότι αν δεν ήταν αυτή η θεία παρέμβαση ίσως να είχαν προχωρήσει το φιλί που του είχε μείνει αλησμόνητο. Ευχόταν και έλπιζε να συνέβαινε το ίδιο και με την Ελβίνα. Να μην το είχε ξεχάσει. Να είχε γράψει μέσα της. Πάνω της. Παντού της. Όπως είχε συμβεί σε εκείνον.

Και ο πάτερ Μηνάς μονοπώλησε όλο το πρωινό του χρόνο. Και μόλις κατάφερε να ξεγλιστρήσει από αυτόν ήρθε το συνεργείο της ηλεκτροδότησης να τον κυνηγάει για συμβουλές και παρατηρήσεις και δεν έφτανε αυτό αλλά ο αδερφός του απαίτησε κατεπείγουσα τηλεδιάσκεψη και μέχρι αργά το βράδυ δεν είχε βρει ούτε ελάχιστο χρόνο να τσιμπήσει κάτι. Όχι άδικα έδειχνε να τον έχει εγκαταλείψει μέχρι και το αδέσποτο σκυλί του. Κατέληξε αργά το βράδυ να τηγανίζει δυο αυγά μάτια και να κοντεύει να βάλει φωτιά στην κουζίνα του πριν καταλήξει κουρασμένος να αποκοιμιέται με την μορφή της στη σκέψη του.

Είχε ορκιστεί όμως ότι την σημερινή μέρα θα την έβρισκε. Την υπεύθυνη του άστατου ύπνου του και την υπαίτια της συνεχόμενης του διέγερσης. Για αυτό μόλις ξεμπέρδεψε με τα τηλέφωνα που έπρεπε να κάνει, τα είχε παρατήσει όλα και όλους και είχε τρέξει να την βρει και ας είχε πάει βαριά μεσημέρι. Μπαίνοντας στο σοκάκι του σπιτιού του ηλικιωμένου τα αυτιά του χάιδεψαν το γέλιο της δίνοντας του φτερά στα πόδια να πλησιάσει την καγκελόπορτα και να την δει. Ήξερε ότι είχε πάρει την σωστή απόφαση πριν καν την αντικρίσει. Καθόταν προφίλ και γέλαγε μέσα από την καρδιά της ενώ στη ποδιά της η κυρά Καλλιόπη της είχε τοποθετήσει μια λεκάνη με μπάμιες και στα χέρια τους φόραγαν γάντια σημάδι ότι τις καθάριζαν. Ο κυρ Μανώλης είχε σουφρώσει τα χείλη του με αηδία και τις κοίταγε λες και ήταν το πιο σιχαμένο αντικείμενο στο κόσμο. Και αυτή η εικόνα ήταν απίστευτη. Δεν θα μπορούσε να την σκεφτεί ποτέ σε κάποια οικογενειακή στιγμή έτσι απόμακρη και ψυχρή που ήταν μέχρι έστω προχθές. 

«Είναι αηδιαστικες από μόνες τους οι μπάμιες! Ένα ζαρζαβατικό που αμολάει σάλια! Αυτό είναι. Σκέτη αηδία όπως και η Φρουτοπία με τον Πίκο Απίκο. Το βλέπανε τα παιδιά και είχανε εφιάλτες μετά πόσα βράδια. Άντε να φάνε μετά λαχανικά. Σκευωρία ήταν. Άσε το όνομα τους. Μπάμιες. Τι άλλο να πω; Το όνομα τους φτάνει, τα λέει όλα. Εγώ πάντως μπάμιες δεν τρώω. Θα φάω σκέτο κοτόπουλο.» γκρίνιαξε ο άντρας αηδιασμένος για να εισπράξει το γέλιο της Ελβίνας και το αποδοκιμαστικό βλέμμα της συζύγου του.

«Είναι ένα από τα αγαπημένα φαγητά της Δανάης μας το κοτόπουλο με μπάμιες στο φούρνο. Θα τις τηγανίσω τις μπάμιες και θα δεις που δεν θα έχουν ίχνος σάλιου.» επέμεινε η γυναίκα κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε με αγανάκτηση.

«Εγώ μπάμιες δεν τρώω μακάρι να τις βάλεις στον ήλιο και να τις κάνεις λιαστές. Ακούς Καλλιόπη ή κάνεις την χαζή; Εγώ δεν τις δοκιμάζω. Να τις φάει όλες η κόρη σου με την φιλενάδα που κουβαλάει.» την αποστόμωσε ο άντρας κάνοντας την Ελβίνα να γελάσει ξανά.

«Ντροπή σου Μανώλη. Έρχεται το παιδί μας για καλοκαιρινές διακοπές από το Λονδίνο και εσύ αντί να χαίρεσαι σκάλωσες στο φαί που μας ζήτησε. Που σίγουρα το έκανε για να γνωρίσει η ξένη κοπέλα την κουζίνα μας. Συγκρίνονται τα αγγλικά φαγητά με τα δικά μας;» τον κατακεραύνωσε η γυναίκα για να εκνευριστεί περισσότερο ο Μανώλης και να πιει μονοκοπανιά όλο το ποτήρι με το νερό του.

"Μα γι αυτό το κάνω και εγώ και δεν τρώω μπάμιες. Να έχει περισσότερες να τις φάνε να τις ευχαριστηθούνε." 

Η Ελβίνα συγκρατήθηκε να μην γελάσει ξανά. Ο διάλογος του κυρ Μανώλη με την Καλλιόπη ήταν απολαυστικότατος! Στο τραπέζι, την ώρα του φαγητού που συζητιόντουσαν όλα τα θέματα της οικογένειας είχε συζητηθεί έντονα η επικείμενη άφιξη της κόρης του ζευγαριού, της Δανάης που ήταν γιατρός στο Λονδίνο. Η οποία Δανάη ερχόταν συνοδευόμενη από κάποια Αγγλίδα φίλη της και είχε αναστατώσει την γαλήνη της οικογένειας Δρακάκη. Είχε αποφασιστεί να πάει ο Άκης να τις φέρει στο χωριό σε δύο μέρες που κατέφταναν με πτήση απευθείας από το Λονδίνο. Όσον αφορούσε τον Άκη, η Ελβίνα είχε ευχαριστήσει το σύμπαν πολλές φορές που ο Άκης ειδικά σήμερα απουσίαζε από την εργασία του λόγω επαναλαμβανόμενου ξενυχτιού όπως τον κατηγόρησε ο πατέρας του. Της έφτανε ο κυρ Μανώλης που είχε γίνει θέαμα στο ξέσπασμα της στο ναό με τον πάτερ Μηνά.

«Και την ντροπή την φέρει όλη αυτός που τις καλλιεργεί κυρά Καλλιόπη μου, όχι εγώ που δεν τις θέλω.» την ψευτο μάλωσε συνεχίζοντας ο άντρας και την κοίταξε. Το αυστηρό του βλέμμα μαλάκωσε σχεδόν κατευθείαν και της χαμογέλασε πονηρά. «Να ανάψω για το ευτυχές γεγονός το ξυλόφουρνο μωρέ γυναίκα να πετάξουμε ένα ρίφι μέσα να το γιορτάσουμε κανονικά;»

Η γυναίκα  ρουθούνισέ εκνευρισμένη ρίχνοντας του μια προειδοποιητική ματιά που σε άλλη περίπτωση θα του έκοβε τα πόδια αλλά τώρα μονάχα τον έκανε να της κλείσει το μάτι παιχνιδιάρικα.

"Δεν λες όχι, έτσι; Ψήνεσαι, ε; Να πω του ξαδέρφου μου να σφάξει ένα ωραιότατο κατσίκι να το κανονίσεις εσύ με πατάτες, τι λες; Και τις μπάμιες θα τις βάλεις στο καταψύκτη να μαραθούν καλά καλά και θα τις ψήσουμε μια άλλη φορά...Στο μέλλον." αναφώνησε ενθουσιασμένος με την ιδέα του για να γρυλίσει σιγανά κοιτώντας την Ελβίνα "Το μακρινό μέλλον."

Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το πρόσωπο της Ελβίνας που γέλαγε. Κάτι είχε αλλάξει πάνω της. Έδειχνε πιο ανθρώπινη. Πιο προσιτή. Το γέλιο της αναστάτωνε τα σωθικά του και η δίψα να νοιώσει ξανά την μυρωδιά της, την γεύση της τον έκανε επιτακτικά να δηλώσει την παρουσία του.

«Καλησπέρα.»

Το βλέμμα όλων στράφηκε προς εκείνον. Αλλά αυτόν τον ενδιέφερε μονάχα το δικό της. Διασταύρωσε το σκοτεινό του βλέμμα με το φωτεινό δικό της και κατάφεραν αυτόματα να εκπέμψουν στο ίδιο μήκος. Σαν εραστές δεκαετιών. Η κοπέλα σηκώθηκε ζητώντας συγγνώμη και πλησίασε την καγκελόπορτα.

«Σε έψαχνα.» η λιτή δήλωση του που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει άτακτα και μια γλύκα να απλωθεί μέσα της αναστατώνοντας την. Ακούμπησε τα δάχτυλα της στο κάγκελο και ο Ιωσήφ τα σκέπασε με τα δικά του. «Ήθελα να σου δείξω τι σκέφτηκα για την ανακαίνιση του σπιτιού της γιαγιάς.» Ένα κύμα ανατριχίλας διαπέρασε τα σώματα τους με αγωγό τα δάχτυλα τους. «Θέλω την γυναικεία σου ματιά σε κάποια αρχιτεκτονικά σχέδια.» συνέχισε εκείνος σχεδόν ξέπνοος.

Η κοπέλα γύρισε το πρόσωπο απολογητικά προς το ζευγάρι που προσπαθούσε να μην τους κοιτάζει και ο Μανώλης έγνεψε χαμογελώντας.

«Πήγαινε κόρη μου. Ευχαρίστως να κέρναγα μια ρακί βρε Σήφη αλλά σας βλέπω βιαστικούς. Αρκετά σε ζαλίσαμε και εμείς με την γκρίνια μας...πήγαινε και άλλη φορά η ρακή. Να έχει έρθει και η Δανάη μου να κεράσω για την χαρά.»

"Και βιαστικός να μην ήμουν κυρ Μανώλη ρακή δεν θα έπινα σήμερα. Ακόμα να συνέλθω από το προχθεσινό μεθύσι." απολογήθηκε ο Ιωσήφ χαμογελώντας. Η Ελβίνα δεν χρειαζόταν να κοιτάξει τον κυρ Μανώλη. Ο ηλικιωμένος ήταν πανέξυπνος. Είχε βγάλει τα συμπεράσματα του. Ο Ιωσήφ δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο να πει. Κούνησε το κεφάλι της ανήμπορη να πιστέψει τι μόλις είχε ειπωθεί και χαμογέλασε λοξά στον ανήξερο Ιωσήφ.

Η Ελβίνα έσυρε το σιδερένιο σύρτη και άνοιξε την πόρτα που τους χώριζε. Πριν το καταλάβει περπάταγε πλάι του στο σοκάκι και μόλις έστριψαν βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα στο σώμα του και σε ένα μαντρότοιχο. Οι παλάμες του πήραν το ξαφνιασμένο πρόσωπο της στα χέρια του και τα χείλη του συνέθλιψαν τα δικά της βίαια απαιτώντας τα χείλη της να χωρίσουν και εκείνος να εισχωρήσει μέσα στη ζεστή και υγρή κοιλότητα της. Χάθηκαν στο βαθύ φιλί που μοιράζονταν και μονάχα το γαύγισμα του σκύλου στα πόδια τους πολύ αργότερα τους έκανε να σταματήσουν και να γεμίσουν τα στήθη τους με πολύτιμο οξυγόνο. Με τα σώματα ακόμα ενωμένα ο Ιωσήφ έγυρε το κεφάλι του στο δικό της.

«Θεέ μου τι μου έχεις κάνει...» μουρμούρισε προσπαθώντας να τιθασεύσει την στύση του που πιέζεται ασφυκτικά το παντελόνι που φόραγε. Βελτίωσε τη στάση του ρίχνοντας το βάρος του στο άλλο πόδι και αναστέναξε από την αναποτελεσματική αυτή κίνηση του.

«Όλη μέρα χτες δεν μπορούσα να δουλέψω...Η σκέψη μου κόλλησε σε σένα...κοντεύω να τρελαθώ.» ομολόγησε αναπτερώνοντας την γυναικεία φιλαρέσκεια της Ελβίνας που δάγκωνε τα χείλη της που ήδη την πρόδιδαν μιας και χαμογέλαγαν.

«Ψέματα είπες για τα αρχιτεκτονικά σχέδια της ανακαίνισης που έχεις φτιάξει και θες να δω;» τον κατηγόρησε παιχνιδιάρικα κοιτώντας τον να κοιτάζει μαγεμένος τα χείλη της που κινούνταν. Περίμενε να σηκώσει το βλέμμα του και κατένευσε.

«Τα αρχιτεκτονικά σχέδια μου περιορίζονται σε ένα κομμάτι χαρτί και αυτό κουζίνας όπου έχω σημειώσει μια αλλαγή στην κουζίνα. Αυτή του μαρμάρινου νεροχύτη." απάντησε ειλικρινά  κοιτώντας την ζεστά.

"Αν κράταγα κάτι από αυτό το σπίτι θα ήταν αυτός ο μαρμάρινος νεροχύτης."

"Πραγματικά δεν μου καίγεται καρφάκι για κανένα σχέδιο αυτή τη στιγμή και για κανένα νεροχύτη. Τι να έλεγα όμως μπροστά στο κυρ Μανώλη και την κυρά του; Όχι ότι με πίστεψαν και τώρα." σχολίασε και γέλασε ,"Αλήθεια φαίνεσαι διαφορετική σήμερα. Και μ αρέσει αυτό ξέρεις. Τι άλλαξε; » ρώτησε κοιτώντας την διεξοδικά. Η κοπέλα τα έχασε. Θυμήθηκε το ξέσπασμα της. Ταραγμένη ξέφυγε από την αγκαλιά του και έσκυψε να χαϊδέψει το σκύλο που περίμενε υπομονετικά την προσοχή της.

«Το μόνο που άλλαξα σήμερα ήταν ρούχα. Όπως κάθε μέρα.» είπε κοφτά, λίγο πιο απότομα από ότι είχε σκοπό, για να εισπράξει τη σιωπή του Ιωσήφ. «Αλήθεια το καημένο το ζωάκι γιατί δεν έχει όνομα;» ρώτησε προσπαθώντας να στρέψει την συζήτηση σε άλλο θέμα ξεκινώντας γοργά να περπατάει στο πλάι του .

«Γιατί...γιατί χωρίς λόγο υποθέτω έχει μείνει χωρίς όνομα. Το βρήκα αδέσποτο να γυρνάει στο χωριό με το που ήρθα, τον τάισα καμιά δυο φορές και και κατά κάποιο τρόπο κόλλησε μαζί μου. Ξέρεις πως είναι αυτά.»

«Θες να μου πεις δηλαδή ότι δυο μήνες σχεδόν που είσαι εδώ δεν μπήκες στον κόπο να του δώσεις ένα απλό όνομα;» επέμεινε η Ελβίνα ρίχνοντας του ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα.

«Εγώ έγινα ο μπαμπάς του. Γίνε εσύ η νονά του. Τι λες; Εκτός αν είσαι από αυτές που ονομάζουν τα ζώα τους με γελοία ονόματα.»

«Τι εννοείς; Το Ζίκφριντ για παράδειγμα, εγκρίνεται ή εξαιρείται; Πάντα ήθελα, να ξέρεις, να ονομάσω ένα σκυλάκι μου Ζίκφριντ!»

«Πες μου ότι δεν το εννοείς Ελβίνα!»

«Ωραία. Δεν σου αρέσει το Ζίκφριντ. Το δέχομαι. Χμ...Τι λες για Οθέλος; Δεν είναι φανταστικό όνομα το Οθέλος;»

«Και θα φωνάζω τον μούργο όταν θα έχει πάρει κυνήγι τις κότες του μπάρμπα Στέλιου δίπλα Οθέλο;!»

«Ναι, γιατί; Δεν το κατάλαβα; Τι πρόβλημα έχει και αυτό το όνομα;»

«Ο Οθέλος σαν όνομα, αν θες να ακριβολογούμε, εννοεί κάποιον που έχει μαύρο χρώμα όπως ο Οθέλος του Σαίξπηρ. Σου φαίνεται αυτό το σκυλί να έχει το οτιδήποτε μαύρο πάνω του; Ακόμα και οι πατούσες του είναι καφετί. Άσε που και ως χαρακτήρας να το πιάσουμε δεν του ταιριάζει. Ο Οθέλος ήταν ευγενής και ακέραιος χαρακτήρας και ο κοπρίτης από εδώ είναι ένα αδέσποτο και όπου βρει φαγητό πηγαίνει αλλάζοντας αφεντικά σε μια στιγμή κοιτώντας το όφελος του. Όχι, λοιπόν." αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε, " Κάτι σε πιο ...σκυλίσιο, δεν έχεις;»

«Πιο σκυλίσιο; Γιατί υπάρχουν ονόματα κατεξοχήν σκυλίσια; Δεν το έχω ξανά ακούσει αυτό. Δηλαδή, βάση της σκέψης σου, έχει και γατίσια ονόματα και παπίσια και καναρινίσια και αλογίσια; Και γενικά ζωίσια για κάθε κατηγόρια ζώου;»

«Μόλις σου εξήγησα γιατί δεν μπορούμε να τον ονομάσουμε Οθέλο." είπε, τσίμπησε την άκρη της μύτης της και  γέλασε," Εμ δεν μπορείς τη γάτα σου να την ονομάσεις Τομ.»

«Γιατί παρακαλώ;»

«Μα γιατί το Τομ σε προϊδεάζει για ποντίκι. Ο Τομ και ο Τζέρι. Τα έχεις ξεχάσει τα looney tunes; Συνήθως ονομάζουμε τα ζώα μου από τα παιδικά που βλέπαμε μικροί.»

«Χμ...δεν έβλεπα πολλά παιδικά να πω την αλήθεια όταν ήμουν μικρή αλλά έχω την εντύπωση ότι ο Τομ ήταν ο γάτος.»

«Ο γάτος ήταν ο Τομ; Αν είναι έτσι έχω ονομάσει το ποντίκι στο σπίτι λάθος.»

«Ω θεέ μου αυτό το είχα ξεχάσει. Αν και έχω την εντύπωση ότι το πρωί έφυγε προς την αυλή μόλις άνοιξα την πόρτα της αποθήκης. Αν έχεις ένα μόνο και όχι ολάκερη την φαμίλια του. Που αυτό πιστεύω βασικά με βάση τα χρόνια που το σπίτι ήταν ακατοίκητο. Από ανθρώπους φυσικά γιατί το ζωικό βασίλειο το είχε μετατρέψει σε τουριστικό θέρετρο από ότι φαίνεται.» αποκρίθηκε η κοπέλα και γέλασε συνοδεύοντας τον Ιωσήφ.

«Θα το διαπιστώσουμε αμέσως. Σχεδόν φτάσαμε. Αλήθεια θύμησε μου να συμπεριλάβω στα άμεσα σχέδια μου να επικοινωνήσω με μια εταιρεία μυοκτονίας. Ίσως θα έπρεπε να μπουν στο χωριό δολωματικοί σταθμοί... »

"Μυοκτονία; Τι είναι πάλι αυτό;"

"Μυοκτονία είναι οι ενέργειες που πραγματοποιούνται για να θανατωθούν ποντίκια και αρουραίοι." 

"Που κολλάει το μυο με τα ποντίκια και τους αρουραίους;" αναρωτήθηκε, "Θα έπρεπε να λέγεται ποντικοκτονία ή αρουροκτονία. Και μετά είχες πρόβλημα με τα δικά μου ονόματα." σχολίασε κοροϊδευτικά για να αντικρίσει την εξώπορτα του πατρικού του Ιωσήφ και να σταματήσει να περπατάει. Ούτε που είχε καταλάβει πως είχε περάσει ο χρόνος μέχρι να φτάσουν. Όχι ότι ήταν μακριά αλλά και πάλι...

Έχοντας φτάσει στο ερειπωμένο πατρικό της γιαγιάς του Ιωσήφ ,στάθηκαν και οι δύο αμίλητοι για λίγο στην είσοδο κοιτώντας την σκουριασμένη πόρτα με το περίτεχνο σιδερένιο σχέδιο που είχε ξεφλουδίσει η μπογιά εντελώς. 

"Η πλήρη εγκατάλειψη σε όλο το μεγαλείο της." 

«Ούτε εγώ το έχω συνηθίσει.» είπε σιγανά ο Ιωσήφ αναστενάζοντας και συνέχισε. «Πραγματικά χρειάζεται να φτιάξω ένα σχέδιο ανακαίνισης έστω. Γιατί αν ήταν στο χέρι μου θα το γκρέμιζα συθέμελα και θα έφτιαχνα κάτι από την αρχή.»

"Να βρεις ένα ειδικό για αυτά τα θέματα. Να σου φτιάξει σχέδια και να σου δώσει λύσεις. Αν οι κολώνες έχουν φθαρθεί φυσικά να το γκρεμίσεις αλλά αν όχι γιατί να μπεις σε αυτή τη χρονοβόρα διαδικασία; Κράτησε το έτσι και διόρθωσε το." πρότεινε η κοπέλα χαμογελώντας στον άντρα.

"Αρκεί να κρατήσω το μαρμάρινο νεροχύτη έτσι;" 

Η Ελβίνα του χαμογέλασε ανεπαίσθητα πριν τον ακολουθήσει  στο εσωτερικό του σπιτιού. Στάθηκε στην κουζίνα όρθια μέχρι ο Ιωσήφ να βάλει νερό σε ένα μπολ για το σκύλο του, κοιτώντας τριγύρω. Θυμόταν τα πάντα πλέον. Ακόμα και την αράχνη στην γωνία του παραθύρου. 

«Δεν θα ήθελα πάντως  το σπίτι να χάσει το παραδοσιακό στοιχείο του. Δεν θα μου άρεσε αν ήμουν η γιαγιά σου να γυρνούσα σε ένα σπίτι που δεν θα έμοιαζε με αυτό που θα είχα αφήσει πίσω μου. Ξέρεις τι είναι να κάνεις όνειρα να γυρίσεις κάποια στιγμή και όταν αυτό συμβεί τίποτα να μην θυμίζει αυτό που εσύ θυμάσαι; Θα ήταν σαν κάτι ξένο...αφιλόξενο πάλι... Δεν συμφωνείς και εσύ;» ρώτησε δυνατά για να μην πάρει απάντηση κάτι που την παραξένεψε και γύρισε το κορμί της και να τον δει να στέκεται εκεί δίπλα στην πόρτα που χώριζε το εσωτερικό του σπιτιού με την κουζίνα και να την κοιτάζει. 

"Κάτι έχει αλλάξει από προχθές. Κάτι που μ αρέσει φυσικά. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω το τι..." παρατήρησε και αφού την πλησίασε, την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Στάθηκαν στο παράθυρο μπροστά σχεδόν αγκαλιασμένοι. Τα κορμιά τους σχεδόν αγγίζονταν. Τα μάτια τους σχεδόν ερωτοτροπούσαν.

Ο ιστός της αράχνης αναδεύτηκε απαλά πριν σταματήσει και αυτός. 

"Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς...τίποτα δεν έχει αλλάξει εκτός από τα ρούχα μου." ψιθύρισε δίχως να διακόψει την οπτική επαφή μαζί του η κοπέλα και εκείνος χαμογέλασε στραβά. "Αν μείνει η γιαγιά σου εδώ θα σου πρότεινα να κάνεις το πίσω δωμάτιο κρεβατοκάμαρα. Μην χρειάζεται η γυναίκα στην ηλικία της να ανεβαίνει την σκάλα καθημερινά." συνέχισε θαρραλέα προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της που έψαχνε δίοδο διαφυγής. Γιατί η ίδια δεν θα άλλαζε την κατάσταση της με κανένα τρόπο. 

"Δεν ξέρω τι σου έχει συμβεί πραγματικά αλλά σε ενημερώνω ότι θα σου κάνω έρωτα Ελβίνα." είπε και η κοπέλα πήρε μια κοφτή ανάσα. "θα σου κάνω έρωτα και αν δεν το θες καλύτερα να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις τώρα γιατί μετά δεν θα φύγεις. Ούτε σαν κυνηγημένη, ούτε σαν το ποντίκι.  Θα μείνεις. Θα μείνεις όσο χρειαστεί για να σε χορτάσω." είπε και δάγκωσε ελαφρά το κόκκαλο της κλείδας της κερδίζοντας ένα σιγανό αναστεναγμό. " Και ας μου πάρει και ως την αιωνιότητα." Αμέσως μετά την γύρισε με την πλάτη της να προσκρούει στο δικό του στέρνο. Μετά, κατέβασε τα χέρια του και τα ακούμπησε δεξιά και αριστερά στο τραπέζι εγκλωβίζοντας την ανάμεσα στο τραπέζι και στο κορμί του.

"Το σχέδιο..." μουρμούρισε με κομμένη ανάσα κοιτώντας στο τραπέζι πάνω ένα κομμάτι χαρτί με κάτι μουτζούρες πάνω του .

«Ας τσαλακωθεί. Θα φτιάξουμε μετά ένα άλλο...Κρατώντας το νεροχύτη... και την κρεβατοκάμαρα στο κάτω επίπεδο...είδες ...παρόλη την κατάσταση μου δίνω σημασία σε ότι λες...να σημειωθεί αυτό παρακαλώ.» της ψιθύρισε δίπλα ακριβώς στο λοβό του αυτιού της κάνοντας ένα κύμα ανατριχίλας να διατρέξει την ραχοκοκαλιά της. Η Ελβίνα έκλεισε τα μάτια ενστικτωδώς και της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι, δίπλα στα δικά του νιώθοντας ανήμπορη να στηριχτεί στα πόδια της που τα ένιωθε να παραλύουν. Η υπόσχεση ότι θα της έκανε έρωτα είχε νεκρώσει το μυαλό της κατεβάζοντας το διακόπτη λειτουργίας του με το κορμί της να τίθεται σε μια γλυκιά επιφυλακή.   Έγυρε το κεφάλι της πίσω, τέντωσε το λαιμό της δίνοντας του πλήρη πρόσβαση. Και εκείνος καλοδέχτηκε την άνευ όρων υποταγή της με τα χείλη του να διατρέχουν και μοιράζουν φιλιά κατά μήκος του.

"Χαίρομαι που συμφωνείς μαζί μου επιτέλους. "ψιθύρισε σχεδιάζοντας το δικό του μονοπάτι με μοναδικό μέσο τα βελούδινα χείλη του.

"Δεν σου υπόσχομαι τίποτα Ιωσήφ." 

Η Ελβίνα παρόλη την ζάλη της νοιώθοντας το μυαλό της ελαφρύ ,είχε καταφέρει και είχε ξεστομίσει αυτό που έπρεπε για να έχει ήσυχη την συνείδηση της. 

Η απάντηση του ήταν βίαιη και ορμητική. Την τράβηξε πάνω του και της γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του. Το βλέμμα του φλογερό την έκαψε.

"Δεν θα αρκεστώ στα ψίχουλα που έχεις σκοπό να μου δώσεις." την προειδοποίησε με το στόμα του να επικυρώνει τα λόγια του αιχμαλωτίζοντας τα δικά της.

"Θα τα έχεις όλα. Αλλά όχι για πάντα." κατάφερε να πει με τα χείλη της ακόμα ανάμεσα στα δικά του. Η φωνή του έφτασε στα αυτιά της σαν  απόμακρος βρυχηθμός. Μια απεγνωσμένη κραυγή, υπόκωφη. Η Ελβίνα ένοιωσε την εσωτερική του πάλη. Την ήθελε αλλά με τους δικούς του όρους. Αυτό δεν θα του το αποδεχόταν. Μόνο με τους δικούς της όρους ότι γινόταν.  

"Ας είναι."

Και η συμφωνία έγινε. Λες και ήταν συνθήκη, υπογράφηκε. Μόνο που δεν κατάλαβαν και οι δύο ότι ανάμεσα σε ένα ζευγάρι δεν χωράνε συμφωνίες, ειδικά όσες δίνονται με τα χείλη. Λόγια ξερά και λέξεις κενές. Ένα ζευγάρι μιλάει αληθινά μεταξύ του όταν τα χείλη σιωπήσουν. Επικοινωνεί πραγματικά όταν αρχίζει να νοιώθει. Όταν τον έλεγχο αναλάβουν τα συναισθήματα. Συναισθήματα καρδιάς που ζευγαρώνουν με τις σωματικές αισθήσεις... Τα ηλεκτρισμένα δέρματα που έλκονται με την μεγαλύτερη δύναμη της φύσης. Οι γλυκές ματιές που συνδέονται με τις συγχρονισμένες ανάσες. Όταν τα χείλη σιωπούν λέγονται οι μεγαλύτερες πάντα αλήθειες.

Και ήρθε η ώρα, το δικό μας πρώτο ζευγάρι, να γνωρίσει την δική του αλήθεια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top