Παιδικά Χρόνια

Παιδικά Χρόνια

Ο Όμπερον είχε μητέρα την πανίσχυρη Ονειροπλέχτρα Ελίντρα και η Ύβενλυθ είχε πατέρα τον Ανολοκλήρωτο Στρατηγό Άενσσελ, που ήταν κι οι δύο παιδιά του ίδιου πατέρα. Του ίδιου που 'χε αφιερώσει τη ζωή του στην ύφανση του Ονειρονήματος, τούτης της μαγείας που ελάχιστες Νεράιδες κατείχαν. Του ίδιου που δοκίμασε με προθυμία και το καλό και το κακό. Του ίδιου που στο τέλος επέλεξε ηθελημένα το καλό αντί για το κακό και που θυσιάστηκε προκειμένου να σώσει την Μυθυφήλιο από τους εφιάλτες. Του Μεγάλου Όναρντον. Μα ακόμα κι αυτός, ο Μέγας των Ονείρων Μάγος, δεν θα μπορούσε ποτέ να στοχαστεί σε πόσο αντίθετα μονοπάτια θα βαδίζανε η κόρη κι ο γιος του και σε τι δυστυχία θα παρέσερνε το κληροδότημά του τα δυο του τα εγγόνια, που δεν πρόκαμε να γνωρίσει...

Τα παιδιά των παιδιών του ήρθαν στον κόσμο με διαφορά περίπου ενός χρόνου, με τον Όμπερον να ξεκινάει ως εξώγαμο παιδί του Άρχοντα του Μαύρου Άλσους, Ελύριον και της πανέμορφης, κατά πολύ νεότερής του Ελίντρας. Πολλοί αποκαλούσαν την Ελίντρα πόρνη και μάγισσα. Έλεγαν πως με μάγια ονειρικά παρέσυρε τον αριστοκράτη στο κρεβάτι της, κάνοντάς τον να εγκαταλείψει τη νόμιμη σύζυγό του και να παντρευτεί εκείνη. Ο καρπός ετούτου του σμιξίματος, ο νεαρός Όμπερον γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα λούσα, προορισμένος και από τους δυο του γονείς να γίνει ένας σπουδαίος Νεράιδος. Για τον πατέρα του ήταν ο διάδοχος που χρόνια λαχταρούσε να αποκτήσει, μα που η πρώτη του γυναίκα δεν ήταν τελικά ικανή να του προσφέρει. Για τη μητέρα του, ο συνεχιστής της κληρονομιάς της, εκείνος που θα γινόταν κάποτε ο ισχυρότερος Ονειροπλέχτης του κόσμου, εκείνος που θα έκανε τους πάντες να τον προσκυνούν.

Η Ύβενλυθ πάλι, κόρη του ηρωικού Άενσσελ και της προξενεμένης συζύγου του, Σιόλνυ, ήρθε γι' αυτούς σαν δώρο από τη Θεά του Φεγγαριού. Ο γάμος του Άενσσελ με τη Σιόλνυ προέκυψε κατόπιν διαταγής της Βασίλισσας Συμπελίν. Η Νεραϊδοβασίλισσα ήθελε να ευχαριστήσει τον γενναίο ήρωα για τις υπηρεσίες του στο βασίλειο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια. Η Σιόλνυ, μια νεαρή κοπέλα από τη μεσαία τάξη, που είχε τύχει και τον γνώρισε πριν ακόμα λάβει το αξίωμα του Στρατηγού, είχε εκτιμήσει αμέσως τον καλοκάγαθο, για πάντα παιδικό του χαρακτήρα, που της φάνηκε καθαρότερος από τους χαρακτήρες όλων των επίδοξων συζύγων που 'χαν έρθει να ζητήσουν το χέρι της. Ωστόσο, φοβόταν πως ούτε οι γονείς της, ούτε οι υπόλοιπες Νεράιδες δεν θα ενέκριναν τα αισθήματά της για έναν Ανολοκλήρωτο και δεν θα την άφηναν ούτε να τον πλησιάσει. Έτσι, όταν η Βασίλισσα Συμπελίν ανακοίνωσε ότι ζητούσε μια νύφη για εκείνον που έσωσε το Νοβέλιαν απ' τους Τζέργκα στη θρυλική Μάχη της Οξιάς και καμιά κοπέλα δεν έδειξε να ενδιαφέρεται, η Σιόλνυ δεν έχασε ευκαιρία: προσφέρθηκε να τον παντρευτεί κι όλοι θεώρησαν πως επρόκειτο για μεγάλη θυσία, αγνοώντας ότι τον αγαπούσε πραγματικά, όπως την αγάπησε βαθιά κι εκείνος. Η είδηση για τον ερχομό του παιδιού τους έφερε και στους δυο μεγάλη χαρά, παρά την αγωνία τους για το ποια θα ήταν η φυσική και νοητική του κατάσταση. Κι Ανολοκλήρωτο αν θα γεννιόταν, η Σιόλνυ είχε διαβεβαιώσει τον άντρα της πως θα ήταν ευγνώμων για το μικρό πλάσμα που θα μεγάλωνε την οικογένειά τους. Η Σελντίνια τά 'φερε έτσι που, παρά τα γονίδια του πατέρα του, το παιδί που γεννήθηκε δεν βγήκε Ανολοκλήρωτο. Αυτή ήταν η Ύβενλυθ, ένα κοριτσάκι όμορφο σαν νυχτολούλουδο, όπως τη χαρακτήρισε ο πατέρας της την πρώτη φορά που την πήρε στην αγκαλιά του.

Ως παιδιά δυο αδελφών, ο Όμπερον και η Ύβενλυθ έμελλε ασφαλώς να γνωριστούν. Κι αυτό έγινε το πρώτο διάστημα της ζωής τους. Οι γονείς τους πάντα γελούσαν σαν θυμόντουσαν την πρώτη συνάντηση των παιδιών τους, την περιέργεια με την οποία κοίταζαν τα δυο Νεραϊδάκια το ένα το άλλο, μα κυρίως αυτό που έγινε μετά, με το που οι τέσσερις Νεράιδες τα άφησαν για μια στιγμή από την προσοχή τους, μιλώντας αναμεταξύ τους. Ξαφνικά άκουσαν μια μωρουδίστικη κραυγή. Γυρίζοντας προς το μέρος τους, βρήκαν την μικρή Ύβενλυθ να τραβά τα μαλλιά του καημένου του μικρού Όμπερον που διαμαρτυρήθηκε έντονα στην απότομη κίνηση, προτού της τραβήξει τα μαλλιά κι αυτός. Από εκείνη την ημέρα κιόλας φάνηκε ότι η σχέση των δύο ξαδέλφων θα ήταν δύσκολη, κάτι που μονάχα γινόταν πιο ξεκάθαρο καθώς μεγάλωναν.

---

Η Άνοιξη ετοιμαζόταν να αφήσει πίσω της το Ξέφωτο των Νεραϊδών, παραχωρώντας τη θέση της σ' ένα γλυκό, ζεστό Καλοκαίρι. Όλα τα δέντρα στον κήπο του μικρού νεραϊδόσπιτου ήταν ολάνθιστα· μεγάλα λευκά λουλούδια στόλιζαν τις κορφές τους, σαν χιόνι του Χειμώνα, δημιουργώντας μια εικόνα ανομοιόμορφη και συνάμα γαλήνια. Ένα λουλούδι έφυγε απ' τη θέση του και ταξίδεψε νωχελικά ως τη ροζ φούστα της Σιόλνυ, με βοήθεια από ένα τσουχτερό αεράκι, που έμοιαζε να 'χει ξεμείνει εκεί απ' το Φθινόπωρο. Ένα έντονο τουρτούρισμα διαπέρασε το κορμί της Νεράιδας, κάνοντάς την να σκεπάσει τα πράσινά της φτερά με το μαλακό, βυσσινί σάλι της. Άπλωσε το χέρι της να πιάσει το λουλούδι, να το φέρει κοντά στο πρόσωπό της για να μυρίσει το εξαίσιο άρωμά του. Το οπτικό της πεδίο έγινε ξαφνικά πιο σκούρο, τα πράσινα μάτια της κουρασμένα κι ανήμπορα να λειτουργήσουν όπως συνήθως, σημάδι ότι πιθανότατα της είχε ανέβει ξανά ο πυρετός. Δεν του έδωσε σημασία. Το πάθαινε αυτό από μικρό κορίτσι και δεν θα χαλούσε τη μέρα της. Γύρισε στη γυναίκα που καθόταν απέναντί της, απολαμβάνοντας το τσάι της ατάραχη. Όφειλε να το ομολογήσει: πολλές φορές είχε νιώσει ασήμαντη κι άδοξη μπροστά στην ακτινοβολούσα ομορφιά της Ελίντρας. Η Αρχόντισσα του Μαύρου Άλσους, με το εντυπωσιακό παράστημα, τα ολοπόρφυρα μακριά μαλλιά και τα μαγευτικά σμαραγδένια μάτια λαμποκοπούσε μέσα στο κομψό μαύρο της φόρεμα και τα διαμαντένια της κοσμήματα. Καμία σύγκριση δεν θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα σ' εκείνη και στη δική της εμφάνιση, την αδυνατισμένη, εύθραυστη όψη, τα κιτρινωπά μαλλιά. Κι όμως, η Σιόλνυ δεν τη ζήλεψε ποτέ, ούτε θέλησε να αποκτήσει κάτι δικό της. Κάτι που παραδόξως δεν φαινόταν να ισχύει για την άλλη...

«Σκέψου το καλύτερα, αγαπητή μου...», έλεγε η Ελίντρα εκείνο το απόγευμα στα τέλη του Μάη, περίπου τριάμιση χρόνια μετά την επεισοδιακή γνωριμία των παιδιών τους. «...αν η κόρη σου έχει γεννηθεί μ' ένα τέτοιο σπάνιο χάρισμα, είναι απαραίτητο να το καλλιεργήσει. Κι εγώ θα την έχω κοντά μου και θα τη βοηθήσω να το αξιοποιήσει στο έπακρο. Θα είναι ένα σπουδαίο εφόδιο για τη ζωή της».

Η Σιόλνυ τρεμούλιασε ξανά ανεπαίσθητα, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει αν ήταν από τον πυρετό της ή από όσα άκουγε. Τον τελευταίο καιρό η Ελίντρα την πίεζε να την αφήσει να ελέγξει το παιδί της για να δει αν είχε κληρονομήσει το Ονειρονήμα. Το Ονειρονήμα που διέθετε και η ίδια η Αρχόντισσα και που θα αποκτούσε κι ο γιος της σε εννέα χρόνια, όταν θα γινόταν δεκατριών. Η επιμονή της ήταν μεγάλη κι η Σιόλνυ φοβόταν· είχε από καιρό καταλάβει πως η μεγάλη αδελφή του άντρα της ήταν μια πολύ σκληρή γυναίκα, πράγμα ολοφάνερο κι από τον τρόπο που είχε παραπεταμένο τον Άενσσελ, ενώ η ίδια ζούσε στην αγκαλιά της πολυτέλειας. Αν η κόρη της ήταν πράγματι μια μελλοντική Ονειροπλέχτρα, δεν σκόπευε να την αφήσει στα χέρια της. Πολύ θα ήθελε να της το πει αυτό κατάμουτρα, αλλά η γνώση πως λίγους μήνες πριν η Ελίντρα χήρεψε από άγνωστη αιτία την έκανε να σεβαστεί το πένθος της και να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ανατρίχιαζε στις φήμες που κυκλοφορούσαν, ότι δηλαδή ο εντελώς αναπάντεχος θάνατός του Ελύριον ήταν δική της δουλειά και το γεγονός ότι δεν έμεινε κοκκινοντυμένη πάνω από έναν μήνα, ήταν για κάποιους σαν να αποδείκνυε τις πράξεις της. Αλλά η Σιόλνυ δεν ήθελε με τίποτα να το πιστέψει. Δεν μπορεί να ήταν τόσο κακιά...

«Ελίντρα μου, σε ευχαριστώ που νοιάζεσαι για την ανιψιά σου», της είπε ήρεμα και καλοπροαίρετα. «...μα θα προτιμούσα να μείνει η Ύβενλυθ έξω από αυτό. Το συζήτησα και με τον Άενσσελ και-»

«Ο Άενσσελ είναι Ανολοκλήρωτος κι ως εκ τούτου διανοητικά καθυστερημένος. Δε γίνεται να έχει σωστή γνώμη για κάτι που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί, Σιόλνυ», της απάντησε η άλλη εξίσου ευγενικά, αν και η νύφη της διέκρινε κατευθείαν τον υποτιμητικό τόνο με τον οποίο μίλησε για τον Άενσσελ. «Άσε τι σου λέει και κοίταξε να πάρεις αποφάσεις μονάχη σου. Δεν μπορείς να βασιστείς στη γνώμη του για το μέλλον της Ύβενλυθ, διότι πολύ απλά δεν έχει σύνεση να πάρει μια σωστή απόφαση για εκείνη».

«Ίσως αν είχε εισπράξει μεγαλύτερη φροντίδα κι αγάπη στη ζωή του, να μην ήταν έτσι», απάντησε καυστικά η Σιόλνυ, έχοντας τη γνώση ότι από τότε που τα δύο αδέλφια μείνανε ορφανά από πατέρα και μητέρα, η Ελίντρα δεν ασχολήθηκε διόλου με τον μικρό αδελφό της και τον παράτησε σαν να 'ταν ένα τίποτα, προκειμένου να κυνηγήσει τις δικές της φιλοδοξίες. «Δεν πρόκειται ν' αποφασίσω τίποτα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου μου. Και η Ύβενλυθ είναι σχεδόν μωρό. Υπάρχει κάποιος λόγος ν' ασχοληθώ από τώρα με το αν έχει το Ονειρονήμα ή όχι;»

Σε αυτά τα λόγια, η Αρχόντισσα έσφιξε τα δόντια της. «Κανένας λόγος. Απολύτως κανένας...», μουρμούρισε κι αφού ήπιε μια ακόμα γουλιά απ' το τσάι της έκανε να πιάσει τη συζήτηση για άλλα, πιο ανάλαφρα θέματα, όταν οι φωνές των παιδιών τους τις διέκοψαν. Έντρομες διαπίστωσαν ότι τα δυο Νεραϊδάκια, τα οποία είχαν αφήσει να παίζουν ήρεμα στον κήπο, τώρα τσακωνόντουσαν έντονα και τσίριζαν το ένα στο άλλο, έχοντας πιαστεί στα χέρια. «Όμπερον! Τι συμβαίνει εκεί πέρα!;», ρώτησε η Ελίντρα και τους φώναξε να την πλησιάσουν όπως και κάνανε. «Γιατί πειράζεις την ξαδελφούλα σου;»

«Δεν την πειράζω εγώ, αυτή με πειράζει!», αντιμίλησε το τετράχρονο αγοράκι νευριασμένο.

«Ύβενλυθ, τι είναι αυτά που λέει ο Όμπερον;», ρώτησε κι η Σιόλνυ. «Εσύ τον πείραξες πρώτη;»

«Μου πήρε την κορδέλα!»

«Κι αυτή μ' έσπρωξε!»

«Αφού είναι χαζός!»

«Αφού είναι βλαμμένη!», απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα τα Νεραϊδάκια κι η Ελίντρα πήρε ένα πολύ θυμωμένο ύφος.

«Ακούστε με καλά κι οι δυο!», έκανε αυστηρά, τρομάζοντάς τους. «Δεν ξέρω ποιος το ξεκίνησε, αλλά καλά θα κάνετε να σταματήσετε αυτή τη στιγμή! Κι ειδικά εσύ, Όμπερον. Μη σε ξαναδώ να συμπεριφέρεσαι έτσι, γιατί αλίμονό σου! Θα-»

«Ελίντρα, σε παρακαλώ, άσε να το χειριστώ εγώ», της ζήτησε η Σιόλνυ και χωρίς να δίνει καμία σημασία στα ρίγη που γίνονταν όλο και πιο έντονα, έσκυψε κοντά στα παιδιά, χαμογελώντας τους καθησυχαστικά. «Για ελάτε μαζί μου, παιδάκια», τους προέτρεψε με γλυκιά φωνή και πιάνοντας από το ένα χέρι την Ύβενλυθ κι από το άλλο τον Όμπερον, που έτρεμε ολόκληρος από φόβο, τους οδήγησε στη σκιά ενός απ' τα ανθισμένα δέντρα και τους αγκάλιασε, τον έναν από τη μία μεριά και τον άλλον από την άλλη. «Λοιπόν, εσείς οι δυο είστε ξαδελφάκια. Είναι πολύ κρίμα να μαλώνετε», τους είπε. «Πρέπει να είσαστε αγαπημένα».

«Αφού ο Όμπερον-»

«Γλυκιά μου, ο Όμπερον δεν είναι κακό παιδί».

«Είναι!»

«Δεν είμαι!»

«Είσαι

«Δεν είμαι!»

«Ήρεμα, ήρεμα», διέκοψε τον επερχόμενο δεύτερο γύρο του καβγά η φιλήσυχη Νεράιδα κι επικεντρώθηκε για λίγο στην κόρη της. «Για πες μου, Ύβενλυθ, όταν έσπρωξες τον Όμπερον, δεν είδες ότι πόνεσε;»

«...Ναι», έκανε το κοριτσάκι με έναν δισταγμό.

«Κι εσύ, Όμπερον, δεν είδες ότι η Ύβενλυθ στενοχωρήθηκε όταν της τράβηξες την κορδέλα απ' τα μαλλιά;»

«Ναι, το είδα...», παραδέχτηκε κι ο Όμπερον τυλίγοντας τα χέρια γύρω από το σώμα του με ντροπή.

«Και σου άρεσε που την είδες στενοχωρημένη;»

«Όχι...»

«Εσένα, Ύβενλυθ, σου άρεσε που πονούσε ο Όμπερον;»

«Δεν μου άρεσε...»

«Έτσι είναι, παιδάκια μου. Δεν είναι ωραίο να στενοχωρούμε τους άλλους ή να τους πονάμε. Όταν όμως τους κάνουμε να χαίρονται είναι πολύ πιο όμορφα. Ελάτε, ζητήστε συγγνώμη ο ένας από τον άλλο κι εγώ θα σας πω ένα ωραίο τραγουδάκι, εντάξει;»

Με αυτή την μικρή συζήτηση, η Σιόλνυ κατάφερε μέσα σε δύο λεπτά να συμφιλιώσει τα ξαδέλφια, χωρίς να τα φοβίσει καθόλου. Μίλησαν πάλι σχεδόν ταυτόχρονα ζητώντας συγγνώμη ο ένας από τον άλλον, ο Όμπερον έδωσε πίσω την κορδέλα της Ύβενλυθ κι εκείνη του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Η καρδιά της Σιόλνυ ζεστάθηκε από τη συμφιλίωσή τους. Εξακολουθώντας να τους κρατάει στην αγκαλιά της, άρχισε να τους τραγουδάει το αγαπημένο νανούρισμα της Ύβενλυθ, στέλνοντας και τους δύο στον Κόσμο των Ονείρων, μιας κι ήταν εξαντλημένοι απ' το παιχνίδι και τη διαμάχη τους. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος της Ελίντρας που έγνεψε ευχαριστημένη. Η Σιόλνυ πρόσεξε με πόση σκληρότητα είχε μιλήσει στον Όμπερον η μητέρα του και θα της είχε κάνει παρατήρηση να σταματήσει αμέσως, αλλά λυπήθηκε το παιδί, που είχε χάσει πρόσφατα τον πατέρα του και δεν θέλησε να του δημιουργήσει κι άλλη ένταση. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα πήρε την απόφαση πως όσο πιο μακριά έμενε η κόρη της από τη θεία της, τόσο καλύτερα θα ήταν.

---

Το βράδυ, ο Άενσσελ γύρισε στο σπίτι σε κακή διάθεση. Η Σιόλνυ τον είδε να αφαιρεί με πολύ αργές και κουρασμένες κινήσεις το πάνω μέρος της πράσινης φορεσιάς του με τις ασημί λεπτομέρειες. Τα μικροσκοπικά του φτερά πέρασαν μέσα απ' τις τρύπες της πλάτης του σακακιού του, χωρίς ούτε ν' ακουμπήσουν κι ο Ανολοκλήρωτος Νεράιδος έμεινε να κοιτά το ρούχο με έντονο βλέμμα. Σαν να έψαχνε κάτι να βρει. «Τι είναι αγάπη μου, του ψιθύρισε απαλά, κάνοντάς τον να αντιδράσει σαν τρομαγμένος. «Γιατί την κοιτάζεις έτσι τη στολή σου;»

«Ο Ντερέανον...», μουρμούρισε εξαντλημένος, σκύβοντας το κεφάλι, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ντρεπόταν για κάτι. Η Σιόλνυ στριφογύρισε τα μάτια της, συνδυάζοντας το όνομα που ανέφερε με εκείνον τον συνάδελφό του που του έκανε τη ζωή δύσκολη. «Άρχισε πάλι αυτά τα ακραία. Ότι πρέπει, λέει, να επιτεθούμε στη Γκρίζα Γη και να σκοτώσουμε όσους μπορούμε, για να τους κάνουμε να μας φοβηθούν. Είπε πως θα είναι μια... π-πώς το είπε; Μια πράξη ανδρείας και γενναιότητας...» Ένα θυμωμένο επιφώνημα ξέφυγε απ' τη γυναίκα του, καθώς τον πλησίασε. «Εγώ δεν συμφώνησα», της διευκρίνισε και την κοίταξε με αγωνία, σαν να περίμενε από εκείνη την επιβεβαίωση. «Αυτό δεν είναι σωστό, έτσι δεν είναι;», τη ρώτησε κι εκείνη χαμογέλασε γλυκά στην τόσο οικεία, τόσο αγαπημένη παιδικότητά του.

«Έτσι είναι, αγάπη μου», του είπε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Δεν είναι καθόλου σωστό να επιτεθείτε έτσι άνανδρα και να κάνετε κακό και σε αθώους. Πολύ καλά έκανες και διαφώνησες μαζί του».

«Αυτός θύμωσε και μου είπε ότι δεν αξίζω να φοράω αυτή τη στολή», της αποκάλυψε πετώντας με νεύρα το σακάκι του στο πάτωμα.

Η Σιόλνυ έδειξε να ταράζεται με τη δήλωση και την αντίδρασή του. «Μην του δίνεις σημασία, Άενσσέλ μου», προσπάθησε να τον παρηγορήσει, κρατώντας το πρόσωπό του με προσοχή. «Αυτός έγινε Στρατηγός επειδή ήταν και ο πατέρας του. Δεν πάλεψε για τη θέση και δεν ξέρει τι θα πει ανδρεία και γενναιότητα. Νομίζει ότι σκοτώνοντας Τζέργκα θα γίνει ήρωας. Κάνει λάθος», συμπλήρωσε κι έσκυψε να μαζέψει την στολή από το πάτωμα. «Εσύ είσαι πραγματικός ήρωας, αγάπη μου! Εσύ που ήσουν πρόθυμος να σκοτωθείς κι όχι να σκοτώσεις! Αν κάποιος αξίζει να φορά τη στολή του Στρατηγού, αυτός είσαι εσύ». Όταν τελείωσε, του προσέφερε το σακάκι. Ο Άενσσελ το πήρε με χέρια που τρέμανε και την κοίταξε όπως πάντα με αθωότητα.

«Τι θα έκανα χωρίς εσένα, Σιόλνυ;», τη ρώτησε κι εκείνη του χαμογέλασε. «Μάλλον ο Ντερέανον με ζηλεύει. Κι όχι επειδή η Βασίλισσα με έκανε τιμητικά Στρατηγό, αλλά επειδή έχω μια τόσο καλή γυναίκα. Αυτός δεν έχει γυναίκα».

«Ποια να τον πάρει μ' αυτά που λέει;», τον ρώτησε παιχνιδιάρικα η Σιόλνυ, κάνοντάς τον να γελάσει λιγάκι. Έπειτα κάθισαν μαζί στο τραπέζι για βραδινό και του μίλησε για την απογευματινή της συζήτηση με την αδελφή του.

«Μην την αφήσεις, Σιόλνυ», της είπε όταν πληροφορήθηκε για την πρόθεση της Ελίντρας. Εκείνη είδε τον φόβο στα μάτια του όταν ξεστόμισε τη λέξη 'Ονειρονήμα'. Τον ίδιο φόβο που έβλεπε πάντα όταν το ανέφεραν σε κάποια συζήτηση. «Ο πατέρας... χάθηκε εξαιτίας του όταν ήμουν μικρούλης», της εξομολογήθηκε κι εκείνη τη στιγμή, η Σιόλνυ δεν έβλεπε μπροστά της τον Στρατηγό που τόσο θαύμαζε, μα εκείνο το μικρό, τρομοκρατημένο παιδί που αποζητούσε τη στοργή της. «Το ίδιο κι η μητέρα. Τη χάσαμε τη Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων... όταν ο πατέρας την επισκέφθηκε στον ύπνο της και την πήρε μαζί του... Παλιά ευχόμουν να είχε πάρει κι εμένα...»

«Μην το λες αυτό, ψυχή μου», βιάστηκε να τον σταματήσει η γυναίκα του. «Ο πατέρας σου, ό,τι κι αν του συνέβη, ήθελε εσύ να μείνεις πίσω, γιατί γνώριζε πόσο σπουδαίος θα γινόσουν! Ήξερε πόση ανάγκη θα σε είχε μια μέρα και το Νοβέλιαν και η οικογένειά σου».

«Η οικογένειά μου...», επανέλαβε ο Άενσσελ και γύρισε το κεφάλι του για λίγο προς την πόρτα του δωματίου του μικρού του νυχτολούλουδου, που κοιμόταν ήρεμο. «Σιόλνυ, υποσχέσου μου ότι δεν θα αφήσουμε το παιδάκι μας να μπλέξει με τα Ονειρομάγια. Φοβάμαι μην πάθει τα ίδια με τον πατέρα, δεν θέλω να τη χάσουμε...»

«Σου το υπόσχομαι,», είπε η Σιόλνυ κι έκανε να σηκωθεί απ' το τραπέζι, μα ζαλίστηκε και λίγο έλειψε να πέσει. Σαν αστραπή ο Άενσσελ πετάχτηκε απ' την καρέκλα του κι έτρεξε να την πιάσει.

«Τι έχεις;», τη ρώτησε βαριανασαίνοντας από αγωνία.

«Τ-Τίποτα, αγάπη μου, τίποτα...», μπόρεσε να του πει όσο πιο χαμογελαστά γινόταν.

«Το πρόσωπό σου είναι ζεστό. Θα φωνάξω τον Θεραπευτή».

«Όχι, σε παρακαλώ, δεν είναι τίποτα, μου περνάει», προσπάθησε η Σιόλνυ να τον καθησυχάσει. Εκείνος επέμεινε, μα συνέχισε να τον παρακαλάει. «Βοήθα με να ξαπλώσω κι αύριο θα δεις! Θα είμαι πολύ καλά». Ο Άενσσελ δεν ήθελε να μείνει άπραγος, αλλά μη θέλοντας να της πάει κόντρα, τη σήκωσε στα χέρια του και την μετέφερε ως την κρεβατοκάμαρά τους. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν ξαπλωμένοι, με εκείνον να έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στο στήθος της και να ακούει την καρδιά της για να βεβαιωθεί πως όλα ήταν εντάξει. «Είδες; Δεν σου το είπα;», τον ρώτησε τρυφερά η γυναίκα του, χαϊδεύοντας τα σκούρα πράσινα μαλλιά του. «Είμαι ήδη μια χαρά».

«Σιόλνυ... σ' αγαπώ τόσο πολύ», της ψιθύρισε, καθώς σηκώθηκε να την κοιτάξει. «Εσύ και η Ύβεννλυθ είστε ο θησαυρός μου. Θέλω να είστε καλά».

«Θα είμαστε», τον διαβεβαίωσε. «Όσο είσαι κι εσύ καλά, θα είμαστε κι εμείς, αγάπη μου», πρόλαβε να πει προτού δεχθεί το φιλί του. Ένα φιλί τόσο απαλό κι ευγενικό, που σιγά-σιγά άρχισε να κυριεύεται από ένα δυνατό πάθος, που παρέσυρε και τους δύο.

---

Η μικρή Ύβενλυθ μεγάλωνε κι η μητέρα της την έπαιρνε μαζί της συχνά στον Ναό της Σελήνης, όπου περνούσαν αρκετό χρόνο. «Καλώς όρισες πίσω, Σιόλνυ! Χαίρομαι που σε βλέπω!», τη χαιρέτησε μια μέρα η Αρχιέρεια.

«Καλώς σας βρήκα, Φεγγαροφώτιστη Λούθια», ανταπέδωσε τον χαιρετισμό η κοπέλα, με μία ελαφριά υπόκλιση, την οποία μιμήθηκε κι η κόρη της, κερδίζοντας ένα γέλιο από την καλοσυνάτη Αρχιέρεια.

«Η κορούλα σου είναι αυτή;», ρώτησε κοιτάζοντας το πεντάχρονο κοριτσάκι με στοργή.

«Μάλιστα. Είδατε πόσο μεγάλωσε;»

«Αν είδα, λέει. Έχουν περάσει και χρόνια από τότε που της έδωσα τ' όνομά της και κόντεψα να μην τη γνωρίσω. Τι σας φέρνει εδώ;»

«Ήθελα να προσευχηθώ, το είχα ανάγκη».

Η Λούθια γύρισε και την κοίταξε. «Είναι όλα εντάξει, καλή μου; Όλα καλά με τον σύζυγό σου;»

«Πολύ καλά! Ο Άενσσελ είναι υπέροχος σύζυγος και πατέρας. Μόνο που... υπάρχουν άλλα θέματα», της απάντησε ξεψυχισμένα η άλλη Νεράιδα, με έναν ίσκιο στο βλέμμα.

Η Λούθια που την κοίταζε βαθιά στα μάτια κι είχε προσέξει από μακριά το ρίγος που τράνταζε ελαφρά το σώμα της, δεν ζήτησε, ούτε και χρειαζόταν να μάθει άλλες πληροφορίες. Γνώριζε από παλιά την επιρρέπειά της στην αρρώστια. «Μίλα στην Αστράρχη όση ώρα θέλεις», της είπε στηρίζοντας παρηγορητικά την παλάμη της σε έναν από τους τρεμάμενους ώμους της. «Άσε την ψυχή σου να γαληνέψει και το σώμα σου θ' ακολουθήσει. Μην έχεις φόβο. Θα κρατήσω εγώ την Ύβενλυθ. Έλα μαζί μου, κοριτσάκι μου», προέτρεψε στη συνέχεια την κόρη της πιστής της, που της έδωσε πρόθυμα το χεράκι της και την ακολούθησε. Την οδήγησε σε ένα σημείο όπου κάθονταν κι άλλα παιδιά. Όσο η Σιόλνυ προσευχόταν, η Λούθια άρχισε να αφηγείται ένα παλιό παραμύθι με ένα αηδόνι κι ένα χελιδόνι που έφεραν πίσω το Φεγγάρι, όταν αυτό χάθηκε. Σαν μαγεμένη, η Ύβενλυθ την άκουγε με το στόμα ανοιχτό κι όταν ήρθε η ώρα εκείνη κι η μητέρα της να φύγουν, αποχαιρέτησε την Αρχιέρεια με βαριά καρδιά κι έβαλε τη μαμά της να της υποσχεθεί πως θα ξανάρθουνε. Όπως και κάνανε.

---

Έτσι περάσανε μερικά ήσυχα χρόνια κι ο Άενσσελ αισθανόταν τρισευτυχισμένος με την σύζυγο και την κόρη του, τις οποίες υπεραγαπούσε. Μα αλίμονο... η ευτυχία του δεν ήταν γραφτό να κρατήσει... Χρόνο με το χρόνο, η φιλάσθενη φύση της Σιόλνυ έμοιαζε να της επιβάλλεται όλο και περισσότερο. Όταν η Ύβενλυθ έφτασε στα έντεκά της χρόνια, η μητέρα της δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Οι συχνές επισκέψεις των θεραπευτών δεν έκαναν καμία διαφορά. Ο Άενσσελ έβλεπε την αγαπημένη του να λιώνει σαν κερί κι η απελπισία τον κυρίευε: απελπισία γιατί ήξερε πως ήταν πια θέμα μηνών να τη χάσει. Απελπισία γιατί δεν είχε ιδέα πώς θα τα έβγαζε πέρα μονάχος μ' ένα παιδί, για το οποίο αμφέβαλε πως ήταν καλός πατέρας.

'Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, η Σιόλνυ ζήτησε από τον Άενσσελ να της φέρει την Ύβενλυθ να τη δει. Η κόρη της μπήκε στο δωμάτιο, στην αρχή χοροπηδώντας χαρούμενη που θα συναντούσε τη μαμά της έπειτα από αρκετές μέρες, αν και μέσα της είχε έναν φόβο: πριν από λίγες εβδομάδες τα είχε βάλει με μια ομάδα αγοριών της ηλικίας της και χτύπησε ένα απ' αυτά στην πλάτη πάνω στη συμπλοκή τους. Το χτύπημα έπεσε κατά λάθος, μα όπως προσπάθησε να εξηγήσει και στον πατέρα της που την κατσάδιασε, αυτά τα αγόρια είχαν κλέψει την κούκλα από ένα μικρότερο κορίτσι και το κορόιδευαν κατάμουτρα. Το θέαμα την θύμωσε πολύ και δεν μπορούσε να μείνει με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά τώρα... τώρα η σκέψη ότι η μητέρα της θα το είχε μάθει, θα είχε στενοχωρηθεί και θα τη μάλωνε την ανησύχησε. Ωστόσο, όλες οι παραπάνω σκέψεις εξανεμίστηκαν στο λεπτό. Μόλις είδε το χλωμό της πρόσωπο και τα κουρασμένα της μάτια, το γέλιο της αμέσως έσβησε, παίρνοντας μαζί και την ανησυχία για το περιστατικό και την πλησίασε αργά.

«Μανούλα, δεν θέλω πια να είσαι άρρωστη...», της είπε με παράπονο, πιστεύοντας μάταια ότι κάτι τέτοιο θα κινητροδοτούσε αρκετά τη μητέρα της, ώστε να γίνει καλά. Η Σιόλνυ της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, λέγοντας της ότι το ήξερε κι αμέσως μετά ένα χαμόγελο φώτισε την εξουθενωμένη της μορφή.

«Γλυκιά μου, υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω», άρχισε να της λέει. «Σε λίγο θα χρειαστεί να φύγω... και δεν θα ξαναγυρίσω. Θέλω να προσέχεις τον πατέρα σου, να παίρνετε δύναμη ο ένας από τον άλλο και να είστε αγαπημένοι». Έστω κι αν η μανούλα της χαμογελούσε, το κορίτσι δάκρυσε καταλαβαίνοντας τι ακριβώς ήθελε να πει. Η Σιόλνυ τότε την έσφιξε στην αγκαλιά της. «Δεν θέλω να κλαις, κόρη μου», της ψιθύρισε. «Είσαι ένα πολύ γενναίο και δυνατό κορίτσι και ξέρω πως θα τα καταφέρεις», συνέχισε να της λέει ήρεμα. «Θέλω να μου υποσχεθείς και κάτι ακόμα: υποσχέσου μου πως θα βλέπεις την ομορφιά στον κόσμο και θα βοηθάς αυτούς που είναι αδύναμοι. Να θυμάσαι, γλυκιά μου, πάντα πρέπει να φερόμαστε με καλοσύνη, όποιο κι αν είναι το κόστος*. Κι εσύ έχεις μέσα σου μεγάλη καλοσύνη: πάντα προσέχεις τα ζωάκια, τα άλλα παιδιά, τους ηλικιωμένους. Και θέλω να ξέρεις πως είμαι πολύ, πολύ περήφανη για εσένα για τη μέρα που υπερασπίστηκες εκείνο το μικρό κοριτσάκι από τα μεγαλύτερα αγόρια που το πείραζαν».

«Εί-Είσαι... περήφανη;»

«Ναι, κόρη μου, είμαι! Έτσι να συνεχίσεις να είσαι, αγαπημένη μου! Να φροντίζεις για το καλό όλων αυτών που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους κι εγώ θα σε βλέπω από ένα αστεράκι, κοντά στη Θεά μας και θα χαίρομαι. Μου το υπόσχεσαι;»

Η Ύβενλυθ, που εξακολουθούσε να δακρύζει, έγνεψε αμέσως κι αγκάλιασε κι αυτή τη μητέρα της σφιχτά, πιο σφιχτά από κάθε άλλη φορά. Την ίδια νύχτα, η Σιόλνυ άφησε την τελευταία της πνοή. Ο Άενσσελ ήταν απαρηγόρητος, μα η κόρη του δεν έδειξε καμία πρόθεση συμπαράστασης ή έστω αντίδραση μπροστά του. Μονάχα του είπε πως η μαμά της θα ήταν πολύ καλύτερα εκεί που πήγε, προτού κλειστεί στο δωμάτιό της για να μην ξαναβγεί καθόλου.

Την επόμενη μέρα, η Ελίντρα με τον δωδεκάχρονο τότε γιο της κατέφθασαν στο σπίτι, προκειμένου να αποχαιρετήσουν τη νεκρή Νεράιδα. Όλοι όσοι είχαν έρθει κοκκινοντυμένοι για τον ίδιο λόγο αναζήτησαν την Ύβενλυθ, μα αυτή παρέμενε κλειδωμένη στο δωμάτιό της και ούτε που έμπαινε στον κόπο να τους απαντήσει, πράγμα που έκανε κακή εντύπωση σε κάποιους από αυτούς. Ο Όμπερον, που τα άκουσε όλα αυτά, απομακρύνθηκε από τους παρευρισκόμενους μόλις βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε αθόρυβα στον διάδρομο. Δεν είχε δει την ξαδέλφη του εδώ και πολύ καιρό. Συναντιόντουσαν μονάχα μια-δυο φορές το χρόνο, στις μεγάλες γιορτές κι αν δεν τσακωνόντουσαν, όπως κάνανε μικροί, απλώς δεν είχαν πολλά-πολλά κι η σχέση τους ήταν καθαρά τυπική. Αλλά σήμερα... κάτι μέσα του άλλαξε...

Στάθηκε μπροστά στην πόρτα της και χτύπησε ελαφρά. Καμία απάντηση. «Ύβενλυθ;», έκανε διστακτικά. «Ύβενλυθ, εγώ είμαι, ο Όμπερον», συνέχισε. «Σε παρακαλώ, άνοιξέ μου. Θέλω μόνο να δω αν είσαι εντάξει». Και πάλι καμία απάντηση. Το αγόρι προβληματίστηκε. «Είμαι μόνος μου, δεν είναι κανένας μεγάλος μαζί μου», διευκρίνισε. «Την αγαπούσα πολύ τη μαμά σου! Ήταν η αγαπημένη μου θεία. Πάντα θυμάμαι τα ωραία τραγούδια που μας έλεγε και πόσο καλή ήτανε μαζί μου, ακόμη κι όταν εγώ... σου φερόμουν άσχημα. Δε με μάλωσε ποτέ. Πάντα προσπαθούσε να μου εξηγήσει με αγάπη. Και θέλω να ξέρεις... ότι δεν είσαι μόνη σου. Έχω χάσει κι εγώ τον μπαμπά μου και ξέρω πώς αισθάνεσαι. Και δεν χρειάζεται να το περάσεις όλο αυτό χωρίς κανέναν...» Αυτά της είπε, λόγια που ένιωθε να βγαίνουν απ' την καρδιά του.

Όταν και πάλι δεν άκουσε καμία φωνή από μέσα, γύρισε στενοχωρημένος να φύγει, μα την τελευταία στιγμή ένα 'κλικ' ακούστηκε πίσω του. Γύρισε κι αντίκρισε την ξαδελφούλα του να στέκει στην πόρτα. Δεν του είπε τίποτα, μόνο του έκανε νόημα με το κεφάλι να έρθει μέσα, όπως κι έκανε. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Όμπερον την κοίταξε με καλοσύνη κι εκείνη τον αγκάλιασε ξεσπώντας σε λυγμούς. Ήταν ο μόνος μπροστά στον οποίο έκλαψε για τη μητέρα της κι εκείνη τη μέρα και για όλη τη ζωή της. Κι ο Όμπερον έμεινε στο πλάι της, να της κρατά το χέρι και να της κάνει παρέα, βγαίνοντας μονάχα για να ενημερώσει τους άλλους ότι ήταν καλά κι ότι χρειαζόταν χρόνο.

---

Αργά το ίδιο μεσημέρι, όταν επέστρεψαν στο δικό τους σπίτι, η Ελίντρα πρόσεξε ότι ήταν κακόκεφος κι αμίλητος. «Δεν είπες ούτε λέξη σε όλο το δρόμο», παρατήρησε. «Τι σκέφτεσαι, γιε μου;»

«Την Ύβενλυθ», απάντησε εκείνος λυπημένα. «Τώρα που έχασε τη μαμά της... πρέπει να αισθάνεται πολύ μόνη. Αν εγώ έχανα εσένα... δεν ξέρω τι θα έκανα, μητέρα...», της δήλωσε, μιας κι ουσιαστικά ήταν εκείνη που καθοδηγούσε το κάθε του βήμα. Τον πατέρα του δεν τον είχε χορτάσει, ούτε πρόλαβε να δεθεί πολύ μαζί του από συναισθηματικής απόψεως. Μα εκείνη, ναι, έτρεμε στην ιδέα ότι θα την αποχωριζόταν, έστω κι αν πολλές φορές την έβρισκε υπερβολικά αυστηρή κι απαιτητική. Ένιωσε τύψεις που την είχε αποκαλέσει έτσι, έστω μέσα στο μυαλό του, μα προς μεγάλη του έκπληξη, αυτή του χαμογέλασε, κάτι που δεν έκανε παρά μόνο ελάχιστες φορές και για πολύ σοβαρούς λόγους.

«Καλέ μου», αναφώνησε η Ελίντρα και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του. «Είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου αυτό που μου λες. Κι όσο για την Ύβενλυθ, δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχείς. Δεν θα μείνει απροστάτευτη. Θα φροντίσουμε εμείς για εκείνη, εντάξει;» Το αγόρι έγνεψε με ειλικρινή χαρά κι ενθουσιασμό στην ζεστή δήλωση της κατά τα άλλα ψυχρής μητέρας του και πήγε στο δωμάτιό του για να ξεκουραστεί.

Αυτό που αγνοούσε ήταν πως η δική της απρόσμενη στοργή και καλοσύνη στην ανιψιά της και τον Άενσσελ, η πρόθεσή της να τους πάρει υπό την προστασία της και να τους στηρίξει, δεν ήταν και τόσο ειλικρινής. Όσο για την απρόσμενη στοργή και καλοσύνη προς αυτόν, δεν προερχόταν από συγκίνηση για την ευαισθησία του, όσο από το γεγονός ότι δεδομένης αυτής του της στάσης, ο νεαρός Όμπερον δεν επρόκειτο να φέρει αντίρρηση στην πιθανότητα να μοιραστεί το σπίτι με τους φτωχούς συγγενείς του. Με τη Σιόλνυ νεκρή, η Ελίντρα θα είχε πλέον τη μικρή από κοντά και θα ήταν ελεύθερη να ελέγξει αν είχε κληρονομήσει την ύφανση. Θα έπρεπε βέβαια να ανεχτεί και πάλι την παρουσία του Άενσσελ...

«Το Ονειρονήμα σου πρέπει να χρησιμοποιηθεί μονάχα για το φως. Ο μόνος λόγος που πρέπει να δεις το σκοτάδι, είναι για να βρεις την δική σου εσωτερική ισορροπία. Μα δεν θα είσαι ποτέ πραγματικά σπουδαία, εάν δεν έχεις ευσπλαχνία, εάν δεν δείξεις αγάπη στους αδύναμους. Γι' αυτό η ανολοκλήρωτη φύση του αδελφού σου ήρθε να σε ευλογήσει, να σου δείξει πώς να συμπονάς», άκουσε μέσα στο νου της τα λόγια του πατέρα της κι η καρδιά της πάγωσε. Στα αυτιά του παιδικού εαυτού της, τούτες οι συμβουλές έμοιαζαν με απόρριψη. Η καταπίεση κι αυτή η καταδικαστική πεποίθηση του πατέρα της ότι αν δεν μάθαινε να συμπονά δεν θα ήταν σπουδαία. Αυτό το 'πρέπει' που τον θυμόταν να της λέει συνεχώς, από τότε που ο Άενσσελ εισέβαλλε στη ζωή της και την κατέστρεψε.

Ακόμα και τώρα, στην ενήλικη ζωή της, έτρεφε μεγάλη ζήλεια και κακία για τον μικρό της αδελφό, που με την καταραμένη φύση του, δεν έφτανε ούτε το ένα δέκατο της δικής της αξίας. Κι όμως... κι όμως ο πατέρας της από τότε που γεννήθηκε του είχε μεγαλύτερη αδυναμία και πολλές φορές την είχε ορμηνεύσει να τον προσέχει, όπως ορμήνευε κι η μητέρα τους. Κι η Ελίντρα το έκανε, προσπάθησε να τον νοιαστεί και να του δείξει αγάπη, όση απέχθεια κι αν της προκαλούσε. Το έκανε μόνο και μόνο για χάρη του πατέρα της, τον οποίο λάτρευε! Ο Όναρντον όμως έφυγε άδοξα προσπαθώντας να εφαρμόσει την 'ευσπλαχνία' για την οποία πάντα μιλούσε. Κι αυτή είχε την εκπαίδευσή της να ολοκληρώσει και μάλιστα μόνη, χωρίς μέντορα. Είχε να νοιαστεί για τον εαυτό της. Δε θα νοιαζόταν και για το παλιόπαιδο. Οι σκέψεις της ανέβασαν στην επιφάνεια την ξεχασμένη της πίκρα κι η Ελίντρα ένιωσε τις μνήμες να της σφίγγουν το στομάχι.

Με δόντια εξίσου σφιγμένα, πέταξε ως τη βιβλιοθήκη του αρχοντικού. Υπό το γκρίζο φως που ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε να θυμίζει τη δική της ονειρική λάμψη, περιπλανήθηκε ανάμεσα στα μαύρα σκαλιστά ράφια κι ακολούθησε με τον δεξιό της δείκτη μια σειρά βιβλίων, μέχρι που σταμάτησε σ' ένα απ' αυτά. Ήταν ένας τόμος με εξώφυλλο χρώματος σκούρου κυανού και στολισμένο με μικρά λευκά άστρα. Θύμιζε την όψη της νύχτας. Με σεβασμό το τράβηξε έξω και γύρισε προσεκτικά τις σελίδες. Κάτω απ' την ανάσα της, διάβασε με τρεμάμενη φωνή:

«Εκεί που τα ονείρατα σιμώνουνε τη μοίρα
Δυο Ονειροπλέχτες με κοινή γενιά κι αίματος θύρα
Θε δύναμη ανείπωτη μαζί να εξουσιάσουν
Το Ονειρονήμα το λαμπρό στ' απόγειο να φθάσουν

Σαν το Φεγγάρι θα χαθεί και τ' άστρα θα ραγίσουν
Και του Ονειρομάγου οι διάδοχοι θ' ανθίσουν
Τότε της νύχτας την οργή μαζί θα λευτερώσουν
Του εφιάλτη την πυρά, το χάος παντού θ' απλώσουν

Φοβού τους ομοαίματους ονειροευλογημένους
Που 'χουν ισχύ ασύγκριτη του σκότους και του μένους
Κάτω απ' την κυριαρχία τους το Ξέφωτο θα τρέμει
Εκτός αν του σμιξίματός τους σπάσει η ανέμη...»

Ήταν τα δικά της καλλιγραφικά γράμματα. Οι λέξεις που άκουσε να της ψιθυρίζουν οι σκιές σε ένα απ' τα ταξίδια της στον Κόσμο των Ονείρων, ενώ στον πραγματικό κόσμο βρισκόταν σε καταληψία. Ήταν τότε που ήταν έγκυος στο γιο της. Σε τούτες τις μαγευτικές λέξεις, που υπόσχονταν έναν κόσμο κυριευμένο από τους κληρονόμους της, βάσιζε όλη της την ελπίδα εδώ και δώδεκα χρόνια. Μετά από πολλή έρευνα, είχε ανακαλύψει πως μια γενιά του Ονειρονήματος ήταν ίση με δυο κανονικές νεραϊδικές γενιές και προς απογοήτευσή της, εκείνη ανήκε στην ίδια γενιά με τον πατέρα της. Επομένως δεν ήταν εκείνη κι ο Όμπερον που θα έφταναν μαζί το Ονειρονήμα στο απόγειό του... Ο γιος της και οι μελλοντικοί δικοί του απόγονοι πάλι, ανήκαν μαζί στην επόμενη γενιά. Μα δεν είχε μήτε το χρόνο, μήτε την υπομονή να περιμένει ο Όμπερον να κάνει δικά του παιδιά, ούτε αυτή ήθελε να κάνει άλλα δικά της. Ο Όμπερον είχε μέσα του αίμα Ονειροπλέχτη και αίμα Άρχοντα. Ήτανε τέλειος και ίσα μ' αυτόν δεν θα 'βαζε κανέναν, μα... δεν ήταν αρκετός για να καταφέρει με τις δυνάμεις του να ελέγξει τους λογισμούς όλων των Νεραϊδών και να τους κάνει να τον υπακούν τυφλά. Αν όμως είχε λίγη βοήθεια από έναν άλλο πλέχτη που θα είχε το ίδιο αίμα και θ' ανήκε στην ίδια γενιά μ' αυτόν; Για να δοκιμάσει και να δει αυτό της το σχέδιο να βγαίνει αληθινό, ναι. Η Ελίντρα θα ανεχόταν και τον Άενσσελ και τις κόνξες που σίγουρα θα της έκανε επί του θέματος της κόρης του και του Ονειρονήματος, μα μικρό το κακό...

---

«Καλώς ήλθατε, αδελφέ μου!», τον χαιρέτησε μ' ένα χαμόγελο λίγες μέρες μετά. Ο Άενσσελ δέχτηκε την δήθεν εγκάρδια αγκαλιά της και συγκράτησε με κόπο ένα δάκρυ απ' το να κυλήσει στο πρόσωπό του. Δεν ήθελε η κόρη του να καταλάβει πως έκλαιγε πάλι. Μα η Ελίντρα, σαν να διαισθάνθηκε την αρνητική του φόρτιση, τον άφησε απ' τα χέρια της και κοίταξε βαθιά στα μάτια του. «Κατανοώ πως το βάρος στην καρδιά σου είναι μεγάλο», είπε σοβαρά. «Μα δεν θα το σηκώσεις μόνος». Αμέσως μετά κοίταξε το κορίτσι με το κόκκινο φόρεμα, που στεκόταν λίγο πίσω. Ο Όμπερον είχε τρέξει κοντά της και της κράταγε το χέρι, όμως αμέσως έκανε πίσω με φόβο όταν διαπίστωσε πως η μητέρα του τον κοιτούσε. «Το ίδιο ισχύει και για εσένα, κορίτσι μου», δήλωσε η Ελίντρα στην ανιψιά της, που κοίταζε τον χώρο γύρω της με αβεβαιότητα. «Μπορείς να νιώθεις τούτο 'δώ το αρχοντικό σαν σπίτι σου. Πηγαίνετε τώρα να παίξετε με τον ξάδελφό σου και το βράδυ θα μείνετε εδώ». Η Ύβενλυθ δεν απάντησε με λόγια, παρά έγνεψε κι ακολούθησε τον Όμπερον έξω.

---

Δίχως να χάσει χρόνο, ή να αναφέρει κάτι σε κάποιον για το σχέδιό της, η Μεγάλη των Ονείρων Μάγισσα έσκυψε πάνω από το κρεβάτι της ανιψιάς της το ίδιο κιόλας βράδυ κι έκοψε προσεκτικά μια μικρή, πράσινη τούφα των μαλλιών της ακριβώς πίσω από το αριστερό της αυτί. Έπειτα βγήκε στον κήπο, στον άσπρο Ονειροδάκτυλο που η ίδια είχε χαράξει κάποτε και κρατώντας την τούφα μέσα στο χέρι της, συλλάβισε αργά το ειδικό ξόρκι αναγνώρισης, κάτω από το Φεγγάρι.

«Με της Νύχτας τους ψιθύρους και του Φεγγαριού το φως
Σας καλώ, κλωστές τ' Ονείρου! Μαρτυρήστε αληθώς
Αν αθέατη κι αρχαία κρύβει μέσα της βαθιά
Στην ψυχή, μα και στο αίμα τρομερή κληρονομιά
Απ' τις ρίζες ως τις άκρες είθε να φανερωθεί
Να τις κάμει σαν τις στάχτες, η αλήθεια η λαμπρή».

Η Αρχόντισσα γέλασε σιωπηλά, σαν μαζί με την ηλεκτροφόρα λάμψη του κύκλου όπου έστεκε, είδε την τούφα να αστράφτει γκρίζα στο σεληνόφως, σημάδι ότι οι αρχικές της υποψίες είχαν επιτέλους επιβεβαιωθεί. Πλέον είχε στα χέρια της όχι έναν, αλλά δύο πανίσχυρους Ονειροπλέχτες της ίδιας γενιάς. Βάζοντας την τούφα δίπλα στην αντίστοιχη που είχε κόψει από ταμαλλιά του Όμπερον όταν ήταν μικρός, διαπίστωσε ότι η λάμψη της υστερούσε σε σύγκριση με αυτήν του γιού της. Τα Ονειρομάγια της Ύβενλυθ δεν θα ήταν τόσο δυνατά όσο του Όμπερον, μα όπως και να είχε, τα δυο παιδιά θα εξυπηρετούσαν άρτια τα ένδοξα οράματά της για το μέλλον όχι μόνο του Νεραϊδοβασιλείου, αλλά όλης της Μυθυφηλίου!

*μία αγαπημένη ατάκα του Λοχαγού Κισσού από τον τρίτο κύκλο της σειράς καινουμένων σχεδίων 'Watership Down'.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top