Άτιτλο κεφάλαιο 5
5.
Η Μαριάννα έπαιρνε απαλές ανάσες από την μύτη της και είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο μου. Κοιμόταν ήρεμη. Η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενα να μπορούσε να κοιμηθεί έτσι, καθισμένη σε ένα σκληρό παγκάκι. Έκλειναν τα μάτια μου και είχα να κοιμηθώ δύο βράδια. Και τις δύο φορές εξαιτίας της Μαριάννας. Όταν άρχισε να ξημερώνει και να παίρνει χρώμα ο ουρανός, η κοπέλα άνοιξε τα βλέφαρα της. Με κοίταξε με μισόκλειστα, νυσταγμένα μάτια.
<<Ξημέρωσε;>> ρώτησε απαλά.
<<Σιγά, σιγά...>> της απάντησα.
<<Πονάει η πλάτη μου...>> χασμουρήθηκε και τεντώθηκε.
<<Εσύ επέλεξες να κοιμηθείς εδώ>> της θύμισα.
<<Εσύ πως κοιμήθηκες;>> με ρώτησε.
<<Δεν κοιμήθηκα. Δεν τα κατάφερα>>.
<<Εγώ φταίω γι' αυτό, έτσι;>>.
<<Η παρέα σου ήταν πολύ ξεκουραστική πάντως, μπορεί όχι τόσο, όσο ένας καλός ύπνος, όμως έκανε την δουλεία της>>.
<<Κατάλαβα. Πάλι σε ταλαιπώρησε>>.
<<Έχω αρχίσει να το συνηθίζω τόσο πολύ, που φοβάμαι ότι θα μου λείψει όταν δεν θα την έχω πια>>.
<<Όταν δεν θα το έχεις;>>.
<<Κάποια στιγμή θα φύγω από εδώ. Έτσι κάνω πάντα>>.
<<Και... ξέρεις πότε θα φύγεις;>>.
<<Όχι. Όταν φτάνω κάπου, ποτέ δεν ξέρω πότε ακριβώς θα φύγω. Ακούω συνήθως το ένστικτο μου>>.
<<Και πιάνει;>>.
<<Βέβαια. Αυτό με οδηγεί. Το αφήνω να με πάει όπου θέλει εκείνο. Δεν πάω με την λογική, αλλά με την καρδιά. Την αφήνω να με οδηγήσει>>.
<<Και... όταν ακούς την καρδιά σου, συνήθως έχει δίκιο;>>.
<<Πάντα έχει δίκιο>>.
<<Μια μέρα θα το συζητήσουμε πιο αναλυτικά>> η κοπέλα χασμουρήθηκε άλλη μία φορά και σηκώθηκε από το παγκάκι. <<Λέω να πάω σπίτι μου τώρα. Να σου αφήσω την κουβέρτα;>>.
<<Όχι. Μου φτάνει ο υπνόσακος>>.
<<Σίγουρα;>>.
<<Σιγουρότατα>>.
<<Να σε αφήσω τότε σιγά, σιγά>>.
Μάζεψε και δίπλωσε την παχιά κουβέρτα της.
<<Καλημέρα. Τα λέμε αργότερα. Πάω να συνεχίσω τον ύπνο μου>>.
Ξεφύσησα κουρασμένος που εγώ δεν είχα αυτήν την πολυτέλεια.
<<Μήπως τώρα θέλεις να κοιμηθείς στο σαλόνι μου;>> με ρώτησε.
<<Όχι>> της απάντησα.
<<Άντε για ύπνο. Με βασανίζεις ξανά μόλις ξυπνήσεις>>.
<<Εντάξει>> συμφώνησε γελώντας εκείνη. Πήρε την κουβέρτα της που την είχε διπλώσει, την αγκάλιασε με τα δύο της χέρια, μου χαμογέλασε και μου είπε.
<<Τα λέμε...>>. Γύρισε από την άλλη και έφυγε.
Μάζεψα τον υπνόσακο μου και πρόσεξα τον μαυρούλη να με κοιτάει.
<<Δύσκολη αυτή η νύχτα μαυρούλη>> του είπα.
<<Όταν έχεις συνηθίσει τόσο καιρό να κοιμάσαι μόνος και ξαφνικά κάποιος σου επιβάλλει την παρέα του, είναι κάπως άβολο να κοιμηθείς. Αν και μπορώ να πω ότι η συντροφιά της είναι πολύ ευχάριστη>>.
Ο μαυρούλης κούνησε ζωηρά την ουρά του με την ελπίδα να παίξω μαζί του, και άφησε ένα γάβγισμα. <<Ξέρω...>> του χαμογέλασα. <<Παρόλο που δεν με αφήνει να κοιμηθώ, είναι αξιολάτρευτη... Μέσα στην ψευτιά και την βρωμιά που την έχουν βάλει να ζει, εκείνη έχει μέσα της την αλήθεια. Τι λες μαυρούλη; Θα καταφέρει να βρει τελικά την αλήθεια και να καταλάβει ποιοι είναι πραγματικά αυτοί που εμπιστεύεται;>>.
Αναφερόμουν φυσικά στον ''φίλο'' της και την ''φίλη'' της. Ο σκύλος γάβγισε δύο φορές...
<<Μάλλον έχεις δίκιο...>> είπα. <<Χρειάζεται την βοήθεια μας για να την βρει>>.
<<Όταν αρχίζεις να μιλάς με έναν σκύλο, τότε καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα είναι σοβαρά>> είπε κάποιος σε μένα. Γύρισα προς την αντρική φωνή που μου μίλησε γελώντας. Ο Μπάμπης με πλησίαζε.
<<Και όταν ο σκύλος σου απαντά, τότε είναι ακόμα χειρότερα>> του απάντησα γελώντας.
Κάθισε δίπλα μου και μου άφησε ένα ακόμα ταπεράκι.
<<Για σένα...>> μου είπε.
<<Ευχαριστώ>>.
<<Πως σου φάνηκε το χθεσινό που σου έφερα;>>.
<<Πολύ νόστιμο. Το χθεσινό τάπερ σου και το πιρούνι τα έχω εδώ>>.
Έδειξα δίπλα από το παγκάκι το άδειο ταπεράκι.
<<Πως κοιμήθηκες το βράδυ;>> με ρώτησε. <<Δεν φαίνεσαι και πολύ ξεκούραστος. Αναρωτιόμουν πόσο άνετο μπορεί να είναι αυτό το παγκάκι για ύπνο>>.
<<Μια χαρά είναι. Αν φυσικά σε αφήνουν να κοιμηθείς>>.
Η μέρα έγινε φωτεινή και ο κόσμος είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οπότε μπορούσα να υποθέσω ότι ήταν τώρα πια γύρο στις οχτώ το πρωί.
<<Γιατί από τόσο νωρίς εδώ; Το μαγαζί κατά τις δώδεκα δεν ανοίγει;>>.
<<Δεν έχω πραγματικά να κάνω απόλυτος τίποτα χρήσιμο και ενδιαφέρων στο σπίτι>> μου είπε.
<<Και άλλωστε, έχουμε αφήσει και μια συζήτηση στην μέση, αν θυμάσαι>>.
<<Και φυσικά θυμάμαι>>.
<<Να συνεχίσω;>>.
<<Όποτε θέλεις>>.
<<Ωραία λοιπόν...>> είπε ο Μπάμπης και άρχισε.
<<Άφησα λοιπόν την Ξένια ήσυχη, καταλαβαίνοντας ότι δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσω την συμπάθεια της. Μετά από δέκα χρόνια. Είχα πάει για καφέ με ένα φίλο μου, και στο απέναντι τραπεζάκι καθόταν μόνη της μια υπέροχη, ξανθιά, γλυκιά κοπέλα. Έμεινα προσηλωμένος να την κοιτάω. Η κοπέλα σαν να ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα με ένα λαστιχάκι και φαινόταν ο υπέροχος, μακρύς λαιμός της. Μου χαμογέλασε φιλικά και μετά γύρισε το βλέμμα της άλλου. Μετά από λίγο με κοίταξε και πάλι. Χαμογέλασε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Είχα σιγουρευτεί. Άρεσα σε αυτήν την κοπέλα. Αμέσως σηκώθηκα από την καρέκλα μου για να πάω κοντά της.
<<Που πας ρε γελοίε;>> με ρώτησε ο φίλος μου, που κατάλαβε τι θα έκανα.
<<Πάω να την γνωρίσω. Με κοιτάει>> του είπε εγώ.
<<Και, τι; Οποιαδήποτε σε κοιτάει εσένα, πας αμέσως και της μιλάς;>> με ρώτησε.
<<Όχι οποιαδήποτε. Απλά, αυτή η κοπέλα κάτι έχει>> του είπε.
<<Εντάξει. Είναι γλυκιά. Τι άλλο έχει δηλαδή; Θα μας τρελάνεις τελείως; Μήπως την ερωτεύτηκες κιόλας;>>.
<<Πέντε λεπτά θα την μιλήσω και θα έρθω>> του είπα και έφυγα. Η κοπέλα με τραβούσε σαν μαγνήτης.
<<Μπορώ να καθίσω για λίγο μαζί σου;>> της ρώτησα.
<<Μα, νομίζω ότι έχεις παρέα>> μου είπε χαμογελώντας εκείνη.
<<Μπορεί να περιμένει. Δεν θα πάθει τίποτα>> της απάντησα και κάθισα στην καρέκλα δίπλα της.
<<Γιατί είσαι μόνη σου εδώ;>> την ρώτησα.
<<Περιμένω μια φίλη μου, αλλά μάλλον κάτι της έτυχε. Εσύ... ήρθες εδώ να μου μιλήσεις ενώ δεν με γνωρίζεις. Έτσι συνηθίζεις να κάνεις με τις κοπέλες που βλέπεις να κάθονται μόνες τους σε μια καφετέρια;>> μου ρώτησε.
<<Όχι. Πρώτη φορά το κάνω. Μπορώ να μάθω το όνομα σου;>>.
<<Ξένια>> μου απάντησε εκείνη και τότε πάγωσα. Ήμουν σίγουρος πως κάτι μου θύμιζε. Δεν ήταν οποιαδήποτε κοπέλα. Ήταν εκείνο το κορίτσι που της έκανα δύσκολη την ζωή στο σχολείο.
<<Γνωριζόμαστε από κάπου;>> έκανε εκείνη και στένεψε τα μάτια της από περιέργεια. <<Μου θυμίζεις κάτι. Μήπως έχουμε ξανά συναντηθεί;>>.
Τι να της έλεγα; Ότι ήμουν εκείνο το παιδί που είχε τραβήξει τόσο πολλά εξαιτίας του; Θα σηκωνόταν αμέσως να φύγει. Είχα αφήσει πίσω το παιδάκι εκείνο που είχε γνωρίσει κάποτε. Τώρα είχα λευκό ποινικό μητρώου και δεν με έβλεπε καθόλου περίεργο. Δεν είχα σκοπό βέβαια αυτό να το καταστρέψω με μερικές κακές αναμνήσεις από παλιά.
<<Όχι>> της απάντησα. <<Δεν γνωριζόμαστε. Αν είχαμε κάπου συναντηθεί, δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να ξεχνούσα αυτό το πρόσωπο που βλέπω τώρα μπροστά μου>>. Εκείνη κολακευτικέ και με ευχαρίστησε.
<<Εσένα πως σε λένε;>> με ρώτησε. Την κοίταξα λίγο σκεπτικός για να αποφασίσω.
<<Μπάμπη>> είπα τελικά και προσευχόμουν από μέσα μου να μην θυμηθεί το όνομα εκείνου του παιδιού που δεν την άφηνε κάποτε σε ησυχία. Ευτυχώς δεν με θυμήθηκε. Συνεχίσαμε να μιλάμε απορροφημένοι. Είχαμε τρομερή χημεία. Η Ξένια τώρα πια ήταν είκοσι δύο χρονών και ήταν μια γυναίκα που δεν φοβόταν πια όταν κάποιος την κοίταζε με θαυμασμό. Ο φίλος μου που καθόταν στο τραπέζι μας και περίμενε, άρχισε να παραπονιέται. Της είπα ότι έπρεπε να φύγω δυστυχώς, και της ζήτησα να βγούμε ραντεβού την επόμενη μέρα και εκείνη δέχτηκε. Βγήκαμε και ξέρεις κάτι Αχιλλέα; Περάσαμε τέλεια. Αλήθεια. Όσο δεν με άντεχε όταν ήμασταν παιδιά, τόσο πιο πολύ ήθελε την παρέα μου, σαν ενήλικη. Ο καιρός πέρασε πολύ γρήγορα, και πολύ γλύκα. Τότε ήμουν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Δεν με θεωρούσε περίεργο τώρα πια και δεν την τρόμαζα. Με θεωρούσε καλό και το ενδιαφέρων μου για εκείνη της άρεσε και την κολάκευε. Είχα χτίσει ένα καλό όνομα για τον εαυτό μου, και σκέφτηκα ότι θα τα κατέστρεφα όλα αν της έλεγα ότι ήμουν εκείνο το παιδάκι που κάποτε την βασάνιζε. Περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί. Πηγαίναμε εκδρομές. Φεύγαμε για Σαββατοκύριακο και περνούσαμε πολύ ωραία. Τρεις μήνες πέρασαν και ήταν σαν όνειρο και οι τρεις μήνες. Ένα απόγευμα της πρότεινα να πάμε σπίτι μου και εκείνη δέχτηκε. Πήγαμε λοιπόν και καθίσαμε στο σαλόνι.
<<Να σου βάλω κάτι να πιεις;>> την ρώτησα και την φίλησα στα χείλι.
<<Ότι είναι πιο εύκολο εκτός από αλκοόλ>> μου απάντησε εκείνη.
Πήγα στην κουζίνα και την έβαλα χυμό. Μόλις πήγα στο σαλόνι και πήγα να της προσφέρω τον χυμό, πρόσεξα ότι εκείνη κοιτούσε άφωνη κάτι στον τοίχο, απέναντι της.
<<Τι συμβαίνει γλυκιά μου;>> την ρώτησα και κοίταξα κι' εγώ. Η γη έφυγε κάτω από τα πόδια μου. Η Ξένια κοιτούσε μια φωτογραφία μου στον τοίχο, που ήμουν παιδάκι. Δεν ήμουν δέκα χρονών, αλλά οχτώ. Πάντως η διαφορά ήταν μηδενική και με αναγνώρισε αμέσως, όπως ήταν φυσικό.
<<Μπάμπη...>> έκανε η κοπέλα με περιέργεια. <<Είσαι εκείνος...>>.
<<Ποιος εκείνος;>> έκανα εγώ και καλά ότι δεν καταλάβαινα. Από την έκφραση μου όμως πιστεύω ότι φαινόταν πως καταλάβαινα και είχα έρθει και σε πολύ δύσκολη θέση. <<Δεν μπορεί να μην το ξέρεις>> μου είπε εκείνη. <<Δεν μπορεί να μην το κατάλαβες ποτέ εδώ και τρεις μήνες. Δεν μπορεί να μην σκέφτηκες ότι μοιάζω με εκείνο το κορίτσι που γνώρισες κάποτε>> έμεινε να με κοιτάει στο πρόσωπο.
Η έκφραση μου με πρόδωσε. <<Μα, και φυσικά το κατάλαβες...>> μου είπε.
<<Το ήξερες από την αρχή ποια ήμουν και προτίμησες να μην μου το πεις>>. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήρε την τσάντα της.
<<Όλα είναι μια παρεξήγηση>> της είπα.
<<Παρεξήγηση;>> είπε εκείνη. <<Τι είδους παρεξήγηση; Ήσουν ο εφιάλτης των παιδικών μου χρόνων. Σε έβρισκα παντού μπροστά μου και δεν είχα φίλους εξαιτίας σου για τέσσερα χρόνια! Από τα εννιά μου έως τα δεκατρία μου!>>.
<<Ξένια. Σε παρακαλώ, άκουσε με. Δεν ήθελα ούτε μια φορά να σε τρομάξω. Απλά ήθελα να ήμουν συνέχεια μαζί σου. Ήθελα να είμαι φίλος σου. Έτσι ήμουν ευτυχισμένος>>.
<<Και εγώ; Για θυμήσου λίγο. Ήμουν ευτυχισμένη καθώς με ανάγκαζες εσύ κάθε μέρα να είμαι μαζί σου; Με τρόμαζες Μπάμπη. Ήμουν απλά ένα κοριτσάκι που ήθελε να παίζει ανέμελα με τις φίλες της>>.
<<Είμαι κόπανος>> της είπε. <<Το ξέρω. Σου έκανα κακό όμως δεν το ήθελα. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου>>.
<<Και τώρα, μετά από δέκα χρόνια που ξανά συναντηθήκαμε, γιατί δεν μου είπες ότι ήσουν εκείνος;>>.
<<Γιατί εκείνον δεν ήθελες ούτε να τον δεις, ενώ τον σημερινό ''Μπάμπη'' τον ήθελες. Ο σημερινός Μπάμπης δεν σε τρομάζει και δεν τον θεωρείς περίεργο. Ήθελα να ξεχάσουμε τα παλιά>> της είπα.
<<Όχι! Θα ξεχνούσαμε τα παλιά αν μου έλεγες ποιος είσαι και αποφασίζαμε να τα ξεχάσουμε μαζί τα παλιά. Με κορόιδεψες. Ακριβώς όπως όταν ήμασταν παιδιά μου επέβαλες την σχέση μαζί σου με το να μην μου πεις ότι είσαι εκείνος!>>.
Πλησίασε την πόρτα και πήγε να φύγει.
<<Μην φύγεις, σε παρακαλώ. Άκουσε με. Δεν είμαι όπως ήμουν>>.
<<Και όμως... Νομίζω ότι είσαι ακριβώς ο ίδιος>> μου απάντησε και έφυγε>>.
Ο Μπάμπης τελείωσε την ιστορία που τον βασάνιζε και με κοίταξε.
<<Χάλια τα έχω κάνει. Νιώθω πραγματικά απαίσια. Της έκανα κακό, μια φορά στο παρελθόν, και μια φορά τώρα που την πλήγωσα τόσο>>.
<<Είναι δυνατόν να μην ανακάλυπτε ποτέ ότι ήσουν εσύ το παιδί των παιδικών της χρόνων;>> τον ρώτησα.
<<Αργά η γρήγορα θα το καταλάβαινε. Η θα θυμόταν το πρόσωπο σου η θα της ερχόταν καμία ανάμνηση>>.
<<Τα θαλάσσωσα μαζί της ξανά. Είχα μια δεύτερη ευκαιρία και την άφησα να μου φύγει. Καλά να πάθω>>.
<<Σκέφτηκες να της ζητήσεις συγνώμη;>>.
<<Της ζήτησα πολλές φορές>>.
<<Από την περιγραφή που μου κάνεις τόση ώρα, εγώ δεν άκουσα κάτι τέτοιο. Άκουσα να λες ''σε παρακαλώ, άκουσε με'' και άλλα παρόμοια. Άκουσα να λες ακόμα και ''είμαι κόπανος''. Δεν άκουσα όμως να λες ''σε παρακαλώ, συγχωράμε''. Εκτός αν το είπες σε εκείνη, και δεν το ανέφερες τώρα>>. Ο Μπαμπής έμεινε λίγο να το σκεφτεί.
<<Όχι>> είπε. <<Νομίζω ότι έχεις δίκιο. Δεν της ζήτησα συγνώμη. Λες να πιάσει αν της πω συγνώμη;>>.
<<Μπορεί να πιάσει. Δεν το δοκίμασες για να ξέρεις>>.
<<Θα δοκιμάσω>>.
<<Καλή σου τύχη τότε>> του είπα.
<<Λες να με συγχωρέσει;>> με ρώτησε.
<<Αν το εννοείς πραγματικά και το μετάνιωσες, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην το κάνει>> του απάντησα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top