~12~
«Σωστά το κάνω έτσι;" ρώτησε η Ελβίνα κοιτώντας σχεδόν τρομοκρατημένη την ντομάτα που βαστούσε στο χέρι της. Στο άλλο χέρι κράταγε ένα κουτάλι το οποίο μόλις είχε βυθίσει στη ζουμερή και μαλακή σάρκα του λαχανικού.
«Ώχου μωρέ γυναίκα, άφησε την ήσυχη την κοπελιά! Ήντα θες να την εβάζεις να σου ανοίγει τις ντομάτες;» γκρίνιαξε ο κυρ Μανώλης πίνοντας μια ρουφηξιά από τον αχνιστό καφέ του που επίσης με πολύ κόπο και διαβουλεύσεις με το γιατρό του είχε κερδίσει. «Αυτή είναι ευρωπαία, γραμματιζούμενη. Σπουδαία πολύ. Σιγά μην έχει ανάγκη να ανοίγει ντομάτες.» συνέχισε την γκρίνια του για να εισπράξει ένα δολοφονικό βλέμμα από την γυναίκα του.
«Και που είναι σπουδαγμένη; Τι μ' αυτό Μανώλη; Οι κόρες σου δεν είναι σπουδαγμένες; Αύριο- μεθαύριο που θα φτιάξουν τα σπιτικά τους να μην ξέρουν να μαγειρεύουν στους άντρες τους και στα παιδιά τους; Τι λογική είναι αυτή; Και στο κάτω – κάτω δεν την ανάγκασα. Μονάχη της προσφέρθηκε. Μην μιλάς λοιπόν και πίνε το καφέ σου. Εκτός αν θες να πιάσεις να βοηθήσεις για να έχεις λόγο.» τον αποστόμωσε η Καλλιόπη δίνοντας άλλη μια ντομάτα στην κοπέλα όσο εκείνη αναλάμβανε να βγάλει τη σάρκα από μια μελιτζάνα.
Η Ελβίνα θα χαμογελούσε με την στιχομυθία του αντρόγυνου αν δεν είχε τα υγρά από τα ζαρζαβατικά να τρέχουν ανάμεσα στα δάχτυλα της και στα χέρια της. Αυτό που θαύμαζε από την στιγμή που κάθισε και ξεκίνησε η κυρία Καλλιόπη να τα σχίζει είναι οι ευωδίες του καθενός που ήταν σίγουρη ότι ήταν πιο έντονες από ότι είχε ποτέ μυρίσει. Ειδικά όταν η νοικοκυρά ψιλόκοψε τα χορταρικά που χρειαζόταν όπως ο άνηθος, ο δυόσμος, ο μαϊντανός και το φρέσκο κρεμμύδι και την είδε να προσθέτει στη γέμιση μπόλικο κύμινο και πιπέρι, ολάκερη η αυλή είχε πλημμυρίσει πλούσια αρώματα. Ακόμα κι ίδια αναρωτιόταν μήπως τελικά δεν είχε γευματίσει και πείναγε και γι αυτό το λόγο της φαίνονταν τόσο έντονα και λαχταριστά όλα. Αλλά είχε σίγουρα απολαύσει το κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες. Και αυτό το διαπίστωνε κανείς κοιτώντας την φουσκωμένη κοιλιά της. Χαμογέλασε μιας και θυμήθηκε τους απολαυστικούς διαλόγους μεταξύ των μελών της συγκεκριμένης οικογένειας και πόσο αυθόρμητα είχε μεταφερθεί στην αυλή μαζί τους για ένα καφέ που θα βοηθούσε στη χώνεψη όπως της είχαν πει. Δεν υπήρχε για εκείνη περίπτωση να αρνηθεί. Εκείνη η οικογένεια της είχε ανοίξει απλόχερα εκτός από το σπίτι της και την καρδιά της. Και έτσι απλά είχε βρεθεί καθισμένη στην δροσερή αυλή κάτω από το σκιανό ενός αναρριχόμενου αμπελιού να πίνει ζεστό ελληνικό καφέ και να βοηθάει την Καλλιόπη να ανοίγει διάφορα ζαρζαβατικά για να ετοιμάσει ένα ταψί γεμιστά, όπως είχε δηλώσει. Παραδίπλα της καθόταν η Ροδάνθη, χαμένη στο κόσμο του βιβλίου που κράταγε στα χέρια της ενώ ο Άκης βρισκόταν χαμένος στο κυβερνοχώρο με τόσο το κινητό του να έχει πάρει φωτιά όσο και τα δάχτυλα του που πληκτρολογούσαν με μανία ακατάπαυστα.
Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας τα είχε γνωρίσει από τις αναρίθμητες κορνίζες που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε μεριά του σπιτιού. Τα υπόλοιπα τρία παιδιά. Τον Σωτήρη, την Δανάη, την Αριάδνη. Με ιδιαίτερο καμάρι ο Μανώλης και η Καλλιόπη της είχαν φέρει μερικές κορνίζες εκεί που καθόταν γνωρίζοντας της με αυτό τον άτυπο τρόπο τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τα οποία μπορεί να έλειπαν αλλά η αύρα τους υπήρχε έντονη παντού στο σπιτικό τους. Και όχι μόνο η αύρα τους μιας και της έδειξαν που στο καναπέ σε περίοπτη θέση υπήρχε ακουμπισμένη η λύρα της Αριάδνης, στο καλόγερο μια στοίβα από καπέλα της Δανάης που είχε τσακωθεί με τον ήλιο και το πτυχίο του Σωτήρη από την νομική σχολή τοποθετημένο με ευλάβεια σε μια γυάλινη κορνίζα σε εξίσου ευδιάκριτη θέση στο σαλόνι.
"Κοίτα επαέ* ζόρε* που τον έχει." σχολίασε ο Μανώλης κοιτώντας τον γιό του που αντάλλαζε ασταμάτητα μυνήματα για να εισπράξει εκ μέρους του ένα εκνευρισμένο ρουθούνισμα.
"Γυρνάει σε λίγες μέρες πίσω το φανταράκι μας. Τι θες να κάνει; Να μην μιλά με τους φίλους του;" σχολίασε η Καλλιόπη υπερασπίζοντας το γιο της ο οποίος της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι δίχως να γίνει αντιληπτός από τον πατέρα του που συνέχιζε να τον κοιτά συνοφρυωμένος.
"Ναι, σίγουρα και με τούτους* μιλάει γυναίκα!" αναφώνησε, "Δεν βλέπεις τα μούτρα του; Αυτό το πονηρό χαμόγελο μόνο για γκομενοδουλειά το έχει, καημένη μου."
"Και που το κακό και να είναι έτσι, Μανώλη; Δεν έχουν το δικαίωμα να έχουν σχέσεις με άλλους; Παντρεμένα είναι μήπως και απαγορεύεται;"
"Μωρέ μακάρι να ήταν παντρεμένα αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να γίνει θαύμα! Αυτά όλα έχουν ασπαστεί τον ελευθερισμό."
«Ω, τι θέλω και σου μιλάω! Σιγά μην έχουν ασπαστεί και τον Βενιζελισμό! Μια χαρά κάνουν ότι κάνουν τα παιδιά μας και να τα αφήσεις ήσυχα. Και όταν έρθει η ώρα τους θα γίνουν όλα. Ποιος είσαι εσύ να αποφασίζεις πότε θα γίνει το κάθε πράμα; Αυτά τα θέματα τα αποφασίζει ο Θεός. Πιες τον καφέ σου λοιπόν και μη μιλάς αν δεν θες να φας αύριο αρακά και υπόλοιποι γεμιστά με φέτα." τον απείλησε η γυναίκα του και ο Μανώλης λούφαξε στη καρέκλα του εκνευρισμένος ."Μια χαρά το πας κόρη μου. Ανε την( ε)σκίσεις και λίγο δεν( ε)χάθηκε και ο κόσμος. Θα μπει η γέμιση και θα καλύψει την τρύπα, μόνο μην πολύ σκας.» είπε ενθαρρυντικά σκύβοντας προς το μέρος της κοπέλας με εκείνη να νοιώθει ξαφνικά παράξενα. Δεν ήξερε αν έφταιγαν τα αρώματα των λαχανικών ή ολότελα το άρωμα της γυναίκας δίπλα της που ευωδίαζε καλοσύνη και μητρική αγάπη ή αν ευθυνόταν το ενδιαφέρον που έσταζαν τα λόγια της μητέρας που είχε δίπλα της αλλά αισθάνθηκε το κεφάλι της να μουδιάζει και το σώμα της να παραλύει. Η εικόνα αυτής της δεμένης, ανέμελης οικογένειας με τα πειράγματα της, την τάραξε. Σήκωσε ανεμοστρόβιλο αναμνήσεων παρασύροντας την ασπίδα της.
Και εκεί στη δροσιά που πρόσφερε το φύλλωμα του αμπελιού και τα γεμάτα με φύλλα και καρπό κλαδιά μιας πανύψηλης καρυδιάς από το λιοπύρι του καταμεσήμερου, απολαμβάνοντας την πληρότητα του γεύματος με το ημερήσιο ασταμάτητο πάρτι που έδιναν τα τζιτζίκια πάνω ακριβώς από τα κεφάλια τους, μια ανάμνηση την επισκέφτηκε από την χαραμάδα στην ασπίδα της που είχε δημιουργηθεί εκείνο το απόγευμα, για να κλέψει όποια ευτυχία είχε τολμήσει να νοιώσει.
*
...Εκείνη γύρω στα εννιά της καθισμένη στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας με ανοικτό το τετράδιο της αριθμητικής στο τραπέζι να στύβει το μυαλουδάκι της να κατανοήσει τις πολύπλοκες για την ηλικία της μαθηματικές πράξεις. Στη σελίδα που είχε σταματήσει, οι πράξεις ήταν με προσοχή γραμμένες πάνω στις γραμμές χωρίς να έχει ξεφύγει σπιθαμή από τη γραμμή και σε απόλυτη συμμετρία μεταξύ τους. Η μητέρα της, στο πάγκο της κουζίνας, παραδίπλα της προετοίμαζε το βραδινό τους.
"Είναι τρομερά δύσκολη η τελευταία άσκηση. Δεν θα τελειώσω ποτέ μαμά."
Η παιδική φωνή της ήταν μες στο παράπονο.
«Θα τα καταφέρεις Ελβί μου. Μην φοβάσαι να προσπαθήσεις και ας κάνεις λάθος. Ακόμα και από το λάθος σου κάτι θα μάθεις.»
«Μαμά, αν κάνω λάθος δεν θα μάθω τίποτα. Απλά θα πάρω Γ.»
Το γέλιο της μητέρας της πλημμύρισε την κουζίνα κάνοντας την καρδιά του μικρού παιδιού να αναθαρρήσει. Θα προσπαθούσε να λύσει την άσκηση.
Είχε περάσει κάμποση ώρα. Οι ασκήσεις των μαθηματικών είχαν λυθεί στο τετράδιο και ήταν η ώρα της χαλάρωσης και της ζωγραφικής. Η μυρωδιά του φαγητού είχε πλημμυρίσει την κουζίνα και η μητέρα της έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες ολοκληρώνοντας τη σαλάτα. Πρώτα αντιλήφθηκε τους ώμους της μητέρας της να χαμηλώνουν και έπειτα το κορμί της να πετρώνει. Μετά σαν επιβεβαίωση άκουσε τον πατέρα της να μπαίνει σπίτι. Μηχανικά ανέβασε το χέρι της και έστρωσε τα μαλλιά της και αμέσως το κατέβασε να στρώσει τη φούστα του φορέματος της που είχε ανασηκωθεί. Το άφησε να σφηνώσει ανάμεσα στα δύο πόδια της σφίγγοντας την παλάμη της σε γροθιά. Το είχε έγκαιρα ευτυχώς παρατηρήσει που έτρεμε. Και του μπαμπά του άρεσαν όλα να είναι σε τάξη. Ακόμα και η μαμά .Ακόμα και εκείνη.
Δεν θυμόταν ακριβώς τι τους είχε πει μπαίνοντας στη κουζίνα. Αν τους είχε πει κάτι. Ούτε πως είχε τοποθετήσει τις λέξεις για να της διατάξει να του πάει τα μαθήματα της και να την ελέγξει. Θυμόταν μονάχα την χροιά της φωνής του πόσο παγωμένη ήταν και το ρίγος που είχε διαπεράσει το κορμάκι της. Θυμόταν που συνέχισε να κάθεται στη θέση της στωικά. Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί σήμερα. Ήταν διαβασμένη. Είχε λύσει όλες της τις ασκήσεις. Του έδωσε το τετράδιο της αντιγραφής και εκείνο των μαθηματικών και τον κοίταξε στο πρόσωπο όσο εκείνος τα έπαιρνε και τα άνοιγε. Μα γιατί φαινόταν τόσο κουρασμένος ο πατέρας της;
«Σου έχω πει να καλυτερέψεις το γραφικό σου χαρακτήρα.» έριξε την πρώτη παρατήρηση αλλά το κοριτσάκι συνηθισμένο έγνεψε.
«Δεν άκουσα.» το γρύλισμα του την έκανε να σπεύσει να μιλήσει.
«Μάλιστα.»
Σειρά του τετραδίου των μαθηματικών και το κορμάκι της ίσιωσε θαρραλέα απέναντι του. Είχε κάνει όλες τις ασκήσεις της , ήταν διαβασμένη και ακόμα και την τελευταία άσκηση, την πιο δύσκολη είχε καταφέρει να την ολοκληρώσει έπειτα από πολύ σκέψ... Το χαστούκι που έσκασε στο μάγουλο της ήταν τόσο δυνατό που το πρόσωπο της γύρισε αστραπιαία προς την άλλη πλευρά και τα μάτια της γέμισαν αυτόματα δάκρυα.
«Νίκολας, μη το παιδί!»
Η μητέρα της έσπευσε να την σώσει αλλά μες στη θολούρα των ματιών της και στη ζάλη του μυαλού της από το χτύπημα δεν κατάλαβε πως η μητέρα της βρέθηκε στο πάτωμα. Τα δάκρυα κύλησαν. Ο λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της.
«Άχρηστη! Όλη μέρα δουλεύω για να μην σου λείψει τίποτα και μια απλή πράξη δεν μπορείς να κάνεις!» φώναξε εκείνος με κατακόκκινο το πρόσωπο τσαλακώνοντας το τετράδιο στη μια του παλάμη. Και όμως αυτόν τον ήχο του τετραδίου τον θυμόταν καθαρά.
«Αλλά αφού άχρηστη αποδείχτηκε η μία, άχρηστη θα βγει και η άλλη!» ούρλιαξε πετώντας το τετράδιο στο πάτωμα εξοργισμένος και αμέσως έπιασε το καταμουσκέμενο πρόσωπο της Ελβίνας μες την μία του παλάμη και το έσφιξε κάνοντας την να τον κοιτάξει κατάματα.
«Κοίτα με! Άκουσε με προσεχτικά! Θα πας στο δωμάτιο του και θα τα ξανακάνεις από την αρχή. Όλα! Άκουσες;!» το κορίτσι προσπάθησε να γνέψει αλλά ήταν αδύνατο. Τα δάχτυλα του πίεζαν τόσο πολύ το πρόσωπο του που του ήταν αδύνατο να γνέψει, να μιλήσει, να πάρει ανάσα.
«Νηστική για να μάθεις!» ολοκλήρωσε ο πατέρας της και με μια κίνηση την σήκωσε όρθια και την έσπρωξε έξω από την πόρτα πετώντας της την τσάντα με τα τετράδια της.
Όλο το βράδυ προσπαθούσε να τα κάνει από την αρχή. Αλλά πάλι το ίδιο αποτέλεσμα έβγαζε. Ξενύχτησε στο γραφείο της μουσκεύοντας τα γραπτά της αλλά το αποτέλεσμα παρέμενε το ίδιο.
Το πρωί ξύπνησε και πόναγε το κορμί της. Την είχε πάρει ο ύπνος στη καρέκλα. Πλύθηκε, ντύθηκε , πήρε τη τσάντα της και κατέβηκε στη κουζίνα. Οι γονείς της έτρωγαν αμίλητοι. Κάθισε δίπλα τους και πήρε πρωινό διατηρώντας την νεκρική ησυχία. Με μια κλεφτή ματιά παρατήρησε τους μαύρους κύκλους στα μάτια της μητέρα της και το πόσο πρησμένα φαίνονταν. Μια ματιά ,που αντιλήφθηκε ο πατέρας της και άνοιξε το στόμα του να την επιπλήξει.
Ευτυχώς η κόρνα του σχολικού της την είχε σώσει. ..ξανά.
*
«Κρυώνεις κόρη μου; Μα εσύ τρέμεις.»
Η γλυκιά διαπίστωση της Καλλιόπης την έβγαλε από την οδυνηρή αναδρομή που έκανε το μυαλό της. Λες και την ξέβρασε στα βράχια σαν σαπιοκάραβο που έμπασε νερά. Όπως την είχε ξεβράσει και η ίδια η ζωή. Κοίταξε την γυναίκα που την κοίταζε ανήσυχη. Τι είχε συμβεί; Πως είχε συμβεί αυτό;
«Πρέπει να πηγαίνω. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά.» δικαιολογήθηκε βιαστικά η κοπέλα εμφανώς ταραγμένη και σηκώθηκε πάνω παρατώντας ότι κράταγε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή στο στήθος της. Το κουτάλι και η ντομάτα έπεσαν βαριά στο ταψί. Σκούπισε τα χέρια της βιαστικά σε μια πετσέτα που βρήκε παραδίπλα «Κάτι θυμήθηκα και δεν μπορώ να το αναβάλω. Συγγνώμη που σας αφήνω στη μέση.» δικαιολογήθηκε βιαστικά νοιώθοντας να ασφυκτιεί και αφού παράτησε την πετσέτα, αποφεύγοντας τα ξαφνιασμένα βλέμματα όλων προχώρησε προς την καγκελόπορτα της αυλής. Η Καλλιόπη την είχε ακολουθήσει.
«Θα μας έρθεις και αύριο; Να φάμε τα γεμιστά. Τόσο κόπο έκανες.» επέμεινε η γυναίκα παρατηρώντας την προσεχτικά και η Ελβίνα έγνεψε καταφατικά δίχως να καταλαβαίνει καν τι της έλεγαν μες στη βιασύνη της να φύγει. Η γνωστή τάση φυγής της είχε επισκεφτεί για να την προφυλάξει. Η ίδια φυγή που την είχε κάνει να αναζητήσει την ηρεμία της ψυχής της μακριά από το οικογενειακό της περιβάλλον, μακριά από την πόλη της. Μακριά από την χώρα της. Δεν υπήρχαν αποθέματα ψυχικής δύναμης.
Δρασκέλισε το κατώφλι και έφυγε λες και την κυνηγούσαν. Στα σοκάκια του χωριού βασίλευε ησυχία. Το μόνο που συναντούσε ήταν γλάστρες ολάνθιστες και αραιά και που καμιά γάτα που λιαζόταν τρισευτυχισμένη στον ήλιο. Το κεφάλι της έκαιγε. Το ίδιο και τα μάτια της. Ολόκληρη ζεμάταγε.
Η οικογενειακή θαλπωρή και η εικόνες που έζησε είχαν ξυπνήσει αγριεμένο το φάντασμα της παιδικότητας της. Της αθωότητας της.
Τα μάτια της βούρκωσαν και τάχυνε το βήμα της. Όσο πιο γρήγορα επέστρεφε στο ναό και στην εργασία της τόσο πιο σύντομα θα το ξόρκιζε.
Σε αυτή τη κατάσταση δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία κανενός και στρίβοντας το πλακόστρωτο σοκάκι συγκρούστηκε βίαια με ένα σώμα φτιαγμένο από γρανίτη κάνοντας το κορμί της να πονέσει.
«Στον ουρανό σε γύρευα στη γη σε βρήκα!» αναφώνησε έκπληκτος ο Ιωσήφ συγκρατώντας την με ένα χέρι περασμένο δυνατά γύρω από την μέση της.
«Τι είμαι για να με ψάχνεις στον ουρανό; Άγγελος;» γρύλισε αγριωπά η Ελβίνα κοιτώντας πίσω του. Δεν μπορούσε να τον δει και να ήθελε. Είχαν μπλοκάρει όλα. Είχε ανάγκη να ξεφύγει. Ο έλεγχος είχε χαθεί και δεν ήθελε να έχει μάρτυρες της κατάστασης της. Γνώριζε ότι χρειαζόταν απομόνωση για να καταφέρει να μπλοκάρει και να κλείσει την πύλη στο παρελθόν. Δεν της χρειαζόταν ο μπελάς που της φορτώθηκε!
«Την αγγελική την όψη την έχεις...» απάντησε εκείνος παιχνιδιάρικα προκαλώντας της ένα ακόμα γρύλισμα «Μέχρι να αρχίσεις να ατμίζεις, όπως τώρα. Έχεις γίνει κατακόκκινη. » συνέχισε γελώντας. "Αλήθεια δεν βρήκες άλλη μέρα να ξεκινήσεις το τρέξιμο παρά σήμερα με αυτή τη ζέστη;" ρώτησε στο ίδιο ανέμελο ύφος με την Ελβίνα να έχει χάσει εντελώς την υπομονή της μαζί του. Τίναξε το χέρι του από πάνω της και ελευθερώθηκε.
«Έχω αφήσει ένα δοχείο με υλικό, ανοικτό στο ναό και θα ξεραθεί. Πρέπει να επιστρέψω.» τον ενημέρωσε ξερά και έκανε τον προσπεράσει αγέλαστη όταν ένοιωσε το χέρι του να την συγκρατεί από το μπράτσο. Γύρισε το πρόσωπο της και κοίταξε τα δάχτυλα του πως είχαν αγκαλιάσει το μπράτσο της.
«Είσαι εντάξει;»
Μια ερώτηση που άργησε να γίνει περίπου είκοσι χρόνια, σκέφτηκε ειρωνικά και τράβηξε το χέρι της απότομα.
«Όλα καλά.»
Ο Ιωσήφ προσπάθησε, πραγματικά προσπάθησε έστω για μια στιγμή να διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό της αλλά δεν του το επέτρεψε. Το βλέμμα της τρομαγμένο πετάριζε σαν πουλί άγριο που το είχαν λαβώσει. Βρίσκονταν χάμω και χτυπαγε τ α φτερά του φοβισμένο. Η Ελβίνα δεν είχε εμφανή τα τραύματα της αλλά εκείνος ήξερε ότι υπήρχαν αόρατα μέσα της. Και λειτούργησε ενστικτωδώς. όπως θα έκανε αν έβρισκε ένα χτυπημένο πουλί στο διάβα του. Την τράβηξε στην αγκαλιά του προσφέροντας της απάνεμο. Μα μόλις το τρεμάμενο κορμί της βρέθηκε στην αγκαλιά που της χάρισε , εκείνη σήκωσε το πιγούνι της και ...τον φίλησε.
*τούτους =αυτούς
*επαέ= εδώ
ζόρε= το ζόρι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top