Το γλυκό πουλί της νιότης

- ύστερα απο εφτά  καυγάδες με τον Δημήτρη  και 14 μέρες συγκατοίκησης με τον Στέφαν η περίεργη και σκοτεινή ιστορία του Δημήτρη Μορόνη και της ξαδέρφης #not Ουρίτσας συνεχίζεται-


Αράζω στο διάλειμμα της δουλειάς μου παρέα με τα αγόρια έξω στο πεζοδρόμιο. Είμαστε μια φοβερή ομάδα απο έμπειρους επαγγελματίες στο χώρο και είμαι περήφανη που ανήκω σε αυτό το φοβερό δυναμικό. Η πόλη είναι όλη δική μας και έχουμε πολλούς πελάτες. Είμαι ευγνώμων που μου εμπιστεύθηκε το αφεντικό μου αυτό το πόστο και πασχίζω κάθε μέρα να δείξω την αξία μου. Δεν έπιασα δουλειά στην οποιαδήποτε δουλειά αλλά στο καλύτερο μαγαζί όλης της γειτονιάς μου. 

"Είσαι γρήγορη πάντως Νίκη στις παραδόσεις αν και έχεις ποδήλατο. Σε θαυμάζουμε όλοι μας"

μου λέει εντυπωσιασμένος ο παλαιότερος της ομάδας μου και χαμογελάω αυτάρεσκα. 

"Και φυσικά είμαι γρήγορη. " κοιτάω το ποδήλατο μου περήφανα. Ήταν ένα παλιό ποδήλατο της Μαρίας μπι εμ εξ, αλλά το τροποποίησα για να βγάζω σε πέρας την δουλειά μου. Του έδεσα ένα καφάσι απο πίσω, του έβαλα ανακλαστήρες για το σκοτάδι και κουδουνάκι. Όποιος αμφέβαλλε πως δεν θα τα βγάλω οικονομικά χωρίς την βοήθεια του Δημήτρη έκανε μεγάλο λάθος. Είμαι πολύ σκληρή για να τα παρατήσω . Μπορώ και πληρώνω τα έξοδα μου , τσοντάρω στα έξοδα του σούπερ για να βοηθάω στο σπίτι του Στέφαν και τις κυριακές πάω στο μπιλιαρδάδικο και βοηθάω και εκεί.

"ΝΙΚΗ! ΠΕΛΑΤΗΣ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ!"

Ο κυρ-Ανέστης - το αφεντικό μου δηλαδή -με κοιτά σοβαρός και σηκώνομαι απο το πεζοδρόμιο.

"Τσακάλια φεύγω για δουλειά"κάνω νόημα στα υπόλοιπα αγόρια και βάζω το καπελάκι μου με σήμα πάνω τον Ντονατέλο. Φορτώνω τις πίτσες στο καρότσι του ποδηλάτου μου και είμαι έτοιμη να σαρώσω τους δρόμους με ιλλιγγιώδη ταχύτητα. 

"Διεύθυνση" λέω τέρμα επαγγελματικά στον κύρ Ανέστη.

Στην δουλειά μου κόπιασα να αποκτήσω σεβασμό απο τους υπόλοιπους ντιλιβεράδες. Είμαι η πρώτη ντιλίβερι γούμαν που είχε ποτέ το κατάστημα " Η μεγάλη πίτσα του Ντονατέλου" μια απο τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της γειτονιάς μου. Και της πάνω γειτονιάς. Δεν έχω χαμόγελα και βλακείες. Είμαι επαγγελματίας και αν μαζέψω και λεφτά θα πάρω και μηχανάκι και τότε ποιος με πιάνει.

"Δυο μαργαρίτες στην οδό Δημήτριος Χόστης 3"

Γουρλώνω διακριτικά τα μάτια . Αυτή είναι η πολυκατοικία μου. Ο Στέφαν δεν έχει παραγγείλει σίγουρα γιατί του πάω τσάμπα να φάει οτι πίτσα περισσεύει , η γιαγια Μυρτούλα κάνει δίαιτα, η διαβολογιαγιά είναι λυκάνθρωπος και ως γνωστόν δεν τρώνε πίτσες οι λυκάνθρωποι , αρα..

"Δημήτρης Μορόνης?" 

"Ναι ο δικός σου πάλι παρήγγειλε πίτσες"

"Δεν είναι δικός μου!"

"Νόμιζα οτι είστε ξαδέρφια "

"Δεν είμαστε-"

Ποιός ο κόπος?

Τακτοποιώ τις πίτσες και μαρσάρω χτυπώντας αγωνιστικά το κουδουνάκι μου στα τσακάλια του πεζοδρομίου. "Σπάσε τα κοντέρ Νίκη!" μου φωνάζουν και χειροκροτάνε . Είναι πολύ υποστηρικτικοί γενικά στο εργασιακό μου περιβάλλον.

Όσο για τον Δημήτρη..απο τότε που έφυγα κάθε βράδυ παραγγέλνει πίτσες. Ε βέβαια ..τώρα καταλαβαίνει τι σημαίνει Νίκη..έχει πέσει πείνα. 

Μαρσάρω και κάνω πετάλ γρήγορα, ο αέρας χτυπά αποφασιστικά το πρόσωπο μου. Κάνω πετάλ ακόμη πιο γρήγορα. Πληρώνομαι με τα κομμάτια που μοιράζω και ο χρόνος παράδοσης στη δουλειά μας είναι υψίστης σημασίας. Και επίσης σέβομαι το μότο της επιχείρησης του κυρ Ανέστη" την πίτσα του Ανέστη Νικούλα μόνο ζεστή πρεπει να την τρώς για να την απολαύσεις και πίστεψε με μπορεί αλλοι να την έχουν σφιχτή αλλά η δική μου λόγω παλαιότητας έχει μαεστρία"

Πολύ αξιόλογος κύριος. 

Δένω το όχημα κάτω στην εισοδο , διορθωνω το καπελάκι μου και  ανεβαίνω δυο δυο τα σκαλοπάτια.

Στέκομαι έξω απο την πόρτα. 


Αχ.

ΜΗΝ κανεις αχ .

Δεν έκανα!


Χτυπάω αποφασιστικά και επαγγελματικά αλλά δεν ακούω τίποτα.

Εννοείται πως είμαστε σφαγμένοι. Ο σπιούνος πήγε και ξέρασε στην μάνα μου οτι μένω με έναν αλήτη κάνοντας με να μαλώνω καθημερινά με την μαμά μου. Τι ήθελε ? αφού αυτός με έδιωξε απο το σπίτι του!

Χτυπάω ξανά την πόρτα και κολλάω το αφτί μου στην πόρτα. Τι κάνει τόση ώρα? 

"ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΣΗ ΩΡΑ? ΘΑ ΜΕ ΑΠΟΛΥΣΟΥΝ! ΑΝΟΙΞΕ ΡΕ!"

"ΤΩΡΑΑΑ"

ακούω την βραχνή γαιδουροφωνάρα του και αναστενάζω για ακόμη μια φορά. Μου έχει λείψει τόσο και κακά τα ψέμματα περιμένω σαν τρελή κάθε βράδυ ο κυρ Ανέστης να μου πει " Νίκη..Δημήτριος Χόστης 3" νιώθω σαν να ανοίγουν οι ουρανοί και να κατεβαίνουν οι αγγέλοι. Φυσικά αυτό πολύ βαθιά μέσα μου γιατί του κρατάω άπειρα μούτρα κι ας με έχει παρακαλέσει να μείνω προσωρινά σπίτι του μέχρι να βρω κάτι άλλο. Όχι και ελεημοσύνες κύριε Μορόνη σε τα μας!τέρμα αυτά.


"Επ..εσύ την έφερες?" 

Τον κοιτάω απο πάνω ως κάτω.

Ξεροκαταπίνω.

Τον κοιτάω απο κάτω ως πάνω.

Η κατάσταση του έχει ως εξης:

Είναι γυμνός, τα μαλλιά του είναι υγρά και οι στάλες κατρακυλάνε πάνω στο γυμνασμένο στέρνο του , ενώ χαμηλά στους μηρούς του έχει δεμένη μια μικροσκοπική άσπρη πετσέτα που αν πάρω την κατάλληλη θέση στο πλαι είμαι σίγουρη πως μπορώ να πάρω μάτι τον Μητσάρα του. 

Το έχω κάνει όταν μέναμε μαζί. Δεν φταίω εγώ. Όταν βγαίνει απ το μπανιο την πετσέτα σώματος χρησιμοποιείς για να καλύψεις το σώμα σου και όχι την πετσέτα προσώπου! εγώ φταίω μετά? 


"Ποιος περίμενες να την φέρει?" του λέω καθώς κάνω σοβαρές προσπάθειες να κοιτάξω τα μάτια του

Κοιτάει πίσω του μέσα στο σπίτι και κάνει ένα βήμα μπροστά κλείνοντας την πόρτα ελαφρά και με κοιτάει σοβαρός.

Κοιτάω επιδεικτικά την πετσέτα " έχει τσέπες ? γιατί θέλω δεκαέξι ευρώ και να την κάνω"

Γέρνει στο κάσωμα της πόρτας. 

"πως είσαι?"

"βιαστική"

"εκτός απο αυτό?"

"καλα" ανασηκώνω τους ώμους μου και βγαζω τo καπελάκι μου. Περνάω τα χέρια μου απο τα μαλλιά μου και τον κοιτάω αδιάφορα.

"Εσύ?" 

Ανασηκώνει τους ώμους. " τίποτα  το ενδιαφέρον δεν συνέβη απο χθες που σε είδα"

"Τα δεκαέξι μου ευρώ να φύγω" 

"φαγώθηκες να φύγεις "

"θα σου κρυώσει η πίτσα"

"η πίτσα τρώγεται και κρυα"

"ο Ανέστης λέει πως η πίτσα του τρώγεται μόνο ζεστή "

"ποιος σκατά είναι αυτός πάλι?"

Πάω να ανοίξω το στόμα μου αλλά εκείνη την στιγμή ακούγεται ένα τρίξιμο και η πόρτα της διαβολογιαγιάς ανοίγει. Με ένα πήδουλο τρομάρας καταλήγω πάνω στον Δημητρη που απλώνει τα χέρια και με πιάνει στοργικά. Τον μυρίζω εκστασιασμένη ενώ με μισό μάτι κοιτάω την γιαγιά η οποία έχει μαρμαρώσει και μας κοιτά αινιγματικά και τους δυο

"Πρόβλημα? " της λέει ο Δημήτρης σαν γνήσιος ιππότης

 -χάνω δυο χτύπους στη σειρά απο την χαρά μου που με υπερασπίζεται αν και μου είπε οτι  εγώ είμαι βλαμμένη και εκείνη δεν είναι λυκάνθρωπος- 

και ακούμε την γιαγια να γρυλίζει για χαιρετισμό. Χώνομαι ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά του καθώς νιώθω βρεγμένη απο τις στάλες του κορμιού του που τρίβονται πάνω μου.

"Έφυγε χαλάρωσε" 

Η γιαγιά

 -καλέ μπήκε μέσα το σπίτι της πότε έγινε αυτό? - 

μπηκε σπίτι αλλά το κορμάκι μου τρέμει υπερβολικά πολύ. Μου χαιδεύει την πλάτη και με κοιτά στα μάτια, χάνομαι στην ομορφιά του και στην αρρενοπώτητα του, "σσ.."ακούγεται καθώς με τρίβει και προσπαθώ να ηρεμήσω ..επίσης κάτι απαλό ακούγεται να πέφτει στο πάτωμα αλλά δεν δίνω σημασία, με κολλάει περισσότερο στο σώμα του , καθώς το βλέμμα του με μαγνητίζει

"είσαι ένα μικρό. μικρούλη. βλαμμένο. ουρίτσα .δεν πρέπει να την φοβάσαι"

"Δημήτρη.." δεν ακούω τι μου λέει γιατί προσωρινά έχω χάσει την καρδιά μου, η καρδιά μου του  ανήκει, είμαι μια γυναίκα χωρίς καρδιά , ο έρωτας με κατακλύζει , σκύβω ντροπαλά το κεφάλι μου και κοιτάω προς τα κάτω, τρέμοντας απο έρωτα

"ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΒΛΕΠΩ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΣΟΥ"

Η τσιρίδα μου πρέπει να έχει φτάσει ως την πιτσαρία ,η πετσέτα του είναι πεσμένη κάτω στο πάτωμα -πότε του έπεσε?-και ο Δημήτρης με κοιτά με ύφος χαλαρό

"μην ντρεπεσαι το κορμί  μου, δεν τρέχει κάτι" 

Σκύβει να την πιάσει

ΟΟΟΟ ΕΛΑ ΤΩΡΑΑΑΑ

Και εκείνη την στιγμή η πόρτα ανοίγει με θόρυβο

και απο μέσα ξεπροβάλλει..

"Δημήτρη θα έρθεις?"

Είναι η Αμαλία και φοράει μια λευκή πετσέτα γυρω απο το κορμί της. Του σώματος! α αυτή την πήρε και ξέμεινε ο άλλος με του προσώπου?

Κοιτά ξαφνικά έκπληκτη το πουλί του

 " Δημήτρη..! σου φαίνεται ο φαλλός!"

ετσι το λένε οι μορφωμένες?

"Τα βρήκατε βλέπω..κάθε ευτυχια ευχομαι"

Τα παίρνω στα κρανία, ο άνθρωπος δεν παίζεται και πριν ξεμαλιάσω την Αμαλία που με κοιτά λες και πήρε το κύπελλο στο τσάμπιονς λιγκ τρέχω προς τις σκάλες

"ΣΤΑΣΟΥ ΝΙΚΗ ΤΑ ΛΕΦΤΆ"

Ακούω ποδοβολητο απο πίσω μου και με τσακώνει απο το μπράτσο

"Επίτηδες παρήγγειλες πίτσα?" του λέω θυμωμένη αγνοώντας πως ο μητσάρας κάτω δεν έχει την πετσετούλα του

"γιατί να το κάνω επίτηδες? δεν καταλαβαίνω"

"αυτό είναι το θέμα πως δεν καταλαβαίνεις"

"ήρθε να συζητήσουμε η Αμαλία αν αυτό εννοείς, δεν την περίμενα όταν πήρα τηλέφωνο για πίτσα"

"'Ετσι την περίμενες?"

Του δείχνω το πουλί του που κρέμεται ανάμεσα απο τα πόδια του

"πρώτον σταμάτα να το κοιτάς"

"μα γιατί? δεν ντρέπομαι το κορμί σου Δημήτρη!" του λέω επιδεικτικά και θυμωμένα και τον ακουω να γελά

"είσαι τέλεια" μου λέει και μου έρχεται να του βγάλω τα μάτια που με ειρωνεύεται όταν εκείνη την στιγμή ανοίγει η πόρτα και ο Στέφαν αγουροξυπνημένος με κοκκινα μάτια μας κοιτά σαν εξωγιηνους

"φιλάρα σου φαίνεται ο πούτσος"

του λέει χαλαρά και γυροφέρνω τα μάτια μου σαν να ξεδαιμονίζομαι

"αυτό ήταν. φεύγω."

"ήθελα να μιλήσουμε!" μου φωνάζει ο Δημήτρης ενώ καβαλάω το όχημα. Βάζω το καπελάκι μου στραβά και του κάνω κωλοδάχτυλο

"ΕΙΣΑΙ ΑΝΩΡΙΜΗ ΝΙΚΗ"

"ΚΙ ΕΣΥ ΠΑΠΑΡΑΣ" του λέω με φουλ μαγκιά , κοιτάω για τελευταία φορά το γλυκό πουλί της νιότης του και τρέχω με ιλλιγγιώδη ταχύτητα στην κατηφορα ενώ καυτά δάκρυα χαρακώνουν τα μάγουλα μου.

Αι σταδιάλα..


Όμως Τίποτα δεν προμήνυε την αυριανή περίεργη μέρα που θα άλλαζε  για πάντα όλη την ζωή μου. Τα σημάδια ήταν όλα εκεί αλλά είχα άγνοια ζωής. Το επόμενο βράδυ κάτω απο την πανσέληνο η ιστορία της ζωής μου θα γινόταν πιο περίπλοκη. Και πιο μυστήρια. 

Και..πιο ρομαντική !


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top