Απαγορευμένο
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει αναφορά σε ανάπτυξη ερωτικής έλξης ξαδέλφου προς ξαδέλφη, χρήση βίας κι αναφορές στην πορνεία, σε σεξουαλικά ζητήματα και σε απόπειρα αυτοκτονίας.
Απαγορευμένο
Το επόμενο πρωί ο Όμπερον ξύπνησε μέσα στο θαμνώδες καταφύγιο της παιδικής του ηλικίας με έναν άσχημο πόνο στο κεφάλι κι ένα πιο άσχημο ανακάτεμα στο στομάχι. Ως κι οι ήχοι των πουλιών που κελαηδούσαν στα γύρω δέντρα τον ενοχλούσαν κι επιδείνωναν το επακόλουθο αυτό της μέθης, μα το αποκορύφωμα ήταν η θύμηση όσων προηγήθηκαν την περασμένη νύχτα. Σκέφτηκε τη μητέρα του και το σοκ που πέρασε εξαιτίας της έφερε το στομάχι του ένα στάδιο πριν τον εμετό. Ανασηκώθηκε και χάζεψε γύρω του, προκειμένου να πάρει το μυαλό του μακριά της και ν' αποφύγει την έντονη τάση του. Ο ήλιος είχε ανατείλει, οι πρώτες αχτίδες περνούσαν μέσα απ' τους θάμνους, σχηματίζοντας ακανόνιστες κίτρινες ρίγες στο χώμα. Κοίταξε τον κορμό του δέντρου στη μέση της μικρών διαστάσεων κρυψώνας και με την όρασή του θολή διέκρινε ένα αντικείμενο επάνω του. Σύρθηκε αργά προς τα εκεί, μιας κι από τη μία το φτιαγμένο από κλαδιά 'ταβάνι' παραήταν χαμηλό για το ύψος που είχε πλέον ο νεαρός άρχοντας κι από την άλλη είχε την αίσθηση ότι αν σηκωνόταν όρθιος θα τον έπιανε ζαλάδα. Έπειτα από προσπάθεια αρκετής ώρας, έφτασε στον κορμό και κατάφερε να καθαρίσει την όρασή του αρκετά ώστε να ξεχωρίσει μια διάφανη τσαγέρα με χαμομήλι. Το αγαπημένο του. Με προσοχή την πήρε στα χέρια του και την παρατήρησε σαν να επρόκειτο για σπουδαίο εύρημα.
Ύβενλυθ, διαπέρασε το όνομα της ξαδέλφης του το νου του και το συμπέρασμα ότι όχι μόνο πέρασε όλο το βράδυ κοντά του για να τον προσέχει, όχι μόνο έφυγε αθόρυβα για να μην τον ξυπνήσει, αλλά του έβρασε κι αφέψημα, σίγουρα κρυφά από τη μητέρα του, τον έκανε να γελάσει σιγανά. Μάλλον τελικά μ' αγαπάς πολύ, ξαδέλφη, συλλογίστηκε κι αφού σέρβιρε τον εαυτό του στο επίσης διάφανο φλυτζανάκι που ήταν αφημένο δίπλα στην τσαγιέρα, ήπιε μια μεγάλη, απολαυστική γουλιά. Το ζεστό ρόφημα δεν άργησε να ηρεμήσει το στομάχι του κι ο Όμπερον ανακουφίστηκε σκεπτόμενος τη φροντίδα που του έδειξε εκείνη, έστω κι αν είχε ξεκάθαρα θυμώσει μαζί του για την κατάντια στην οποία τον είδε χθες. Ήταν, φαίνεται ακόμα ευαίσθητη και πονόψυχη, στοιχεία που θυμόταν να έχει κι ο ίδιος, μα προσπαθούσε να τα ξεφορτωθεί, γιατί του θύμιζαν το αδύναμο αγόρι που ήταν μέχρι προσφάτως. Όχι ότι τώρα δεν ένιωθε αδύναμος, μετά τις αποκαλύψεις και το σκληρό φέρσιμο που είχε εισπράξει. Απέδιωξε το τελευταίο κομμάτι. Δε χρειαζόταν να είναι ευαίσθητος και πονόψυχος! Είχε το Ονειρονήμα του! Ήταν καλύτερός από την Ύβενλυθ! Πολύ καλύτερός της! Η Ύβενλυθ ήταν σαν το χαμομήλι, όπως την παραλλήλισε όταν το φλυτζάνι του ήταν μισοάδειο. Ο ίδιος ήταν σαν την μαργαρίτα. Αυτά τα δύο ανήκαν στην ίδια οικογένεια κι έμοιαζαν αρκετά, μα όλοι τη μαργαρίτα θαυμάζανε, που ήταν μεγαλύτερη κι ομορφότερη σε σύγκριση με το μικρό, κατά πολύ πιο εύθραυστο και ταπεινό χαμομήλι. Μα... το χαμομήλι είχε ουσία, όπως τελικά συνειδητοποιούσε με το καταπονημένο του μυαλό ο Νεράιδος. Η μαργαρίτα δεν είχε πολλά να προσφέρει εκτός από μία καλή εμφάνιση κι ένα λεπτό άρωμα. Το χαμομήλι είχε θεραπευτικές ιδιότητες· μπορούσε να γίνει βάλσαμο και για το σώμα και για την ψυχή. Αυτό είχε γίνει η Ύβενλυθ για εκείνον εξαιτίας της ευαισθησίας και της πονοψυχίας της, που αυτός έβρισκε άξιες γέλωτος. Άρα ποιος ήταν εν τέλει ο καλύτερος;
Για ορισμένα δευτερόλεπτα, κάπου ανάμεσα στην ψυχική καταπόνηση, στην υποτίμηση και τη συγκίνηση απέναντι στο νοιάξιμό της, αναρωτήθηκε: θα ήταν άραγε παρόμοια η γεύση της με τη γεύση του χαμομηλιού αν τη φιλούσε στο στόμα; «Τι σκέφτεσαι, ανόητε;», επέπληξε δυνατά τον εαυτό του κι απομάκρυνε το φλυτζάνι από το πρόσωπό του, σαν να ήθελε ν' απομακρύνει και την έντονη νοητή εικόνα που εξαπλώθηκε και ζέστανε όλες του τις αισθήσεις. Κοίταξε πάλι γύρω του, εκεί που παίζανε μαζί με την Ύβενλυθ όταν ήταν μικροί, εκεί που υπήρχαν ακόμη τα κουτιά με τα παλιά τους παιχνίδια. Η ντροπή ήρθε να του μαχαιρώσει το στομάχι, κάνοντάς το να ανακατευτεί χειρότερα. Πώς το διανοήθηκε κάτι τέτοιο; Πώς μπόρεσε να κηλιδώσει με τέτοιο βρώμικο συλλογισμό τη γλυκιά κι αμόλυντη σχέση που είχε μαζί της; Προσπάθησε να τον διώξει, να κάνει πως δεν τον σκέφτηκε ποτέ, μα το στομάχι του απαίτησε να σταματήσει να είναι αυστηρός αμέσως, διαφορετικά τα αποτελέσματα θα ήταν ανεπιθύμητα με πολλούς τρόπους. Με τη δίψα του να επιστρέφει, ήπιε μονορούφι όλο το υπόλοιπο χαμομήλι του...
---
Πέρασαν μέρες. Η Ελίντρα έκανε πράγματι σαν να μην είχε γίνει ποτέ η συζήτησή τους και το ίδιο έκανε κι ο Όμπερον, τρέμοντας μην έρθει αντιμέτωπος με την οργή της ξανά. Θα ορκιζόταν ότι κάθε φορά που την αντίκριζε τα μεσημέρια στο τραπέζι, ήταν τόσο σκοτεινά τα μάτια της, που στέλναν πάντα τα δικά του μάτια να κοιτάζουν κάτω, όσο πιο κάτω γινότανε. Από φόβο; Από ντροπή; Από απογοήτευση και καταπιεσμένο μίσος; Ήταν πολλές και μπερδεμένες οι απαντήσεις κι αυτός δεν άντεχε να σκέφτεται σε τι μονοπάτι βάδιζε ήδη ακούσια κι εκούσια ταυτόχρονα. Το βλέμμα του, αντί για τη μητέρα του, κατέληγε τελικά στην Ύβενλυθ, που προφανώς του κρατούσε μούτρα κι έκανε σαν να μην υπήρχε. Ο θείος Άενσσελ κοιτούσε συνήθως το πιάτο του και δεν έδινε σημασία. Για τη μητέρα του δεν ήξερε αν έδινε σημασία ή όχι, μα τον Όμπερον δεν τον ένοιαζε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσε να αποστρέψει το μυαλό του από το κορίτσι.
«Ναι, Όμπερον. Ακόμα κι η μικρή, αθώα Ύβενλυθ σύντομα θα γλυκαθεί από την εξουσία που θα της προσφέρει το Ονειρονήμα και θα παίρνει κι εκείνη ό,τι θέλει χωρίς να τη νοιάζει», τα λόγια της Ελίντρας επαναλαμβάνονταν μέσα του σφυροκοπώντας τον. Η Ύβενλυθ θα γινόταν μια δεύτερη Ελίντρα... Τον ανατρίχιαζε η σκέψη. Τον τρόμαζε και στην αρχή αναρωτιόταν αν υπήρχε τρόπος να το αποτρέψει, να τη σώσει απ' το να γίνει ένα άπληστο τέρας, όμοιο με αυτό που τον χαστούκισε και τον ταπείνωσε. Μα έπειτα από λίγο, καθώς θωρούσε πως μήτε τον εαυτό του δεν ήταν ικανός να σώσει, το υποσυνείδητό του άρχισε να τον καθοδηγεί προς διαδρομές υποχθόνιες. Στην Ελίντρα δεν μπορούσε να επιβληθεί, το 'χε καταλάβει με τον πλέον δυσκολοχώνευτο τρόπο. Στο σκεπτικό του, η μητέρα του θαρρούσε πως ήταν κάτι σαν γλύπτρια που θα διαμόρφωνε και τους δυο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή της. Στη γλύπτρια όχι. Στη γλύπτρια το άγαλμα δεν μπορούσε να επιβληθεί, αλλά στο άλλο άγαλμα, το όμοιο με αυτήν, ναι. Εκείνο μπορούσε να το έχει υπό, αν φερόταν έξυπνα κι έκανε από την αρχή τις σωστές κινήσεις. Μπορούσε μέχρι και να το λιώσει και να το πλάσει απ' την αρχή όπως αυτός επιθυμούσε. Γνωρίζοντας ότι η ξαδέλφη του δεν καταλάβαινε τίποτα, ούτε την ώρα του φαγητού, ούτε τις ώρες που προπονούνταν μαζί, άρχισε να την περιεργάζεται με έναν τρόπο παράταιρο. Άρχισε να φαντάζεται πάλι πώς θα ήταν να τη φιλάει κι τούτη τη φορά δεν σίγησε τη σκέψη, ούτε σταμάτησε εκεί. Δεν μπορούσε να βρει κάποια σύνδεση ανάμεσα στα δύο, όμως είχε την εντύπωση ότι όσο πιο πολύ χρησιμοποιούσε το Ονειρονήμα, τόσο πιο συχνά και πιο τολμηρά φανταζόταν πώς θα ήταν να την αγγίζει, να τη χαϊδεύει και να της ξυπνά ανάγκες που ούτε η ίδια δεν ήξερε ότι είχε, όπως ακριβώς έκανε κι αυτή σ' αυτόν. Άρχισε να του γίνεται εμμονή.
Η ξαδέλφη του ήταν όμορφη, αλλά όχι με τον εντυπωσιακό τρόπο που είχε συνηθίσει στις άλλες: στα δεκαπέντε της, το σώμα της άνθιζε ήδη κι η παρθενική της αγνότητα είχε κάτι που τον συνάρπαζε. Μα την αλήθεια, πόσο ερωτική ήταν και δεν το υποψιαζόταν καν! Κι όμως δεν ήταν μόνο αυτό: ήταν κι η προσωπικότητά της. Δεν είχε τίποτα από την ματαιοδοξία και την ανοησία που 'χε συναντήσει τόσες φορές. Δεν την ενδιέφεραν τα λούσα κι ένας πετυχημένος γάμος με πλούσιο γαμπρό, ούτε κοίταζε πώς να τυλίξει κάποιον. Την ενδιέφερε να τελειοποιήσει την μαγεία της και να βοηθά τους άλλους. Στ' αλήθεια την ενδιέφερε να βοηθά τους άλλους κι αυτό καμία άλλη από τις Νεράιδες που είχε αυτός γνωρίσει δεν το διέθετε σε τέτοιο βαθμό. Την ενδιέφερε ακόμα και για εκείνο το κορίτσι που ήρθε ξαφνικά μια μέρα στην παρέα της, ζητώντας να γίνει φίλη τους, την Πριγκίπισσα Τιτάνια αυτοπροσώπως.
---
Όπως έμαθε ο Όμπερον από τη Λάυ και την Ντόρια, οι οποίες κόλλησαν πάνω του σαν βδέλλες όταν ένα απόγευμα ήρθε να τη βρει, η Ύβενλυθ είχε ακούσει με προσοχή τα λόγια της πριγκίπισσας κι αμέσως της προσέφερε τη φιλία της και την έβαλε στον κύκλο τους. Κι η Τιτάνια περνούσε χρόνο μαζί τους, πρώτη φορά χωρίς να είναι το επίκεντρο κι αυτό έδειχνε να της αρέσει. Μέχρι και σ' αυτόν τη γνώρισε η Ύβενλυθ, όταν πρόσεξε ότι ήταν κι εκείνος στην πλατεία:
«Α ναι, εσείς δεν συστηθήκατε. Η Τιτάνια, ο Όμπερον», είχε πει χαρούμενη κι έδωσε το χέρι του ενός στον άλλο. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια.
«Χαίρω πολύ, Υψηλοτάτη», είχε πει αυτός, φιλώντας της το χέρι.
Το κορίτσι χαμογέλασε ντροπαλά. «Σε αυτή τη συντροφιά είμαι απλώς η Τιτάνια», του απάντησε κι αν έκρινε από το κοκκίνισμά της και τα μάτια της που άστραψαν, σίγουρα ακόμα και αυτή τον είχε ερωτευτεί. Ένιωσε πολύ κολακευμένος που η πριγκίπισσα του Νοβέλιαν τον κοιτούσε με λατρεία. Και δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ήταν η ομορφότερη και πιο χαριτωμένη κοπέλα που είχε δει ποτέ, μα όχι... Μπορούσε επίσης να διακρίνει πόσο ναρκισσίστρια και κακομαθημένη ήταν κατά βάθος. Όσο κι αν τον δελέαζε, δεν θα ρίσκαρε να κάνει κάτι μαζί της. Η προσοχή του εστιάστηκε ξανά στην Ύβενλυθ και στο γεγονός ότι, έστω για τα μάτια του κόσμου, του είχε απευθύνει το λόγο.
Στην αρχή που εμφανίστηκε η εμμονή, ένιωθε απαίσια. Ενδόμυχα έβριζε τον εαυτό του για τις φαντασιώσεις που είχε μαζί της. Ήταν ξαδέλφη του! Είχαν μεγαλώσει μαζί, την αγαπούσε σαν αδελφή του! Δεν ήταν σωστό να την βλέπει έτσι! Όμως τα όνειρα που τον επισκέπτονταν όλο και συχνότερα τους επόμενους δύο μήνες, όνειρα στα οποία τη φιλούσε και της έκανε έρωτα, απειλούσαν ξανά και ξανά να του αλλάξουν γνώμη. Στη σκέψη οποιασδήποτε άλλης γυναίκας συνοφρυωνόταν με δυσαρέσκεια. Δεν του έκανε αίσθηση να πλαγιάσει με καμία. Καμία δε συγκρινόταν μαζί της. Μια νύχτα αποπειράθηκε να μεταφέρει τα όνειρά του και στην ίδια, να την κάνει να νιώσει την ίδια έλξη, μα είχε την ατυχία να ανακαλύψει εξ ιδίας πείρας ετούτο που έλεγε ξανά και ξανά η Ελίντρα: πως το Ονειρονήμα δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ανάμεσα σε δύο συγγενείς Ονειροπλέχτες. Η απογοήτευσή του ήταν φανερή όταν διαπίστωσε ότι η ύφανσή του μπλοκαρίστηκε αυτόματά από τη δική της, ενώ η κοπέλα κοιμόταν βαθιά. «Ανάθεμα τη συγγένεια», σφύριξε, ξεστομίζοντας τη φράση που έλεγε από μέσα του συνεχώς τελευταία. Να την προσεγγίσει ευθέως δε μπορούσε, ούτε μάγια μπορούσε να της κάνει, όπως με τις προηγούμενες, μα αντί να αποθαρρυνθεί, το έβαλε πείσμα ακόμα περισσότερο να επιτύχει σ' αυτή τη μεγάλη πρόκληση. Γιατί να τον νοιάξει η συγγένεια; Γιατί να μπει εμπόδιο στην ευτυχία του; Θα ήταν ο Μέγας Μάγος των Ονείρων! Θα είχε ό,τι ήθελε σ' αυτό τον κόσμο! Γιατί να μην έχει το απαγορευμένο;
---
Κατά το περασμένο δίμηνο η Φυέλλα περίμενε καθημερινά να δει τον Όμπερον να μπαίνει στο κεντρικό σαλόνι. Πολλοί άλλοι ήρθανε. Αυτός... ποτέ. «Έι, Φυέλλα, φαίνεται ότι ο πρίγκιπάς σου σε ξέχασε», την πείραξε ένα απόγευμα μία από τις συναδέλφους της, κάνοντάς την να γυρίσει απ' το παράθυρο προς το μέρος της εκνευρισμένη. «Τι; Δεν είπες ότι θα έρθει σε μία εβδομάδα, σε δύο ή σε τρεις; Οχτώ κλείσανε! Πού είναι;»
«Παράτα με, Ρύλα», της πέταξε, μα η πόρνη με τα μακριά μπλε μαλλιά την πλησίασε λικνίζοντας το κορμί της με χάρη κι αγνοώντας τις υπόλοιπες που εκείνη την ώρα δεν εξυπηρετούσαν κάποιον και χασκογελούσαν με την κοκκινομάλλα. «Τι θες;», τη ρώτησε η Φυέλλα, βλέποντάς την να έρχεται κοντά της.
«Σου το 'χα πει ότι θα ήσουν ηλίθια αν τον ερωτευόσουν», της ψιθύρισε στο αυτί η Ρύλα.
«Δεν τον ερωτεύτηκα», σφύριξε η Φυέλλα, προσπαθώντας να μην ακουστούν τα λόγια της στις υπόλοιπες. Η άλλη της άρπαξε το μπράτσο όταν αποπειράθηκε ν' απομακρυνθεί.
«Την ίδια δουλειά κάνουμε, κορίτσι», της είπε επιτακτικά, σαν να ήθελε να τη συγκρατήσει. «Νομίζεις ότι δεν είμαι ικανή να ξεχωρίσω τον πληρωμένο έρωτα από τον έρωτα; Ή νομίζεις ότι όλες εδώ δε βλέπαμε πώς έλιωνες κάθε φορά που σε ζύγωνε;»
«Άσε με», διαμαρτυρήθηκε η νεαρή Νεράιδα και πήγε να πάρει το χέρι της, μα η Ρύλα το κρατούσε σφιχτά.
«Όχι, δε σ' αφήνω», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της. «Σε προειδοποίησα, ναι ή όχι; Σου είπα ότι πριν από σένα, ο Άρχοντας Όμπερον πλάγιαζε μαζί μου. Σου είπα πόσο υπέφερα για να τον ξεπεράσω. Σου είπα ότι θα σε χρησιμοποιήσει και μετά θα σ' αφήσει κι εσένα για κάποια άλλη. Αλλά εσύ εκεί, να μπερδεύεις τη δουλειά και το συναίσθημα. Λούσου τα τώρα!»
«'Μου είπες, μου είπες, μου είπες'!», επανέλαβε η Φυέλλα έτοιμη να δακρύσει και με την τρίτη επανάληψη του 'μου είπες' τίναξε απότομα το χέρι της απελευθερώνοντάς το από τη λαβή της Ρύλας. «Τι θες; Βραβείο;»
«Θέλω να συνέλθεις», απάντησε η άλλη λίγο πιο φιλικά. «Να το πάρεις απόφαση ότι τελείωσε και να σταματήσεις να έχεις αυτή την αηδιασμένη έκφρασή κάθε φορά που ένας πελάτης σε... Φυέλλα!», σταμάτησε άξαφνα να της μιλάει, όταν πρόσεξε πως η άλλη κοπέλα είχε δει κάποιον έξω κι ανοιγοκλείνοντας τα φτερά της σαν αρπακτικό πτηνό που μόλις είχε εντοπίσει ένα πιθανό θήραμα, πέταξε προς την έξοδο. Μάταια της φώναξε να σταματήσει.
---
«Άρχοντα Όμπερον! Άρχοντα Όμπερον, σταθείτε!», άκουσε ο νεαρός μια γνώριμη φωνή κι αμέσως μόρφασε με δυσαρέσκεια κι από μέσα του μάλωσε τον εαυτό του που απερίσκεπτα πέρασε από τον συγκεκριμένο δρόμο. Μη θέλοντας να τραβήξει την προσοχή, ενθυμούμενος εκείνο το 'Ελπίζω να προσέχεις μη σε δει κανείς, δεν θέλω να μας σχολιάζουν' της Ελίντρας, σταμάτησε να περπατάει και γύρισε να την αντιμετωπίσει.
«Θέλεις κάτι, Φυέλλα;», ρώτησε με ένα ίχνος ενόχλησης.
Εκείνη κόμπλαρε για λίγο, όμως αμέσως μετά τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του μίλησε όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε: «Πέρασαν δύο ολόκληροι μήνες κι εσείς... είχατε πει πως θα ξανάρθετε και δεν το κάνατε. Μου λείψατε...»
Ο Όμπερον σήκωσε τα φρύδια έκπληκτος. Αν αυτή η εξομολόγηση στη μέση του δρόμου είχε ειπωθεί λίγο καιρό πριν, θα τον έκανε να νιώσει σπουδαίος και να ανταμείψει την κοπέλα μπροστά του αφήνοντάς την να ζήσει το παραμύθι μαζί του για λίγο ακόμα. Μόνο που σήμερα, με το μυαλό του κολλημένο στην Ύβενλυθ και ήδη φορτισμένος από τον χωρισμό του με τη Γιόλα την προηγούμενη μέρα, εξέλαβε την αγωνία της σαν κάτι περιττό κι εκνευριστικό. «Είμαι βέβαιος ότι έβγαλες αρκετά πετράδια και χωρίς να έρθω εγώ. Και θα βγάλεις ακόμα περισσότερα», τη διαβεβαίωσε περιφρονώντας τα συναισθήματά της και πήγε να συνεχίσει το δρόμο του σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Όμως η Φυέλλα ήταν απελπισμένη και το γεγονός ότι αυτός δεν πρόσεξε καν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλάνε στα μάγουλά της, την έκανε ακόμα πιο απελπισμένη.
«Δεν θέλω τα πετράδια σας! Δεν θέλω ούτε αυτά που μου προσφέρουν οι άλλοι πια!», του φώναξε κι έτρεξε ξανά πίσω του. «Θέλω εσάς!»
Ο Όμπερον σταμάτησε ξανά, όμως αυτή τη φορά ούτε να την κοιτάξει δε γύρισε. «Μη λες ανοησίες», της είπε ψυχρά.
«Δεν είναι ανοησίες, Άρχοντα Όμπερον. Κανείς δεν είναι σαν εσάς. Μόνο μαζί σας θέλω να είμαι».
«Τότε λυπάμαι, μα δεν μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό».
«Υπάρχει κάποια στη ζωή σας;» Η ερώτηση τον έπιασε εξ απήνης. Έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της. «Αν υπάρχει, πείτε το μου και... δεν θα σας ενοχλήσω άλλο». Τα λόγια της ήταν γεμάτα πόνο που αποδείκνυε την αγάπη της. Αν ο Όμπερον νοιαζόταν έστω και λιγάκι, θα είχε αισθανθεί ντροπή και σεβασμό μαζί προς το πρόσωπό της, όμως δυστυχώς για εκείνη, δε νοιαζόταν.
«Έχουμε παραγνωριστεί, Φυέλλα; Μήπως ξέχασες ποια ήταν η φύση της σχέσης μας; Να σου θυμίσω εγώ. Σχέση πόρνης και πελάτη. Τίποτε πέρα από αυτό. Σταμάτα να μου κάνεις ανάκριση και γύρνα στη δουλειά σου».
«Μα-»
«Γύρνα στη δουλειά σου».
«Δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό!», αναφώνησε πιάνοντάς τον, όπως την είχε πιάσει η Ρύλα προηγουμένως.
«Άφησε το χέρι μου, σε παρακαλώ. Άσ' το τώρα».
«Όχι, δεν το αφήνω μέχρι να καταλάβω! Δεν μπορείτε να με αφ-» Ένα μικρό ξεφωνητό έφτασε στα αυτιά του κι ο Όμπερον διαπίστωσε ότι πάνω στο θυμό του είχε χτυπήσει δυνατά τον καρπό της με το ελεύθερο χέρι του. Τα μάτια του πήγαν από τη μελανιά που της άφησε, στο πρόσωπό της κι έμειναν να παρατηρούν την πληγωμένη της έκφραση. Στη συνειδητοποίηση ότι χρησιμοποίησε βία πάνω της, όπως σε εκείνον η Ελίντρα, οι τύψεις τον περικύκλωσαν. Μετανιωμένος πήγε να της ζητήσει συγγνώμη, όταν μια αντρική φωνή τον σταμάτησε.
«Τι γίνεται εκεί!;», φώναξε όσο απαιτητικά μπορούσε ο Κλοΰλιο που παρακολουθούσε από μακριά τον καβγά. Ο Όμπερον τον κοίταξε και το βλέμμα του έγινε και πάλι σκληρό και θυμωμένο, προτού πετάξει γρήγορα μακριά, αφήνοντας και τη Φυέλλα πίσω του. Ο Κλοΰλιο φτερούγισε δίπλα της και της ζήτησε να του δείξει τον καρπό της για να δει πόσο ήταν χτυπημένος. Εκείνη έμεινε ασάλευτη για αρκετά δευτερόλεπτα, προτού να κατανοήσει το μυαλό της όσα προηγήθηκαν. Ο αγαπημένος της Άρχοντας Όμπερον την εγκατέλειψε χωρίς να της δώσει μία εξήγηση. Στη διαπίστωση ότι τελικά για εκείνον δεν ήταν παρά μόνο ένα σκεύος ηδονής, πόνεσε περισσότερο απ' ό,τι με το χτύπημά του. Ξέσπασε σε γοερά κλάματα και βλέποντάς την, ο Κλοΰλιο κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να μείνει άπραγος. «Πάω αμέσως να τον βρω, Φυέλλα», ανακοίνωσε και πέταξε προς την ίδια κατεύθυνση.
---
«Περιμένετε! Σταθείτε!», άκουσε ο Όμπερον τη χαρακτηριστική φωνή του Κλοΰλιο και σταμάτησε απότομα, γυρίζοντας να τον κοιτάξει εξοργισμένος. Μα ο άλλος Νεράιδος δεν επηρεάστηκε διόλου από αυτή του την αντίδραση. «Δεν της άξιζε. Γιατί της φερθήκατε με τόσο άσχημο τρόπο;», τον ρώτησε με παράπονο.
«Γιατί μου ζητάς εξηγήσεις;», αντιγύρισε κυνικά ο νεαρός άρχοντας. «Φοβάσαι ότι θα πέσουν οι εισπράξεις σου; Έννοια σου και θα συνέλθει γρήγορα. Δε θα σου λείψουν τα κέρδη».
«Δεν μ' ενδιαφέρει για τα κέρδη», απάντησε ο προαγωγός με συστολή. «Με ενδιαφέρει για τη Φυέλλα. Και για σένα, Όμπερον» Το πέρασμα από τον πληθυντικό στον ενικό ήταν φανερό ότι αηδίασε τον συνομιλητή του, όμως ο Κλοΰλιο συνέχισε κοιτάζοντάς τον στα μάτια: «Αυτή φταίει για όλα. Η Ελίντρα», μουρμούρισε με οργή. «Είναι ξεκάθαρο, πρόλαβε και σου έκανε μεγάλη ζημιά. Είσαι κιόλας δυστυχισμένος... και κάνεις και τους άλλους δυστυχισμένους. Λυπάμαι πολύ».
«Ε αν είναι να λυπάσαι πολύ, να σε απαλλάξω από την παρουσία μου οριστικώς. Ένας πειρασμός λιγότερος για σένα».
«Ορίστε;»
Θαρρείς δεν έχω καταλάβει τις ορέξεις σου; Ότι όπως έπαιρνες τη μάνα μου θες να πάρεις κι εμένα;»
Ο Κλοΰλιο έμεινε ενεός ακούγοντας τα παραπάνω λόγια. «Όχι, αγόρι μου, λάθος κάνεις. Εγώ-»
«Άσε με ήσυχο επιτέλους, βδέλυγμα!», του φώναξε ο νεαρός με μάτια που άστραφταν από καθαρό μίσος. «Σιχαίνομαι και να σε κοιτάω».
---
«Τον βρήκες, Αφέντη Κλοΰλιο;», ρώτησε με δάκρυα ακόμα η Φυέλλα, όταν τον είδε να βγαίνει στην πίσω αυλή όπου καθόταν μόνη. Εκείνος έγνεψε κουρασμένα. «Τι σου είπε;», ξαναρώτησε η κοκκινομάλλα περιμένοντας ν' ακούσει κάτι ευχάριστο. Κάτι που να αποδείκνυε ότι δεν είχε χαθεί τίποτα. Ότι ήταν απλώς μία παρεξήγηση κι ότι ο Όμπερόν της θα επέστρεφε σύντομα κοντά της. Ο Νεράιδος πλησίασε αργά και κάθισε δίπλα της. Το συνοφρύωμά του δεν θα μπορούσε να γίνει πιο εμφανές.
«Δε θα γυρίσει, κορίτσι μου...», της είπε λυπημένα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της με πατρική αγάπη και νέα δάκρυα ήρθαν να κυλήσουν σαν καταρράκτης. «Καλύτερα είναι να τον ξεχάσεις».
«Μα εγώ δεν θέλω άλλον! Δε θέλω άλλον! Μόνο αυτόν!», του αποκρίθηκε κλαίγοντας ακόμα πιο απαρηγόρητη.
«Ησύχασε, κορίτσι μου», συνέχισε ο Κλοΰλιο, παίρνοντάς την στην αγκαλιά του, αν και γνώριζε πόσο μάταιο ήταν. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου να ηρεμήσεις. Δεν θα δουλέψεις τις επόμενες μέρες». Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να τη βοηθήσει. Αν ήταν στο χέρι του, δεν θα την άφηνε να κάνει ξανά αυτή τη δουλειά, ούτε αυτήν, ούτε τις άλλες γυναίκες του οίκου. Δεν ήταν, όμως, σε θέση να βγάλει ούτε τον εαυτό του από εκεί μέσα...
---
Προσπάθησε να συνέλθει από την χαρακτηριστική ένταση άλλης μίας ερωτικής τους ένωσης. Κάθε φορά ήταν εξαντλημένος, σε αντίθεση μ' αυτήν. Αυτή ήταν σαν να έπαιρνε και την τελευταία στάλα της δύναμής του και την μετέφερε στον εαυτό της. Κοντεύανε να συμπληρώσουν ένα έτος οι 'συναντήσεις' τους. Κάθε φορά υπενθύμιζε στον εαυτό του πως μισούσε την κατάσταση στην οποία είχε μπλεχτεί, μισούσε να σμίγει μαζί της. Το επαναλάμβανε από μέσα του στη διαδρομή προς το αρχοντικό, όποτε του μήνυε να έρθει να τη βρει. Το επαναλάμβανε ξανά και ξανά και ξανά! Όμως με το που η Ελίντρα τον σίμωνε κι άρχιζε τις προκλήσεις, το κορμί του απαντούσε πριν το σταματήσει και κάθε τους συνεύρεση ήταν μαζί μαρτύριο και λύτρωση. Μέχρι εδώ! Απόψε ο Κλοΰλιο θα της μιλούσε, όσο αδύναμος κι αν αισθανόταν.
Τόλμησε να την κοιτάξει σταθερά, δίχως ν' αποστρέψει τη ματιά του: στο κόκκινο ημίφως από τις φλόγες του τζακιού, με τα μαλλιά της λυμένα και μόνο ένα μαύρο σεντόνι να την καλύπτει, η Ελίντρα έμοιαζε με τελώνιο από τα Νεκρά Άστρα: πανούργο και κακόβουλο, μα τόσο όμορφο, τόσο ακαταμάχητα επιβλητικό. Ο τρόπος της είχε καταστήσει σαφές εξ αρχής ότι δεν αποζητούσε το συναίσθημά του, αλλά μόνο τη σωματική επαφή από αυτόν. Πώς θα αντιδρούσε στο αίτημά του; Θα την ένοιαζε καθόλου; «Θέλω να σταματήσουμε», της είπε, πηγαίνοντας κόντρα στον φόβο που είχε καταφέρει η μεγαλύτερη Νεράιδα να φυτέψει στην καρδιά του. Τον κοίταξε σαν να το περίμενε. Ένα μακρόσυρτο βουητό περισυλλογής ξέφυγε από τα ελαφρώς κλειστά της χείλη. Ο νεαρός άντρας ξαναμίλησε όταν κατάλαβε πως δεν είχε σκοπό να του πει κάτι παραπάνω: «Από την πρώτη στιγμή σας ξεκαθάρισα πως δεν το ήθελα αυτό».
«Πράγματι», απάντησε μονολεκτικά εκείνη, χωρίς να κάνει βλεμματική επαφή μαζί του. «Το ξεκαθάρισες, αλλά δεν προσπάθησες ιδιαίτερα να το σταματήσεις, αν δεν με απατά η μνήμη μου...» Μια βαριά κι εξοργισμένη αναπνοή βγήκε απ' το στήθος του. Είχε υποψιαστεί ότι τον μάγεψε με το Ονειρονήμα της για να τον κάνει να ενδώσει, αλλά δεν είχε τρόπο να το αποδείξει. Ποιος θα πίστευε ότι μία γυναίκα εκμεταλλεύτηκε ερωτικά έναν άντρα; Αισθανόταν εγκλωβισμένος και παντελώς εξευτελισμένος, μα ό,τι ξόρκι κι αν του έκανε, τώρα η επιρροή της πρέπει να είχε μειωθεί, αν έκρινε από το επιπλέον θάρρος του. Αν η αποψινή νύχτα αποτελούσε τη μοναδική του ευκαιρία να γλιτώσει, δεν θα την άφηνε να χαθεί. «Είσαι, λοιπόν, το ίδιο συνένοχος μ' εμένα...», την άκουσε να λέει κι η έκφρασή του αγρίεψε. Η κοκκινομάλλα πρέπει να το πρόσεξε, γιατί η φωνή της έγινε ψεύτικα τρυφερή. «Δεν θα σε κρατήσω με τη βία», του δήλωσε. «Θα ήθελα όμως να ξέρω τι θα κάνεις παρακάτω.... Πώς θα συνεχίσεις τη ζωή σου;»
Το απογοητευμένο 'δεν ξέρω' του πρέπει να της ήταν εντελώς αναμενόμενο, διότι είχε χαμογελάσει πριν καν προλάβει να το εκφέρει. Γνώριζε τις αδυναμίες του, την καθεμιά ξεχωριστά, μία ακόμη απόδειξη ότι του είχε κάνει Ονειρομάγια, όχι όμως αρκετή. Γνώριζε ότι τώρα που είχε κοιμηθεί μαζί της αισθανόταν ακόλαστος, πόσο μάλλον μετά τη νύχτα που ο γιος της τους είχε δει. Πάνω σ' αυτά πάτησε και του είπε ότι είχε κατά νου μια άλλη 'χρήση για εκείνον'. Του μίλησε για την ιδέα της που αφορούσε αυτόν και τον οίκο ανοχής που επισκέπτονταν μόνο οικονομικά εύρωστοι Νεράιδοι. «Επιθυμώ να τους προσφέρω μία βοήθεια... έναν νέο υπεύθυνο που να προωθεί τις γυναίκες και γενικά να διαχειρίζεται την επιχείρηση, τώρα που η παλιά υπεύθυνη δεν ζει πια». Την άκουγε να μιλάει για το μέρος με τέτοια άνεση, σαν να επρόκειτο για μια οποιαδήποτε επιχείρηση. Με τον τρόπο σκέψης του, αυτό ήταν ακόμα πιο σοκαριστικό κι από την μεταξύ τους σχέση.
«Τι ανάμειξη μπορεί να έχετε εσείς, μία αριστοκράτισσα, με αυτές τις βρωμιές;», εξέφρασε το σοκ του.
«Μη βιάζεσαι να χαρακτηρίσεις», την άκουσε να λέει, αλλά προς έκπληξή του, δεν ήταν σαν τις άλλες φορές, σαν να τον διατάζει. Πιο πολύ έμοιαζε με παράκληση. «Όλες αυτές οι 'βρωμιές', όλοι αυτοί οι... 'άνθρωποι του περιθωρίου', όπως τους αποκαλούν, έχουν πολλά κρυμμένα μυστικά. Μοναξιά και πόνους βαθιούς κι ασυλλόγιστους». Άφησε το βλέμμα του να πέσει πάλι πάνω της. Η Ελίντρα έδειχνε να δυσκολεύεται να συνεχίσει. Η επόμενη αποκάλυψη τον έκανε να καταλάβει τον λόγο. «Από εκεί ξεκίνησα, Κλοΰλιο», του δήλωσε και μόνο για 'κείνη τη φορά ο Νεράιδος είδε έναν ωκεανό θλίψης στα πράσινα μάτια της που καρφώθηκαν στα δικά του.
«Εσείς, Αρχόντισσά μου; Πώς είναι δυνατόν;», αναρωτήθηκε σαστισμένος. Εκείνη γέλασε πικραμένα.
«Πώς θαρρείς μεγαλώνουν δύο ορφανά παιδιά; Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να επιβιώσουμε εγώ κι ο αδελφός μου...»
«Δεν μπορεί... δεν μπορεί, θα υπήρχε άλλος τρόπος...»
«Δεν υπήρχε, καλέ μου Κλοΰλιο, δεν υπήρχε...», του είπε και πλησίασε πιο κοντά για να χαϊδέψει το πρόσωπό του με κάτι που υπό διαφορετικές συνθήκες θα ονομαζόταν στοργή. Τώρα, όπως ανακάλυπτε κι ο Κλοΰλιο, δεν ήταν παρά μια πενιχρή απομίμηση αυτής. Ένα μισοσκορπισμένο λοφάκι στάχτης που κάποτε ήταν γη καρπερή. Όποια στοργή κι αν διέθετε, της την είχαν κάψει εδώ και χρόνια. «Από τα δεκάξι μου με χρησιμοποιούσαν οι άντρες. Κι ο σύζυγός μου... δεν έδειξε να με βλέπει σαν κάτι καλύτερο. Μαζί σου ένιωσα πρώτη φορά πώς είναι να μην σε χρησιμοποιούν», μουρμούρισε και τον φίλησε απαλά. «Να έχεις εσύ τον έλεγχο. Σου οφείλω ένα 'ευχαριστώ', μία... ανταμοιβή». Ο Κλοΰλιο έμεινε ασάλευτος. Δεν μπορούσε να πει αν η γυναίκα ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί του, αν πράγματι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για την επιβίωση της ίδιας και του αδελφού της ή αν πράγματι ο άντρας της την αντιμετώπιζε σαν πόρνη. Λυπόταν πολύ για όσα πιθανώς αναγκάστηκε να υπομείνει και μέσα του ο θυμός κι η αποστροφή που είχε τόσους μήνες έκαναν χώρο για τη συμπόνια. Μα και πάλι η απάντησή του έμεινε ξεκάθαρη:
«Δεν θέλω τέτοια ανταμοιβή. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο», δήλωσε κι έφυγε από κοντά του, ανάλαφρη σαν τη σκιά της που μάκρυνε σαν στάθηκε μπροστά στο τζάκι. Η σκοτεινή της πλευρά είχε επιστρέψει πιο ανελέητη. «Κυκλοφορούν ήδη φήμες ότι πλαγιάζεις με τη χήρα του Άρχοντα Ελύριον. Η πολύτιμη καλή σου εικόνα πάει, εξανεμίστηκε. Δεν θα ξαναβρείς δουλειά, ούτε φυσικά θα κάνεις τον καλό γάμο που είδα στα ονείρατά σου», επιβεβαίωσε αναιδώς τις υποψίες του για το Ονειρονήμα, όμως ούτε που την ένοιαξε πώς το πήρε. «Μ' αυτό που σου προσφέρω όμως, θα εξασφαλιστείς δια βίου. Θα ζήσεις πλουσιοπάροχα και δεν θα 'χεις ανάγκη πια κανέναν. Πες μου ότι δεν σε δελεάζω και θα 'σαι μεγάλος ψεύτης». Οι γροθιές του σφίχτηκαν κι ήταν έτοιμος να εκφράσει την οργή του και να σηκωθεί να φύγει, μα το τελευταίο της επιχείρημα ήταν τελικά που τον έκαμψε. «Αν δεν είσαι εσύ, θα είναι κάποιος άλλος. Και ούτε γνωρίζω, ούτε κόπτομαι ιδιαίτερα για το πώς θα συμπεριφερθεί στις πόρνες. Δες τον εαυτό σου σαν... ένα καλό πνεύμα».
---
Μόλις η Φυέλλα αποσύρθηκε, τήρησε για άλλη μια φορά το έθιμο του να κατηγορεί για όλα τον εαυτό του και να του ρίχνει απρεπείς κατάρες για τη φιλοχρηματία του και τη δειλία που έδειχνε μέχρι σήμερα μπροστά στην Ονειρομάγισσα που τον κρατούσε στο χέρι εδώ και έντεκα χρόνια. Κοίταξε αποκαμωμένος το Φεγγάρι και παρακάλεσε αδύναμα τη Σελντίνια να τον συγχωρήσει.
---
Η Ύβενλυθ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και σκεφτόταν αναστατωμένη τι έγινε σήμερα στο πάρκο. Ο Κάορεν έλειπε κι όταν ρώτησε τους φίλους της γιατί, δε γνώριζαν την απάντηση. Μόνο η Ντόρια έδειχνε να ξέρει παραπάνω, μα αρκέστηκε στο ότι είχε πάει να βρει τη Γιόλα. Της έκανε εντύπωση, αφού ο Κάορεν δεν έχανε ποτέ ούτε μία πρόβα. Κι επίσης με τη Γιόλα δεν είχαν χωρίσει; Γιατί πήγε να τη βρει; Μήπως για να της ζητήσει να το ξανασκεφτεί; Αυτή της την απορία εξέφρασε και στην Ντόρια όταν ήταν μόνες, ενώ η Μιστίρυς εξηγούσε μία άσκηση φωνητικής στην Τιτάνια και στην Λάυ. Τότε η κοπέλα της ψιθύρισε εμπιστευτικά:
«Η Γιόλα... έκανε απόπειρα».
«Τι; Τι εννοείς;», είχε απαντήσει η Ύβενλυθ κι όταν η φίλη της έβαλε συμβολικά τα χέρια της γύρω από τον λαιμό της σαν θηλιά, το αίμα της πάγωσε. «Ω, Σελντίνια! Γιατί;»
«Κανένας δεν ξέρει γιατί κι οι γονείς της την έσωσαν τελευταία στιγμή, μα δεν ήθελε να τους εξηγήσει. Ο Κάορεν έτρεξε στο σπίτι της μόλις το έμαθε. Ίσως μπορέσει να την κάνει να μιλήσει, όμως μου ζήτησε να μην πω τίποτα στους άλλους. Αχ, Ύβενλυθ, είμαι συντετριμμένη! Δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να το κρατήσω μυστικό από τα παιδιά...», είπε η Ντόρια, εντελώς διαφορετική από τη χαρωπή κι ανέμελη Νεράιδα που η Ύβενλυθ γνώριζε. Όμως τη δεδομένη στιγμή την απασχολούσε πιο πολύ η Γιόλα και η αφορμή που την οδήγησε σε μία τόσο ακραία απόφαση. Η Ντόρια πίστευε πως επρόκειτο για ερωτική απογοήτευση. Εξέφρασε τη γνώμη της για το πόσο καλός ήταν ο Κάορεν που έσπευσε να τη βοηθήσει, χωρίς να τον νοιάζει που η καρδιά της χτυπούσε για ένα άλλο αγόρι, που πιθανότατα την παράτησε με όχι ωραίο τρόπο.
Η Ύβενλυθ έσφιξε για πολλοστή φορά τα δόντια στη σκέψη του καθάρματος που φέρθηκε με τόση απονιά στο καημένο το κορίτσι. Εάν μάθαινε ποιος ήταν, εάν τον έβρισκε μπροστά της, θα του έστελνε ευχαρίστως εφιάλτες! Ναι, για κάτι τέτοιους οι εφιάλτες άξιζαν και πάλι λίγοι ήταν! Θέλοντας να ξεχαστεί, άνοιξε το βιβλίο της για να μελετήσει. Όταν θα ολοκλήρωνε την εκπαίδευσή της και θα γινόταν πανίσχυρη, όπως της έλεγε η θεία της, θα είχε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο! Να δημιουργήσει με τη μαγεία της μία κοινωνία στην οποία κανένας άντρας, αλλά και καμία γυναίκα δεν θα πλήγωνε βάναυσα την καρδιά κάποιου άλλου. Η σκέψη ενός τέτοιου μέλλοντος, ενός μέλλοντος που η ίδια θα όριζε, την ανακούφιζε! Όλο και πιο συχνά άκουγε την Τιτάνια να τραγουδά δίπλα της κι από μέσα της έλεγε ότι η ίδια θα μπορούσε να γίνει καλύτερη βασίλισσα. Ίσως να τα κατάφερνε μια μέρα κι αν όχι βασίλισσα, να γινόταν τελικά δυνατότερη και πιο ένδοξη μέχρι κι από αυτήν. Δυνατότερη και πιο ένδοξη απ' όλες τις Νεράιδες του Νοβέλιαν! Μειδίασε ελαφρά στο τελευταίο και συνέχισε ό,τι έκανε.
Είχε βραδιάσει όταν γύρισε στο σπίτι ο Όμπερον και τη βρήκε στο τραπέζι, να διαβάζει. «Καλησπέρα», τη χαιρέτησε.
«Καλησπέρα», απάντησε κι αυτή, σηκώνοντας μια στιγμή το κεφάλι, προτού επιστρέψει στο βιβλίο.
«Πάλι σε φόρτωσε;»
«Ναι».
Η απάντησή της ήταν γρήγορη και ξερή. Ο Όμπερον έβηξε αμήχανος. «Ε... άκου... συγγνώμη... για εκείνη τη νύχτα. Που... που με είδες μεθυσμένο», κόμπιασε. Δε σήκωσε το κεφάλι της. Μα τον ξανακοίταξε κι ήταν σίγουρος ότι πίσω από τα όμορφα πράσινα μάτια που τον σαρώνανε διερευνητικά υπήρχαν ένα σωρό απορίες: 'γιατί το έκανες αυτό;', 'από πότε πίνεις;', 'δε ντρέπεσαι;', ήταν μερικές μόνο που μπορούσε αυτός να υποθέσει. Δεν του εξέφρασε καμία. «Σ-Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες. Δεν θέλω να νομίζεις ότι δεν το πρόσεξα...», της είπε πιο σοβαρά κι αποφασιστικά.
Εκείνη άφησε οριστικά τα μπλε του μάτια για το μπλε βιβλίο της με τα αστέρια. «Δε συμφωνώ με όσα κάνεις. Μα μου αρκεί να είσαι καλά», μουρμούρισε κι ο Όμπερον κατάλαβε αμέσως την ελάχιστη διαφορά στη φωνή της. Μια πολύ μικρή δόση γλυκύτητας είχε ραγίσει τον ψυχρό της τόνο. Σημάδι ότι τον συγχωρούσε, αν κι εξακολουθούσε να μην εγκρίνει τον τρόπο ζωής του.
«Τι μελετάς;», ρώτησε πιο ανάλαφρα, θέλοντας να κατοχυρώσει ότι όλα ήταν και πάλι φυσιολογικά ανάμεσά τους.
«Την Ονειροφυγή. Δεν μπορώ να την καταφέρω με τίποτα...»
«Θες παρέα;», την ξαναρώτησε πριν προλάβει να το καλοσκεφτεί. Του έγνεψε. Κάθισε διακριτικά δίπλα της στον μικρό καναπέ πίσω από το τραπέζι και κοίταξε για λίγο τις σελίδες μπροστά του, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καταλάβει τι έλεγαν τα γράμματα. Λες κι είχε ξεχάσει να διαβάζει. Με την άκρη του ματιού του την κοίταξε. Τόσο προσηλωμένη, τόσο αθώα, τόσο καλή πάντοτε. Πίεσε για ώρα τον εαυτό του να θυμηθεί ποια ήταν και να βάλει στην άκρη τον πόθο του. Να την δει πάλι σαν το μικρό κοριτσάκι που ήταν κάποτε και να διαγράψει κάθε λογής ανώμαλες σκέψεις. Μα σαν την πλησίασε λίγο παραπάνω και το άρωμά της, αυτό το εξαίσιο άρωμα νυχτολούλουδου ήρθε στη μύτη του, τον θόλωσε. Πέρασε αργά το χέρι του γύρω από τους ώμους της κι έγειρε το κεφάλι του πιο κοντά στο δικό της, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά. Εκείνη εξακολουθούσε να διαβάζει, παίρνοντας αυτή την κίνηση για μια ακόμα αγκαλιά του ξαδέλφου της, από αυτές που είχε συνηθίσει. Αυτό που αγνοούσε ήταν ότι δίπλα της ο Όμπερον πάσχιζε με όλη του τη δύναμη να συγκρατήσει τις ορμές του. Δεν έκανε καμιά παραπανίσια κίνηση. Δε γινόταν. Όχι με τη μητέρα και τον θείο του σε κοντινή απόσταση. Περίμενε ανυπόμονα την ευκαιρία του. Κι η ευκαιρία ήρθε περίπου μισό χρόνο μετά...
---
Εκείνος ήταν δεκαεφτά κι εκείνη δεκαέξι. Είχε μπει Καλοκαίρι κι η οικογένεια είχε πάρει την απόφαση να πάνε όλοι μαζί στο εξοχικό σπίτι του πατέρα του Όμπερον, που βρισκόταν σε μια παραλία στην Θάλασσα του Θέρεοντ. Η Ύβενλυθ ήταν ενθουσιασμένη! Πρώτη φορά έβλεπε θάλασσα. «Είναι τόσο όμορφη...», αναφώνησε με δέος κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και τα κύματα που σκάγανε στην αμμουδιά με τον άσπρο αφρό τους.
«Και τόσο μεγάλη», πρόσθεσε ο Άενσσελ δίπλα της, αγναντεύοντας τα νερά με το ίδιο δέος. «Όταν ήμουν μικρός με τρόμαζε η απεραντοσύνη της», εξομολογήθηκε. «Ο παππούς σου έλεγε σ' εμένα και στη θεία ότι η θάλασσα μοιάζει με τη ζωή: είναι γεμάτη μυστήρια και συναρπαστικές ανακαλύψεις, όμως πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σε πνίξει με τις φουρτούνες της».
Η Ύβενλυθ τον άκουγε με προσοχή. «Κι αυτό... σε βοήθησε να σταματήσεις να τη φοβάσαι; Γιατί εμένα θα με τρόμαζε περισσότερο», ρώτησε κι εκείνος δεν κατάλαβε αν εννοούσε τη θάλασσα ή τη ζωή.
«Δεν ξέρω», της απάντησε απλοϊκά. «Αλλά θυμάμαι που, για να με βοηθήσει να μην τη φοβάμαι, μου είχε βρει ένα από εκείνα τα μεγάλα κοχύλια και το έβαλε στο αυτί μου, λέγοντάς μου ότι από 'κεί μέσα θα ακούσω τη θάλασσα. Και την άκουσα! Κι ήταν πολύ όμορφος ήχος».
Η Ύβενλυθ κοίταξε την παραλία γύρω της και χωρίς να πει τίποτα έφυγε τρέχοντας. Αυτός αναρωτήθηκε απορημένος τι έκανε, όμως σε λίγο την είδε να επιστρέφει. «Εννοείς ένα κοχύλι σαν αυτό;», ρώτησε δείχνοντάς του μία μεγάλη αχιβάδα που βρήκε στην ακροθαλασσιά. Ο Άενσσελ έμεινε ακίνητος κι όταν τον έβαλε ξανά να ακούσει τη θάλασσα, ο ίδιος ήχος ήρθε να τον γαληνέψει και να τον κάνει να κλείσει τα μάτια του με συγκίνηση.
«Ναι... σαν αυτό».
Το γεγονός ότι έβλεπε τον πατέρα της ψυχικά ήρεμο, μετά τις κτηνωδίες που βίωσε στις Νότιες Επαρχίες, τη βοήθησε να νιώσει ανάλαφρη. Σχεδόν όσο ανάλαφρη έδειχνε με τα καλοκαιρινά φορέματα που έκαναν τον Όμπερον να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της, ειδικά όταν πήγαν για κολύμπι και την αντίκρισε να βγάζει ένα τέτοιο και να μένει ημίγυμνη μπροστά του, πριν τρέξει να κάνει βουτιά. Και πάλι μπόρεσε με τα χίλια ζόρια να συγκρατηθεί, ενώ οι ερωτικές σκέψεις και τα όνειρα έρχονταν διαδοχικά στο μυαλό του με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Πέρασαν δύο όμορφες μέρες με όλους τους να απολαμβάνουν τη θάλασσα.
Μα μέσα στην ανέμελη διάθεσή της, η Ύβενλυθ είχε ξεχάσει να φέρει μαζί το βιβλίο της, που το χρειαζόταν οπωσδήποτε για τη μελέτη της Ονειροφυγής. «Είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό ακόμα κι εδώ, κόρη μου;», τη ρώτησε ο Άενσσελ. «Σε διακοπές είσαι, διασκέδασέ το».
«Το σωστό θα ήταν να το είχες φέρει», της είπε θυμωμένα η θεία της. «Έστω αυτά τα λίγα πράγματα που σου ξεφύγαν είναι καλό να τα αναπληρώσεις μέσα στο Καλοκαίρι για να μην μείνουμε πίσω το Φθινόπωρο».
«Όμως, Ελίντρα-»
«Είναι για το καλό της, Άενσσελ. Ξέρω τι λέω. Λοιπόν, Ύβενλυθ, τι προτείνεις να γίνει;»
Η κοπέλα, που ένιωθε άσχημα για την αφηρημάδα της, σκέφτηκε για λίγο. «Ακόμα και να γυρίσω πίσω και να φέρω το βιβλίο εδώ, δε νομίζω να μπορέσω να συγκεντρωθώ. Θα είναι καλύτερα να μείνω εκεί για δυο-τρεις μέρες, να τελειώσω το διάβασμα και την εξάσκηση και μετά να έρθω να σας βρω».
Η Ελίντρα σκέφτηκε κι αυτή. «Είναι καλή λύση, όμως δεν θέλω να είσαι μόνη σου εκεί. Θα έρθω μαζί σου για να σ' επιβλέπω κιόλας κι έτσι να 'μαστε σίγουρες ότι ο κόπος σου θα αποδώσει σωστά».
Ο Όμπερον άκουγε βαριεστημένα την κουβέντα, αλλά εκεί βρήκε ξαφνικά την ευκαιρία του. «Δεν υπάρχει λόγος να χαλάσεις την ξεκούραση τη δική σου και του θείου, μητέρα. Θα πάω εγώ με την Ύβενλυθ», προσφέρθηκε και κατάφερε εύκολα να τους πείσει πως ήταν η καλύτερη λύση. Έτσι, το επόμενο πρωί αυτός και η Ύβενλυθ έφυγαν για το αρχοντικό του Μαύρου Άλσους.
---
Ήταν η πρώτη φορά που το σπίτι αυτό του φάνηκε τόσο φιλόξενο. Προκειμένου να κάνει δροσιά, η Ύβενλυθ άνοιξε όλα τα παράθυρα κι όλες τις κουρτίνες, αφήνοντας άπλετο φως να περάσει στον ζοφερό συνήθως χώρο. «Λες να θυμώσει όταν το μάθει;», ρώτησε τον Όμπερον. Εκείνος έκανε ότι το σκέφτεται.
«Εννοείς 'αν το μάθει'», τόνισε κι οι δυο τους γέλασαν μαζί, απολαμβάνοντας κατά βάθος το γεγονός ότι ήταν μόνοι τους, χωρίς την Ελίντρα να τους δίνει συνεχώς εντολές. Ξαφνικά η Ύβενλυθ σταμάτησε να γελάει και τον κοίταξε πολύ σοβαρά. «Τι;», έκανε ο Όμπερον, που δεν ήξερε τι προκάλεσε αυτή της την αντίδραση.
«Μου φαίνεται ότι έχω δύο χρόνια να σ' ακούσω να γελάς μ' αυτό τον τρόπο», του παραδέχτηκε. «Απομακρυνθήκαμε, Όμπερον. Γιατί;»
Ο ξάδελφός της σοβάρεψε κι αυτός. «Μάλλον είναι που... αλλάξανε οι ηλικίες...», υπέθεσε στα γρήγορα, χωρίς όμως να σκεφτεί εις βάθος.
Η Ύβενλυθ κατσούφιασε. «Ανοησίες», είπε ωμά. «Δεν άλλαξαν οι ηλικίες, εσύ άλλαξες. Έγινες εντελώς απόμακρος μαζί μου. Τι γίνανε τα γέλια και τα παιχνίδια που κάναμε μικροί;»
«Δεν είμαστε για τέτοια τώρα».
«Και γι' αυτό πρέπει να ξεκόψουμε; Από την πρώτη μέρα που έγινες καλύτερος στο Ονειρονήμα, το κατάλαβα ότι δεν με θεωρείς ισάξιά σου. Όπως κατάλαβα ότι έχεις τη δική σου ζωή και δε θες ν' ανακατεύεται κανείς, όμως εμένα μου λείπει ο ξάδελφός μου και δεν ξέρω τι έκανα κι έγινες τόσο τυπικός και-»
Μια σπίθα έλαμψε μέσα του σαν είδε τα μάτια της να βουρκώνουν. Ήταν η επιβεβαίωση ότι ήταν σημαντικός γι' αυτήν, πράγμα που του άρεσε πάρα πολύ. Αχ, αν ήξερες πόσο ισάξια σε θεωρώ, δεν θα τα 'λεγες αυτά, μικρή, σκέφτηκε, αναρωτώμενος πώς θα αντιδρούσε η αφελής έφηβη, αν μάθαινε ότι για χάρη της δεν είχε διάθεση να αγγίξει άλλη. Ότι όλες του φαίνονταν ατελείς μπροστά της. Ότι είχε προκαλέσει μεγάλο πόνο κι απογοήτευση στις παλιές του κατακτήσεις εξαιτίας της. Μα από την άλλη το ότι του μιλούσε για τον άλλοτε καλύτερο φίλο της, έκανε ένα κομμάτι του μικρού Όμπερον να επιστέψει στιγμιαία. «Όχι, Ύβενλυθ», αναφώνησε διακόπτοντάς την και την αγκάλιασε. «Δεν έκανες κάτι. Εγώ είμαι ο ηλίθιος, που άρχισα να κάνω ένα σωρό κουταμάρες και ξέχασα ποια είναι τα σημαντικά», συνέχισε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Σου υπόσχομαι ότι από εδώ και πέρα θα επανορθώσω κι εσύ θα γίνεις προτεραιότητά μου», ανακοίνωσε κι η κοπέλα κούρνιασε στα χέρια του, δίνοντας έναυσμα στην επιθυμία του να επιστρέψει πιο πιεστική από πριν. Απομακρύνθηκε βιαστικά από δίπλα της για να μην πάρει η Ύβενλυθ είδηση την αλλαγή και χάζεψε αδιάφορα το χώρο. «Νομίζω ότι μου αρέσει πολύ περισσότερο έτσι», σχολίασε, κοιτάζοντας το σπίτι, που τώρα έδειχνε πιο μεγάλο κι ευχάριστο στην όψη. Από μέσα του ήταν σίγουρος πως τώρα ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να της γνωστοποιήσει τα συναισθήματά του. Η μέρα πέρασε στην αρχή με την ξαδέλφη του να μελετάει κι έπειτα με εκείνον να την προπονεί, μιας κι ως μεγαλύτερος ήταν κι έναν χρόνο μπροστά στην εκπαίδευσή τους. Όλα πήγαιναν καλά κι η Ύβενλυθ χαιρόταν για την πρόοδο που έκανε, μέχρι που ήρθε η επόμενη μέρα...
---
Ο ήλιος έκαιγε, τα τζιτζίκια έξω έδιναν τη δική τους συναυλία κι η πρασινομαλλούσα είχε τα μάτια της κλειστά, συγκεντρωμένη στην ύφανσή της. Ο Όμπερον απέναντί της την κοιτούσε με προσήλωση. Ναι, κανονικά έπρεπε να είναι προσήλωση σε αυτό που έκανε, προκειμένου να της κάνει κάποια σύσταση ή διόρθωση, αν δεν το έκανε καλά, μα αυτός κοίταζε επίμονα τα χείλη της που ήταν σφιγμένα από την προσπάθειά της. Πόσο ήθελε να φιλήσει αυτά τα χείλη, να είναι ο πρώτος που θα τα φιλήσει. Ήταν έτοιμος να πλησιάσει και να κάνει πράξη τη σκέψη του, μη δίνοντας σημασία στο Ονειρονήμα ανάμεσά τους, όταν αυτό έκανε μια μικρή έκρηξη και την είδε να χαμογελάει. Αμέσως άνοιξε τα μάτια της κι ο Όμπερον έμεινε ακίνητος, σαν να είχε πιαστεί στα πράσα. «Μπράβο!», της φώναξε με αμήχανο ενθουσιασμό για να καλύψει την πρόθεσή του. «Τα κατάφερες πολύ πιο γρήγορα απ' όσο περίμενα!»
«Αλήθεια;», αναρωτήθηκε το κορίτσι, μην πιστεύοντας ακόμα ότι είχε μόλις κάνει την πρώτη της Ονειροφυγή. Μα το πίστεψε όταν διαπίστωσε ότι το μυστηριώδες τοπίο με τον μωβ ουρανό δεν αποτελούσε εικόνα της φαντασίας της. «Είδα τον Κόσμο των Ονείρων! Δεν το πιστεύω!», αναφώνησε χαρούμενη.
«Εγώ το πίστευα απ' την αρχή», της είπε ειλικρινά.
«Είχα πολύ καλό δάσκαλο», του επεσήμανε, αυτό το όμορφο χαμόγελο να μην φεύγει από το πρόσωπό της.
Ο Όμπερον πλησίασε πιο πολύ. «Χαρά στο δάσκαλο», είπε συνεπαρμένος. «Αν εσύ δεν ήσουν τόσο καταπληκτική, δεν θα πετύχαινες τίποτα. Συγχαρητήρια!», συμπλήρωσε κι η κοπέλα πίστεψε πως θα την αγκάλιαζε. Και πράγματι, αυτό έκανε, όμως έγινε και κάτι άλλο... πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε, ο Όμπερον έφερε τα χείλη του στα δικά της και τη φίλησε στο στόμα. Δεν κράτησε παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα, μα ήταν αρκετά για να την κάνουν να μαρμαρώσει. Με το που εκείνος απομακρύνθηκε παρατήρησε αμέσως ότι τον κοίταζε απόλυτα σοκαρισμένη.
«Τι έκανες;», κατάφερε να ψιθυρίσει.
Η αντίδρασή της τον παραξένεψε. «Σε φίλησα», της είπε με ένα ύφος που έμοιαζε σαν να θεωρούσε απολύτως φυσιολογική την πράξη που μόλις προηγήθηκε.
Εξακολουθούσε να τον κοιτά ξαφνιασμένη και ακόμη θυμωμένη, ενώ ταυτόχρονα έφερε το δεξί της χέρι στα χείλη της, αγγίζοντάς τα λες κι ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που έγινε. Μα έγινε κι ήταν το πρώτο της φιλί. «Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες...», του επεσήμανε αποσβολωμένη.
«Γιατί όχι;»
«Ξέρεις πολύ καλά γιατί, Όμπερον!»
«Το μόνο που ξέρω είναι ότι έκανα κάτι που ήθελα καιρό. Και μου άρεσε, να πάρει. Μου άρεσε πολύ. Εσένα;», ρώτησε πλησιάζοντάς την ξανά. «Δεν σου άρεσε;», ξαναρώτησε με μια φωνή πιο αισθησιακή που η Ύβενλυθ δεν είχε ξανακούσει απ' αυτόν. Ακόμα πιο θυμωμένη του γύρισε την πλάτη και σχεδόν έτρεξε μέχρι το δωμάτιό της, αποφεύγοντας να τον ξαναδεί ή να του ξαναμιλήσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top