~11~

Ο χθεσινός καύσωνας ήταν τόσο μεγάλος τελικά που όταν αποχώρησε από το ναό και είχε γυρίσει στο κατάλυμα της προς ικανοποίηση τόσο του Ιωσήφ όσο και της κυρίας Αργυρώς, δεν είχε βρει το κουράγιο να βγει να περπατήσει και να περιηγηθεί στο χωριό όπως είχε αρχικά σκεφτεί. Όλοι και όλα βρίσκονταν σε μια παράξενη κατάσταση αποχαύνωσης λόγω της ζέστης. Γι αυτό το λόγο είχε παραμείνει στο δροσερό σπίτι με την Αργυρώ να κουβαλάει συνεχώς λιχουδιές από τις οποίες καταναλώθηκαν αρκετές δυσχεραίνοντας την ήδη επιβαρυμένη λόγω ζέστης, κατάσταση με αποτέλεσμα όταν ήρθε η ώρα και ξάπλωσε να μην μπορεί να κοιμηθεί. Ακόμα και μετά από το δροσερό μπάνιο που είχε απολαύσει πάλι δεν είχε καταφέρει να χαλαρώσει και να κοιμηθεί σαν άνθρωπος και είχε βρεθεί να στριφογυρνάει στο κρεβάτι της τσαλακώνοντας τα φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια του κρεβατιού της. Και επειδή πάντα ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της έπρεπε να παραδεχτεί ότι δεν έφταιγε μονάχα η ζέστη που δεν την άφηνε να κοιμηθεί αλλά στην αυπνία της συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό οι σκέψεις που έκανε με κύριο πρωταγωνιστή, ποιον άλλο από τον Ιωσήφ. Τον ημίγυμνο Ιωσήφ. Που είχε φέρει τα πάνω κάτω στο τέλεια προγραμματισμένο κόσμο της με εκείνη να πέφτει στην παγίδα να αναθεωρήσει τις ήδη υπάρχουσες αποφάσεις της. Να ταλαντεύεται για το αν είναι σωστό να ακολουθήσει την προσταγή του κορμιού της, να τον αρπάξει και να τον γευτεί ή να συγκρατηθεί με τη λογική να πρυτανεύει.

Και αφού είχε πάρει τις αποφάσεις της και γνώριζε ότι πάντα ενέμενε πιστή σε αυτές, η κολασμένη δίψα της για τον συγκεκριμένο άντρα ήταν αυτή που την οδήγησε αργά το βράδυ, σε μια "σόλο συνεδρία" όπως τις αποκαλούσε χαριτωμένα. Με εκείνη να χαμηλώνει το χέρι της στο κέντρο της θηλυκότητας της , να αγγίζει τον εαυτό της και να παίρνει τον έλεγχο του κορμιού της προσφέροντας της ένα απολαυστικότατο οργασμό. Γιατί η αλήθεια είναι ότι ολοκλήρωσε πανεύκολα έχοντας στη μνήμη της την εικόνα του Ιωσήφ όπως είχε γράψει αυτή ανεξίτηλα και την τυραννούσε από το μεσημέρι. Είχε βιώσει ένα απίστευτα έντονο οργασμό μονάχα με την σκέψη του Ιωσήφ, κατέληξε ευχάριστα ξαφνιασμένη πριν παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα πλήρως ικανοποιημένη και επιτέλους χαλαρωμένη.

*

Λίγα μέτρα της είχαν μείνει να διανύσει και να φτάσει στο ναό όταν ήρθε αντιμέτωπη με ένα αυτοκίνητο που έφραζε σχεδόν όλη την πρόσβαση στο μονοπάτι μιας και το συγκεκριμένο θηρίο, ένα τεράστιο , μαύρο αγροτικό αυτοκίνητο, είχε παρκάρει στο σημείο προκαλώντας της εκνευρισμό. Ήταν που ήταν η νύχτα της φτωχή από ξεκούραση και την είχε ταλαιπωρήσει μέχρι να εκτονωθεί και να καταφέρει να κοιμηθεί δεν ήθελε και πολύ να εκνευριστεί. Το προσπέρασε με δυσκολία καθώς αναγκάστηκε να χωθεί ολόκληρη μες στους θάμνους για να καταφέρει να βγει στο στρωμένο με πλάκες μονοπάτι συνοφρυωμένη, γρατζουνισμένη και αναμαλλιασμένη.

Ο μούργος που πετάχτηκε στα πόδια της έκλεψε ένα πρώτο διστακτικό χαμόγελο της και μερικά χάδια.

«Φαντασματάκι είσαι καλέ μου; Πως εμφανίζεσαι έτσι;» μουρμούρισε εκείνη πριν συνεχίσει το δρόμο της προς το ναό με την υποψία ότι οδηγός του θωρηκτού δεν θα ήταν άλλος από τον μπελά που είχε πέσει πάνω της με την άφιξη της στο νησί. Γιατί ήταν αποδεδειγμένο ότι όπου ο σκύλος εκεί κάπου τριγύρω ήταν και ο Ιωσήφ.

Πρώτη τον είδε εκείνη. Στρίβοντας την τελευταία συστάδα κυπαρισσιών αντίκρυσε τον Ιωσήφ - ντυμένο αυτή τη φορά προς απογοήτευση της- να είναι έτοιμος να μεταφέρει τα τέσσερα κομμάτια της σκαλωσιάς εντός του ναού. Δεν είχε αντοχές σήμερα να διαπληκτιστεί μαζί του, ειδικά μετά από αυτό που είχε προηγηθεί μεταξύ εκείνης και του δεξιού χεριού της με κύριο πρωταγωνιστή τον ίδιο και πλησίασε ήσυχη το χώρο αφήνοντας τη τσάντα που κουβάλαγε στο πέτρινο παγκάκι όπου συνήθιζε να γευματίζει.

«Καλημέρα.»

«Καλημέρα." απάντησε ήρεμα η κοπέλα κοιτώντας το λόφο που είχε σχηματιστεί με το μικρό χαμό από τα πράγματα που είχε παραγγείλει. Εργοτάξιο είχε γίνει ο μικρός περίβολος χώρος εξαιτίας της βιάζοντας την αρμονία και την ηρεμία του. "Πρωινό - πρωινό σε βλέπω σήμερα. Ορκίζομαι ότι πρωινό έφαγα όμως. Αυτό μπορεί να στο επιβεβαιώσει και η Αργυρώ.»

«Άρα με την λογική σου δεν έχω θέση εδώ." σχολίασε ο Ιωσήφ αφήνοντας κάτω τον πάσσαλο και συνέχισε σκουπίζοντας το μέτωπο του με την άκρη της μπλούζας του αφήνοντας για λίγο ακάλυπτη την κοιλιά του προκαλώντας ένα μικρό σοκ στη κοπέλα η οποία δεν έδειξε καθόλου να ταράζεται αλλά παρέμεινε ακλόνητη να τον κοιτάζει ατάραχη "Και όμως η δική μου λογική είναι αυτή που με προέτρεξε να έρθω μιας και σκέφτηκα ότι πάλι δεν θα ζήταγες βοήθεια από τον Μανώλη και μόνη σου θα τα μετέφερες μέσα να τα ενώσεις. Καλά δεν σε έχω ψυχολογήσει;» ρώτησε ο Ιωσήφ για να εισπράξει ένα χαμόγελο προς απάντηση από την Ελβίνα.

«Μπορεί σε αυτό να έπεσες μέσα. Από τύχη περισσότερο."

"Δεν πιστεύεις ότι μπορεί κάποιος να σε διαβάσει;"

"Πιστεύω ότι είναι δύσκολο. Αν όχι ακατόρθωτο. Εν αντίθεση με εσένα που είσαι ανοικτό βιβλίο." σχολίασε ήρεμα εκείνη μαζεύοντας τα μαλλιά της σε ένα πρόχειρο κότσο στη βάση του κρανίου της.

"Και τι έχεις συμπεράνει για μένα δηλαδή ;"

"Εγώ όχι, αλλά οι πράξεις σου μιλάνε για σένα μόνες τους. Και φωνάζουν ότι έχεις ενστερνιστεί τον ρόλο του καλού Σαμαρείτη.» είπε η κοπέλα εισπράττοντας το γέλιο του Ιωσήφ.

«Πως προέκυψε ο χαρακτηρισμός αυτός;"

"Αφού όποτε σε δω κάπου βοηθάς. Εμένα στο αεροδρόμιο που πήγαν να με ποδοπατήσουν, να μεταφέρεις τα γουρούνια με την απεργία, να με βοηθήσεις με την σκαλωσιά, να μου φέρνεις φαγητό..." παρατήρησε η κοπέλα πλησιάζοντας τον και πιάνοντας την άλλη άκρη του πασσάλου.

"Δεν πιστεύεις στη καλή πλευρά των ανθρώπων έτσι;» ρώτησε εκείνος για να εισπράξει ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων της. Όχι, φυσικά και δεν πίστευε. Γενικευμένα όμως δεν πίστευε στους ανθρώπους.

«Είσαι καλά; Γιατί δεν φαίνεσαι.»

Η διαπίστωση του την έκανε να χαμογελάσει στραβά. «Δεν κοιμήθηκα καλά. Θα προπορευτείς; Αντέχεις; » ρώτησε και κινήθηκε προς τα εμπρός. Στην ακινησία του Ιωσήφ η κοπέλα ανασήκωσε το πιγούνι της προβληματισμένη.

«Έχεις μαύρους κύκλους σήμερα γύρω από τα μάτια και μια λίμνη θλίψης μονίμως μέσα στο βλέμμα σου.»

«Και εσύ έχεις έντονη φαντασία Ιωσήφ. Και εκτός των άλλων μεγάλο ταλέντο στην ποίηση.» γκρίνιαξε εκείνη και συνέχισε χαμογελώντας του πλατιά «Ήταν πολύ ζεστή νύχτα και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ όπως ο περισσότερος κόσμος που δεν έχει αιρκοντίσιον στη κρεβατοκάμαρα του. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Πάμε όμως πριν μας βρει το μεσημέρι;»

Ο Ιωσήφ έγνεψε απαλά. Δεν την πίστευε φυσικά. Αλλά ήταν νωρίς για να του εκμυστηρευτεί το οτιδήποτε. Ακόμα η κοπέλα ήταν αγρίμι. Χρειαζόταν περισσότερο χρόνο μαζί της. Έπιασε τον πάσσαλο και ξεκίνησε να τον μεταφέρει με τις σκέψεις του να έχουν πάρει φωτιά. Χαιρόταν μέσα του. Πρώτη φορά είχαν μιλήσει τόσο οι δύο τους και αυτό ήταν σίγουρος ότι ήταν μια καλή αρχή. Συνέχισε να μεταφέρει προσεχτικά την σκαλωσιά μέσα στο ναό με την βοήθεια της Ελβίνας αν και ήταν σίγουρος και ήσυχος ότι εκείνος είχε αναλάβει να σηκώνει το περισσότερο βάρος. Οι κλεφτές ματιές του προς εκείνη μπορεί να ήταν κοφτές και σύντομες αλλά τις ένοιωθε να τον γεμίζουν συναισθήματα. Ξαφνιάστηκε. Το να ακούει την ανάσα της τον γέμιζε χαρά. Το να βλέπει τα μακριά δάχτυλα της να τυλίγονται γύρω από το αντικείμενο που κουβάλαγε το πλημμύριζε ευτυχία. Η μυρωδιά του κορμιού της έστελνε ηλεκτρικά κύματα σε όλες του τις απολήξεις. Το να αντικρίζει το σφικτό στήθος της που ανασηκωνόταν σε κάθε ανάσα της τον γέμιζε έξαψη. Το πρόσωπο της που ίδρωνε και κοκκίνιζε από την προσπάθεια το μάγευε. Την είχε ήδη πατήσει μαζί της. Και ο χρόνος ήταν εχθρός του. Όπως και ο εαυτός του μετά από αυτό το συμπέρασμα ότι δεν του ήταν καθόλου αδιάφορη. Γιατί τώρα γινόταν πιο μεγάλη η ανάγκη του να την ξεκλειδώσει. Δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο "δαμάσει". Οτιδήποτε μοναδικό και άγριο έχανε την ομορφιά του όταν δαμαζόταν. Γινόταν ένα με το σωρό. Και εκείνος ήθελε η Ελβίνα να διατηρήσει την άγρια ομορφιά της. Να παραμείνει κυρία του εαυτού της, αυθεντική και μοναδική.

«Είσαι έτοιμη τώρα.» την ενημέρωσε κάποια στιγμή καθώς είχε μοντάρει τη χαμηλή σκαλωσιά της Ελβίνας όσο εκείνη έψαχνε στην τσάντα που βρίσκονταν στο πάτωμα κάποια πιθανόν σύνεργα.

Η Ελβίνα κατένευσε και χαμογέλασε αχνά.

«Πρέπει να φύγω γιατί με περιμένουν ένα σωρό δουλειές...Δύο να ήμουν πάλι δεν θα τις προλάβαινα σήμερα...Τέλος πάντων, πρέπει να ήρθαν και ο Μανώλης με τον Άκη αν δεν κάνω λάθος, τους ακούω να τσακώνονται ως συνήθως. Θα τους πω να σε έχουν στο νου τους. Περισσότερο." είπε τονίζοντας την λέξη, " Εμείς θα τα πούμε το μεσημέρι που θα έρθω πάλι.» ολοκλήρωσε βιαστικά κοιτώντας το ρολόι που φόραγε στο δεξί του χέρι πριν διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό της.

«Δεν είναι ανάγκη ξέρεις.»

Εκείνος την κεραυνοβόλησε και έσφιξε το σαγόνι του με την Ελβίνα να σπεύδει να του εξηγήσει : «Εννοώ αν έχεις τόσες δουλειές μπορώ μόνη μου να σταματήσω για μεσημέρι και να πάω στην Αργυρώ να γευματίσω.» πρόσθεσε η κοπέλα εκνευρισμένη με το ύφος του.
Καθόλου δεν της χρειάζονταν οι ιππότες με τις αστραφτερές πανοπλίες!

«Περιμένω να το κάνεις τότε.» απάντησε λιτά εκείνος και απομακρύνθηκε βιαστικά.

*

Αν εχθές ήταν μια ζεστή μέρα σήμερα ήταν μια απελπιστικά ζεστή μέρα κατέληξε η Ελβίνα σκουπίζοντας με μια μικρή πετσέτα τον ιδρώτα που έτρεχε στη πλάτη της έχοντας ανασηκώσει το μακό της και έχοντας το δέσει πάνω από τον αφαλό της.

«Θα φύγουμε εμείς, Ελβίνα. Δεν την παλεύουμε άλλο αυτή τη ζέστη. Ειδικά ο πατέρας δεν έπρεπε να βγει καν σήμερα από το σπίτι αλλά σε αυτή τη περίπτωση δεν θα άντεχε η μάνα μου την γκρίνια του. Εσύ τελειώνεις; Θες να σε πάρουμε μαζί μας; »

Τράβηξε την πετσέτα από το κορμί της και γύρισε προς την πόρτα που ένας Άκης σκονισμένος και ιδρωμένος έστεκε χαμογελαστός. Το ύφασμα της μπλούζας είχε καλύψει το γυμνό της δέρμα ξανά. Του χαμογέλασε πίσω.

«Έχω να τελειώσω αυτή τη συσκευασία με το υλικό αλλιώς θα ξεραθεί και αύριο θα είναι άχρηστο. Μετά θα τα μαζέψω και εγώ και θα φύγω, πραγματικά δεν αντέχετε αυτό το σημερινό πάλι. Μην με περιμένετε όμως, σε παρακαλώ, με τέτοια ζέστη. Πάρε τον μπαμπά να τον πας στη δροσιά.»

«Να της πεις να ξεχάσει αυτά που ξέρει και να τα μαζεύει να πάμε σπίτι να φάμε! Και μου τα πρόλαβαν τα χθεσινά ανδραγαθήματα της!»

Η αγριοφωνάρα του Μανώλη που ακούστηκε απέξω έκανε τον Άκη να ανασηκώσει με νόημα το φρύδι κοιτώντας την. «Τον άκουσες τον γέρο μου. Δεν θα δεχτεί ειδικά σήμερα αρνητική απάντηση. Έμαθε από πρώτο χέρι τι προσπάθησες να κάνεις χθες μοναχή και το φέρει βαρέως.» της είπε ο Άκης και έδειξε με το δάχτυλο τα πράγματα της. «Θα σε βοηθήσω να μαζέψεις μια ώρα αρχύτερα γιατί δεν αντέχω τις φωνές του. Έχει και το αγαπημένο φαγητό του η μάνα φτιάξει σήμερα και ανυπομονεί να το γευτεί. Ότι έχει αντέξει δύο μήνες χωρίς να φάει κατσικάκι είναι μεγάλη υπόθεση για εκείνον.» ολοκλήρωσε χαμογελώντας και η Ελβίνα που ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά του χαμογέλασε πίσω και ξεκίνησε αμέσως να μαζεύει τα πράγματα της. Κάπου μέσα της ένοιωσε να ανακουφίζεται. Όσο δροσερό και να ήταν το εσωτερικό του μικρού ναού η σημερινή ζέστη με την ήδη υπάρχουσα υγρασία του χώρου δυσχέραινε τις εργασίες της.

«Δεν μας έφτανε η ζέστη του Ιούλη έχουμε και τον Λίβα να μας επισκέπτεται και να μας τυραννάει.» σχολίασε βλέποντας την να προβάλει από την εξώπορτα, ο ηλικιωμένος σκουπίζοντας με το καπέλο του το μέτωπο του και συνέχισε «Αυτές οι δουλειές είναι να γίνονται άνοιξη και φθινόπωρο. Όχι κατακαλόκαιρο και επ' ουδενί χειμώνα με τις βροχές την υγρασία και το κρύο. Ξέρω εγώ. Μια ζωή αυτή τη δουλειά έκανα. » Η Ελβίνα συμφώνησε βουβά μαζί του ενώ ξεκίνησαν όλοι να περπατάνε.

«Το χειμώνα πρέπει να είχατε πολλές βροχές. Έχει υπερβολική υγρασία εσωτερικά ο ναός και οι αναλύσεις μου έδειξαν ότι αρκετή από αυτή είναι φετινή.»

Ο γέρος σήκωσε το χέρι του στον αέρα ανεμίζοντας το «Μόνο πολλές; Έκανα να ξεμυτίσω από το σπίτι δύο βδομάδες! Έπιασε ένας χιονιάς και μια κακοκαιρία μετά τα Φώτα άλλο πράμα, ψιμυθευτένια* μου! Έβρεχε, χιόνιζε και φύσαγε βοριάς συνεχώς για δύο βδομάδες. Μπορεί να έκαψα μέσα σε δύο βδομάδες πάνω από ένα τόνο ξύλα. Ήταν βαρύς χειμώνας ο φετινός. Όλο βροχή, υγρασία και κρύο. Τα κόκκαλα μου πόναγαν καθημερινώς. Είχαν έρθει και τα παιδιά για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και δεν μπορούσαν να φύγουν μετά τα Φώτα που τέλειωσε η άδεια τους. Ο Σωτήρης μου ο μεγάλος μου γιος έπρεπε να γυρίσει Ηράκλειο που είχε δίκη και έπρεπε να παραστεί και ευτυχώς για εκείνον η εθνική, η κεντρική αρτηρία της Κρήτης δεν έκλεισε και τα κατάφερε. Πήρε μαζί του και την Αριάδνη που έπρεπε να πάει Χανιά ως το Κτελ του Ηρακλείου και άφησε και την μεγάλη μου την Δανάη στο αεροδρόμιο να πετάξει για Αγγλία. Αλλά εκείνη την μέρα που φύγανε η αγωνία μου μέχρι να φτάξουν* είχε χτυπήσει κόκκινο.» είπε αναστενάζοντας και η Ελβίνα συνεπαρμένη από την αφήγηση του τον ρώτησε αυθόρμητα πόσα παιδιά είχε, κάτι που έδειξε να ευχαριστεί τον ηλικιωμένο που αφορμή έψαχνε να καμαρώσει για τα παιδιά του.

"Λοιπόν μάθια μου, έχω πέντε παιδιά." ξεκίνησε σηκώνοντας την δεξιά παλάμη του ξεκινώντας να μετράει με τα δουλεμένα δάχτυλα του να ανασηκώνονται μετρώντας τα παιδιά του: " Τον Σωτήρη πρώτο, δικηγόρο στο Ηράκλειο. Δεύτερη, την Δανάη γιατρό στο Λονδίνο. Τρίτη την Αριάδνη μαγείρισσα στα Χανιά, τέταρτη την Ροδάνθη μου που μένει εδώ γιατί το έχω άρρωστο αυτό το παιδί και τελευταίο τούτον εδώ που είναι φαντάρος ακόμη και ανάθεμα αν ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του." ολοκλήρωσε το μέτρημα χαμογελώντας και κοίταξε τον Άκη δεικτικά που περπάταγε δίπλα τους στο μονοπάτι προς τον οικισμό.

« Τώρα στο σπίτι θα είναι η Ροδάνθη μου και θα την γνωρίσεις. Ήσυχη κοπελιά είναι. Το πιο ήσυχο μου από τα κορίτσια. Γιατί οι άλλες είναι σπίρτα αναμμένα. Νευριάζουνε με το μόνο - μόνο και αρπάζονται. Αλλά πραγματικά δεν ξέρω σε ποιον έμοιασε τούτο το θηλυκό. Μήτε η μάνα της είναι ήρεμη μήτε και εγώ. Αν δεν του μιλήσεις δεν σου μιλάει...ήσυχη σαν το διαβολάκι που σκέφτεται την ζαβολιά του. Μόνο που τούτη δεν κάνει ζαβολιές. Μόνο τις σκέφτεται. Λες να μου σκαρώσει καμιά μεγάλη στο τέλος να τρέχω και να μην φτάνω;" ρώτησε γελώντας ο Μανώλης και η Ελβίνα χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να γελάσει μαζί του. Την είχε θλίψει που η άγνωστη κοπέλα ήταν άρρωστη. Αν και δεν μπορούσε να ρωτήσει περισσότερα και να φανεί αδιάκριτη.

"Μα είναι όλα τους ελεύθερα....σαν και του λόγου σου." συνέχιζε και αφού αναστέναξε κοιτώντας με νόημα τον γιο του συνέχισε " Για πες μου εσύ λοιπόν που είσαι Ευρωπαία και σπουδαία για ποιο λόγο δεν κοιτάνε να νοικοκυρευτούν μόνο αφήνουν τα χρόνια και περνάνε άσκοπα; Εγώ στην ηλικία τους είχα ήδη παντρευτεί την γυναίκα μου και σκαρώσει ένα δυο κουτσούβελα. Αυτοί τι περιμένουν; Τον πελαργό να τους τα φέρει έτοιμα; Αφού λένε ότι είναι μορφωμένα και σπουδαγμένα ξέρουν ότι ο πελαργός μοναχά όρθιος στέκεται και πότε πότε σηκώνει το ένα πόδι για να ενισχύσει την κυκλοφορία του αίματος. Ούτε παιδιά φέρνει, ούτε πράμα*. " γκρίνιαξε ο ηλικιωμένος με την Ελβίνα να προσέχει ότι ο Άκης είχε μείνει πίσω τους προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο του.

"Να τα βράσω εγώ για σπουδάγματα και δουλειές. Χίλιες φορές να ήταν εργάτες όλοι τους και να είχαν οικογένεια αραδιάζοντας μου εγγόνια παρά να μου αραδιάζουν καριέρες! Μπορώ να πάρω εγώ τώρα στα γεράματα αγκαλιά την καριέρα τους; Να την κανακέψω και να της πω παραμύθια; Ανε* με θέλουν να κάτσω σπίτι να μου φέρουν εγγόνια να ανετάσω*. Αυτό ξέρω εγώ. Τι να κάθομαι σπίτι να κάνω όλη μέρα; Να πω, στα νεύρα μου απάνω και καμιά κουβέντα να μου περάσει η Καλλιόπη τη κατσαρόλα κολάρο. Και αυτή δεν θέλει και πολύ. Με το μόνο μόνο αρπάζεται.»

Η Ελβίνα μπέρδεψε εσκεμμένα το βηματισμό της μένοντας ελάχιστα πιο πίσω από τον ηλικιωμένο με σκοπό να γελάσει και να μην γίνει αντιληπτή κατανοώντας τώρα μόλις τον Άκη που τον βρήκε να γελάει αθόρυβα και να ανασηκώνει με νόημα τους ώμους του όσο ο Μανώλης συνέχιζε ακάθεκτος τον μονόλογο του.

«Πριν δύο μήνες πέρασα ένα καρδιακό επεισόδιο. Επεισόδιο το ονόμασε ο γιατρός αν και κατάντησε ολάκερη σαπουνόπερα από τα επεισόδια που έχουν παιχτεί στο σπίτι. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Ιωσήφ και θέλησε το παλικάρι να συμμαζέψει το χωριό μας και με άφησαν να βοηθήσω και να συνεφέρω τον ναό του Αρχαγγέλου μας. Αλλιώς θα είχα πάρει τα βουνά. Με βλέπεις εσύ να είμαι ανήμπορος να δουλέψω; Που για να κάνω κάτι πρέπει να πάρω το βασιλικό διάταγμα από την κυρά μου και να έχω και επιβλέπων τον κύριο από εδώ;» ρώτησε ενοχλημένος και τους προσπέρασε με την ορμή που είχε πάρει.

«Μην τον ξεσυνερίζεσαι...και συγγνώμη για όλο αυτό το ξέσπασμα αλλά από την ώρα που έπαθε το έμφραγμα και την γλίτωσε του έχει κατσικωθεί* στο μυαλό να παντρευτούμε και να του κάνουμε εγγόνια. Άσε το πείσμα του. Ότι θέλει, όπως το θέλει, την ώρα που το θέλει. Μόλις του σερβίρει η μάνα το πιάτο με το ρίφι* που του έχει τάξει , θα τα ξεχάσει όλα, θα δεις. Μέχρι να ξαναπεινάσει.»

«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Καταλαβαίνω την ανησυχία σας μην τον χάσετε. Όσο και να τον πνίγει η υπερπροστασία σας, την θεωρώ απόλυτα δικαιολογημένη." σχολίασε η κοπέλα σκοντάφτοντας σε μια πλάκα του μονοπατιού κάνοντας τον νεαρό άνδρα να δράσει αστραπιαία και να την γραπώσει από το μπράτσο. Αυτά συμβαίνουν όταν λες ψέματα, σκέφτηκε και αφού έσμιξε το βλέμμα ρώτησε συλλογισμένη" Αλήθεια δεν κατάλαβα αυτό που είπες πριν για τον Ιωσήφ. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι εννοούσες; » και για πρώτη φορά άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο χώρο μιας και είχαν φτάσει στην μικρή πλατεία του οικισμού.

Στο μικρό γραφικό καφενείο υπήρχαν εργάτες που το έβαφαν εξωτερικά και ένα συνεργείο μετέφερε νέα ,πολύχρωμα τραπεζοκαθίσματα παλαιού τύπου. Η μικρή πλατεία που υπήρχε, την δεντροφυτεύαν εκείνη η στιγμή μιας και ένας μικρός εκσκαφέας είχε μόλις ανοίξει νέες, μεγάλες τρύπες που θα φιλοξενούσαν ολόκληρα δέντρα σχεδόν που υπήρχαν τοποθετημένα με προσοχή σε μια πλευρά της. Στην απέναντι πλευρά ένα σωρό από πέτρες περίμενα στωικά να τοποθετηθούν και να πλακοστρώσουν την πλατεία που ήδη εργάτες μαστόρευαν με μπετό.

«Γενική ανοικοδόμηση βλέπω;» ρώτησε χλιαρά η κοπέλα ενώ σταματούσε να περπατάει κοιτώντας τριγύρω το πολύβουο μελίσσι των εργατών. Μα και οι συνοδοιπόροι της είχαν σταματήσει και κοίταγαν τριγύρω.

«Ο Ιωσήφ. Σπουδαίο παιδί. Ήρθε και σε δύο μήνες έχει αλλάξει όλο το χωριό!» αναφώνησε με περηφάνια ο ηλικιωμένος και αφού χαιρέτησε ένα συντοπίτη του σταμάτησε και έδειξε με το ένα του χέρι τριγύρω " Ήρθε το παλικάρι μας σαν από θαύμα! Έκανε τη χάρη μου ο Αρχάγγελος και τον έστειλε να φτιάξει το τόπο. Να δημιουργήσει επιχειρήσεις και να φέρει τους νέους μας πίσω στο χωριό. Που ξέρεις μπορεί να γίνει και κανά μεγαλύτερο θαύμα και να επιστρέψουν και τα δικά μου παιδιά..." ψιθύρισε σαν προσευχή και συνέχισε το βήμα του για να στρίψει σε ένα σοκάκι με την κοπέλα μπερδεμένη να τον ακολουθεί.

Ο Ιωσήφ δεν ήταν από εδώ; Ή ήταν και επέστρεψε; Δεν είχε καταλάβει ακόμα. Δεν ήταν δικά του τα γουρούνια που μετέφερε; Που είχε βρει τα χρήματα να φτιάξει τόσα έργα και για ποιον λόγο; Προβληματισμένη ακολούθησε τους δύο άντρες για να τους δει να σταματούν στο τρίτο σπίτι στη σειρά , ένα οίκημα παλιάς κατασκευής αλλά καλοδιατηρημένο και δρασκέλισε το σκαλοπάτι ξοπίσω τους για να βρεθεί στην γεμάτη με φυτά και άνθη, αυλή του , με τις τριανταφυλλιές να κλέβουν την παράσταση.

«Καλλιόπη έτοιμο το φαγητό;! Αλλιώς θα φάω εσένα! Ούτως ή άλλως και αυτό το επέτρεψε ο γιατρός !» φώναξε παιχνιδιάρικα ο κυρ Μανώλης για να φανεί στην σιδερένια, βυσσινιά εξώπορτα με τα πλουμιστά σχέδια μια κοντή γυναίκα, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, τα χέρια στη μέση, να τον κοιτάζει αυστηρά.

«Έκανε τσεκάπ στο καρδιολόγο χθες το απόγευμα και το μόνο που ρώτησε ο αθεόφοβος ήταν αν μπορούσε να φάει αρνί. Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε δραματικά ενημερώνοντας την ο Άκης και χώθηκε πρώτος στο εσωτερικό του σπιτιού φιλώντας τη μάνα του στο μάγουλο βιαστικά.

«Ναι, γελάτε εσείς...και άλλο ένα ρώτησα και πήρα το οκ και γι αυτό.» σχολίασε ο ηλικιωμένος κοιτώντας με νόημα την γυναίκα του και έκλεισε το μάτι του στην Ελβίνα παιχνιδιάρικα.

«Σαν δεν ντρέπεσαι λιγάκι λέω εγώ! Ξεμωράθηκες στα γεράματα! Και μας ακούσει και το χωριό! Μας ακούει και η νέα κοπέλα. Μα δεν φταίει κανείς εσύ και ο γιατρός σου! Εγώ το λέω ότι τα είχατε μιλημένα από τα πριν. Άκου να επιτρέψει σε καρδιακό άνθρωπο να φάει κατσίκι!» τον ψευτό-μάλωσε η γυναίκα δίχως να λείψει το χαμόγελο από το πρόσωπο της..

«Γιατί; Που το λέει ότι αυτοί που έχουν καρδιά δεν τρώνε κατσίκια; Τι δηλαδής, το τρώνε αυτοί που δεν έχουν καρδιά; Έλα Χριστέ μου και Παναγία μου! Να σε ακούσει το χωριό να σε τρέχουν στο τρελό γιατρό καημένη!» απάντησε πρόσχαρα ο άντρας της σκύβοντας και φιλώντας την στο μάγουλο και περνώντας από δίπλα της , τσίμπησε της τον πισινό κάνοντας την γυναίκα να κοκκινίσει και να σπεύσει να απολογηθεί στην Ελβίνα που έστεκε και τους κοίταγε με μάτια γεμάτα λάμψη.

«Κοριτσάκι μου συγγνώμη. Αλλά δεν έχει τρόπους αυτός ο άνθρωπος. Είμαι η Καλλιόπη, η γυναίκα του και εσύ πρέπει να είσαι η κοπέλα που ήρθε και συντηρεί το εσωτερικό του ναού μας. Μου μίλησαν για σένα. Πέρνα μέσα να δροσιστείς γιατί έξω δεν παλεύεται καθόλου σήμερα. Δύο φορές έχω ρίξει νερό στα λουλούδια και εξατμίζεται κατευθείαν και αυτό με τον άνεμο που φυσάει! Θα τους κάψει τους βασιλικούς μου ...» γκρίνιαξε χαριτωμένα η γυναίκα σπρώχνοντας από την μέση την νεαρή φιλοξενούμενη να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού της.

Αν είχε μυρωδιά η φιλοξενία θα έπρεπε να ευωδίαζε έτσι όπως αυτό το σπιτικό , συμπέρανε η κοπέλα ενώ ήδη καθόταν στην βαριά δρύινη τραπεζαρία και κοίταγε τόσο το διάκοσμο, όσο και τα πρόσωπα που μόλις της είχαν συστηθεί , όλα ζεστά, χαμογελαστά, αληθινά. Στην κεφαλή του δρύινου τραπεζιού με το λευκό τραπεζομάντηλο πιθανόν χειροποίητο μιας και δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο στη ζωή της η Ελβίνα καθόταν ο κυρ Μανώλης. Η κεφαλή του σπιτικού.

Δίπλα το καθόταν η γυναίκα του και από την άλλη πλευρά η κόρη του η Ροδάνθη. Της την είχαν συστήσει αλλά η κοπέλα δεν ήταν καθόλου όπως την είχε φανταστεί. Ναι μεν ήταν αδύνατη , σχεδόν λιπόσαρκη, μέτριου αναστήματος, λιγομίλητη. Αυτό που ξεχώριζε πάνω της ήταν τα μακριά ξανθιά μαλλιά της και η επιδερμίδα της που έμοιαζε επικίνδυνα λεπτή με τις φλέβες της να είναι ορατές και το βλέμμα της ...ένα παράξενο χρώμα , σαν να είχε ξεπλυθεί ο ουρανός ...σχεδόν διάφανο. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο βλέμμα. Δεν θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει άδειο. Την μπέρδευε μιας και όταν την κοίταγε - από τι σπάνιες φορές που συνέβαινε αυτό- έμοιαζε να εισχωρεί με απίστευτη ευκολία κατευθείαν στη ψυχή της. Την τρόμαζε. Φαινόταν παρούσα χωρίς να είναι. Σιωπηλή ενώ έσταζε από αλήθειες. Ένα κορμί που φαινόταν δανεικό για μια ψυχή που είχε υπερβεί τα εγκόσμια. Μια μορφή που ξεχώριζε στα σίγουρα.

«Μπορεί να στο επέτρεψε ο γιατρός αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάρεις διπλή μερίδα.» μάλωσε η Καλλιόπη τον άντρα της που κοίταγε την πιατέλα με το ψητό που είχε μόλις ακουμπήσει σερβιρισμένο στη μέση του τραπεζιού. «Μην ξεχνάς ότι έχουμε καλεσμένη που δεν την είχα υπολογίσει.» συνέχισε κλείνοντας το μάτι στην Ελβίνα.

«Μην γκρινιάζεις μωρέ γυναίκα και βάλε μου να φάω. Είπα εγώ τίποτα για διπλή μερίδα; Μόνη σου πετάγεσαι και λες χωρίς να ξέρεις...» γκρίνιαξε ο κυρ Μανόλης που τον είχε προλάβει η γυναίκα του και συνέχισε τσιμπώντας μια πατάτα «Και να ξέρεις αν οι εξετάσεις μου τον άλλο μήνα θα είναι πάλι καλές θα απαιτήσω ξανά το ίδιο!»

«Τρώγε κόρη μου και μην τον ακούς. Έχει μπόλικο για εμάς. Και αν σ αρέσει θα σου βάλω λιγάκι σε ένα πλαστικό και για το βράδυ να τσιμπήσεις. Η Αργυρώ είναι καλή μαγείρισσα αλλά δεν πειράζει αν δεν μαγειρέψει και μια μέρα. Είναι δικό μας το κρέας και αξίζει να ξανά φας. Σαλάτα να σου σερβίρω;»

Η Καλλιόπη σέρβιρε σαλάτα στο πιάτο της κοπέλας χαμογελώντας και μιλώντας της ζεστά αν και στην Ελβίνα δεν ξέφυγε το κατσούφικο ύφος του κυρ Μανώλη που θα έχανε μια επιπλέον μερίδα.

«Μην του δίνεις σημασία. Σαν μωρό κοπέλι κάνει! Απορώ πως τον αντέχεις στη δουλειά. Δεν σου έχει ζαλίσει τα αυτιά;»

Η Ελβίνα χαμογέλασε αχνά. Ο κυρ Μανώλης τόσες μέρες δεν έπαυε να τραγουδάει παραδοσιακές μελωδίες. Με μια φωνή που πλέον την είχε συνηθίσει, την συντρόφευε και την γαλήνευε.

«Μερικές φορές φαντάζομαι την γέννηση του Χριστού... Όπου οι άγγελοι έψελναν ωσαννά...ξέρετε...πιθανότατα επηρεασμένη από το χώρο που δουλεύω και νομίζω έτσι που ακούγεται η φωνή του από ψηλά ότι είναι σαν άγγελος εξ ουρανού που αναγγέλλει κάποιο χαρμόσυνο γεγονός...» σχολίασε η κοπέλα και ...κοκκίνισε. Είχε μιλήσει ειλικρινά με μια αθωότητα ξεχασμένη και η Καλλιόπη σκέπασε το χέρι της με το δικό της.

«Άγγελος! Ακούτε σατανάδες πως η κοπέλα με είπε! Άγγελο με είπε! » φώναξε μπουκωμένος ο κυρ Μανώλης βάζοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και συνέχισε « Ας πιούμε σε αυτό!»

«Ναι, αφορμή γύρευε...» είπε σιγανά ο Άκης ξεφυσώντας για να ξεσπάσουν όλοι σε βροντερά γέλια παρασέρνοντας την Ελβίνα.

Ναι καμιά φορά, η αγάπη είχε την μυρωδιά από ψητό αρνί και κόκκινο κρασί.



*ψιμυθευτός= στολισμένος , περιποιημένος υπό την ευρύτερη έννοια

*φτάξουν= φτάσουν

*μάθια= μάτια

Ανετάσω =φροντίσω για την ανατροφή των παιδιών, το μεγάλωμα.

*πράμα= Στα νεοελληνικά πράγμα ή πράμα σημαίνει καθετί που υπάρχει, έχει αντικειμενική υπόσταση. Στα κρητικά όταν λέμε πράμα, εννοούμε ακριβώς το αντίθετο, δλδ. τίποτα.

Χρήση σε πρόταση: -" Ήντα κάνεις Αντωνιό" - "Πράμα".

π.χ. "Έχει πράμα να φάμε;" - "όϊ μωρέ, πράμα δεν έχει."

*κατσικωθεί= εγκαθίσταμαι απρόσκλητος και για μεγάλο διάστημα κάπου

*ρίφι= κατσικάκι μικρό σε ηλικία

όϊ= όχι

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top