Άτιτλο κεφάλαιο 6
6.
Ο ήλιος, καυτός πάνω στο δέρμα μου, με έκανε να ζεσταίνομαι υπερβολικά και μικρές σταγόνες από ιδρώτα εμφανίστηκαν στα χέρια και τα μπράτσα μου. Σήμερα η μέρα ήταν ζεστή. Πιο ζεστή από' τι συνήθως. Ο μαυρούλης έπινε συνέχεια νερό από το σιντριβάνι της μικρής πλατείας και το πάρκο είχε γεμίσει πάλι με παιδάκια. Φωνές χαρούμενες, ομιλίες και συζητήσεις από την διπλανή καφετέρια πλανιόντουσαν στον αέρα και δύο άντρες έπαιζαν τάβλι με θόρυβο. Βαρούσαν τα πούλια και έβριζαν και λίγο που και που. Δυο παιδάκια, γύρο στα δέκα, έπαιζαν με μια μπάλα ποδοσφαίρου μπροστά μου. Έδινε ο ένας πάσα στον άλλον με κλοτσιά. Η αποπνικτική ζέστη με έκανε να νυστάζω. Ένιωθα ότι ο εγκέφαλος μου κοιμάται και ευχήθηκα να γίνει κάτι για να ξυπνήσω λίγο. Μόλις το ευχήθηκα αυτό, το ένα από τα δύο παιδάκια μπροστά μου, κλότσησε την μπάλα πάρα πολύ δυνατά. Εκείνη ''πέταξε'' γρήγορα προς το μέρος μου και ''έσκασε'' στο πρόσωπο μου με θόρυβο. Όλα σκοτείνιασαν και γέμισε το σκοτάδι αστράκια, συνοδεύοντας ένα δυνατό πόνο. Η μπάλα έπεσε κάτω και τα δύο παιδιά έμειναν να με κοιτάνε τρομαγμένα.
<<Συγνώμη κύριε...>> είπε το παιδί που κλότσησε την μπάλα. <<Κατά λάθος...>>.
<<Γιατί δεν πάτε να παίξετε πουθενά αλλού;!>> φώναξε ένας άντρας που καθόταν λίγο πιο πέρα.
Καυτές σταγόνες ένιωσα να κυλάνε από την μύτη, στο στόμα μου. Σήκωσε το χέρι και το άγγιξα. Μόλις κοίταξα το χέρι μου είδα κόκκινο, πηκτό αίμα... Η μπάλα μου μάτωσε την μύτη. Πλησίασα την βρύση, την άνοιξα και έπλυνα το πρόσωπο μου με πάρα πολύ νερό. Λοιπόν... να κάτι που με ξύπνησε σίγουρα. Γέμισα τις χούφτες μου με παγωμένο νερό ξανά και ξανά και το έριχνα στο πρόσωπο μου. Πλησίασα τα παιδιά που ακόμα περίμεναν θλιμμένα. Αμέσως έτρεξε κάποια κυρία κοντά τους. Μάλλον η μαμά του ενός η και των δύο αν ήταν αδέλφια και έσκυψε προστατευτικά προς το μέρος τους.
<<Ατύχημα ήταν. Παιδιά είναι. Συμβαίνουν αυτά...>> μου είπε.
Σήκωσα το πόδι και το ακούμπησα πάνω στην μπάλα τους. Αμέσως τους έσκασα ένα χαμόγελο. <<Έλα μικρέ. Θα σου δείξω πως να παίζεις μπάλα χωρίς να σακατεύεις τον κόσμο!>>.
Και έριξα με μια απαλή κλοτσιά την μπάλα στα παιδιά. Εκείνα γέλασαν και η μαμά τους πήγε καθησυχασμένη να καθίσει πάλη στο παγκάκι που τα έβλεπε. Έπαιζα ενάντιων τους. Προσπαθούσαν να μου βάλουν γκολ. Έπιανα επιδέξια την μπάλα και την έστελνα πίσω, σε αυτούς. Το παιδί που μου έφερε την μπάλα στα μούτρα πριν, κλότσησε πάλι την μπάλα με υπερβολική δύναμη. Δεν μπόρεσα να την πιάσω και εκείνη έφυγε με δύναμη από πίσω μου, και χτύπησε στο τραπέζι με εκείνους τους δύο άντρες που έπαιζαν τάβλι. Όλο το τραπεζάκι κουνήθηκε, χύθηκαν τα νερά και οι καφέδες και τα περισσότερα πούλια έπεσαν κάτω. Ο ένας άντρας, εκείνος που έβριζε πιο πολύ και ήταν πιο γεροδεμένος, σηκώθηκε από την καρέκλα του με νεύρα. Τα παιδιά ξανά ζάρωσαν τρομαγμένα και περίμεναν να ακούσουν μαλώματα και βρισιές.
<<Παλιό...>> άρχισε ο άντρας.
<<Έλα τώρα φίλε...>> τον σταμάτησα πριν βρίσει τα παιδιά. <<Μην κάνεις έτσι. Όταν ήσουν στην ηλικία τους και εσύ δεν ξημεροβραδιαζόσουν στις αλάνες με τις μπάλες; Τώρα απλά δεν υπάρχουν αλάνες. Που να παίξουν τα παιδιά λοιπόν; Είσαι παίχτης κι' εσύ. Φαίνεται>>.
Αμέσως πήρε την μπάλα από κάτω και την κοίταξε. Μετά κοίταξε εμένα.
<<Η αλήθεια είναι...>> είπε χαμηλόφωνα. <<Ότι ήμουν παιχταράς!>> έσκασε ένα γέλιο. <<Και κρατιέμαι ακόμα!>>.
<<Απόδειξε το>> του είπε. <<'Έλα μαζί μας>>.
Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες. Εγώ ήμουν με τον ήσυχο πιτσιρικά και εκείνος με το τάβλι ήταν με το παιδί με το δυνατό σουτ. Τέσσερα άτομα μόνο, δεν μπορούσαμε να παίξουμε τίποτα ιδιαίτερο. Δίναμε ο ένας στον άλλον πάσες και προσπαθούσαμε να βάλουμε γκολ στους αντιπάλους. Έστω και αυτό είχε αποτέλεσμα. Τα παιδιά γελούσαν και ο ''φουσκωτός'' με το τάβλι επιτέλους χαλάρωσε λίγο. Βρήκα και εγώ κάτι να ξυπνήσω.
<<Να μπω τερματοφύλακας;>> ρώτησε ένας νεαρός άντρας που μας κοιτούσε να παίζουμε.
<<Στους απέναντι να πας>> είπε γελώντας ο φουσκωτός. <<Οι αντίπαλοι μας ''σέρνονται''. Χρειάζονται ένας τερματοφύλακα>>.
<<Θα δούμε ποιος σέρνεται>> γελάσαμε παιχνιδιάρικα εγώ και ο ήσυχος πιτσιρικάς.
Ο νεαρός τερματοφύλακας ήρθε σε εμάς και τα πρώτα γκολ ήρθανε. Τους βάλαμε τρία γκολ εύκολα.
<<Δεν είναι δίκαιο για' σας αυτό που γίνετε. Χρειάζεστε και εσείς τερματοφύλακα>> είπα στον φουσκωτό, ιδρωμένο τύπο.
<<Να έρθω εγώ;>> φώναξε ένας γύρο στα δεκαοκτώ.
<<Έλα!>> φώναξαν ο φουσκωτός και ο πιτσιρικάς της ομάδας του.
Το παιχνίδι έγινε πιο ενδιαφέρον και άρχισαν να μαζεύονται γύρο μας άντρες κάθε ηλικίας για να δούνε. Προστέθηκαν κι' άλλοι στις ομάδες μας και γρήγορα είχαμε αρκετούς παίχτες για να παίξουμε κανονικά. Το παιχνίδι έγινε ζωηρό με έντονους ρυθμούς και σύντομα όλοι οι παίχτες γίναμε μούσκεμα στον ιδρώτα. Γύρο μας μαζεύτηκε η μισή γειτονία και όση μένανε στα γύρο σπίτια, βγήκαν στα μπαλκόνια. Άρχισε και η αντίπαλη ομάδα να μας βάζει γκολ. Ο φουσκωτός τύπος ήταν πιο ιδρωμένος και πιο λαχανιασμένος απ' όλους μας. Τα δύο δεκάχρονα παιδιά πιο ζωηρά από όλους. Λήξαμε το παιχνίδι με ισοπαλία όταν ήμασταν όλοι μούσκεμα. Λαχανιασμένος, πλησίασα την βρύση της πλατείας και την άνοιξα. Άρχισα να βρέχω το πρόσωπο μου με μπόλικο νερό. Η ζέστη ήταν αφόρητη και ο ήλιος πιο καυτός από ποτέ.
<<Μπουγέλο!!!>> φώναξαν τα δύο πιτσιρίκια και ήρθαν σε μένα. Γέμισαν τις χούφτες τους νερό και με έκαναν λούτσα.
<<Ωραία ιδέα...>> είπε ο τερματοφύλακας της ομάδας μου. Πήραν όλοι μπουκάλια από τα τραπέζια της καφετέριας, μερικοί πήραν ποτήρια και έκαναν μούσκεμα μέχρι και τον μαυρούλη. Όταν δροσίστηκε όλος ο τόπος και έπιασε απόγευμα άρχισαν να αποχωρούν όλοι στα σπίτια τους για να βάλουν στεγνά ρούχα και να ξεκουραστούν.
<<Ωραίο παιχνίδι φίλε...>> μου είπε ένας τύπος καθώς έφευγε.
<<Αύριο ίδια ώρα>> είπε ένας νεαρός γύρο στα δεκαοκτώ. Ο φουσκωτός τύπος με πλησίασε.
<<Λοιπόν...>> μου είπε. <<Αυτό είχε πιο πλάκα από το τάβλι>>.
<<Σίγουρα>> απάντησα γελώντας.
<<Να παίξουμε λίγο ακόμα;>> με ρώτησε ο ένας από τους δεκάχρονους πιτσιρικάδες.
<<Λυπήσου μας>> τους χαμογέλασα. <<Δεν έχουν όλοι εδώ τις αντοχές σας>>.
<<Θα είσαι και αύριο εδώ;>> με ρώτησαν.
<<Θα είμαι>> απάντησα.
Τα μάζεψε η μάνα τους και τα πήγε προς το σπίτι τους. Κάθισα στο παγκάκι μου και πήρα το τάπερ που μου είχε δώσει ο Μπάμπης. Έφαγα με λαχτάρα τα γεμιστά που είχε την ευγένεια ο Μπάμπης να μου δώσει. Άκουσαν βήματα να ''σέρνονται'' προς εμένα και σήκωσα το κεφάλι από το φαγητό μου για να δω ποιος ήταν. Ερχόταν προς εμένα ο παππούς που μιλούσαμε τις προάλλες. Εκείνος που βασάνιζε την νύφη του. Κάθισε δίπλα μου και με χαιρέτησε.
<<Λοιπόν μικρέ>> μου είπε. <<Έχεις μυαλό τελικά>>.
<<Πως μπορείς να πεις ότι έχει μυαλό ένας άνθρωπος που μένει σε παγκάκι;>> τον ρώτησα.
<<Και όμως...>> μου είπε. <<Πιστεύω ότι ακόμα και αυτό έχεις τους λόγους σου που το κάνεις>>.
Γέλασα και συνέχισα να τρώω τα γεμιστά.
<<Πως πάει με την νύφη σου;>> τον ρώτησα. Γέλασε και με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν.
<<Δεν βριζόμαστε πια...>> απάντησε. <<Και είναι το λιγότερο που μπορώ να πω. Εκείνη δεν κλαίει πια και ο γιος μου δεν την αποφεύγει. Έχει γίνει πιο... γλυκιά και με πιο υπομονή. Χθες τους τσάκωσα να φιλιούνται στα κλεφτά πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Παραλίγο να κάψει το φαγητό>>.
Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του ευχαριστημένος και σχεδόν υπερήφανος. <<Νομίζω ότι τελικά θα δω εγγονάκια>>.
<<Ναι, ε;>> έκανε εγώ χαμογελώντας.
<<Ναι>> μου είπε. <<Ξέρεις γιατί έφυγα τώρα από το σπίτι;>>.
Περίμενα να ακούσω χωρίς να ρωτήσω. <<Γιατί δεν κρατιόντουσαν!>> είπε ευχαριστημένος ο παππούς. <<Τους έβλεπα πως κοιταζόντουσαν. Ο γιος μου θυμήθηκε τους λόγους που παντρεύτηκε αυτήν την γυναίκα. Αν είναι αγοράκι το μωρό να του δώσουν το όνομα μου. Δεν ξεσπιτώθηκα τσάμπα>>.
<<Νομίζω ότι δεν θα έχουν αντίρρηση να σου κάνουν αυτήν την χάρη>> απάντησα. <<Αν είναι κοριτσάκι πως θέλεις να το πούνε το παιδί;>>.
<<Να δώσουν το όνομα της συχωρεμένης της γυναίκας μου>> απάντησε εκείνος.
<<Σου λείπει, ε;>>.
<<Κάθε μέρα και περισσότερο...>>.
<<Θα έρθει το εγγονάκι και θα σε κάνει χαρούμενο. Θα ξεχαστείς...>> του είπε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top