Επιθυμίες
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει ώριμα θέματα, μεταξύ άλλων αναφορές στην πορνεία, αναφορές σε σεξουαλικά ζητήματα και ενδοοικογενειακή βία.
Επιθυμίες
Για τέταρτη φορά εκείνη την εβδομάδα, ο Όμπερον πετούσε στο μονοπάτι που οδηγούσε από το Μαύρο Άλσος στην πόλη, σφυρίζοντας εύθυμα. Από μέσα του γέλασε ειρωνικά με την Ύβενλυθ, που αν και πάσχιζε, δεν πλησίαζε την δική του πρόοδο, με αποτέλεσμα να δικαιούται μόνο μία εβδομαδιαία έξοδο. Επίσης έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του για το πόσο είχε εξελίξει τα μάγια του τους τελευταίους μήνες. Έπειτα από χρόνια που σπατάλησε κλεισμένος στα στενά σύνορα της πατρικής του γης, με διάβασμα και προπόνηση, είχε επιτέλους τη δυνατότητα να δραπετεύει. Στη χρήση του Ονειρονήματος ήταν πια τόσο καλός, που χρειαζότανε μόνο το μισό μάθημα, κάτι που ήρθε εντελώς απρόσμενα και βεβαίως το καλοδέχτηκε. Τώρα το όμορφο αυτό ανοιξιάτικο απόγευμα ήταν δικό του για να το περάσει όπως επιθυμούσε! Μία μικρή επιβράβευση για τον κόπο του! Χαρούμενος με την τελευταία σκέψη, συνέχισε να προχωρά, αλλά τη διαδρομή του σταμάτησε άξαφνα μια μελωδική φωνή που κάλεσε τραγουδιστά τ' όνομά του. Γύρισε με πρόσωπο έκπληκτο προς το μέρος της χαριτωμένης νεαρής Νεράιδας που πετάριζε βιαστικά προς αυτόν, λουσμένη στις ρόδινες ακτίνες του απογευματινού ήλιου, με τα μακριά ροζ μαλλιά με τις μπλε ανταύγειες και το λαχανί φόρεμα ν' ανεμίζουν. «Γιόλα; Τι γυρεύεις εδώ;», αναρωτήθηκε χαμογελαστά κι εκείνη ακόμα πιο χαμογελαστά του απάντησε:
«Μέρες έκανες να φανείς. Σε πεθύμησα».
«Το ξέρω, γλυκιά μου», αποκρίθηκε απολογητικά ο έφηβος με φωνή που έσταζε μέλι. «Κι εγώ σε πεθύμησα, μα ξέρεις το πρόγραμμά μου... δεν μπορώ να αμελήσω τη μόρφωσή μου».
«Ω, το ξέρω, μα ό,τι κι αν είναι αυτό που μελετάς, η ζωή δεν είναι μόνο μόρφωση», είπε παραπονιάρικα η Γιόλα, απλώνοντας αργά, με μια αίσθηση ντροπής, τα χέρια της γύρω απ' τον λαιμό του. «Πότε θα ξεκλέψεις ξανά λίγο χρόνο για να δεις την καλή σου;»
Εκείνος άφησε το βλέμμα του να χαθεί στο δικό της: ένας μεσονύκτιος ουρανός απέναντι από ένα καταπράσινο λιβάδι. «Είσαι πράγματι η καλή μου;», τη ρώτησε με ένα ίχνος ανασφάλειας που εκείνη έβρισκε απίστευτα χαριτωμένο.
«Είμαι», του απάντησε κι αμέσως έλιωσε στα χέρια του σαν τα χείλη του άγγιξαν απαλά τα δικά της.
«Πάντα θα είσαι;», τη ρώτησε στο τέλος του πρώτου φιλιού, χωρίς όμως να την αφήσει να του απαντήσει, αφού τη φίλησε ξανά και ξανά, αυτή τη φορά πιο παθιασμένα.
«Είμαι και πάντα θα είμαι», ψιθύρισε αδύναμα η Γιόλα στο τέλος. «Αφού το ξέρεις, Όμπερον, από τη νύχτα που ενωθήκαμε είμαι δική σου και μόνο δική σου».
Ο νεαρός εραστής της τής προσέφερε ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης, που όμως εξαφάνισε γρήγορα. «Κι εκείνος;», τη ρώτησε ανήσυχα.
«Ο Κάορεν δεν θα μας ενοχλήσει ξανά», τον διαβεβαίωσε. «Το τελείωσα μαζί του, όπως σου υποσχέθηκα. Τώρα ξέρω ότι μόνο εσένα αγαπώ και κανέναν άλλο! Κανένας δεν θα μπει ποτέ ανάμεσά μας, γλυκέ μου!», ολοκλήρωσε και το πρόσωπό της έλαμπε από ευτυχία.
Ο Όμπερον τότε τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την τράβηξε πιο κοντά του. «Πολύ χαίρομαι γι' αυτό», της είπε φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού της, μα σίγουρα χάρηκε πολύ περισσότερο όταν την ένιωσε να τρεμουλιάζει από ανατριχίλα.
«Αυτό σημαίνει ότι... θα βρεθούμε μόνοι απόψε;», τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον με μια έντονη επιθυμία στα μάτια της, που δεν άργησε να γίνει έντονη και στη φωνή της. «Την πρώτη μας νύχτα δεν μπορώ να τη βγάλω απ' το μυαλό μου, Όμπερον! Ήταν τόσο υπέροχη, όπως την ονειρεύτηκα! Θέλω... να την ξαναζήσω...», του ψιθύρισε, προτού αφήσει ένα υγρό φιλί κάτω ακριβώς από το αυτί του.
«Κι εγώ...», της ψιθύρισε κι αυτός καθώς κι άλλα φιλιά ακολούθησαν κι η αίσθηση της νίκης του τον συνεπήρε όσο κι αυτά. Ποιος να το περίμενε ότι η Γιόλα η σεμνή, η αυστηρή, η πάντα κολλημένη με τον Κάορέν της θα έφτανε σε σημείο να εκδηλώνεται τόσο απροκάλυπτα, να τον προκαλεί ερωτικά στη μέση του άλσους, όπου άνετα κάποιος θα μπορούσε να περάσει και να τους δει. Η ιδέα τον έκανε να την σπρώξει ελαφρά πίσω. «...όμως πρέπει να κάνουμε υπομονή», διασαφήνισε. «Δεν θέλουμε να μας πάρουν είδηση και ν' αρχίσουν να μιλούν άσχημα για σένα. Δεν θα το άντεχα».
Το κορίτσι ξεφύσηξε. «Καταλαβαίνω. Και με συγκινεί που νοιάζεσαι για μένα, Όμπερον, μα έως πότε θα-»
«Όλα στην ώρα τους», τη διέκοψε. «Και πίστεψέ με, δεν θα αργήσει η ώρα».
Η Γιόλα ήταν σιωπηλή. Η στάση του σώματός της έβγαζε απογοήτευση, σφίχτηκε να χαμογελάσει όμως από φόβο μην τον δυσαρεστήσει. «Τότε μέχρι να έρθει... κράτα αυτό για να με σκέφτεσαι», του είπε τελικά κι έβαλε στο χέρι του ένα μικρό μπλε ανθάκι που έλυσε από το κολιέ που φορούσε.
Ο Όμπερον το μύρισε. «Είναι υπέροχο, όπως κι εσύ, ξωθιά μου», της είπε με συγκίνηση και τη φίλησε μια τελευταία φορά, για να την αποχαιρετήσει. «Να μ' ονειρευτείς», της ψιθύρισε προτού απομακρυνθεί, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι η ευχή που της έδωσε θα γινόταν άμεσα πραγματικότητα. Η Γιόλα έμεινε στο μονοπάτι, να κοιτάζει τη μορφή του και ν' αναρωτιέται πότε θα τον σφίξει ξανά στην αγκαλιά της.
---
Πολύ μακριά από το Μαύρο Άλσος, μακριά από τον Όμπερον και τη Γιόλα, μακριά από τα σκοτεινά σχέδια της Ελίντρας κι όμως... τόσο κοντά όσο μια πεταλούδα από το νέκταρ μιας μαργαρίτας, ζούσε μόνη και δίχως φίλους κι ενδιαφέροντα η Πριγκίπισσα Τιτάνια. Μέσα στο τεράστιο, πολυτελές της παλάτι, η δεκατετράχρονη νεαρή με τις πλούσιες γαλάζιες μπούκλες περνούσε τις μέρες της με μαθήματα καλών τρόπων, μουσικής, ιστορίας κι όλα όσα έπρεπε να γνωρίζει μια πριγκίπισσα του βασιλείου των Νεραϊδών, για να γίνει μια μέρα βασίλισσα και να κυβερνήσει συνετά τον λαό της. Και μπορεί να φόραγε τα ωραιότερα φορέματα, να τη φρόντιζαν δεκάδες υπηρέτες και να μην είχε νιώσει το αίσθημα της πείνας, μα η Τιτάνια δεν ήταν ευτυχισμένη. Αισθανόταν πως ζούσε σ' ένα χρυσό κλουβί και συχνά λαχταρούσε να γνωρίσει τον κόσμο κι έξω από τα κάγκελα.
«Υψηλοτάτη, τι κοιτάζετε που σας στενοχωρεί τόσο;», τη ρώτησε εκείνο το απόγευμα μία από τις Συνοδούς της μητέρας της, η οποία είχε αναλάβει να της χτενίσει τα μαλλιά, την ώρα που η Τιτάνια χάζευε έξω απ' το παράθυρο της κάμαρής της. Οι κινήσεις της ήταν πολύ προσεκτικές, ώστε να μην την πονέσει κι η στολισμένη βούρτσα με τα ροζ πολύτιμα πετράδια έκανε τα ήδη στιλπνά της μαλλιά ακόμα πιο όμορφα. Η Τιτάνια αναστέναξε μελαγχολικά.
«Κοιτάζω το βασίλειό μας», απάντησε με τη γλυκιά της φωνή στη μεγαλύτερη γυναίκα. «Μοιάζει τόσο μεγάλο... τόσο γεμάτο!».
Η Συνοδός συνέχισε να την χτενίζει με τον ίδιο ρυθμό. «Ω», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει. «Κι αυτό... σας τρομάζει;»
«Το αντίθετο θα έλεγα», απάντησε το κορίτσι, ακολουθώντας με το βλέμμα του μια πεταλούδα με μωβ φτερά, που προσγειώθηκε σαν πούπουλο στο περβάζι. «Με συναρπάζει τούτος ο όμορφος κόσμος, Αντέμονα», εξήγησε και με πολλή προσοχή έτεινε το αριστερό της χέρι για ν' αγγίξει την πεταλούδα. «Τόσα χρόνια διαβάζω γι' αυτόν! Τόσα χρόνια μαθαίνω τα πάντα για το ποιες είναι οι Νεράιδες, μα... δεν τις έχω γνωρίσει από κοντά. Θέλω να τις γνωρίσω! Να ζήσω όπως ζούνε κι αυτές!», εξακολούθησε να μιλάει, όμως λίγα χιλιοστά πριν τα ακροδάχτυλά της αγγίξουν τα μωβ φτερά, το μικρό έντομο τα ανοιγόκλεισε κι απομακρύνθηκε γρήγορα και με χάρη. «Μα ποιον κοροϊδεύω..;», αναστέναξε και πάλι, παρακολουθώντας την πεταλούδα να φεύγει και να χάνεται κάπου στον ορίζοντα, πάνω από την ένδοξη πόλη που απλωνόταν μπροστά της. «Είναι μάταιο να σκέφτομαι μ' αυτόν τον τρόπο, σωστά; Η μητέρα δεν θα μ' αφήσει ποτέ να ζήσω σαν φυσιολογική Νεράιδα».
«Μα δεν είστε», είπε με σκοπό να την παρηγορήσει η Αντέμονα, όμως βλέποντας την απογοήτευση στα βιολετιά μάτια της, σαν γύρισε και την κοίταξε, κατάλαβε ότι τα λόγια της δεν βοηθούσαν και πολύ. «Είστε κάτι καλύτερο», διευκρίνισε. «Είστε μία πριγκίπισσα!»
«Κουράστηκα να είμαι πριγκίπισσα!», εξέφρασε η Τιτάνια το παράπονό της. «Κουράστηκα να πρέπει να είμαι σε όλα τέλεια! Θέλω να βγω απ' το παλάτι, να αποκτήσω φίλους, να ζήσω! Μακάρι να το καταλάβαινε αυτό η μητέρα...»
Η Αντέμονα την κοίταξε με συμπόνια, μα στη συνέχεια πρότεινε να μην καθυστερήσουν άλλο και να την αφήσει να τελειώσει με το χτένισμα, μιας κι είχε διαταγές απ' τη Βασίλισσα Συμπελίν να μην κάνει πάνω από ένα τέταρτο μ' αυτή της τη δουλειά. Η Τιτάνια, που δεν ήθελε η Συνοδός της μητέρας της να μπλέξει εξαιτίας της, δεν έφερε αντίρρηση γύρισε ξανά προς τη θέα του παραθύρου της κι ένιωσε για άλλη μία φορά τη γνώριμη αίσθηση της βούρτσας στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Άλλωστε είχε ήδη βγάλει από μέσα της όσα τη βάραιναν. Αν έλεγε παραπανίσιες κουβέντες, θα έθετε σε κίνδυνο το σχέδιο που οργάνωνε βδομάδες τώρα.
Μόλις η Αντέμονα τελείωσε, βγήκε απ' το δωμάτιο και την άφησε μόνη, η πριγκίπισσα άνοιξε την τεραστίων διαστάσεων ντουλάπα της και ξετρύπωσε απ' το πίσω μέρος της ένα άσπρο τυλιγμένο ύφασμα. Με συνέπεια δευτερολέπτου πήρε είδηση τους φρουρούς του κήπου να αλλάζουν πόστα (είχε χρονομετρήσει ακριβώς την ώρα που το έκαναν), βγήκε απ' το παράθυρο και πετάρισε αργά προς το έδαφος. Κατόπιν ξεδίπλωσε το ύφασμα, έναν ανάλαφρο μανδύα και κάλυψε προσεκτικά τα φρεσκοχτενισμένα μαλλιά και τα μεγάλα χρυσά φτερά της με αυτόν. Η πίσω πύλη ήταν ανοιχτή, όπως υπολόγισε κι η σκέψη ότι με μερικά τρεχάτα βήματα θα προλάβαινε να τη διαβεί πριν την κλείσουν οι νέοι φρουροί που θα φτάνανε από στιγμή σε στιγμή για την βάρδιά τους, την έκανε να χαμογελάσει τρισευτυχισμένη. Επόμενος σταθμός, ένα απόγευμα όπου θα ζούσε σαν κανονικό κορίτσι της ηλικίας της. Η μητέρα της ήταν απασχολημένη με τις βασιλικές της υποθέσεις. Δεν θα το μάθαινε ποτέ!
---
Έστρεψε το κεφάλι του στην κατεύθυνση της Νεράιδας που ήταν ξαπλωμένη δίπλα του κι εξακολουθούσε ν' ασθμαίνει βαριά, προσπαθώντας να συνέλθει. «Σ' άρεσε;», ρώτησε μ' ένα πονηρό χαμόγελο. Φυσικά και γνώριζε την απάντηση. Την είχε καταλάβει από το κορμί της που σπαρταρούσε και τις δυνατές κραυγές της λίγες στιγμές πριν, όμως ήθελε να την ακούσει. Κάθε φορά ήθελε να την ακούσει.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε κι έκανε πίσω μια τούφα από τα σγουρά κόκκινα μαλλιά της. «Ω, Άρχοντα Όμπερον ήταν... υπέροχο!», αναφώνησε ξέπνοα. Στα κατάμαυρα μάτια της έκαιγε ακόμα η έκσταση. «Ήσασταν τόσο... τόσο καλός. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο-»
«Σου το είπα, όμορφη, τις τηρώ τις υποσχέσεις μου», τη διέκοψε μ' ένα φιλί στα χείλη, που την έκανε αμέσως να μουδιάσει και να ξαπλώσει πίσω στο μαξιλάρι της. Προς μεγάλη της απογοήτευση το φιλί του διήρκησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα κι όταν τον ένιωσε να απομακρύνεται και να σηκώνεται απ' το κρεβάτι, η επιθυμία που κιόλας έπαιρνε νέα μορφή μέσα της, τής έφερε μεγάλη δυσαρέσκεια.
«Φεύγετε από τώρα;», τον ρώτησε καθώς τον είδε που άρχισε να φορά τα ρούχα του.
«Έχω απίστευτα φορτωμένο πρόγραμμα», της απάντησε, μη μπαίνοντας στον κόπο να γυρίσει προς το μέρος της. «Ήδη έλειψα από το σπίτι και την εκπαίδευσή μου περισσότερο απ' όσο έπρεπε...», συμπλήρωσε κι εκείνη ανακάθισε, στηρίζοντας την πλάτη της στο κεφαλάρι από κλαδιά στα οποία δέσποζαν ολοζώντανα και καταπράσινα φύλλα.
«Γιατί... δεν μένετε λιγάκι ακόμα;», τον ρώτησε κι ο νεαρός έπιασε αμέσως τον συνδυασμό ερωτισμού και ικεσίας στη φωνή της. Γύρισε και την κοίταξε: τα μεγάλα της μάτια και το αυθάδικο μπούστο της τον προκαλούσαν σε άλλο ένα ταξίδι στην απόλαυση. «Η δεύτερη φορά θα είναι... κερασμένη...», του ψιθύρισε στα κρυφά.
«Δε μπορώ», της είπε χωρίς να συγκινείται ούτε απ' το θέαμα, ούτε απ' την προσφορά. Με όλα του τα ρούχα φορεμένα, διόρθωσε μια στιγμή τα μαλλιά του και πήγε να φύγει, όταν η νεαρή Νεράιδα μπουσούλησε βιαστικά ως την άκρη του οβάλ στρώματος και πρόλαβε να του αρπάξει το χέρι.
«Σας παρακαλώ, μόνο λιγάκι ακόμα», την άκουσε να λέει κι αυτή τη φορά ο ερωτισμός είχε εκτοπιστεί εντελώς, αφήνοντας ελεύθερο όλο το χώρο στην ικεσία.
Η ήδη αυξημένη αυταρέσκεια και ικανοποίησή του αυξήθηκε έτι περισσότερο όταν την κοίταξε γονατιστή επάνω στο κρεβάτι, να αποζητά τη συντροφιά του. «Μη μου το κάνεις τόσο δυσάρεστο, Φυέλλα», δήλωσε εντελώς αντιφατικά και παίρνοντας το χέρι του από το δικό της, άφησε στη θέση του μερικές γυαλιστερές πετρίτσες, κρύες κι άψυχες.
Τις κοίταξε με απέχθεια, σαν να ήθελε να τις πετάξει, πριν κοιτάξει ξανά τα μάτια του. «Πότε θα ξανάρθετε;»
«Δεν ξέρω. Ίσως... σε μια βδομάδα; Σε δυο; Σε τρεις; Θα δείξει», έκανε ο Όμπερον παιχνιδιάρικα. «Θα είσαι εδώ να με περιμένεις;», ρώτησε ψιθυριστά, σκύβοντας αργά προς το μέρος της.
Η Φυέλλα ήταν έτοιμη να κάνει την απογοήτευση κι ακόμα τον θυμό της πιο φανερό, μόλις όμως άκουσε το τελευταίο, η ελπίδα μέσα της τη γλύκανε. «Μα, φυσικά, Άρχοντα Όμπερον. Θα μετράω τις μέρες!», αναφώνησε με πραγματική ανυπομονησία.
«Είτε μετά πληρωμής, είτε άνευ;», τη ρώτησε με τα χείλη του να χαϊδεύουν σχεδόν τα δικά της.
«Είτε μετά πληρωμής, είτε άνευ...», επανέλαβε μαγεμένη και πιάνοντας το χέρι του ξανά, αυτή τη φορά απαλά, χωρίς την ίδια απελπισία με πριν, έβγαλε απ' τα μαλλιά της ένα μικρό λιλά ανθάκι και του το έδωσε, σαν να έδενε με αυτόν τον τρόπο τον όρκο της. Αντί για ένα ακόμη φιλί, το μόνο που της χάρισε προτού βγει απ' το δωμάτιο και κλείσει την πόρτα πίσω του ήταν ένα χαμόγελο, μικρό, αλλά άκρως γοητευτικό και γεμάτο υποσχέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι το εξέλαβε αυτή, παίρνοντας μια αναζωογονητική ανάσα πριν δεχτεί τον επόμενο πελάτη της, επιστρέφοντας στην ανιαρή κι αποκρουστική πλέον για εκείνη πραγματικότητα.
---
Το απόγευμα κόντευε να πάρει το δρόμο του, μα ήταν μέρα ακόμα. Η γαλαζόμαλλη Νεράιδα της οποίας η πλούσια κόμη κρυβόταν αποτελεσματικά μέσα στον λευκό μανδύα, προχωρούσε αμέριμνη στους παραμυθένιους δρόμους του Νεραϊδοβασιλείου κι η παρουσία της δε γινόταν αντιληπτή από κανέναν. Μόνο κάτι παιδάκια που είδαν την άσπρη, αέρινη φιγούρα, σκόρπισαν πετώντας και φωνάζοντας «Πνεύμα! Πνεύμα!». Η κοπέλα χαμογέλασε απολογητικά ρίχνοντας ένα βλέμμα προς την κατεύθυνσή τους, προτού συνεχίσει να περπατά, σχεδόν χοροπηδώντας από ενθουσιασμό. Δεν είχε στη διάθεσή της πάνω από δύο ώρες, μα ήταν ευγνώμων στη Θεά του Φεγγαριού που ευλόγησε το σκασιαρχείο της ώστε τίποτα να μην πάει στραβά. Σκέφτηκε να πάει στον ναό και να την ευχαριστήσει τρόπον τινά από κοντά, μα τότε... μερικές νεανικές φωνές που τραγουδούσαν κάπου στα αριστερά της τράβηξαν αμέσως την προσοχή της. Σίγουρα θα 'ταν συνομήλικοί της, σκέφτηκε κι η καρδιά της χτύπησε. Οι μελλοντικοί της φίλοι θα μπορούσαν να βρίσκονται μια ανάσα μακριά. Έπρεπε να τους γνωρίσει! Αμελώντας τη βεγγέρα στη Θεά και μακρινή πρόγονό της, έτρεξε προς το μέρος όπου ακούγονταν οι φωνές.
---
Η εφηβική συντροφιά αποτελούταν από επτά Νεράιδες, τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια που ήταν μαζεμένα σε κύκλο. Κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου, χόρευαν έναν κυκλωτικό χορό, τραγουδώντας παράλληλα ένα αγαπημένο τραγούδι του λαού τους. Όταν το τραγούδι τελείωσε, σκόρπισαν γελώντας στη μικρή πλατεία. «Αυτό ήταν πολύ καλό, παιδιά», φώναξε χαρούμενη μία κοπέλα με σγουρά μωβ μαλλιά. «Λίγες πρόβες ακόμα και θα 'μαστε έτοιμοι για την Γιορτή της Σελήνης. Θα τους δείξουμε εμείς τι σημαίνει 'νεανική χορωδία'», συνέχισε κι όλοι έδειξαν να χαίρονται με την ανακοίνωσή της.
«Έι, Ύβενλυθ, γιατί δεν έρχεται πια ο ξάδελφός σου ν' αράξει μαζί μας;», ρώτησε ένας κιτρινομάλλης νεαρός μια κοπέλα με σκούρα πράσινα μαλλιά.
'Μακάρι να 'ξερα', ήθελε να πει η Ύβενλυθ, μιας κι ο ξάδελφός της είχε γίνει ακριβοθώρητος και για την ίδια, έστω κι αν ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Δεν πρόλαβε όμως να μιλήσει.
«Πολύ ακατάδεχτος μας βγήκε τελευταία ο 'Άρχοντας Όμπερον'», συμπλήρωσε ένα άλλο αγόρι με σκούρα μπλε μαλλιά κι η κοπέλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη από τον έντονο σαρκασμό στη φωνή του.
«Γιατί μιλάς έτσι, Κάορεν;», τον ρώτησε κι ο συνομήλικός της την κοίταξε κι αυτός ξαφνιασμένος από την αυστηρότητά της. «Έχω καταλάβει ότι δεν είσαστε όπως ήσασταν. Τις προάλλες σας είδα έτοιμους να πιαστείτε στα χέρια. Τι συμβαίνει ανάμεσά σας;»
Ο Κάορεν έσφιξε τα δόντια. «Ρώτα εκείνον...»
«Τον ρώτησα. Και δεν μου είπε τίποτα».
«Εμ τι να σου πει; Θέλει ειλικρίνεια και παλικαριά για να παραδεχτεί κανείς ότι είναι ανέντιμος. Κι αυτός δεν έχει τίποτα απ' τα δύο».
«Ο ξάδελφός μου δεν είναι ανέντιμος!», φώναξε η Ύβενλυθ και πετάχτηκε πάνω, τραβώντας και την προσοχή των άλλων τεσσάρων παιδιών που κουβέντιαζαν λίγο πιο πέρα. «Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι που ξεστομίζεις τέτοια βαριά λόγια γι' αυτόν, Κάορεν! Ο Όμπερον είναι φίλος σου υποτίθεται και-»
«Σωστά το είπες, 'υποτίθεται'», τόνισε ο Κάορεν διακόπτοντάς την. «Δεν θέλω τέτοιους φίλους». Ήταν προφανές πως είχε να πει κι άλλα, μα ο κιτρινομάλλης δίπλα του τον συγκράτησε και τον οδήγησε μακριά, αφήνοντας την Ύβενλυθ να τους βλέπει απορημένη να ψιθυρίζουν.
«Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε την ώρα που μία από τα κορίτσια, η Ντόρια, ήρθε και κάθισε στα δεξιά της. «Τι έκανε ο Όμπερον στον Κάορεν;»
«Τίποτα!», της απάντησε με σιγουριά η Ντόρια. «Κάποιος τόσο γλυκούλης δεν θα μπορούσε να κάνει κακό σε κανέναν. Να δεις που ο Κάορεν θα τον ζηλεύει, γι' αυτό πετάει κακίες».
«Ή μπορεί να έχει τις μαύρες του γιατί η Γιόλα τον παράτησε και να ξεσπάει όπου βρίσκει», πρόσθεσε ένα άλλο κορίτσι που κάθισε στα αριστερά της.
«Τον παράτησε; Πότε;», απόρησε η Ύβενλυθ, κοιτάζοντας μία τη μία, μία την άλλη.
«Καλά, πού ζεις εσύ;», την πείραξε η Λάυ. «Η Γιόλα ζήτησε απ' τον Κάορεν να χωρίσουν τις προάλλες κι αυτουνού του καρφώθηκε στο μυαλό ότι φταίει ο Όμπερον».
«Φαντασιοπληξίες!», έκανε η Ντόρια. «Αφού η Γιόλα δεν τον χώνευε τον Όμπερον! Ούτε να τον βλέπει δεν ήθελε. Και πάλι καλά, δηλαδή... μια λιγότερη αντίπαλος για μένα».
«Εννοείς 'για μένα'», τη διόρθωσε η Λάυ κι αγνοώντας την Ύβενλυθ ανάμεσά τους, άρχισαν να διαπληκτίζονται για το ποια από τις δύο θα κατέληγε να επιλέξει ο γοητευτικός νεαρός για τον οποίο γινόταν λόγος. Όμως η πρασινομαλλούσα δεν έμοιαζε να έχει πειστεί απ' όσα άκουσε.
Μια φορά την εβδομάδα είχε την ευκαιρία να κάνει παρέα μ' αυτά τα παιδιά, που τη βοήθησαν να κοινωνικοποιηθεί, όταν εκείνη κι ο ξάδελφός της, αμήχανοι κι αποξενωμένοι, άρχισαν να βγαίνουν. Της άρεσε πολύ να συζητά και να αστειεύεται μαζί τους, ανάμεσα στις πρόβες για το τραγούδι, το οποίο λάτρευε ως χόμπι. Μα σήμερα ούτε εδώ δεν μπορούσε να ξενοιάσει. Μπερδεμένη σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα προς το συντριβάνι της πλατείας. Τα νερά λαμπύριζαν σαν χρυσάφι στο απογευματινό πορτοκαλί φως. Κοίταξε πιο προσεκτικά: ένας απ' τους πίδακες είχε ξεφύγει απ' την πορεία του κι έριχνε το νερό του πάνω στους άλλους που βρίσκονταν κοντά του. Και μπορεί όλο αυτό να οδηγούσε σε μία πιο όμορφη εικόνα, μα η στάθμη σ' εκείνο το σημείο του συντριβανιού είχε ανέβει υπερβολικά ψηλά, με αποτέλεσμα να είναι έτοιμο να ξεχειλίσει. Παράλληλα η άλλη πλευρά, εκείνη στην οποία υπέθετε πως θα έπεφτε κανονικά ο πίδακας, φαινόταν πολύ πιο ρηχή. Η έφηβη αναστέναξε. Για κάποιο λόγο, αυτή η εικόνα της θύμιζε τον Όμπερον. Τελευταία της έδινε την εντύπωση πως ξέφευγε κι αυτός απ' τη δική του πορεία όλες τις ώρες που εξαφανιζόταν κι εκείνη δε γνώριζε πού πήγαινε ή τι έκανε. Είχε επίσης προσέξει πως, όπως στο συντριβάνι, έτσι και στην κοινωνική ζωή του Όμπερον, υπήρχε όλο και πιο μεγάλη ανισορροπία: όσο τα κορίτσια τον λατρεύανε, άλλο τόσο τα αγόρια τον αντιπαθούσαν και δεν θέλανε πια να τον κάνουν παρέα. Μα τι σήμαιναν επιτέλους όλα αυτά!; Οι σκέψεις της διεκόπησαν, όταν με την άκρη του ματιού της είδε κάτι άσπρο πίσω απ' τα δέντρα. Έκανε να πλησιάσει, μα εκείνο κρύφτηκε. Ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές τα μάτια και γύρισε προς την αντίθετη μεριά.
---
Όταν το κορίτσι που ήρθε κοντά στην κρυψώνα της απομακρύνθηκε κι ο 'κίνδυνος' πέρασε, η Τιτάνια εξέπνευσε με ανακούφιση κι ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό του δέντρου που με τόση αυταπάρνηση δέχτηκε να την προστατεύσει απ' την κοινή θέα. Μα γιατί κρύβομαι;, αναρωτήθηκε μεταγενέστερα. Αφού υποτίθεται ότι ήρθε εδώ για να γνωρίσει αυτά τα παιδιά και να γίνει φίλη μαζί τους. Γιατί αντέδρασε έτσι; Δεν πρόλαβε να το καλοσκεφτεί όταν...
«Γεια σου!» Μια κραυγή της ξέφυγε καθώς πίσω απ' τον κορμό πετάχτηκε αθόρυβα το κορίτσι με τα πράσινα μαλλιά, που πριν λίγο στεκόταν δίπλα στο συντριβάνι. «Σε τρόμαξα μήπως; Συγγνώμη, δεν το ήθελα». Ξαναμίλησε κάνοντας ένα βήμα πίσω κι η Τιτάνια συμπέρανε πως πρέπει να ήταν περίπου έναν χρόνο μεγαλύτερη απ' την ίδια.
«Ό-Όχι, εγώ... να... απλώς... ντρεπόμουνα...», της παραδέχτηκε σκύβοντας το κεφάλι.
«Ντρεπόσουνα; Γιατί;»
«Βρε μήπως είσαι από καμιά αντίπαλη χορωδία και μας κατασκόπευες για να αντιγράψεις το φοβερό μας νούμερο;», ακούστηκε μία ακόμη κοριτσίστικη φωνή και σε λίγο η Τιτάνια βρέθηκε περικυκλωμένη και από τα επτά μέλη της παρέας.
«Όχι!», αναφώνησε σηκώνοντας απότομα το κεφάλι. «Δεν σας κατασκόπευα, ήθελα μόνο να...» Σ' εκείνο το σημείο τα λόγια της σταμάτησαν να βγαίνουν, μιας και διαπίστωσε ότι τα άλλα παιδιά την κοίταξαν με μάτια και στόματα ορθάνοιχτα.
«Εί-Είναι... η Πριγκίπισσα», τραύλισε ένα από τα αγόρια κι η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι με το σήκωμα του κεφαλιού της είχε ρίξει πίσω την κουκούλα του μανδύα της, με αποτέλεσμα το αλαβάστρινο πρόσωπό της να φανερωθεί. Όλοι τους την είχαν δει πολλές φορές σε εκείνο το μπαλκόνι, πλάι στη Βασίλισσα Συμπελίν, μα ποτέ από τόσο κοντά. «Τιμή μας που σας συναντούμε, Υψηλοτάτη», έσπασε τη σιωπή ο ίδιος νεαρός κι υποκλίθηκε μπροστά της, όπως κι οι υπόλοιποι.
Η Τιτάνια τους παρατηρούσε αμήχανα. «Σας παρακαλώ, δε χρειάζεται να το κάνετε αυτό», τους ζήτησε ευγενικά. «Δεν ήρθα εδώ να σας αναστατώσω».
«Πώς βγήκατε έξω; Νόμιζα ότι απαγορεύεται», έκανε η κοπέλα με τα πράσινα μαλλιά, πλησιάζοντάς την και πάλι.
Η Τιτάνια έσκυψε ξανά το κεφάλι κοκκινίζοντας. «Το... έσκασα».
«Το έσκασε; Καλά, σοβαρά μιλάει;», άρχισαν να σιγομουρμουρίζουν οι άλλες Νεράιδες μεταξύ τους, μα προσπάθησε να μη δώσει σημασία, επικεντρωμένη σ' εκείνη που της μιλούσε.
«Δεν άντεχα μέσα σ' εκείνους τους τοίχους! Δεν έχουμε άτομα της ηλικίας μου στο παλάτι. Μόνο έναν φίλο είχα μικρή, μα έχει χρόνια που δεν μένει πια εδώ κι εγώ... ένιωθα μόνη κι ήθελα... να ζήσω έστω για λίγο ελεύθερη, σαν κι εσάς. Να γίνουμε... φίλοι».
«Για μισό λεπτό...», σχεδόν τη διέκοψε το αγόρι με τα σκούρα μπλε μαλλιά. «Βγήκες απ' το παλάτι σου παράνομα και μας πλησίασες στα κρυφά. Και ξαφνικά θες έτσι απλά να σε δεχτούμε στον κύκλο μας; Δεν πάει έτσι, κοπελιά. Δεν παύεις να είσαι η πριγκίπισσα κι εμείς οι μελλοντικοί σου υπήκοοι. Έτσι θα μας φέρεσαι κι εδώ; Σαν δουλικά σου;»
«Όχι! Ποτέ δεν-»
«Κάνε μας τη χάρη, πριγκίπισσα», την αποπήρε ένα άλλο κορίτσι κι η Τιτάνια αναρωτήθηκε σαστισμένη πώς πέρασαν τόσο γρήγορα από τις υποκλίσεις στην επίθεση. Μονάχα η κοπέλα με τα πράσινα μαλλιά, αυτή που της μίλησε πρώτη, είχε παραμείνει ουδέτερη καθ' όλη τη διάρκεια της συναναστροφής τους.
«Θα της δίναμε μία ευκαιρία, αν ήταν ένα οποιοδήποτε άλλο κορίτσι», είπε στους φίλους της.
«Μα δεν είναι», πέταξε μια άλλη κι η Τιτάνια κατσούφιασε με το γεγονός ότι άκουγε μια τέτοια φράση για δεύτερη φορά σήμερα.
«Ε και; Ούτε εμένα και τον Όμπερον μας βλέπατε με καλό μάτι στην αρχή, επειδή ζούσαμε στο αρχοντικό του Μαύρου Άλσους, αλλά ευκαιρία μας δώσατε. Μπορούμε να δώσουμε μία και στο κορίτσι...» Για μερικά δευτερόλεπτα κανένας δε μίλησε. Αλλά αμέσως μετά, ο ένας μετά τον άλλο, οι έφηβοι άρχισαν να δείχνουν πιο δεκτικοί. «Με λένε Ύβενλυθ», της συστήθηκε το μεγαλύτερο κορίτσι κι η Τιτάνια της έκανε χειραψία με ευγνωμοσύνη. «Από εδώ ο Λούσεν, η Λάυ, ο Ζελντέρεον, η Ντόρια, η Μιστίρυς, που είναι υπεύθυνη της χορωδίας που φτιάξαμε...»
«Ω, ναι, το μεγάλο αφεντικό», σχολίασε χιουμοριστικά η τελευταία κι οι άλλοι γέλασαν με το αστείο της.
«...κι ο θυμωνιάρης από 'κεί είναι ο Κάορεν», συνέχιζε η Ύβενλυθ δείχνοντας έναν προς έναν όλες τις Νεράιδες και τους Νεράιδους γύρω της και το χαμόγελο της Τιτάνιας πλάταινε όλο και περισσότερο κάθε φορά που ένας απ' αυτούς άφηνε κατά μέρους το σοβαρό ύφος και τη χαιρετούσε με νόημα του χεριού.
«Είμαι ευτυχής για τη γνωριμία!», ανακοίνωσε λάμποντας κυριολεκτικά από ευτυχία κι όταν η Μιστίρυς τη ρώτησε 'αν σκαμπάζει τίποτα από τραγούδι', δέχθηκε να τραγουδήσει και να χορέψει κι αυτή μαζί τους. Ήταν ένα από τα καλύτερα απογεύματα της ζωής της!
---
Ο Όμπερον εξήλθε από τον πολυτελή οίκο ανοχής, αγνοώντας επιδεικτικά τoν επικεφαλής του, που τον κοίταξε από μακριά μ' ένα παραπονεμένο βλέμμα. Μμμ, μέχρι κι εσένα, Κλοΐλυο;, αναρωτήθηκε ευχαριστημένος, με την πεποίθηση ότι ακόμη κι εκείνος ο γοητευτικός ξανθός Νεράιδος, όπως κι όλες οι γυναίκες που είχε στη δούλεψή του, δεν ορέγονταν τα πολλά πετράδια του, αλλά τον ίδιο. Κάθε που έβγαινε από 'κεί μέσα, ένιωθε ικανοποιημένος στο σώμα, αλλά και στο μυαλό του. Τα λόγια της Φυέλλας, η επιβεβαίωση, τα παρακάλια της τον γέμιζαν αυτοπεποίθηση. Σήμερα όμως το συναπάντημα με τον Κλοΰλιο χρειάστηκε μονάχα λίγα δευτερόλεπτα για να καταστρέψει την καλή του διάθεση: η άσχημη μνήμη που είχε χαραχθεί στο υποσυνείδητό του και συνδεόταν με το εν λόγω άτομο ήρθε γι' άλλη μια φορά ολοζώντανη μπροστά του...
---
Είχαν περάσει λίγοι μήνες από τον θάνατο του πατέρα του. Μπορεί να κόντευε και χρόνος, δεν θυμόταν καλά, ούτε αντιλαμβανόταν ακόμη την έννοια του χρόνου. Ο μικρούλης Όμπερον είχε ξυπνήσει πολύ ανήσυχος. Ένας εφιάλτης τον είχε τρομάξει κι έτοιμος να βάλει τα κλάματα, βγήκε από το δικό του δωμάτιο και πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο των γονιών του. Σηκώθηκε στις μύτες και χρησιμοποίησε το πόμολο της πόρτας, καταφέρνοντας με δυσκολία να την ανοίξει. Τον υποδέχθηκε ένα εντελώς άδειο δωμάτιο. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα του βρίσκονταν μέσα. Έκανε μερικά βήματα και τους φώναξε με αδύναμη φωνή και την ελπίδα να κρύβονται κάτω απ' τα σκεπάσματα, μα τίποτα. Δεν ήταν εκεί. Τότε συνειδητοποίησε για ακόμα μια φορά πως ο πατέρας του δεν βρισκόταν πια στο σπίτι. Είχε σταματήσει να υπάρχει, όπως έλεγε η μητέρα του και δεν θα τον ξαναβλέπανε ποτέ. Χαμένο ακόμα στον εφιάλτη του, το παιδάκι άρχισε να φοβάται μήπως κι η μητέρα του είχε πεθάνει, μήπως είχε μείνει ολομόναχο μέσα σ' αυτό το μεγάλο σπίτι. Ταραγμένος, άρχισε να γυρίζει μέσα στο αρχοντικό ψάχνοντας την Ελίντρα.
Μετά από μερικά λεπτά περιπλάνησης που του φάνηκαν ατελείωτα, τελικά την βρήκε: άκουσε το σιγανό της γέλιο από το σαλόνι κι έτρεξε να την συναντήσει. Όμως το θέαμα που αντίκρισε πίσω από τις μακρόστενες, τρομακτικές σκιές των διακοσμητικών αγαλμάτων τον έκανε να παγώσει: η Ελίντρα ήταν εκεί με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν και τα χέρια της δεμένα γύρω από το κορμί ενός νεαρού άντρα, επίσης γυρισμένου, που ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Κάποια στιγμή, ο άντρας έγειρε ελαφρά το κεφάλι και τον είδε με την άκρη του ματιού του. «Ο γιος σας», τον άκουσε ο μικρός να ψελλίζει ανήσυχα στη μητέρα του. Εκείνη δε στράφηκε καθόλου στο Νεραϊδάκι.
«Αγνόησέ τον... θα φύγει...», αποκρίθηκε κολλώντας για άλλη μια φορά τα χείλη της πίσω από το αυτί του και συνεχίζοντας να τον χαϊδεύει στα μπράτσα και στο στέρνο. Ο Όμπερον δεν καταλάβαινε τι κάνανε, αλλά την αδιαφορία της μητέρας του την κατάλαβε πολύ καλά και την ένιωσε να τον χτυπάει σαν να 'χε πέσει πάνω του ένα από τα αγάλματα. Ανήμπορος μέχρι και να μιλήσει από το σοκ, υποχώρησε στο δωμάτιό του, περιμένοντας εκείνη να έρθει να τον βρει όλη τη νύχτα... Δεν ήρθε ποτέ...
---
Δεν θα συγχωρούσε αυτόν τον Νεράιδο που είχε το πρωτοφανές θράσος να ερωτοτροπεί με μία χήρα και τώρα να γλυκοκοιτάζει τον γιο της. Μα με την όρεξη θα ΄μενε, εκτός, βέβαια, αν του ερχόταν επιθυμία για κάτι διαφορετικό... Όφειλε να ομολογήσει πως η μελλοντική αυτή προοπτική τον δελέαζε ουκ ολίγο, μα... Ακόμα κι αν το δοκιμάσω, να 'σαι σίγουρος ότι δεν θα 'ναι μαζί σου, αναίσχυντε, σκέφτηκε με μίσος και τράβηξε το δρόμο του...
Αφού απομακρύνθηκε αρκετά, ξέσφιξε τη γροθιά του, όπου είχε ακόμα το λιλά ανθάκι, στο οποίο ήρθε να κάνει συντροφιά και το αντίστοιχο μπλε που του έδωσε η Γιόλα νωρίτερα. Τα κοίταξε, προτού τα τσαλακώσει ανάμεσα στα δάχτυλά του και τα αφήσει να σκορπίσουν στον αέρα, ξεφυσώντας με δυσφορία στη σκέψη των ερωτοχτυπημένων κοριτσιών που θα τον περίμεναν. Ναι, τους είχε πει τα λόγια που θέλανε να ακούσουν, για να συνεχίσουν να τον λατρεύουν σαν θεό τους και να του προσφέρουν απλόχερα την επιβεβαίωση που κατά βάθος είχε τόση μεγάλη ανάγκη, μετά την έλλειψη αγάπης που είχε εισπράξει από την μητέρα του. Μάλιστα είχε υποσυνείδητα φροντίσει κι οι δυο τους να έχουν κάποιο κοινό εμφανισιακό χαρακτηριστικό μαζί της. Τα πράσινα μάτια της Γιόλας, τα κόκκινα μαλλιά της Φυέλλας, πόσο του τη θυμίζανε! Με αυτό τον τρόπο η επιβεβαίωση, μα κυρίως η θέση ισχύος του γίνονταν πολύ, πολύ πιο απολαυστικές. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω στην πιεστική Γιόλα, ούτε να κάνει τα χατίρια μιας ανόητης κοινής, όπως η Φυέλλα. Χάρη τους έκανε που επιδόθηκε στην πράξη που επιδόθηκε μαζί τους και θα 'πρεπε να 'ναι ευχαριστημένες και μόνο για την προσοχή που καταδέχτηκε να τους δώσει.
Ο Όμπερον δεν ήταν ο ίδιος που ήταν έναν χρόνο πριν. Δεν ήταν εκείνο το συναισθηματικό μυξιάρικο που δεν είχε λόγο σε τίποτα και δεν έκανε παρέα με άλλους, εκτός απ' την ξαδέλφη του, άντε κι εκείνο το τσούρμο των αποτυχημένων που παρίσταναν τους τραγουδιστές. Είχε γίνει πια ένας από τους πιο δημοφιλείς Νεράιδους της ηλικίας του κι όχι μόνο. Στο ξεκίνημα της ερωτικής του ζωής, ανακάλυψε πως εκτός απ' το Ονειρονήμα, διέθετε άλλη μια πανίσχυρη δύναμη· ήταν απίστευτα ελκυστικός για το άλλο φύλο. Όλες οι Νεράιδες καρδιοχτυπούσαν για ένα του βλέμμα και κοκκινίζανε όποτε τους μιλούσε με τη βελούδινη, ήδη αντρική φωνή του. Ήταν γοητευτικότερος από τους περισσότερους άντρες τόσο στην ομιλία, όσο και στην όψη, όπως διαπίστωνε: αγαλματένιο κορμί, αψεγάδιαστο πρόσωπο, πλούσια γκριζοπράσινα μαλλιά, τα οποία είχε αρχίσει να μακραίνει και φυσικά τα σκούρα μπλε του μάτια, με τη λάμψη των άστρων μέσα τους. Τούτα ήταν που μαγνητίζανε κάθε κοπέλα! Όσο για την επίδοσή του στην πράξη του έρωτα, οι ιερόδουλες που είχε επισκεφτεί τις πρώτες του φορές φρόντισαν να του μάθουν πολλά, αναδεικνύοντας το ήδη πηγαίο ταλέντο του. Ήταν βέβαιος, καθεμιά από αυτές θα έφτανε σε σημείο να τον πληρώσει για να πλαγιάσει μαζί του κι όχι το αντίθετο, όπως άλλωστε απέδειξε και σήμερα. Και φυσικά, οι κατακτήσεις του δεν περιορίζονταν στις συγκεκριμένες Νεράιδες! Μπορούσε να έχει όποια ήθελε, είτε συνομήλικη, είτε μεγαλύτερη, είτε ελεύθερη, είτε δεσμευμένη! Κι αν τύχαινε κάποια να του το παίξει δύσκολη, όπως η Γιόλα, η μαγεία των ονείρων που όλο και δυνάμωνε μέσα του κι ένα απλό ρομαντικό όνειρο με πρωταγωνιστή τον ίδιο αρκούσε να την κάνει να πέσει στα πόδια του τρυπημένη από τα βέλη του έρωτα.
Τον πρώτο καιρό όλο αυτό του άρεσε μέχρι τρέλας. Καταπιεσμένος όλη του τη ζωή στο θέλημα και τη φιλοδοξία της μονίμως απαιτητικής μητέρας του, είχε βρει επιτέλους έναν τρόπο να αγγίξει την ελευθερία. Άλλωστε, τον τελευταίο καιρό, ήταν μαζί του ενθαρρυντική και καλόβουλη, αφήνοντάς του επιτέλους χώρο να αναπνεύσει. Φαίνεται είχε καταλάβει πόσο ισχυρός γινόταν κι ότι δεν την έπαιρνε πια να του κάνει κουμάντο... Ωστόσο, κρατούσε την ελευθερία του μυστική. Δεν θα ρίσκαρε να μάθει η Ελίντρα για τη ζωή που έκανε εκτός σπιτιού και να αρχίσει τις ανούσιες ηθικολογίες. Ποια ήταν αυτή που θα τον έκρινε; Ως μικρό παιδί, την είχε δει να φέρνει πολλούς εραστές στο σπίτι έπειτα από το θάνατο του πατέρα του. Η εικόνα του Κλοΰλιο, του πρώτου από αυτούς, μαζί της τον είχε τραυματίσει κι εκείνη δεν είχε καν δείξει να ντρέπεται με την παρουσία του ή το γεγονός ότι την είχε δει. Τότε ήταν μόνο ένα παιδί πέντε χρονών. Μα όταν μεγάλωσε και κατάλαβε, ο θυμός για την άπιστη στάση της άρχισε να του καίει την ψυχή. Όχι! Δεν της χρωστούσε καμία εξήγηση!
Κρυφά, συνέχισε την έκλυτη ζωή του, αποκτώντας σταδιακά την εντύπωση ότι γι' αυτόν δεν υπήρχαν όρια. Ότι με τη μαγεία του και τη γοητεία του μπορούσε να παίρνει πάντα ό,τι θέλει χωρίς να επηρεάζεται από τις συνέπειες. Μα γρήγορα έγινε ανικανοποίητος, όπως ήταν μαζί του η μητέρα του και βαρέθηκε αυτό το παιχνίδι. Βαρέθηκε όλες αυτές τις πεταχτές κοπελίτσες που του δίνονταν αμέσως κι αναστέναζαν επιτηδευμένα στο άγγιγμά του για να τον κάνουν να τις κρατήσει κοντά του. Ήταν τότε, λίγο πριν τα δεκαεφτά του, που είδε πρώτη φορά την Ύβενλυθ με άλλο μάτι... Ίσως να ήταν κι εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ, που θέλοντας να ξεχάσει την τραυματική ανάμνηση της μητέρας του, αποφάσισε να πνίξει τον πόνο του στο ποτό. Οι Νεράιδες δεν έπιναν ούτε συχνά, ούτε πολύ κι ο Όμπερον είχε ήδη την ικανότητα να επιβάλλει στον νου του ευχάριστες σκέψεις μέσω του Ονειρονήματός του, όμως το συγκεκριμένο βράδυ δεν ήθελε να το χρησιμοποιήσει. Δεν ήθελε τίποτα που να του θυμίζει τη μητέρα του, πόσο μάλλον το γεγονός ότι εν τέλει δεν τολμούσε να της ζητήσει το λόγο για τις πράξεις της. Κι είχε δει μονάχα μια μικρή, καπνώδη άκρη από τούτο το πελώριο, κατάμαυρο σύννεφο...
---
«Κάλεσε τις κλωστές», επέδειξε η Ελίντρα στην ανιψιά της, την οποία έστρωσε στην προπόνηση μόλις επέστρεψε από τη βόλτα της στην πόλη. Η Ύβενλυθ υπάκουσε και χαμογέλασε με περηφάνεια βλέποντας πως η μαγεία στο χέρι της είχε επιτέλους σταθεροποιηθεί. «Πολύ ωραία, απέδωσε η μελέτη σου», την επαίνεσε η θεία της. «Βέβαια, δεν έχεις καταφέρει ακόμα την Ονειροφυγή, όπως ο Όμπερον πέρυσι...», συνέχισε κι η αυτοπεποίθηση του κοριτσιού κρύφτηκε πίσω απ' τα σύννεφα, μιας και η άλλη της υπενθύμιζε ξανά πως ακόμα και με την επιπλέον προσπάθεια, δεν μπορούσε να γίνει τόσο δυνατή όσο εκείνος. Τον Όμπερον τον έβλεπε: δεν διάβαζε πια σχεδόν καθόλου. Όλα τα κατάφερνε με την πρώτη κι αυτή τον ζήλευε. «...αλλά θα το διορθώσουμε αυτό», εξακολουθούσε η Ελίντρα να μιλάει και η Ύβενλυθ πρόσεξε το τεντωμένο χέρι της να δείχνει ένα πεύκο. «Προς το παρόν, θα δοκιμάσουμε να στείλουμε σε κάποιο άλλο πλάσμα εφιάλτες. Βλέπεις τα πουλιά στο δέντρο; Θέλω να στείλεις έναν εφιάλτη σ' ένα απ' αυτά. Πρώτα θα στείλω εγώ στο ένα κι εσύ μετά θα με αντιγράψεις και θα στείλεις στο άλλο...»
Η νεαρή Ονειροπλέχτρα κοίταξε σκεπτικά τα δύο μωρά γαλαζοπούλια που ήδη είχαν αποκοιμηθεί στο σούρουπο. «Γιατί να το κάνουμε αυτό σε δύο μικρά, αδύναμα πλάσματα; Γιατί δεν το κάνουμε η μία στην άλλη καλύτερα;»
«Μην ξεχνάς πως είμαστε συγγενείς εξ αίματος, Ύβενλυθ. Οι Ονειροπλέχτες που είναι συγγενείς εξ αίματος δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το χάρισμά τους ο ένας στον άλλο», είπε η Ελίντρα. «Ειδικά από τη στιγμή που κι οι δυνάμεις σου είναι ενεργοποιημένες κι έχεις αρχίσει να ανεβάζεις το επίπεδο της χρήσης τους, δεν μπορώ να κάνω μάγια σ' εσένα, μήτε εσύ σ' εμένα, ασφαλώς. Τούτα εκεί είναι μικρά κι αδύναμα, όπως είπες. Θα 'ναι εύκολοι στόχοι. Και θέλω να αρχίσεις από κάτι εύκολο, προτού δοκιμάσεις το Ονειρονήμα σου σε Ανθρώπους και Νεράιδες».
«Ανθρώπους και Νεράιδες;», επανέλαβε η Ύβενλυθ ξαφνιασμένη.
«Φυσικά», έκανε ατάραχα η άλλη. «Πώς θαρρείς θα επηρεάσουμε τους άλλους εάν δεν τους δέσουμε με εφιάλτες; Τα δυσοίωνα ονείρατα έχουν τη μεγαλύτερη ισχύ σε όλους, μην το λησμονήσεις ποτέ αυτό, ανιψιά», τέλειωσε τα λόγια της κι εστίασε στο ένα πουλάκι κι έστειλε την ύφανσή της στο μυαλό του. Σαν να 'θελε να αποδείξει τα λεγόμενά της, αυτό άρχισε να σπαρταράει στον ύπνο του, ώσπου έπεσε απ' τη φωλιά του. «Βλέπεις; Με ένα καλό όνειρο δεν θα πετύχαινα ποτέ μια τέτοια αντίδραση. Τώρα εμπρός, δοκίμασε κι εσύ».
Η κοπέλα έριξε την προσοχή της στο άλλο πουλάκι κι έστειλε τις δυνάμεις της ίσια πάνω του. Σύντομα είδε στο υποσυνείδητό του τι φοβόταν: το φίδι, την κουκουβάγια, τον δυνατό αέρα, την απουσία της μητέρας του. Συγκεντρωμένη, αποφάσισε να στείλει την εικόνα ενός φιδιού να ανεβαίνει σερνάμενο στο δέντρο και να ετοιμάζεται να το κάνει μια χαψιά. Αμέσως, το μικρό πλάσμα τινάχτηκε τρομαγμένο και από την έντονη κίνηση έπεσε κι αυτό κάτω από τη φωλιά του, όπως και το αδελφάκι του, όταν η Ελίντρα εξαπέλυσε τη δική της, κατά πολύ ισχυρότερη μαγεία πάνω του. Το στομάχι της Ύβενλυθ σφίχτηκε στο αποτέλεσμα της πράξης της. Υποτίθεται ότι το έκαναν αυτό για καλό, για να μάθει να ελέγχει καλύτερα τις δυνάμεις της και να προσφέρει έτσι στον κόσμο. Μόνο που το να κάνει δυο πουλιά να πέσουν από τη φωλιά τους στο γρασίδι, εκεί όπου κάποιο μεγαλύτερο ζώο θα μπορούσε να τα φάει, την έκανε να νιώσει πολύ άσχημα. Η Ελίντρα πάλι δεν επηρεάστηκε καθόλου. Αντιθέτως, ένα ευχαριστημένο 'εύγε, μικρή μου' βγήκε απ' το στόμα της, πριν της πει να επιστρέψουν στο σπίτι για να εξασκηθούν μέσα στον Ονειροδάκτυλο.
«Έβγαλε κρύο. Πηγαίνω να φέρω κάτι για να φορέσω από πάνω», δήλωσε η αρχόντισσα και πέταξε βιαστικά μέσα στο σπίτι. Η Ύβενλυθ έμεινε μόνη, όταν άκουσε μια αντρική φωνή να της λέει 'καλησπέρα'. Γύρισε κι είδε έναν όμορφο ξανθό Νεράιδο γύρω στα τριάντα να πλησιάζει συνεσταλμένος.
«Καλησπέρα, κύριε», τον χαιρέτησε η κοπέλα χαμογελώντας. «Θα θέλατε κάτι;»
«Ψάχνω τη Λαίδη Ελίντρα, δεσποσύνη», αποκρίθηκε αυτός με την ίδια συστολή. Η φωνή του ήταν λεπτή και μαλακή. Η Ύβενλυθ κατάλαβε ότι ήταν φοβισμένος.
«Η θεία μου έρχεται όπου να 'ναι», του είπε κι εκείνη τη στιγμή η Ελίντρα βγήκε από την είσοδο του αρχοντικού. «Θεία, έχεις επισκέπτη», της ανακοίνωσε το κορίτσι, δείχνοντας τον νεαρό.
Εκείνη τον κοίταξε με ένα εντελώς υποτιμητικό βλέμμα. «Δεν είναι επισκέπτης, κορίτσι μου. Ένα χαμερπές παράσιτο είναι...», δήλωσε κι η Ύβενλυθ ντράπηκε για λογαριασμό της, όταν πρόσεξε το πρόσωπό του, πριν ο κύριος σκύψει το κεφάλι του ταπεινωμένος. «Ύβενλυθ, πήγαινε μια βόλτα στο άλσος. Θα ασχοληθώ μ' ετούτον εδώ και θα συνεχίσουμε αύριο το μάθημά μας...»
---
«Τελικά ήρθε και σήμερα ο μονάκριβός μου;», τον ρώτησε με ήρεμη, σταθερή φωνή, όπως συνήθως. Ο άντρας έγνεψε. «Ωραία. Τουλάχιστον ξέρω πού περνάει τις ώρες του».
Μια έκφραση δυσάρεστης έκπληξης γέμισε το πρόσωπο του Κλοΰλιο, καθώς σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Μέσα στο ημίφως του σαλονιού, με τα μάτια της να αστράφτουν άγρια και μαγευτικά συνάμα, έμοιαζε το ίδιο σκοτεινή και μυστηριώδης, σαν εκείνο το πρωί, έντεκα χρόνια πριν, που την πρωτοσυνάντησε. Εκείνο το πρωί της απηύθυνε το λόγο με δέος και σεβασμό, όπως όφειλε να κάνει κάθε απλός εργάτης σε μια αριστοκράτισσα, πόσο μάλλον σε μία χήρα. Το απονήρευτο μυαλό του δεν θα μπορούσε καν να συλλάβει ότι δύο μέρες αργότερα η ζωή του θα άλλαζε ριζικά. «Μόνο αυτό έχεις να πεις;», τόλμησε να μιλήσει. «Ο γιος σου συναναστρέφεται πόρνες και δεν σε πειράζει διόλου;»
«Γιατί να με πειράζει;», απόρησε αυτή, πάντα με την ίδια αταραξία. «Ο γιος μου έγινε άντρας πια. Νέος είναι, περιουσία έχει, γιατί να μην το χαρεί λίγο; Εξάλλου δεν νομίζω οι κοπέλες σου να κακοπερνούν μαζί του». Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ένα ίχνος ειρωνείας, όπως κι εκείνο το βράδυ, δυο μέρες μετά τη γνωριμία τους, που τον προσκάλεσε να μείνει λίγο παραπάνω, να καθίσει και να πιεί κάτι μαζί της, έπειτα από δώδεκα ώρες σκληρής δουλειάς. Τότε που της είπε ότι ήθελε να παραμείνει αγνός έως ότου παντρευτεί. Λίγο παραπάνω κρασί και λίγα Ονειρομάγια, σε συνδυασμό με το έμπειρο άγγιγμά της φρόντισαν να ανατρέψουν αυτό του το παντελώς ηλίθιο σχέδιο. «Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι... γιατί πειράζει εσένα. Μήπως δεν πληρώνει καλά;»
Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε. «Με πνίγουν οι τύψεις...»
«Τύψεις;», επανέλαβε η Ελίντρα και δίπλωσε τα χέρια κάτω απ' το στήθος της. «Γιατί να 'χεις τύψεις;»
«Για το κακό που του έκανα. Εκείνο το βράδυ που... μας είδε να κάνουμε ό,τι κάναμε... δεν θα ξεχάσω τα αθώα του ματάκια. Ένα μικρό παιδί δεν θα 'πρεπε να βλέπει τέτοια αισχρά θεάματα...», μπόρεσε να πει κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες του. «Τόσα χρόνια προσπαθώ να ξεχάσω. Νόμιζα ότι έτσι θα είχε κάνει κι αυτός. Ότι ήταν τόσο μικρός που το ξέχασε. Μα σήμερα που έφευγε, με κοίταξε τόσο θυμωμένα, Ελίντρα. Κατάλαβα ότι μας μισεί κι εσένα κι εμένα...»
Η Νεράιδα έμεινε να το συλλογιέται. «Εσένα μπορεί να σε μισήσει όσο θέλει. Εμένα δεν μπορεί, είμαι μάνα του», δήλωσε και τα μάτια του Κλοΰλιο γέμισαν δάκρυα μπροστά στο πόσο αμετανόητη ήταν ακόμα και μετά από κάτι τέτοιο. Το μυαλό του πήγε ξεχωριστά σε καθεμιά από τις κοπέλες με τις οποίες συνεβρισκόταν ο Όμπερον. Όποτε έφευγε, εκείνες ανυπομονούσαν να τον ξαναδούν κι ονειροπολούσαν για την ημέρα που θα φεύγανε μαζί του και θα είχαν επιτέλους μια καλύτερη ζωή. Τώρα ο κλήρος είχε πέσει στην Φυέλλα κι αυτός, που είχε δει το μοτίβο που συνήθιζε ο νεαρός αριστοκράτης, ήξερε πώς θα κατέληγε: λόγια, υποσχέσεις, απλήρωτες επισκέψεις και μετά πέρασμα στην επόμενη που θα μάγευε. Δεν θα έπαιρνε πολύ καιρό, μέχρι να την παρατήσει οριστικά και να αφήσει την καρδιά της ραγισμένη. Θλιβόταν και για εκείνον και για εκείνη...
«Κι αν το μίσος του για σένα το εκτονώνει στις άλλες γυναίκες; Αν εκμεταλλεύεται τα συναισθήματά τους και δεν τους φέρεται σωστά; Δεν μπορεί να μη σε νοιάζει», της φώναξε με θυμό και παράπονο ανάμεικτα και τότε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της γίνηκαν πιο σκληρά.
«Μου κάνει κήρυγμα περί ηθικής ένας προαγωγός», σχολίασε με έκπληξη. «Αναλογίσου πιότερο τη δική σου ηθική, που νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε θέση να μιλάς κιόλας...»
Αυτός γύρισε αλλού, μην αντέχοντας να τη βλέπει. «Από τη μέρα που σε γνώρισα δεν έχω σταματήσει να ξεπέφτω. Καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που ήρθα μαζί σου...»
Ένιωσε το κρύο χέρι της στον ώμο του. «Να τη μακαρίζεις είναι το σωστό. Σου άνοιξα τα μάτια και σε βοήθησα να βρεις το δρόμο σου. Τι θα 'σουνα χωρίς εμένα, μμ; Ένας κακομοίρης εργάτης που θα πίστευε ακόμα σε ανόητες σεμνοτυφίες και θα δούλευε σαν σκλάβος επισκευάζοντας σπίτια για ψίχουλα».
«Θα είχα καθαρή συνείδηση, όμως», της απάντησε με το δικό του πρόσωπο να σκληραίνει επίσης, καθώς γύρισε να την κοιτάξει. «Μετά απ' ό,τι έκανα μαζί σου, δεν μου άξιζε τίποτα καλύτερο. Σωστά η Σελντίνια με τιμώρησε. Κι ακόμα πιο σωστά θα τιμωρήσει κι εσένα, που δεν ενδιαφέρεσαι για την ψυχή του Όμπερον...»
Στην τελευταία του κουβέντα η Ελίντρα γέλασε σε έναν χαμηλό τόνο που του έκοψε το αίμα. «Ο γιος μου δεν έχει ανάγκη την προστατευτικότητά σου, μήτε εγώ τα θεατρινίστικά σου ξεσπάσματα. Αν πάλι έχεις κάτι καλύτερο να μου προσφέρεις...». με αυτή τη φράση ο Κλοΰλιο βρέθηκε σπρωγμένος στον τοίχο κι η Ελίντρα πολύ κοντά του σε σημείο που τα χείλη τους απείχαν μόλις λίγα εκατοστά. «...τότε ευχαρίστως να το δεχτώ».
«Ε-Ελίντρα, τ-τι-», κατάφερε να πει κι η ανάσα του κόπηκε καθώς και τα δυο της χέρια πέρασαν μέσα στη μπλούζα του και τα νύχια της σύρθηκαν στο δέρμα του.
«Δεν θα ήταν 'τίμιο και ηθικό' να χρεώσεις εμένα που σ' έβαλα στη δουλειά, αλλά αν έτσι προτιμάς, είμαι πρόθυμη να πληρώσω. Βέβαια, δεν είσαι πια είκοσι χρονών, αλλά... όλο και κάτι θα 'χει μείνει απ' τις παλιές σου χάρες, δεν μπορεί...», του σφύρισε με τα χέρια της να κινούνται προς τα κάτω κι η ανάσα του επέστρεψε με τη μορφή ενός ξαφνιασμένου αναστεναγμού, μόλις τον άγγιξε κάτω από τη ζώνη.
---
Η Ύβενλυθ είχε απομακρυνθεί, αγνοώντας παντελώς τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι. Ανήσυχη περπατούσε με μεγάλα βιαστικά βήματα μέσα στο άλσος, προσπερνώντας τα σκουρόχρωμα δέντρα. Το σκοτάδι είχε πέσει και τα φωσφορίζοντα πράσινα φτερά της ήταν τα μόνα που φώτιζαν το δρόμο της. Λυπήθηκε αυτόν τον άντρα που η θεία της χαρακτήρισε τόσο άσχημα, όμως τη δεδομένη στιγμή δεν την ενδιέφερε ποιος ήταν ή τι γύρευε. Το μυαλό της είχε κολλήσει μόνο σ' ένα πράγμα. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στο δέντρο που εκείνη κι η Ελίντρα κοίταζαν πριν από λίγο. Αθόρυβα, χωρίς ν' αναταράξει ούτε σκόνη, πλησίασε και βρήκε τα δύο γαλάζια πουλάκια που ευτυχώς ήταν άθικτα στο γρασίδι. Φαινόντουσαν κατατρομαγμένα και μόλις αντιλήφθηκαν ότι κάτι μεγάλο τα πλησίαζε, προσπάθησαν να φύγουν μακριά σκουντουφλώντας. Μα τα φτερά τους δεν ήταν ακόμη αρκετά δυνατά για πέταγμα και τα ποδαράκια τους ήταν λεπτά για τρέξιμο. Η Ύβενλυθ κατάφερε πανεύκολα να πιάσει και τα δύο στη χούφτα της.
«Σσσς, ήσυχα, μικρούλια μου...», τους ψιθύρισε με αγάπη, καθώς έτρεμαν μέσα στο χέρι της. «Λυπάμαι πολύ για πριν... αλλά θα επανορθώσω». Με το ελεύθερο χέρι της, έστειλε στο καθένα από μια σκέψη χαράς και θαλπωρής, που φάνηκε να τα επηρεάζει αμέσως, μιας κι ηρέμησαν. «Ορίστε, καλύτερα τώρα, έτσι;», τα ρώτησε χαϊδεύοντας απαλά τα κεφαλάκια τους κι εκείνα τιτίβισαν χαρωπά σαν απάντηση. «Ελάτε, θα σας βάλω πίσω στη φωλίτσα σας», τους είπε και πέταξε ως το κλαδί του δέντρου, όπου είχε δει μικρά κλαράκια κι άχυρα να σχηματίζουν έναν κύκλο. Με πολλή προσοχή τα άφησε μέσα κι έμεινε να τα κοιτάζει χαμογελώντας όλο και πιο πλατιά, καθώς εκείνα συνέχισαν να τιτιβίζουν και να ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους χαρούμενα. Προσγειώθηκε πίσω στο έδαφος κι ένιωσε μεγάλη συγκίνηση, όταν είδε τη μαμά τους να επιστρέφει και να τους φέρνει φαγητό. Ήταν σίγουρη ότι ένιωθαν μεγάλη ασφάλεια στο πλάι της. Εκείνη είχε να νιώσει αυτό το αίσθημα σχεδόν πέντε χρόνια και μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά της είχε λείψει.
«Ύβενλυθ; Τι κάνεις εκεί, κόρη μου;», άκουσε τη γνώριμη φωνή του πατέρα της κι αφού σκούπισε βιαστικά το δάκρυ που είχε ξεφύγει απ' το δεξί της μάτι, γύρισε κι είδε τον Άενσσελ να την πλησιάζει, φορώντας την πράσινη κι ασημιά στολή του.
«Πατέρα», αναφώνησε και τον έκλεισε σε μια τρυφερή αγκαλιά. Αυτός ανταποκρίθηκε αμέσως. Ακόμα κι αν ήταν μεγάλη κοπέλα πια, οι αγκαλιές της ήταν ολόιδιες όπως τότε που ήταν μικρούλα κι αποτελούσαν ένα από τα λίγα πλέον πράγματα που έκαναν τον Ανολοκλήρωτο Νεράιδο να αισθάνεται ασφάλεια. «Κάτι πουλάκια είχαν... πέσει από το δέντρο...», του εξήγησε, μη θέλοντας να μπει σε λεπτομέρειες για το πώς έπεσαν. «...δεν μπορούσα να τα αφήσω κάτω», ολοκλήρωσε και το γλυκό χαμόγελο του πατέρα της ήρθε να την καθησυχάσει από τις ενοχές.
«Καλά έκανες, κόρη μου», της είπε με περηφάνεια. «Συνεχίζεις να νοιάζεσαι για όλα τα πλάσματα, όπως σου 'χε ζητήσει η μητέρα σου. Θα σε καμαρώνει από εκεί που βρίσκεται».
«Είσαι σίγουρος;», ρώτησε η κοπέλα κι από μέσα της αναρωτήθηκε αν πράγματι η Σιόλνυ θα την καμάρωνε αν θα μπορούσε να δει τα εφιαλτικά μάγια που είχε χρησιμοποιήσει. Μα το έκανε για καλό, έτσι δεν είναι; Μέσα από αυτά θα έπραττε το σωστό κι ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος.
«Είμαι σίγουρος, νυχτολούλουδό μου», απάντησε ο Άενσσελ και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της. Κάθισαν για λίγο μαζί, η Ύβενλυθ τον ρώτησε πώς πέρασε τη μέρα του και συζήτησαν για όσα τον απασχόλησαν στη δουλειά. «Δεν πάμε στο σπίτι τώρα;», πρότεινε ο Άενσσελ μετά από περίπου μισή ώρα.
«Ναι, πατέρα, πάμε. Θα είσαι κουρασμένος», έκανε το κορίτσι κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί όταν με την άκρη του ματιού της διέκρινε μια ασημένια λάμψη Νεραϊδοφτερών να τρεμουλιάζει κάνοντας άγαρμπες κινήσεις. «Εμ, πατέρα; Δεν πηγαίνεις καλύτερα μόνος σου;», τον ρώτησε.
«Μα γιατί; Εσύ τι θα κάνεις; Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη σου νύχτα εδώ έξω».
«Μην ανησυχείς για εμένα, θα έρθω σε λίγο», τον διαβεβαίωσε κι ευτυχώς δεν της ζήτησε περεταίρω εξηγήσεις. Έφυγε περπατώντας και μόλις βεβαιώθηκε πως απομακρύνθηκε, η Ύβενλυθ έτρεξε προς το μέρος της ασημένιας λάμψης, μόνο για να βρει μπροστά της έναν νεαρό να παραπατά, σαν να μην ήξερε πού βρισκόταν ή ακόμα και ποιος ήταν. «Όμπερον;», αναφώνησε σοκαρισμένη με το θέαμα. «Ξάδελφε, τι χάλια είναι αυτά;», απαίτησε να μάθει, μα εκείνος της απάντησε μέσα από τα δόντια του μ' ένα 'παράτα με', που με το ζόρι κατάφερε να καταλάβει. Η κοπέλα τον πλησίασε και η δυνατή μυρωδιά του αλκοόλ έφτασε στα ρουθούνια της. «Έχεις πιεί», διαπίστωσε. «Τι πήγες κι έκανες; Δεν κάνει να πίνεις. Είσαι πολύ μικρός για να-»
«Σταμάτα να με μαλώνεις σαν να 'μαι παιδί», της είπε απότομα.
Η ξαδέλφη του τον κοίταξε άναυδη. «Μα είσαι παιδί. Τι θα πει η θεία όταν-»
«Άντρας είμαι», τη διόρθωσε. «Και θα κάνω ό,τι γουστάρω! Και δεν πέφτει λόγος ούτε σ' εσένα, ούτε σ' εκείνη!», ολοκλήρωσε γελώντας ακατάσχετα.
«Να σε δω να της το λες τότε», του είπε κι ακόμα και μέσα στο μεθυσμένο γέλιο του, ο Όμπερον πάγωσε.
---
Όταν το κεφάλι του είχε βαρύνει πια τόσο που δεν μπορούσε να το σηκώσει, πήρε την απόφαση να γυρίσει στο σπίτι. Τουλάχιστον θα κοιμόταν. Θα κοιμόταν τόσο βαθιά που το μυαλό του θα ησύχαζε και θα ξεχνούσε. Δίχως όνειρα, δίχως σκέψεις, δίχως εκείνη την ανατριχιαστική μελωδία που άκουγε κάθε φορά να παίζει η Ελίντρα μέσα από εκείνο το μαύρο μουσικό κουτί για να ξυπνήσει αυτόν και την Ύβενλυθ για τα μαθήματά τους. Είχε διασχίσει σε μια κατάσταση μεταξύ μέθης και νηφαλιότητας το μονοπάτι που περνούσε μέσα από το Μαύρο Άλσος και κατέληγε στο αρχοντικό, όταν τους είδε: ο Κλοΰλιο έβγαινε απ' την εξώπορτα κι η Ελίντρα τον ξεπροβόδισε μ' ένα φιλί στο στόμα. «Είναι κι αυτός εδώ», μουρμούρισε το αγόρι αηδιασμένο, χωρίς να προσέξει τη δυστυχισμένη έκφραση του άλλου ή την παθητική του στάση στο φιλί της αρχόντισσας. Περίμενε να τον δει να φεύγει και πλησίασε την μητέρα του. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;», τη ρώτησε πασχίζοντας να ακουστεί ψύχραιμος και λογικός. Η Ελίντρα τον κοίταξε παραξενεμένη. Πρώτη φορά της μιλούσε με τέτοιο θυμό.
«Αντιστραφήκαν οι ρόλοι;», τον ρώτησε ατάραχα. «Εγώ είμαι η μητέρα κι εσύ ο γιος, Όμπερον. Εγώ κάνω τις ερωτήσεις, εγώ ζητώ εξηγήσεις κι εσύ είσαι εκείνος που τις δίνει. Λοιπόν; Πού ήσουν εξαφανισμένος όλο το απόγευμα;»
Ο Όμπερον ένιωσε την οργή μέσα του να τον καίει περισσότερο, σε σημείο που είχε αρχίσει να τρέμει. «Σ-Σε είδα μ' αυτόν εκεί τον... τον... ιερόδουλο!», μπόρεσε να πει, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει κάποια βαρύτερη λέξη για λόγους ευπρέπειας, την οποία όφειλε να διατηρήσει ως αριστοκράτης. Η Ελίντρα μονάχα γέλασε.
«Θα μου κάνεις παρατήρηση, γιε;», ρώτησε κι έμοιαζε να διασκεδάζει με το ύφος του. «Σάμπως νομίζεις ότι δεν έμαθα ότι κι εσύ στα μέρη του συχνάζεις; Ελπίζω να προσέχεις μη σε δει κανείς, δεν θέλω να μας σχολιάζουν».
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Τολμάς να το λες αυτό σ' εμένα; Εσύ που ατιμάζεις τη μνήμη του πατέρα!;»
«Δεν ατιμάζω τη μνήμη κανενός», τον διέκοψε. «Είμαι ελεύθερη γυναίκα και δικαιούμαι να απολαμβάνω τη ζωή μου. Μην κάνεις ότι θίχτηκες, Όμπερον, τα ίδια με εμένα πράττεις...», ανακοίνωσε καθώς μ' ένα φτερούγισμα βρέθηκε πίσω του, κάνοντάς τον να νιώσει ότι κάποιο επικίνδυνο πλάσμα παραμόνευε να τον βλάψει.
«Τι;», ρώτησε ξέπνοα.
«Βαδίζεις στα χνάρια μου, αγαπητέ μου γιε», συνέχισε η μητέρα του προχωρώντας δεξιά κι αριστερά πίσω απ' την πλάτη του. «Σε είδα με εκείνο το χαζοκόριτσο στην είσοδο του άλσους. Κατάλαβα ότι της έκανες Ονειρομάγια. Δεν σου φτάνουν οι πόρνες που πληρώνεις, θέλεις κι άλλες... κι έχω να πω ότι... χαίρομαι γι' αυτή σου την εξέλιξη».
Μια κοφτή ανάσα του ξέφυγε και μ' έναν συνδυασμό τρόμου για εκείνη και ντροπής για τις πράξεις του, γύρισε και την αντίκρισε κατάχλωμος. «Ποια μάνα χαίρεται για κάτι τέτοιο;»
«Η μάνα που γέννησε και μεγάλωσε το παιδί της για να γίνει πανίσχυρο και να παίρνει χωρίς συμβάσεις. Μη με κατηγορείς, λοιπόν, γιατί κι εσύ σαν κι εμένα είσαι».
«Όχι...»
«Ναι», επέμεινε με τη φωνή της σκληρή. «Αυτό είσαι κι αυτό θα συνεχίσεις να είσαι, όπως κι η ξαδέλφη σου». Σε εκείνο το σημείο ο Όμπερον εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο. «Ναι, Όμπερον. Ακόμα κι η μικρή, αθώα Ύβενλυθ σύντομα θα γλυκαθεί από την εξουσία που θα της προσφέρει το Ονειρονήμα και θα παίρνει κι εκείνη ό,τι θέλει χωρίς να τη νοιάζει».
«Είσαι τρελή!»
«Δεν είναι τρόπος αυτός να μιλάει ένας γιος στη μητέρα του. Εγώ σε ορίζω, κατάλαβέ το. Εγώ έχω σχεδιάσει πώς θα είσαι, πώς θα ζεις, ακόμα και πώς θα σκέφτεσαι. Κι ευτυχώς μέχρι τώρα τα κάνεις όλα κατά γράμμα».
«Αρκετά έπαιξες μαζί μου σαν να 'μουνα μαριονέτα! Δεν θα κάνω αυτό που θέλεις πια!», της φώναξε άγρια.
«Ω, μα και βέβαια θα το κάνεις, αγόρι μου. Κι όχι επειδή θα σε αναγκάσω εγώ -άλλωστε ξέρεις ότι είμαι υπέρ των ελεύθερων αποφάσεων-, αλλά επειδή θα δεις ότι ο δρόμος που σου έστρωσα είναι ο καλύτερος. Σε εμένα μπορεί να θέλεις να αντισταθείς, αλλά στις επιθυμίες σου; Μπορείς να ζήσεις χωρίς να εκπληρώνεις τις επιθυμίες σου, τώρα που ξέρεις ότι μπορείς να τις πραγματοποιήσεις όλες;»
Ο Όμπερον ανάσαινε αργά και δυνατά. Ήθελε να πει 'ναι'! Ήθελε να πει ότι μπορούσε, αλλά μέσα στο ζορισμένο του μυαλό, που είχε μπερδευτεί κι άλλο από το ποτό, οι λίγες στάλες δύναμης που είχε ξεράθηκαν. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στις επιθυμίες του. Μετά από τη στέρηση μίας ζωής, του είχαν γίνει απαραίτητες. Δεν άντεχε, δεν ήθελε να ζήσει χωρίς αυτές! «Όχι», είπε αθόρυβα κι η Ελίντρα χαμογέλασε με τη νίκη της.
«Στα λόγια μου έρχεσαι. Θα γίνεις ο καλύτερος Ονειρομάγος, παιδί μου, όπως ο παππούς σου. Μάλλον όχι, ακόμα καλύτερος... Εγώ θα βοηθήσω εσένα και την Ύβενλυθ να απλώσετε εφιάλτες παντού και θα είσαι τόσο, μα τόσο ευτυχισμένος, που δεν θα σε πονάει πια τίποτε...»
«Εισαι διεφθαρμένη! Δεν τον έχω γνωρίσει, όμως ξέρω ότι ο παππούς προσπαθούσε να εξαφανίσει τους εφιάλτες, όχι να τους απλώσει παντού. Για να τους στείλει μακριά θυσίασε τη ζωή του! Αν σ' έβλεπε... θα ντρεπόταν για σένα», της απάντησε, προτάσσοντας τη μόνη αντίσταση που του είχε απομείνει.
«Σκάσε!», του φώναξε και το χέρι της έπεσε με μανία στο πρόσωπό του, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί στο χώμα, έτσι πιωμένος που ήταν. Με τη σκέψη του πατέρα της, η Ελίντρα έμεινε να ανασαίνει ακανόνιστα, αδυνατώντας να ηρεμήσει. Στάθηκε από πάνω του και το βλέμμα της τον έκανε να πιστέψει πως ήθελε να τον σκοτώσει. «Να μη με αναγκάσεις να σε χτυπήσω ξανά», του γρύλλισε τονίζοντας μία-μία κάθε της λέξη. «Θαρρείς ότι επειδή δεν είμαι συνέχεια πάνω από το κεφάλι σου και επειδή κατάφερες δύο ψωροξόρκια παραπάνω έχεις γίνει δυνατότερος από μένα; Ε; Έχεις στ' αλήθεια αυτή την ψευδαίσθηση; Εγώ σ' έφτιαξα, Όμπερον. Εγώ σ' έκανα αυτό που είσαι. Αν θέλω... σε γκρεμίζω κιόλας. Μου χρωστάς, αχάριστο πλάσμα! Μου χρωστάς για όλους τους κόπους και τις θυσίες που έκανα για να σε μεγαλώσω...» Ο γιος της σηκώθηκε και την κοίταξε με δάκρυα στα μάτια. «Έχεις μήπως τίποτε άλλο να μου πεις; Μήπως ένα 'συγγνώμη, μητέρα' για την άδικη επίθεσή σου;»
«Σ-Συγγνώμη... μητέρα...»
«Έτσι, μπράβο», του είπε επιστρέφοντας στο τυπικό της ύφος και τον χάιδεψε στο ίδιο μάγουλο που πριν είχε χτυπήσει. «Δεκτή η συγγνώμη σου. Θα κάνουμε πως αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ. Πήγαινε να πάρεις λίγο αέρα, δεν θα γίνει μάθημα απόψε».
---
Όλα αυτά τα χρόνια η Ελίντρα τον είχε κάνει να τη φοβάται και τώρα, όσο και να τον ενοχλούσε, του είχε γίνει συνήθεια και δεν είχε το σθένος να την αλλάξει. Η συνειδητοποίηση τον έκανε να πέσει κάτω κλαίγοντας και φωνάζοντας: «Δε μπορώ! Δε μπορώ!», απάντησε στην προτροπή της ξαδέλφης του να αντιμετωπίσει τη μητέρα του και να της πει ότι δεν της έπεφτε λόγος και ότι αυτός θα έκανε 'ό,τι γούσταρε'.
Η Ύβενλυθ δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει, ούτε να καταλάβει μπορούσε τι ακριβώς είχε στο μυαλό του. «Σσσς...», του έκανε ξανά πλησιάζοντας και τραβώντας τον από το μπράτσο. «Έλα, πάμε. Δεν θα σ' αφήσω να εμφανιστείς στο σπίτι σ' αυτή την κατάσταση...»
---
«Τι κάνουμε εδώ;», τη ρώτησε μονότονα. Έχοντας ξεθολώσει κάπως, αναγνώρισε το εσωτερικό του παιδικού τους κρησφύγετου, στο οποίο με το ζόρι κατάφεραν να μπουν, τώρα που είχαν μεγαλώσει και δεν χωρούσαν κάτω απ' τους θάμνους. Ανάμεσά τους, ένα κερί έκαιγε με τη φλόγα που είχε πεταχτεί απ' το χέρι της μέσω του ξορκιού ανάφλεξης.
«Κρυβόμαστε», του απάντησε. «Όπως κάναμε και πριν από τέσσερα χρόνια, πριν αρχίσεις να με σνομπάρεις...»
Στην τελευταία δηκτική φράση, ο Όμπερον δεν απάντησε. Προσπάθησε μόνο να ηρεμήσει. «Όλοι έτσι είστε. Κοιτάτε μόνο τι θέλετε να πάρετε από μένα. Κανείς δεν με νοιάζεται, ούτε μ' αγαπάει».
«Εγώ σε νοιάζομαι και σ' αγαπάω», του είπε ήρεμα, αλλά θυμωμένα. «Και μέχρι αύριο ελπίζω να 'χεις συνέλθει...»
'Εγώ σε νοιάζομαι και σ' αγαπάω', αυτή η φράση τον προκάλεσε να κοιτάξει τα πράσινα μάτια της. Πόσο ίδια τούτα τα μάτια με της Ελίντρας, πόσο ίδια ολόκληρη... «Κι εγώ σ' αγαπάω... ξαδέλφη», μουρμούρισε προτού πέσει σε έναν βαθύ ύπνο, ενώ μια αρρωστημένη παρηγοριά δηλητηρίαζε την καρδιά του. Ήταν η νύχτα που ετούτες οι λέξεις άρχισαν ν' αποκτούν ένα εντελώς άλλο και σκοτεινό νόημα.
---
Ιδού!
Αυτό το κεφάλαιο είναι ένα από τα πιο σκοτεινά που έχω γράψει κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που μου πήρε τόσον καιρό. Αρχικά θα συνεχιζόταν κι άλλο, θα έφτανε και στο ερωτικό πλησίασμα του Όμπερον στην Ύβενλυθ. Αλλά είπα τελικά να το αφήσω αυτό στο επόμενο και για να μη βγει αυτό τεράστιο και γιατί νομίζω ότι αρκετά σας σόκαρα για σήμερα, χαχα.
Μπορώ επισήμως να πω ότι η Ελίντρα κατέχει την πρώτη θέση στην κλίμακα των κακών του κόσμου της Κρυστέλ, ακολουθούμενη από τον Αρράγκ και μετά τον Σάιτρους (καημένε Σάιτρους, είσαι ο κεντρικός κακός και βγαίνεις τρίτος και καταϊδρωμένος) Εσείς τι πιστεύετε;
Περιμένω με χαρά τα σχόλιά σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top