~1~
Μεξικό
Απομάκρυνε το φλογισμένο κορμί της από το δικό του και προσπάθησε να σπρώξει τα ελαφρώς νοτισμένα μαλλιά της από τον ιδρώτα από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της. Μα που στον κόρακα βρίσκονταν το εσώρουχο της , αναρωτήθηκε σε δεύτερη φάση ψάχνοντας πρώτα με το βλέμμα και μετά με το δεξί της χέρι τα τσαλακωμένα βαμβακερά λευκά σεντόνια του κρεβατιού.
«Μείνε λίγο ακόμα» Η παράκληση του την εκνεύρισε . Όπως πάντα, ζητούσε. Αλλά αυτή τη φορά δεν επιθυμούσε να τσακωθεί μαζί του. Κάθε διένεξη θα είχε αρνητική επίδραση σε αυτό που είχε σκοπό να του ζητήσει. Και είχε πάψει από χρόνια να μην κοιτάζει το συμφέρον της.
«Η ζέστη είναι αποπνιχτική, χρειάζομαι ένα ντους...»
Σηκώθηκε και το χέρι του που χάιδευε την πλάτη της έπεσε άψυχο πάνω στο στρώμα του κρεβατιού. Δίχως να κοιτάξει πίσω της προχώρησε προς το μικρό μεν μπάνιο που διέθετε η γκαρσονιέρα που είχε μισθώσει πριν δύο μήνες στην πόλη Οαχάκα του Μεξικού. Στάθηκε κάτω από την στήλη του ντους, με κλειστά μάτια και άφησε το δροσερό νερό να τρέξει και να δροσίσει όλο το κορμί της.
Κατάφερε πέρα από το ήχο του νερού να ακούσει το ξύλινο κρεβάτι της να τρίζει σημάδι ότι ο Μαρσέλλο δεν δέχτηκε ότι δεν θα υπήρχε επόμενος γύρος ερωτικών περιπτύξεων. Με την πόλη να φλερτάρει με τους 40 βαθμούς και η μία φορά που τον δέχτηκε στο κρεβάτι της ήταν αρκετή. Ανάθεμα όμως και ήταν από τους καλούς εραστές που της είχαν τύχει και αυτό ήταν σπάνιο να συμβεί με τα περισσότερα κυρίαρχα αρσενικά να κοιτάνε πρωτίστως την δική τους ευχαρίστηση και τις επιδόσεις τους να είναι όμοιες με αυτές ενός λάχανου. Δηλαδή ανύπαρκτες.
«Να σου κάνω παρέα;» την ρώτησε προβάλλοντας το γυμνό σώμα του πίσω από την διάφανη τζαμαρία της καμπίνας τους ντους. Η στύση του ήδη παλλόταν από αδημονία να χωθεί μέσα της. Εκείνη χαμογέλασε με τις άκρες των πρησμένων χειλιών της από τα φιλιά του να μετακινούνται ελάχιστα χιλιοστά. Ίσως θα της έπαιρνε περισσότερο χρόνο και κόπο να πετύχει το σκοπό της.
Εκείνος το αχνό χαμόγελο της το εξέλαβε ως θετική απάντηση και μπήκε στο ντους φυλακίζοντας το σώμα της στα δροσερά πλακάκια του ντους. Ας ήταν, δεν θα έλεγε όχι σε ένα ακόμα οργασμό κατέληξε ενώ δεχόταν ήδη τα φιλιά του στο λαιμό της , το στέρνο του να την πιέζει στη πλάτη να κολλήσει περισσότερο στα υγρά πλακάκια και το ένα του χέρι να περνάει μπροστά και να χώνεται ανυπόμονα μέσα της.
«Χρειάζομαι νέα ανάθεση έργου.» ψιθύρισε εκείνη με ξεκάθαρο μυαλό ακόμα. Τον ένιωσε αμέσως να παγώνει και το δάχτυλο του να μένει ακίνητο εξίσου μέσα στο κόλπο της.
«Δεν έχεις να πας πουθενά...» γρύλισε εκείνος πιέζοντας την ακόμα περισσότερο στα πλακάκια με το νερό να τρέχει ορμητικά πάνω στα σώματα τους. Ήξερε όμως καλά εκείνος όσο και η ίδια ότι θα γινόταν το δικό της. Τον είχε προειδοποιήσει εξαρχής ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή. Εκείνη χαμογέλασε νιώθοντας τον να μπαίνει απότομα μέσα της. Πόνεσε. Τον είχε εκνευρίσει. Προετοιμάστηκε για αυτό που θα ερχόταν . Ακούμπησε τις παλάμες της ανοικτές στα πλακάκια και έριξε πίσω ο κεφάλι δίνοντας του περισσότερη πρόσβαση στο γυμνό λαιμό της. Παραμένοντας μέσα της, βαθιά μέσα της, ακίνητος, αρκέστηκε να της δαγκώνει το λαιμό, τα χέρια του να μαλάσουν το στήθος της και να στέλνουν διεγερτικά ρίγη σε όλο το κορμί της με τον πυρήνα της ύπαρξης της να φλέγεται αργά και σταθερά ζητώντας περισσότερα. Του έδωσε εκείνη το επόμενο στάδιο ρίχνοντας το κεφάλι της και σκύβοντας ελαφριά. Με μια δυνατή ώθηση, θέλοντας να φτάσει στο βαθύτερο άκρο της την κόλλησε στα πλακάκια. Τιμωρία και ηδονή. Δεν την άφησε να πάρει ανάσα και το επανέλαβε αστραπιαία προσπαθώντας με μεγαλύτερη δύναμη να φτάσει ακόμα βαθύτερα. Εκείνη καλοδέχτηκε το σχεδόν βίαιο σμίξιμο τους. Το ήξεραν και οι δυο καλά ότι αυτό θα ήταν το αντίο τους. Το αποχαιρετιστήριο δώρο της, σε εκείνον.
Οι ωθήσεις έγιναν πιο δυνατές. Πιο απότομες. Πιο γρήγορες . Μεγαλύτερη ένταση. Μεγαλύτερη δύναμη. Μεγαλύτερη απόλαυση. Περισσότερα αγκομαχητά. Περισσότερη ηδονή. Μεγαλύτερος και απότομος οργασμός. Το απόλυτο στράγγισμα. Από συναισθήματα. Από ενέργεια. Από δύναμη.
«Δεν έχεις να πας πουθενά...δεν θα με αφήσεις...» ψιθύρισε εκείνος λαχανιασμένος στο αυτί της σέρνοντας τα χείλη του στο σημείο καταλήγοντας στο τέλος τη πρότασης του να το δαγκώνει.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Λίγα δεύτερα χρόνο έδωσε στο οπτικό της νεύρο ώστε να ξεθολώσει το βλέμμα της και το κάρφωσε στα μπλε πλακάκια. Τι σχήμα ήταν ; Τι αναπαριστούσε; Με μια βιαστική ματιά θα έλεγες ότι ήταν κάποιο είδους λουλούδι , μια περικοκλάδα με άνθη αλλά με μια πιο προσεχτική ματιά θα έβλεπες ότι ήταν ένα περίτεχνο σχέδιο που δημιουργούσε κλαδιά που περιπλεκόντουσαν μεταξύ τους με τις άκρες τους γεμάτες όχι με άνθη αλλά με μυτερές κορφές. Με αγκάθια. Ένας θάμνος από κλαδιά γεμάτος με αγκάθια. Δίχως κανένα άνθος. Ένα κλαδί που γεννούσε πόνο .Πολλά κλαδιά που προκαλούσαν αφόρητο πόνο. Μια ανάλυση σκέψης πάντως που δεν θα έπρεπε να γινόταν μετά από σεξ.
«Καλύτερα να πηγαίνεις.» του πρότεινε ενώ έπιανε μια πετσέτα και την πέρναγε γύρω απο το σώμα της. «Νύχτωσε και θα σε ζητάει η γυναίκα σου.»
*
Στάθηκε με την σκουρόχρωμη πετσέτα ακόμα τυλιγμένη γύρω της στην ανοικτή στενή μπαλκονόπορτα και καλωσόρισε το δροσερό αεράκι που τρύπωνε από το ψηλό παράθυρο του δευτέρου ορόφου. Εκείνος είχε φύγει παίρνοντάς μαζί του την ουτοπική βεβαίωση του κορμιού του ότι πέρασε το δικό του. Ότι του άνηκε. Πόσο γελοίος φαινόταν στα μάτια της. Σε κανένα δεν άνηκε εδώ και χρόνια. Άφησε την πετσέτα να πέσει γύρω από τους αστραγάλους της χαρίζοντας στα αστέρια τη θέα του γυμνού νεανικού κορμιού της. Άφησε στο φεγγάρι που έστεκε απέναντι της βουβό να φωτίσει με το αχνό φως του την επιδερμίδα της. Η πρώτη νιότη είχε περάσει. Το μικρό τατουάζ στο μηρό της φωτίστηκε και τα καλλιγραφικά γράμματα φάνηκαν να τρέχουν στην ουλή που υπήρχε ακριβώς στο ίδιο σημείο. Σαν ψάρια που κολύμπαγαν σε ένα ποτάμι ατελείωτο. Με μια κατεύθυνση που όρισε κάποιος άλλος για εκείνην. Αλλά έγινε ο δικός της δρόμος. Η δική της διαδρομή. Ο δικός της τρόπος στη ζωή.
My way.
Γύρισε το σώμα της, προσπέρασε το αναστατωμένο ακόμα κρεβάτι και ανέσυρε από το κάδο των σκουπιδιών την τσακισμένη ανθοδέσμη . Στο άλλο χέρι κράτησε το φακελάκι που την συνόδευε και προχώρησε πίσω προς την ανοικτή μπαλκονόπορτα. Πάτησε ξυπόλητη στο δροσερό μαρμάρινο δάπεδο και πέταξε με μια κίνηση τα λουλούδια στο δρόμο. Ακολούθησε με παγωμένο βλέμμα την κορδέλα που λύθηκε και αιωρήθηκε αφήνοντας κάθε μίσχο ελεύθερο να τραβήξει την δική του καθοδική πορεία. Έπειτα , βουβή και παγωμένη στράφηκε στο μικρό φακελάκι που κρατούσε στο άλλο χέρι. Ανέσυρε την κάρτα και διάβασε την λέξη που βρίσκονταν τυπωμένη. Ήξερε. Την είχε βρει. Πάλι. Κατάφερε αυτή τη φορά να διατηρήσει την ψυχραιμία της και ούτε την ανάσα της να χάσει μα ούτε να επηρεάσει το ρυθμό που χτύπαγε η καρδιά της. Με τα χρόνια είχε βελτιωθεί. Με δάχτυλα σταθερά έσκισε την κάρτα σε άπειρα μικρά κομματάκια. Τα κράτησε στη χούφτα της σφικτά και φέρνοντας την στο στόμα στης κοντά, άνοιξε την παλάμη της και φύσηξε αέρα από τα πνευμόνια της σκορπίζοντας τα στο κενό.
"Στο διάολο και ακόμα παραπέρα."
Πάει και αυτή η διαδρομή. Είχε τελειώσει. Αποφασιστικά γύρισε προς το κομοδίνο της και έπιασε το κινητό της τηλέφωνο.
«Με βρήκε. Χρειάζομαι νέα ανάθεση έργου.»
Τα πράγματα για εκείνην ήταν πάντα πάρα πολύ απλά στη διαδρομή της ζωής της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top