Ο Ίμερος Ξυπνά
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει σκηνές σεξουαλικής παρενόχλησης* μεταξύ ξαδέλφων κι αναφορές σε ερωτικές φαντασιώσεις και αυτοϊκανοποίηση.
Ο Ίμερος Ξυπνά
Η Ύβενλυθ πέρασε το υπόλοιπο της μέρας κλειδωμένη στο δωμάτιό της με το παράθυρο κλειστό, για να μην μπορεί να έρθει σε επικοινωνία μαζί της ο Όμπερον από πουθενά. Οι ώρες αλλάζανε ανυπόφορα αργά. Μέσα στην υπερθερμασμένη, κλειστοφοβική της φυλακή -γιατί έτσι έβλεπε τον προσωπικό της χώρο-, ανήμπορη να αντιμετωπίσει ό,τι την περίμενε έξω, η νεαρή Νεράιδα δεν έβγαζε από το νου της αυτό που προηγήθηκε. Σήμερα έγινε κάτι για το οποίο ανυπομονούσε χρόνια. Το πρώτο της φιλί το φανταζόταν αργό, τρυφερό και γεμάτο συναίσθημα και από την πλευρά της και από την πλευρά εκείνου που θα το έπαιρνε. Κι όμως, ήταν ακριβώς το αντίθετο! Ήταν γρήγορο κι απρόσμενο και δεν θυμόταν να πρόλαβε να καταλάβει τίποτα εκτός απ' την έκπληξη και στη συνέχεια την αμηχανία και τη ντροπή. Το κυριότερο, εκείνος που τη φίλησε ήταν ο Όμπερον, ο ίδιος της ο ξάδελφος! Κι όχι, δεν το είχε πάρει, το είχε κλέψει, κλέβοντας μαζί κι όλες τις ελπίδες της για τούτη τη στιγμή, που στη φαντασία της θα έμοιαζε με κάτι μαγικό.
Αυτά σκεφτόταν κι έκλαιγε από τα νεύρα της. Γιατί; Γιατί να της το κάνει αυτό; Μήπως ήταν μια φάρσα σαν εκείνες που σκάρωνε παλιά; Όχι, παραήταν ώριμος για χαζομάρες! Μήπως ήθελε να της χαλάσει την πρώτη της ερωτική εμπειρία; Για ποιο λόγο όμως; Τι του έκανε για να θελήσει να της το ανταποδώσει με μια τέτοια χοντράδα; Ο θυμός αντάμα με την αδικία τής έφεραν εξάντληση στο μυαλό.
«Σου υπόσχομαι ότι από εδώ και πέρα θα επανορθώσω κι εσύ θα γίνεις προτεραιότητά μου», θυμήθηκε τα λόγια που της είπε χθες κι αναστέναξε προβληματισμένη. Μετά το φιλί και την αποκάλυψη που το συνόδευσε, ότι δηλαδή έκανε κάτι που ήθελε καιρό, ηχούσαν διαφορετικά. Τα αναμόχλευε ξανά και ξανά κι η ανάσα της έβγαινε με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία, τόσο λόγω της βαριάς ατμόσφαιρας, όσο και του άγχους που είχε πάρει τη μορφή ενός σφιχτού κόμπου στο στομάχι της.
«Ύβενλυθ, άνοιξέ μου», άκουσε για δέκατη ή ενδέκατη φορά τη φωνή του μαζί με ένα χτύπημα της πόρτας.
«Φύγε», του αποκρίθηκε αμέσως.
«Πόσο θα μείνεις αμπαρωμένη; Θα σκάσεις απ' τη ζέστη. Επιτέλους... επιτέλους, χρειάζεται να μιλήσουμε...» Τα επιχειρήματά του συντάχθηκαν με τη δυσφορία της και δεν πήραν πολλή ώρα να την πείσουν. Δεν άντεχε άλλο απομονωμένη και δεν θα έλυνε το ζήτημα με το να μείνει έτσι. Τα χέρια της τρέμανε από υπερένταση, αλλά κι έλλειψη φαγητού και νερού, καθώς έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε με προσοχή. Ο δροσερός αέρας του σούρουπου, ερχόμενος από τα ανοιχτά παράθυρα του υπόλοιπου σπιτιού, της προσέφερε μια αναζωογονητική αύρα. Κοίταξε τον Όμπερον, που έστεκε στο κατώφλι της. Έδειχνε ανήσυχος, όπως κάθε φορά που ήξερε ότι κάτι την στενοχωρούσε. Ο καλός της ξάδελφος που την αγαπούσε και τη νοιαζόταν! Με δυσαρέσκεια υπενθύμισε στον εαυτό της ότι αυτός ευθυνόταν για την κατάσταση που προέκυψε μεταξύ τους στα καλά καθούμενα.
«Ακούω. Γιατί το έκανες αυτό;»
«Τα ίδια θα λέμε;», τη ρώτησε χαμηλόφωνα, προφανώς απογοητευμένος από την αυστηρή στάση της. Ωστόσο, δεν απάντησε αμέσως. Κάθισε κάτω, στηρίζοντας την πλάτη του στο κάσωμα της πόρτας. Η Ύβενλυθ τον μιμήθηκε και κάθισε απέναντί του. «Το ήθελα, Ύβενλυθ, το ήθελα πάρα πολύ», μουρμούρισε χωρίς να την κοιτάζει. Προτίμησε να κοιτάζει το πάτωμα, ενώ τα μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπό του. «Έναν χρόνο τώρα... νιώθω πράγματα για σένα. Προσπάθησα να τα σταματήσω, πραγματικά! Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν πρέπει... αλλά γιατί; Εμείς δε μάθαμε να ζούμε με 'πρέπει', έτσι δεν είναι;» Διάλεξε να την κοιτάξει την πιο ακατάλληλη στιγμή. Το σκληρό και διαπεραστικό βλέμμα του την τρόμαξε. Ποτέ κανένας δεν την είχε κοιτάξει έτσι και για λίγο πίστεψε ότι μπορούσε να δει μέσα της, να δει όλες της τις σκέψεις, όλα όσα κρατούσε κρυφά. «Είσαι το καλύτερο κορίτσι που ξέρω», της εξομολογήθηκε χωρίς να ξεστρατίζει το βλέμμα του ούτε δευτερόλεπτο. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και δεν ντρέπομαι να το πω. Σ' αγαπώ».
Η κοπέλα παρέμεινε ακίνητη για λίγο, σαν να την είχαν μαγνητίσει τα μπλε του μάτια. «Κι εγώ σ' αγαπώ...», κατάφερε να του πει και το βλέμμα του μαλάκωσε προτού σκληρύνει πιο πολύ από πριν με τη συμπλήρωση της φράσης της. «...αλλά όχι μ' αυτό τον τρόπο, Όμπερον. Μ' αυτόν ποτέ. Δ-Δεν θα μπορούσα...»
«Γιατί;»
«Ρωτάς;», έκανε θυμωμένη και τον κοίταξε κι αυτή με όση σκληρότητα μπορούσε να βγάλει. «Είμαστε ξαδέλφια».
«Μην αφήνεις να σ' επηρεάζει το ότι είμαστε ξαδέλφια», πέταξε αυτός βιαστικά. «Δεν είναι τόσο τρομερό όσο νομίζεις. Παλιότερα όλοι οι Ευγενείς κι οι περισσότεροι αριστοκράτες παντρεύονταν τα ξαδέλφια τους για να μην νοθευτεί το αίμα των οικογενειών τους».
«Ναι, με πολύ μεγάλη επιτυχία!», ειρωνεύτηκε και σηκώθηκε απότομα όρθια γυρίζοντας την πλάτη της σ' αυτόν. «Τα παιδιά απ' αυτούς τους γάμους γεννιόνταν σχεδόν όλα με αρρώστιες και τους παρουσιάζεις ως πρότυπα; Ακούς τι λες!;»
«Ποιος μίλησε για παιδιά;», της αντιγύρισε και σηκώθηκε κι αυτός, αν και πολύ πιο ήρεμα. «Είμαστε πολύ νέοι ακόμα για τέτοιες ευθύνες. Μπορούμε όμως να χαρούμε ο ένας το κορμί του άλλου... τον έρωτα. Μη μου πεις ότι δε λαχταράς να τον ζήσεις...»
Η Ύβενλυθ ήταν έτοιμη να ξεσπάσει με όλα τα αδιανόητα που άκουγε, μα το τελευταίο τη σώπασε κι έκανε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν. Τον κοίταξε ξανά στο πρόσωπο. Όσα της έλεγε ήταν εξωφρενικά, όμως η σκέψη του έρωτα γενικώς... αυτή ήταν μία εντελώς άλλη υπόθεση και ξαφνικά σιχάθηκε το ότι είχε συνυφανθεί με εκείνον. «Όχι μαζί σου», ψιθύρισε αμήχανα.
«Είσαι απόλυτη».
«Καλά κάνω».
Ο Όμπερον ξεφύσηξε ακόμα πιο απογοητευμένος. «Δηλαδή, δεν μας δίνεις ούτε μία ευκαιρία;»
«Ούτε μισή. Είμαι ξαδέλφη σου κι απαιτώ να με βλέπεις μόνο έτσι».
«Δε μπορείς να απαιτείς απ' τους άλλους τι να νιώθουν. Κι εγώ νιώθω ότι... ότι η μοίρα μου είναι να καταλήξω μαζί σου. Και δεν έχω σκοπό να αντισταθώ στη μοίρα μου... ούτε σε αυτά που θέλω».
«Πάψε! Και σε παρακαλώ να τα βγάλεις απ' το μυαλό σου όλα αυτά».
«Όχι».
«Δεν είναι ηθικό!»
«Δεν με νοιάζει!»
Η εγωιστική κι αμετανόητη στάση του έφερε τα ταραγμένα της νεύρα στη θραύση και η Ύβενλυθ δάκρυσε σιωπηλά, μη μπορώντας να τα διαχειριστεί. Ανήσυχος και πάλι, ο Όμπερον έφερε το χέρι του στο μάγουλό της και της σκούπισε προσεκτικά τα δάκρυα. Μια κίνηση που υποθετικά έβγαζε συμπόνια, μα ο τρόπος που τα ακροδάχτυλά του άγγιξαν το δέρμα της, σε συνδυασμό με το λάγνο του βλέμμα, διασαφήνιζαν πως από τη μεριά του η συμπόνια ήταν στην πραγματικότητα ερωτικό χάδι. Ανατριχίλα και περισσότερα δάκρυα φανερώθηκαν στη συνειδητοποίηση. «Γιατί μας το κάνεις αυτό;», τον ρώτησε συγκρατώντας έναν λυγμό. «Γιατί καταστρέφεις τη σχέση μας;»
«Εσύ γιατί μας το κάνεις;», τη ρώτησε με παράπονο χωρίς να σταματήσει την κίνησή του. «Γιατί δεν την αφήνεις να προχωρήσει παραπέρα, να εξελιχθεί σε κάτι καλύτερο;»
«Σε τι καλύτερο;», του είπε, γυρίζοντας το κεφάλι της αλλού για να μην μπορεί να έχει το χέρι του επαφή με το πρόσωπό της. «Χάλασες το πρώτο μου φιλί, δεν είδα τίποτα καλύτερο εγώ σ' αυτό».
«Κι αν σου υποσχόμουν...», τον άκουσε να λέει και τον ένιωσε να γυρνά πάλι το κεφάλι της προς το μέρος του. «...ότι θα επανορθώσω; Ότι μπορώ να το επαναλάβω κι αυτή τη φορά να είναι ό,τι καλύτερο έχεις ζήσει ποτέ σου;», τη ρώτησε ενώ πλησίαζε ξανά τα χείλη του στα δικά της. «Μπορώ. Αρκεί να με αφήσεις...», ψιθύρισε όταν οι ανάσες τους ανταμώθηκαν κι απείχαν μόλις λίγα εκατοστά. Το να τον έχει σε απόσταση αναπνοής τής ξύπναγε το ένστικτο της απειλής. Ναι, απειλούταν! Μα αφού απειλούταν... γιατί ταυτόχρονα τη μούδιαζε και κάτι άλλο;
Έκλεισε τα μάτια για να διώξει την τελευταία αίσθηση και βάζοντας τα χέρια της στους ώμους του, έδιωξε κι αυτόν από κοντά της. «Τελείωσε», μονολόγησε. Ο Όμπερον μονάχα την κοίταξε πιο επίμονα.
«Όχι. Τώρα αρχίζει», της δήλωσε αντιγράφοντας την επιτακτικότητά της. «Και δεν θα τελειώσει έως ότου να σε κάνω να καταλάβεις». Την ξαναπλησίασε, πιο απότομα απ' την προηγούμενη φορά κι εκείνη πίστεψε ότι θα την ξαναφιλήσει. Αντ' αυτού ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό της. «Είσαι ζεστή», της ψιθύρισε, απομακρύνοντάς τα μόλις μια σπιθαμή. «Ή έχεις πυρετό ή...», αντί να ολοκληρώσει τη φράση, την ακούμπησε ξανά, κάνοντάς την να ανατριχιάσει πάλι, κάτι που προφανώς αυτός κατάλαβε κι εξέλαβε όπως τον συνέφερε. «Καλύτερα να κάνεις κάτι για τις εξάψεις σου», ολοκλήρωσε μ' ένα πονηρό χαμόγελο κι επιτέλους έφυγε, πηγαίνοντας προς το σαλόνι αδιάφορος. «Ετοίμασε τα πράγματά σου. Φεύγουμε. Αφού έμαθες την Ονειροφυγή, δεν έχουμε άλλο λόγο να κάτσουμε στο αρχοντικό», της ανακοίνωσε ψυχρά, σαν να ήταν έτοιμος για πόλεμο. Κατά κάποιον τρόπο ήταν... Έτοιμος για έναν πόλεμο απόψεων, που είχε ως έπαθλο εκείνη. Ο Όμπερον, όπως θα έκανε σαφές από 'κεί κι έπειτα, σκόπευε να διεκδικήσει αυτό το έπαθλο με όλα του τα μέσα.
---
Μετά από εκείνη τη μέρα, η Ύβενλυθ έκανε ό,τι μπορούσε για να τον μεταπείσει. Στην αρχή του μίλησε μερικές ακόμα φορές, του εξήγησε με ήρεμο κι όμορφο τρόπο πόσο λάθος ήταν αυτό που του καρφώθηκε στο μυαλό. Βάζοντας στην άκρη τον θυμό και τα 'πρέπει' που έμοιαζε να αντιπαθεί όσο η μητέρα του, τού εξέφρασε ειλικρινά τα δικά της συναισθήματα, πόσο την πλήγωνε η συμπεριφορά του και σε πόσο δύσκολη θέση την έφερνε. Όμως έδειχνε ασυγκίνητος σε όλα τα λόγια της. Ακολούθησε ένας χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου οι προσεγγίσεις του γινόντουσαν ολοένα και πιο επίμονες. Δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται κοντά της, να τη βλέπει, να την ακουμπά. Η κοπέλα προσπαθούσε να τον αποφεύγει κι η αντιπάθεια και η αποστροφή της γι' αυτόν όλο κι αυξάνονταν. Από την άλλη, ο φόβος κι η άβολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν έκαναν σταδιακά τους τοίχους του μυαλού της να στενέψουν και την αυτοπεποίθησή της να μείνει απ' έξω.
Ο Άενσσελ δεν είχε προσέξει την τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στα δύο ξαδέλφια. Ντρεπόταν πολύ να του μιλήσει. Πώς να εξηγούσε στον γλυκό κι αθώο πατέρα της κάτι τόσο διεφθαρμένο, που ο νους του δεν θα μπορούσε να χωρέσει; Εδώ ο δικός της νους δεν μπορούσε να το χωρέσει και θεωρούσε ότι το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να τον στενοχωρήσει. Όσο για την Ελίντρα... εκείνης το μάτι ήταν φανερό πως κάτι είχε πάρει, όμως όταν έκανε να της μιλήσει, η θεία της τής είπε απλά: «Πρόσεχε. Μην τον προκαλείς και μείνε μακριά του». Η Ύβενλυθ δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει στη 'συμβουλή' της. Δεν είχε κάνει ποτέ της τίποτα για να τον προκαλέσει. Γιατί να κάνει τώρα; Αντιθέτως, οι δικές του πράξεις ήταν που θα τις χαρακτήριζε προκλητικές.
---
«Όμπερον! Άνοιξε!», του φώναξε στεκούμενη έξω από την πόρτα του δωματίου του ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι.
«Τι θέλεις;», άκουσε τη φωνή του να απαντά φορτωμένη βαρεμάρα από μέσα. Ρουθούνισε στο υποτιμητικό ύφος του.
«Η θεία σε ζητάει».
«Να περιμένει», της απάντησε με το ίδιο ύφος.
«Μου είπε ότι σε θέλει τώρα», επέμεινε η Ύβενλυθ. Μη θέλοντας να φάει αυτή την κατσάδα της Ελίντρας για την αδιαφορία του γιου της, πήρε τη λάθος απόφαση να της τον πάει σηκωτό κι ανοίγοντας με νεύρα την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο. Ο εκνευρισμός της έσπασε σε ξάφνιασμα μόλις τον είδε: ήταν γυμνός με μόνο μία πετσέτα να καλύπτει το κάτω μέρος του σώματός του, ενώ τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα, σημάδι ότι πρέπει μόλις να είχε βγει απ' το μπάνιο. Με τα νερά να στάζουν ακόμη από πάνω του, την πλησίασε δήθεν για να δει τι τον ήθελε, μα ήξερε πολύ καλά τι έκανε, πράγμα που επιβεβαίωσε το κοκκίνισμά της και το βλέμμα της, που δίχως να το επιδιώξει καρφώθηκε στο γυμνασμένο στέρνο και τους κοιλιακούς του.
«Φ-Φόρα κάτι, σε παρακαλώ», του είπε γυρίζοντας το κεφάλι από την άλλη.
Ο Όμπερον χαμογέλασε. «Τι είναι τώρα αυτά; Μη μου πεις ότι ντρέπεσαι να με κοιτάξεις...», της είπε κι εκείνη ένιωσε ακόμα πιο αμήχανα, όταν κατάλαβε ότι μια αίσθηση, σαν φλόγα κάτω χαμηλά, άρχισε να την ενοχλεί. «Από παιδιά έχουμε δει τόσες φορές ο ένας τον άλλο χωρίς καθόλου ρούχα. Το ίδιο είναι και τώρα. Άλλωστε δεν συμβαίνει τίποτε άλλο μεταξύ μας. Έτσι δεν είναι... ξαδελφούλα μου;», ξεστόμισε την τελευταία φράση περιπαιχτικά κι η Ύβενλυθ γύρισε με το θυμωμένο ύφος που είχε μονίμως τον τελευταίο καιρό για να τον επιπλήξει. Αλλά καθώς αντίκρισε το κορμί του και πάλι, η φλόγα που έκαιγε στο δικό της κορμί έγινε πιο δυνατή. Ντροπιασμένη έφυγε μακριά του.
Κλεισμένη για ακόμα μια φορά στο δωμάτιό της, δεν κατάφερε να ξεκολλήσει το μυαλό της από την εικόνα που αντίκρισε. Πάντα τον έβρισκε πανέμορφο και καμάρωνε γι' αυτόν. Τώρα όμως, με εκείνον να έχει ανοίξει τούτο το απαγορευμένο μονοπάτι στο οποίο πάσχιζε να την τραβήξει, η ομορφιά του και μαζί η γνώση ότι μονάχα για χάρη της ήταν πρόθυμος να κάνει μια τόσο μεγάλη υπέρβαση, όσο να αγνοήσει το ίδιο αίμα που κυλούσε στις φλέβες τους, την έκαναν εντελώς απρόσμενα να αμφιταλαντεύεται. Οι σκέψεις της κι ακόμα περισσότερο ο ίμερος που ξύπναγε μέσα της, της έφερε αμφιβολίες για την άποψή της στο θέμα τους...
---
Το ίδιο βράδυ τον είδε στον ύπνο της, εκεί όπου γκρεμίζονταν τα σύνορα της λογικής. Η φιγούρα του ήταν θολή μέσα στο άπλετο φως που τύλιγε και τους δύο, έτσι τον κατάλαβε μόνο από την αισθησιακή του φωνή. «Κι αν σου υποσχόμουν... ότι θα επανορθώσω; Ότι μπορώ να το επαναλάβω κι αυτή τη φορά να είναι ό,τι καλύτερο έχεις ζήσει ποτέ σου;», αναγνώρισε την κουβέντα που της είπε κι αμέσως μετά η αφή του βρεγμένου κορμιού του που εφαπτόταν με το δικό της, το γυμνό δέρμα του πάνω στο γυμνό δέρμα της, η γεύση των χειλιών του, μαλακή και καυτή, καθώς τη φιλούσε... ήταν απλά υπέροχη!
Ξύπνησε με μια γλυκιά ζεστασιά να συνταράζει όλο το σώμα της. Μια αίσθηση που δεν ήξερε αν ήταν όνειρο ή αλήθεια. Το σίγουρο ήταν πως της προκάλεσε μια ευφορία που δεν ήξερε πόση ανάγκη είχε, καθώς μισοκοιμισμένη ακόμα έφερε το χέρι της στο κέντρο αυτής της αίσθησης και ψιθύρισε θελκτικά τ' όνομά του, σφίγγοντάς το. Δεν κράτησε παρά λίγες στιγμές, όμως καθώς ξύπνησε για τα καλά και διαπίστωσε ποιανού το όνομα ψιθύρισε, οι ενοχές επιτέθηκαν ανελέητα, προκαλώντας της αναγούλα. Πρέπει να της είχε κάνει Ονειρομάγια, πρέπει να της είχε κάνει Ονειρομάγια, δε γινόταν αλλιώς! Ήθελε να πειστεί ότι έτσι ήταν, όμως η μελέτη πάνω στο αντικείμενο και η λογική δεν προσέφεραν καθόλου υποστήριξη στο επιχείρημά της. Ο Όμπερον δεν μπορούσε να της κάνει Ονειρομάγια. Ήταν αδύνατον. Η κατάληξη ότι αφ' εαυτού της είχε αρχίσει να τον φαντασιώνεται, την έκανε να νιώσει βρώμικη, ακόλαστη κι ανήθικη, λέξεις που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει αμέτρητες φορές για να τιμωρήσει και να εξευτελίσει τον εαυτό της για όσα σκεφτόταν κι ένιωθε εκεί κάτω.
---
«Πάλι λάθος το γύρισμα, Ύβενλυθ», άκουσε τη φωνή της Μιστίρυς και σαν να ξυπνούσε απ' το ίδιο όνειρο, διαπίστωσε ότι η φίλη της με τα μωβ μαλλιά την κοίταζε επικριτικά. «Καλά, δεν προσέχεις τι δείχνω;», εξέφρασε η αρχηγός της χορωδίας την απορία της και τα υπόλοιπα παιδιά γύρισαν προς το μέρος της, κάποια εμφανώς ενοχλημένα που εξαιτίας της θα έπρεπε να δουλέψουν το τραγούδι τους ξανά από την αρχή. Κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε, ενοχλημένη κι η ίδια από την έλλειψη συγκέντρωσής της.
«Μπερδεύτηκα», είπε μέσα από τα δόντια της.
«Τι έχεις;», ρώτησε η Λάυ, λίγο φιλικά και λίγο ανακριτικά. «Εσύ ήσουνα πρώτη στο να μαθαίνεις στίχους και γυρίσματα και τώρα σε ξεπέρασε μέχρι κι η Τιτάνια, που είναι η καινούρια υποτίθεται, άρα η πιο άσχετη».
«Έι!», ακούστηκε από δίπλα το αποδοκιμαστικό επιφώνημα της πριγκίπισσας, που όμως ήταν ολοφάνερο ότι το έκανε στα αστεία, όσο ήταν επίσης ολοφάνερο ότι κι η Λάυ δε σοβαρολογούσε. Αυτό το διάστημα, μετά κι από την πρώτη τους κοινή εμφάνιση μαζί της πέρυσι, τα μέλη της χορωδίας είχαν όλα αρχίσει να δείχνουν αδυναμία στην τρισχαριτωμένη Νεράιδα που ήταν το μικρότερο κι όπως αποδείχθηκε το πιο ταλαντούχο μέλος τους. Όλοι τους της φέρονταν κυριολεκτικά και μεταφορικά σαν να ήταν πριγκίπισσα, φροντίζοντας να μη σηκώνει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Κι η Τιτάνια δεν πρόβαλε πια αντίσταση σ' αυτό: της άρεσε οι φίλοι της να τη λατρεύουν χωρίς η ίδια να καταβάλλει προσπάθεια γι' αυτό. Η όλη κατάσταση, σε συνδυασμό με όσα περνούσε η Ύβενλυθ στο σπίτι, τής έσπαγε τα νεύρα. Ήδη μέσα της συγκρινόταν μαζί της εδώ κι έναν χρόνο. Ήταν καλύτερη στο τραγούδι από εκείνη, ήταν πιο ώριμη και πιο εργατική. Εκείνη θα έπρεπε να λατρεύουν! Εκείνη! Αν δεν το καταλάβαιναν μόνοι τους, θα τους υποχρέωνε να το καταλάβουν σαν θα γινόταν Μάγισσα των Ονείρων.
Τι είναι αυτά που σκέφτομαι;, αναρωτήθηκε από μέσα της, ενώ οι έντονοι συλλογισμοί της τόση ώρα δεν την άφηναν ν' ακούσει τις φωνές των φίλων της, που προσπαθούσαν χωρίς αποτέλεσμα να συνεννοηθούν μαζί της.
«Μήπως είσαι ερωτευμένη;», ρώτησε ένας απ' τα αγόρια και την έκανε να γουρλώσει τα μάτια της. «Μη ντρέπεσαι», συνέχισε ο Ζελντέρεον. «Θα 'ρχόταν κάποτε αυτή η στιγμή και για σένα».
«Μη σου πω ότι άργησε κιόλας», συμπλήρωσε η Ντόρια και την κάθισε στο πεζούλι του συντριβανιού, όπως θα την κάθιζε σ' ένα εδώλιο κατηγορουμένου. «Λοιπόν λέγε, ποιος είναι ο τυχερός;»
Η Ύβενλυθ στραβοκατάπιε. «Κ-Κανένας. Κάνετε λάθος».
«Έλα τώρα, Λυθ», έκανε κι ο Ζελντέρεον και κάθισε δίπλα της. «Μπορείς να μιλήσεις στους φίλους σου, δε θα σε μαρτυρήσουμε».
«Ναι, μονάχα ένα έξτρα γλυκανάλατο τραγουδάκι θα του αφιερώσουμε στο τέλος της επόμενης εκδήλωσης», γέλασε η Μιστίρυς, κουνώντας το κλαρί-αυτοσχέδια μπαγκέτα που χρησιμοποιούσε για να τους διευθύνει, σχηματίζοντας στον αέρα μια καρδούλα. «Μια ωραία, ερωτική μπαλάντα. Τι λες; Θα το πιάσει το υπονοούμενο;»
Η Ύβενλυθ καθόταν εντελώς σοβαρή, περιμένοντας μάταια να καταλάβουν ότι δεν της άρεσε η κουβέντα. Τα γέλια και τα πειράγματά τους, που τα έβρισκε συνήθως διασκεδαστικά κι ήξερε καλά ότι δεν τα κάνανε με κακό σκοπό, πρώτη φορά τη δυσαρέστησαν τόσο πολύ. Το αποκορύφωμα ήρθε όταν ο Ζελντέρεον την αγκάλιασε απ' τους ώμους. «Πες μου εμένα ποιος είναι και θα πάω να τον ψαρέψω. Εμείς οι άντρες συνεννοούμαστε αλλιώς μεταξύ μας. Θα τον κόψω εγώ αν έχει καλές προθέσεις ή όχι». Τον κοίταξε αβέβαιη. Ήταν κοντά της, υπερβολικά κοντά της, την άγγιζε. Τόσο κοντά της ήταν κι ο Όμπερον, που πολλές φορές την αγκάλιαζε φαινομενικά αθώα μπροστά στους γονείς τους, ενώ ήταν απλά μια αφορμή να την χαϊδέψει αισθησιακά στον αυχένα ή την πλάτη, εκεί που ούτε ο πατέρας της, ούτε η θεία της είχαν οπτική πρόσβαση.
«Κόφτε το πια!», φώναξε την επόμενη στιγμή, σπρώχνοντας απότομα το χέρι του φίλου της και κάνοντας τους υπόλοιπους να τρομάξουν με την άνοδο στη φωνή της. «Σας λέω κάνετε λάθος κι επιμένετε! Σταματήστε ν' ασχολείστε μαζί μου!», συνέχισε φωνάζοντας όλο και πιο δυνατά κι έφυγε, αφήνοντάς τους σε μεγάλη απορία.
«Τι έπαθε;», τόλμησε να ρωτήσει η Τιτάνια μετά από μερικές στιγμές σοκ. «Νόμιζα ότι έτσι πειράζεστε μεταξύ σας». Κανείς δεν απάντησε.
«Μάλλον κάτι έχει ο αέρας του Μαύρου Άλσους», μουρμούρισε η Μιστίρυς, παίζοντας αμήχανα με την μπαγκέτα της. «Όσοι μένουν εκεί είναι αλλοπρόσαλλοι τελικά», συνέχισε κι η γαλαζόμαλλη πριγκίπισσα πίεσε τον εαυτό της να γελάσει αμήχανα.
«Μη στενοχωριέσαι εσύ, γλυκιά μου», έκανε η Ντόρια στη μικρή της φίλη, μη θέλοντας να τη βλέπει λυπημένη. «Ας συνεχίσουμε την πρόβα μας και θα βρεθεί μια άκρη. Κι αφού η Ύβενλυθ έφυγε, θα μας κάνεις τη χάρη να πεις και το δικό της σόλο;» Η Τιτάνια έγνεψε και κάπως ταραγμένα ακόμα, τα παιδιά άρχισαν πάλι να τραγουδούν, χωρίς να προσέξουν ότι ο Λούσεν απομακρύνθηκε.
---
Κρυμμένη πίσω από κάτι δέντρα, στην άκρη της πλατείας, η Ύβενλυθ φύσαγε και ξεφύσαγε θυμωμένα. Όταν δε άκουσε τις φωνές τους από μακριά κι αναγνώρισε τη φωνή της Τιτάνιας να τραγουδά το σημείο που κανονικά τραγουδούσε αυτή, εξοργίστηκε ακόμα περισσότερο. Δηλαδή δεν τους ένοιαξε καθόλου ότι τη στενοχώρησαν; Τόσο αδιάφοροι ήταν; Κι η Τιτάνια μη χάσει! Αμέσως να της φάει τη θέση, έτσι που τα ήθελε όλα δικά της. Έτοιμη να σκάσει, κάλεσε το Ονειρονήμα της, θέλοντας να επιβάλει στο νου της θετικές σκέψεις μήπως κι ηρεμήσει. Μα άκουσε βήματα κι αμέσως βιάστηκε να εξαφανίσει τις κλωστές. Σε λίγα δευτερόλεπτα, είδε έναν νεαρό με κίτρινα μαλλιά να έρχεται προς το μέρος της.
«Έι...», της έκανε κατευναστικά με μια έκφραση ανήσυχη για μια ενδεχόμενη δεύτερη δική της έκρηξη. «Είσαι καλά;», ρώτησε όταν την είδε να μην αντιδράει.
Η Ύβενλυθ έμεινε να περιεργάζεται το πρόσωπό του, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει το βαθύτερο νόημα της ερώτησης. 'Είσαι καλά' όπως 'αισθάνεσαι καλά, μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;' ή 'είσαι καλά' όπως 'πας καλά, τι είν' αυτά που κάνεις;'. Κατέληξε ότι έγερνε πιο πολύ στο πρώτο, μιας κι ο Λούσεν ήταν συνήθως γλυκός κι ευαίσθητος. «Είναι από τις φορές που εύχομαι να ήταν εδώ ο Κάορεν για να επιβάλει την τάξη», μουρμούρισε φορτισμένη ακόμα.
«Ναι κι εμένα μου λείπει ο άτιμος», σχολίασε γελώντας ελαφρά ο Λούσεν, κατά βάθος λυπημένος που ο καλύτερός του φίλος είχε εγκαταλείψει τη χορωδία μετά την απόπειρα της Γιόλας, με σκοπό να είναι συνέχεια μαζί της. «Αλλά γιατί αντέδρασες έτσι; Τι ξέσπασμα ήταν αυτό;»
Τον κοίταξε και ξεφύσηξε, αυτή τη φορά περισσότερο κουρασμένα παρά θυμωμένα. «Συγγνώμη», μουρμούρισε. «Το ξέρω ότι δεν ήτανε τρόπος αυτός. Ω, Σελντίνια, τα παιδιά θα λένε τα χειρότερα...», συνειδητοποίησε.
«Άσε τα παιδιά», της είπε αυτός. «Δεν παθαίνουν τίποτα, δεν είναι κι από ζάχαρη».
«Όλα εκτός απ' την Τιτάνια, έτσι;»
Στον σαρκασμό της ο Λούσεν γέλασε. «Τη ζηλεύεις; Αυτό είναι που σ' έκανε να θυμώσεις;»
«Όχι!»
«Όχι; Η φάτσα σου είναι πιο πράσινη κι απ' τα μαλλιά σου», αστειεύτηκε ο κιτρινομάλλης, αλλά βλέποντάς την πάλι να θυμώνει, μαζεύτηκε. «Ε-Εντάξει, μη μου ρίξεις ξόρκι ανάφλεξης», παρακάλεσε με κωμικό τρόπο και τα χέρια στον αέρα. «Θα μου πεις τουλάχιστον αν ισχύει ότι είσαι ερωτευμένη;»
Η Ύβενλυθ βλεφάρισε. «Όχι, δεν ισχύει. Και το βρήκα άκομψο εκ μέρους σας να επιμείνετε τόσο. Δεν σας έχω δώσει κανένα δικαίωμα να με-»
«Ήρεμα, ήρεμα, Ύβενλυθ». Τη διέκοψε. «Γιατί κάνεις έτσι; Αφού μας ξέρεις και σε ξέρουμε. Δεν ήσουν ποτέ τόσο εύθικτη. Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;»
Για μια στιγμή η κοπέλα σκέφτηκε να του μιλήσει: να του πει τι περνούσε στο σπίτι όλο αυτό το διάστημα. Μα πώς να ξεστομίσει κάτι τέτοιο; Πώς να ξεστομίσει ότι ο ίδιος της ο ξάδελφος είχε πονηρούς σκοπούς για εκείνη; Σίγουρα θα την πέρναγε για φαντασμένη και θα γελούσε μαζί της. «Τίποτα δε συμβαίνει», έκανε ξερά.
«Καλά», απάντησε ήσυχα αυτός. «Πάντως να ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις», συνέχισε κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. «Σε νοιάζομαι, Ύβενλυθ. Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά για μένα δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στην Τιτάνια και σ' εσένα. Κι αν θες... πάντα με την προϋπόθεση ότι δεν είσαι ερωτευμένη, όπως μου είπες... θα... θα μπορούσαμε να βρεθούμε μια φορά. Μ-Μόνοι, χωρίς τους άλλους».
Η πρασινομαλλούσα τον κοίταξε άναυδη. «Λούσεν... μου λες ότι...»
«... ότι μου αρέσεις, ναι», συμπλήρωσε τη φράση της κι έφερε το κεφάλι του πιο κοντά στο δικό της. Η καρδιά της βροντοχτύπησε μέσα στο στήθος της. Από τη στιγμή που μπήκε στην εφηβεία φανταζόταν πώς θα ήταν ένα αγόρι να της πει 'μου αρέσεις'. Το περίμενε με μεγάλη προσμονή. Ο Λούσεν ήταν συμπαθητικός κι αστείος. Ένιωθε άνετα μαζί του και θα μπορούσε εύκολα να είναι αυτός με τον οποίο θα δοκίμαζε κάτι, όπως σκεφτόταν η ανέμελη κι ονειροπολούσα της πλευρά. Μόνο που... αυτή η πλευρά δεν υπήρχε πια. Στη θέση της άλλοτε ενθουσιώδους έφηβης ήταν ένα φοβισμένο κορίτσι, του οποίου η καρδιά δεν βροντοχτυπούσε από χαρά, αλλά από πανικό. Τρέμοντας έκανε ένα βήμα πίσω, αποφεύγοντας μια ενδεχόμενη ένωση των χειλιών τους.
«Λούσεν... είσαι πολύ καλός, αλλά... Μ-Με συγχωρείς, δεν...», δεν μπόρεσε καν να τελειώσει την πρόταση, προτού φύγει για το Μαύρο Άλσος, μην τολμώντας να κοιτάξει πίσω.
Εκείνη τη μέρα, στα μέσα του Ιουνίου, περίπου έναν χρόνο μετά την πρώτη κίνηση του ξαδέλφου της, διαπίστωσε ότι ο έρωτας, αυτός για τον οποίο ανυπομονούσε, της προκαλούσε πλέον απώθηση και το πλησίασμα των αγοριών τής προκαλούσε αμηχανία. Δεν ήθελε να την αγγίζει κανένας άντρας. Η κατάσταση με τον Όμπερον την έφερνε κάθε μέρα πιο κοντά στα όριά της και το κορμί της που αντιδρούσε στις προκλήσεις του, μη λογαριάζοντας τη συγγένεια, την έκανε να αηδιάσει με τον εαυτό της. Να αηδιάσει με τις ηδονές της σάρκας! Μακάρι να μπορούσε να ξαναγίνει παιδί, να γυρίσει πίσω στην εποχή που όλα ήταν απλά και παραμυθένια. Την εποχή που ήταν αθώα κι όχι βρώμικη, όπως τώρα. Κι αν η θεία δεν είχε πει τυχαία εκείνο το 'Μην τον προκαλείς'; Αν είχε παρατηρήσει κάποια κίνηση ή συμπεριφορά που δεν κατάλαβε η Ύβενλυθ; Αν άθελά της είχε κάνει κάτι άσεμνο που προκάλεσε τον Όμπερον κι όλο αυτό ήταν δικό της φταίξιμο;
Βρώμικη, ακόλαστη, ανήθικη, συνέχιζαν οι λέξεις να τη σφυροκοπούν κι έστω κι αν γνώριζε πως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, τους επέτρεπε να μπουν στο μυαλό της και σιγά-σιγά να γίνουν πιστευτές και να την κάνουν σταδιακά να αποξενωθεί από τους φίλους και το χόμπι της.
---
Το βράδυ προπονήθηκε κανονικά με την Ελίντρα, μη ρίχνοντας ούτε ματιά στον Όμπερον δίπλα της, που ευτυχώς τελείωσε πάλι την προπόνησή του στη μέση του μαθήματος κι έτσι δεν ήταν υποχρεωμένη να τον ανεχθεί πολλή ώρα. Η ίδια εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το Ονειρονήμα κι οι λογισμοί ότι κάποτε θα ανάγκαζε τους πάντες να τη λατρεύουν στη θέση της Τιτάνιας, τη βοήθησαν να πάει καλύτερα με την ύφανσή της και να ξεχαστεί εντελώς. Η Ελίντρα έμοιαζε πολύ ευχαριστημένη στο τέλος, πράγμα που την έκανε να νιώσει ότι έστω σε αυτόν τον τομέα πήγαινε καλά. Αλλά με το που η θεία της έφυγε κι η Ύβενλυθ ετοιμάστηκε κι αυτή να βγει από τον Ονειροδάκτυλο, έπεσε πάνω του ξανά. Ο Όμπερον περίμενε κρυμμένος όλη εκείνη την ώρα κι όταν αυτή πλησίασε την πίσω πόρτα του σπιτιού, την άρπαξε απ' το μπράτσο, κάνοντάς την να αναφωνήσει ξαφνιασμένα. «Περνάς ολόκληρη την προπόνηση χωρίς να πεις ούτε μία 'καλησπέρα';», ρώτησε φανερά ενοχλημένος.
«Κόφ' το, Όμπερον. Με κούρασαν οι βλακείες σου», του πέταξε, καθώς συνήλθε γρήγορα απ' τον αιφνιδιασμό του και πασχίζοντας να φανεί ψύχραιμη τίναξε μάταια το μπράτσο της. Δεν είχε καμία όρεξη για συζήτηση, μετά τον τσακωμό με τους φίλους της κι αυτό που έγινε με τον Λούσεν.
«Πολύ αγενής έγινες τελευταία, ξαδέλφη. Δε μου μιλάς, δε με κοιτάς, τι να υποθέσω;», αναρωτήθηκε τάχα θιγμένος, χωρίς να την αφήσει.
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου», τον διέταξε με σφιγμένα δόντια και το ελεύθερο χέρι της να τον σπρώχνει. Μα αυτός δυνάμωσε τη λαβή του.
«Θα προτιμούσα να 'παίζω μαζί σου' με άλλον τρόπο...», της απάντησε προκλητικά. «...πολύ πιο διασκεδαστικό και για τους δυο μας», συμπλήρωσε και την τράβηξε κοντά του.
«Άσε με», ξεφώνισε πανικόβλητη στην απότομη κίνηση και τα χέρια της σπινθήρισαν αμέσως, έτοιμα να ρίξουν το ξόρκι της ανάφλεξης, που άδικα ο καημένος ο Λούσεν υπέθεσε ότι προοριζόταν γι' αυτόν. Ο Όμπερον δεν φάνηκε να τρομάζει. Αντιθέτως, μονάχα τα φρύδια του ύψωσε, σαν να είχε συνειδητοποιήσει κάτι.
«Φοβάσαι;», τη ρώτησε, αν κι η απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι πιο προφανής. «Τι φοβάσαι; Ότι θα σου ορμήσω σαν πεινασμένο θηρίο και θα σε κάνω δική μου με το στανιό; Χα, για Τζέργκα με πέρασες;»
«Για Τζέργκα όχι, για τρελό όμως...», του αποκρίθηκε σταθερά, αν και το φως της μαγείας της ήδη τρεμόπαιζε, αντανακλώντας τον τρόμο της.
«Καθόλου ευγενικός χαρακτηρισμός. Δεν είναι τρόπος αυτός να μιλάει μια ξαδέλφη στον ξάδελφό της, που πάντα τη βοηθούσε και τη στήριζε, από τότε που έχασε τη μανούλα της».
«Αρρωστημένε! Δεν είσαι εσύ ο Όμπερόν μου!», είπε εξοργισμένη από την αναφορά στη μητέρα της. «Δεν είσαι ο ξάδελφος που πάντα με βοηθούσε και με στήριζε! Δεν είσαι το γλυκό αγόρι που θυμάμαι».
«Όχι, δεν είμαι εκείνο το αγόρι. Είμαι όμως ο άντρας που μπορεί να σου προσφέρει τα πάντα. Δέξου με επιτέλους!»
«Μείνε μακριά μου!» Προτού ολοκληρώσει τη φράση, ο Όμπερον την είχε αρπάξει από τη μέση. Τα χέρια της, σβησμένα πια, βρέθηκαν μηχανικά στους ώμους του για να τον σπρώξουν, μα το σκοτεινό του βλέμμα, που τώρα ήταν εκατοστά μακριά απ' το δικό της την παράλυσε. Πέρασαν μερικά μαρτυρικά δευτερόλεπτα στα οποία η Ύβενλυθ προσπαθούσε να μαντέψει την επόμενή του κίνηση. Ο Όμπερον πλησίασε μια σπιθαμή πιο κοντά, αλλά πάνω που εκείνη πίστεψε ότι θα ενώσει με τη βία τα στόματά τους, άφησε τη μέση της κι έκανε πίσω. Τον άκουσε να γελά ειρωνικά και τον κοίταξε αποσβολωμένη, καθώς απομακρύνθηκε από κοντά της. Το μόνο που έμεινε πίσω ήταν τα νεύρα της πιο σπασμένα από ποτέ. Το τελευταίο σκηνικό, ακόμα κι αν φανέρωσε πόσο αδίστακτος ήταν και πόσο δεν έδινε δεκάρα για τα συναισθήματά της, την έκανε να νιώσει πάλι περίεργα, ενώ η φαντασία της τής έπαιζε πονηρά παιχνίδια. Έπιανε τον εαυτό της όλο και πιο συχνά να αποζητά τα χέρια και τα χείλη του κι αυτό όλο και τη βύθιζε πιο πολύ στο σκοτάδι, απ' όπου δεν είχε κανέναν τρόπο να δραπετεύσει.
Ο Όμπερον πάλι συνέχιζε σταθερά και μεθοδικά το παιχνίδι του, προβλέποντας με ακρίβεια τις αντιδράσεις της, βέβαιος πως ήταν θέμα χρόνου να λυγίσει και να του δοθεί. Κάθε μέρα που περνούσε, σε κάθε ντροπαλό της βλέμμα η εμμονή μαζί της γιγαντωνόταν μέσα του. Ο τρόπος της το έκανε πιο ξεκάθαρο από όσο ήδη αυτός γνώριζε· ήταν απαγορευμένο, ήταν ανίερο. Μα δεν τον ενδιέφερε πια. Αυτό που ένιωθε ο Όμπερον για την Ύβενλυθ ήταν ένα πάθος από εκείνα που ξέρεις πως θα καείς, μα δεν σε νοιάζει. Και όσο και αν έδειχνε ότι δεν τον ήθελε, άλλο τόσο ήταν πεπεισμένος να την κάνει να τον θέλει. Συνέχισε να την πλευρίζει, παρ' όλες τις δικές της προσπάθειες να τον αποδιώξει, μέχρι που ήρθε η Μεγάλη Γιορτή του Φθινοπώρου...
---
Να 'μαστε, λοιπόν, σε άλλο ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια που έχω γράψει! Και πάλι ήθελα να είναι μεγαλύτερο, όμως επειδή τα γεγονότα που ακολουθούν είναι πολύ σημαντικά, αποφάσισα να τα διανθίσω όσο μπορώ στο παρακάτω κεφάλαιο, αντί να τα στριμώξω σ' αυτό και να βγει τεράστιο.
Καμιά φορά δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο βαρύ και τραγικό είναι κάτι που γράφουμε, μέχρι να χρειαστεί να το δούμε εις βάθος. Από το 2019 έχω στο νου μου ότι ο Όμπερον την έβλεπε ερωτικά, αλλά αυτές τις μέρες, καθώς έγραφα αυτό το κεφάλαιο ένιωσα μεγάλη λύπη κι άλλα πάρα πολύ δυνατά συναισθήματα για την κατάσταση που βιώνει η Ύβενλυθ. Θα μιλήσω σε παρακάτω κεφάλαιο για το ζήτημα των ενοχών (ίσως δεν χρειαστεί να το κάνω αυτοπροσώπως, αφού η ιστορία θα μιλάει από μόνη της), αλλά προς το παρόν θέλω να πάω στον αστερίσκο που άφησα στο προειδοποιητικό σημείωμα:
*Ναι, αυτά που κάνει ο Όμπερον εδώ είναι σεξουαλική παρενόχληση! Σεξουαλική παρενόχληση δεν θεωρούνται μόνο τα χουφτώματα και τα πρόστυχα λόγια. Οποιαδήποτε μορφή ερωτικής προσέγγισης που έχει ως μέσο τη χειραγώγηση και δεν σταματάει παρ' όλο που μπορεί να έχετε κάνει σαφές ότι δεν σας αρέσει είναι σεξουαλική παρενόχληση. Αν αντιμετωπίσατε ή αντιμετωπίζετε κάτι τέτοιο, σας παρακαλώ μην μένετε αδιαμαρτύρητες κι αδιαμαρτύρητοι! Μιλήστε! Μιλήστε στους δικούς σας ανθρώπους ή σε ειδικούς. Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεστε ή να φοβάστε κι έχετε κάθε δικαίωμα να ζείτε ελεύθεροι, μακριά από την καταπίεση τέτοιων ανεπίτρεπτων συμπεριφορών!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top