Άτιτλο κεφάλαιο 4
4.
Το βράδυ, όταν έπεσε για τα καλά το σκοτάδι {δεν μπορούσα να υπολογίσω ακριβώς την ώρα} οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, άρχισαν να αποχωρούν πάλι για τα σπίτι-κουτιά τους.
Το φεγγάρι, σαν τον πρωταγωνιστή μι' ας παραστάσεις, έλαμπε στην μέση του ουρανού. Ο ελαφρύς αέρας έφερε στο πρόσωπο μου ένα ευωδιαστό άρωμα. Ένα άρωμα που μπορούσαν να το αναγνωρίσω εύκολα τώρα πια. Η Μαριάννα ερχόταν προς το μέρος μου, με τα ίδια ρούχα που την είδα να φεύγει πριν ώρες. Ο μαυρούλης έφυγε για λίγο από δίπλα μου για να την καλωσορίσει, περπατώντας χαρούμενα κοντά της.
<<Γεια>> μου είπε όταν με πλησίασε αρκετά. <<Τώρα σχόλασα. Εσύ τι κάνεις;>>.
<<Απολαμβάνω τον χρόνο μόνος μου>> απάντησα και έκλεισα την Αγία Γραφή που διάβαζα. Την φύλαξα πάλι στο σακίδιο μου. Τα σκούρα, μακριά, μαλλιά της ανέμισαν από ένα στιγμιαίο, δυνατό αεράκι. Αγκάλιασε με τα χέρια της τα μπράτσα της και τουρτούρισε από τον ψυχρό αέρα.
<<Έχει κρύο... Πως θα την βγάλεις εδώ όλο το βράδυ;>>.
<<Θα είμαι μια χαρά>> είπα με σιγουριά. <<Δεν έχω ανάγκη εγώ>>.
<<Θα ξεπαγιάσεις>> επέμενε.
<<Έχω ζήσει και πολύ χειρότερα κρύα από αυτό. Θα το αντέξω άνετα>>.
Ο αέρας δυνάμωσε κι' άλλο, σαν να θέλει να φέρει αντίρρηση σε αυτά που έλεγα.
<<Σήκω...>> μου είπε η κοπέλα. <<Έλα! Θα σε βάλω να κοιμηθείς στον καναπέ, στο σαλόνι μου>>.
<<Μαριάννα... Πραγματικά, δεν χρειάζεται>>.
<<Δεν μπορώ να σε αφήσω να κοιμηθείς όλο το βράδυ εδώ έξω>> μου είπε.
<<Εδώ και χρόνια κοιμάμαι έξω τα βράδια. Δεν είναι κάτι που δεν μπορώ να αντέξω>>.
<<Έλα τώρα! Σήκω! Δεν είναι απαραίτητο να υποστείς όλο το κρύο που έρχεται>>.
<<Μαριάννα. Δεν σου έχουν πει ποτέ οι γονείς σου να μην προσκαλείς έναν άγνωστο να κοιμηθεί σπίτι σου;>>.
<<Δεν είναι το ίδιο>> μου είπε. <<Εσύ είσαι καλός άνθρωπος>>.
<<Αυτή η σιγουριά σου είναι κολακευτική>>.
<<Έλα τώρα. Σήκω. Θα είναι άνετα στον καναπέ μου>>.
<<Σε ευχαριστώ, αλλά όχι. Θα είμαι μια χαρά εδώ>>.
<<Μα, είπες ότι τύχαινε να σε φιλοξενήσουν όταν είχε κρύο. Δεν αρνιόσουν>>.
<<Δεν μου αρέσει να γίνομαι βάρος σε κανέναν. Αυτό δεν είναι κρύο. Όχι για μένα τουλάχιστον. Έχω επιλέξει αυτόν τον τρόπο ζωής και αν δεν είναι απαραίτητο, δεν δέχομαι φιλοξενία από κανέναν. Δεν είναι αγένεια που αρνούμαι να ανέβω. Είναι απλά τρόπο ζωής. Κάποια στιγμή θα καταλάβεις την διαφορά>>.
<<Έλα μωρέ...>> προσπάθησε άλλη μία, αδύναμη φορά.
<<Πραγματικά, δεν χρειάζεται. Ευχαριστώ πάντως που με σκέφτηκες>> απάντησα με έναν τόνο στην φωνή που έδειχνε ότι δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Η Μαριάννα άρχισε να τρέμει έντονα από το κρύο και να τουρτουρίζει δυνατά. Για μένα αυτό το κρύο μπορεί να έμοιαζε απλά με δροσιά, γι' αυτήν όμως ήταν πιο δυνατό.
<<Πάνε σπίτι σου>> της είπα.
<<Και εσύ;>> με ρώτησε.
<<Εγώ είμαι ήδη σπίτι μου>> της θύμισα.
<<Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να σε πείσω;>> ρώτησε τρέμοντας.
<<Όχι... Πάνε σπίτι σου>>.
<<Καλά λοιπόν>> λύγισε εκείνη. <<Καληνύχτα. Τα λέμε>>.
<<Καληνύχτα>>.
Απομακρύνθηκε από εμένα και χάθηκε πίσω από την είσοδο της πολυκατοικίας της. Άνοιξα τον σάκο μου και έβγαλα τον υπνόσακο μου. Τον ξεδίπλωσα πάνω στο παγκάκι και μπήκα μέσα.
<<Καληνύχτα μαυρούλη>> είπα στον σκύλο και έκλεισα τα μάτια μου. Άρχισα να βυθίζομαι σε ένα πολύχρωμο όνειρο γεμάτο ακανόνιστα σχήματα. Το όνειρο σιγά, σίγα άρχισε να αποκτάει και το δικό του, προσωπικό άρωμα. Ένα άρωμα που γνώριζα καλά τώρα πια, όμως μέσα στον ύπνο μου δεν μπορούσα να καταλάβω από που ακριβώς προερχόταν. Ήταν ευωδιαστό και γλυκό και μύριζε σαν άνοιξη... και μου θύμιζε και λίγο την νύχτα. Το όνειρό απέχτησε και την δική του φωνή... Ήταν νεανική και γυναικεία.
<<Ξύπνα...>> μου είπε η φωνή του ονείρου από μακριά. Η φωνή συνέχισε αδύναμη.
<<Ξύπνα>> συνέχισε να μου λέει η φωνή και το μυαλό μου άρχισε σιγά, σιγά να ξυπνάει. Τρεμόπαιξαν τα μάτια μου και η φωνή έγινε λίγο πιο δυνατή.
<<Ξύπνα>> είπε για τρίτη φορά και άνοιξα τελείως τα μάτια και η φωνή από θολή και μακρινή, έγινε καθαρή και πολύ κοντινή.
<<Τι;>> ρώτησα μπερδεμένος και κοίταξα ψηλά. Μια γυναικεία σιλουέτα ήταν από πάνω μου. Φαινόταν το σκούρο περίγραμμα του σώματος της και από πάνω ο σκούρος ουρανός με τα αστέρια. Τώρα θυμήθηκα και αναγνώρισα το άρωμα.
<<Μαριάννα;>> ρώτησα για να σιγουρευτώ. <<Ξύπνησες επιτέλους;>> μου είπε.
<<Τι... τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;>> την ρώτησα.
<<Σήκω!>> μου απάντησε εκείνη.
<<Αφού σου είπα. Δεν πρόκειται να έρθω να κοιμηθώ σπίτι σου. Πρέπει να μάθεις να μην προτείνεις σε αγνώστους να έρθουν στο σπίτι σου. Εγώ δεν θα σου έκανα κακό, άλλος όμως θα έβρισκε την ευκαιρία και...>>.
<<Σήκω βρε>> με διέκοψε εκείνη.
<<Προσπαθώ να κοιμηθώ εδώ>> μουρμούρισα κουρασμένος και ανακάθισα στο παγκάκι.
<<Ωραία>> έκανε εκείνη. <<Πάνε τώρα πιο πέρα>>.
<<Γιατί;>>.
<<Κάνε μου χώρο...>> μου είπε εκείνη. Έκανα λίγο πιο πέρα και της έκανα χώρο. Είδα έκπληκτος την κοπέλα να κάθεται δίπλα μου. Είχε μαζί της μια μεγάλη, παχιά κουβέρτα. Η κοπέλα βολεύτηκε πάνω στο παγκάκι και σκεπάστηκε με την παχιά, ζεστή κουβέρτα. Η κουβέρτα απλώθηκε και πάνω μου. Σκέπασε όλο το παγκάκι και ξεχείλισε, αριστερά δεξιά και μάλλον ακουμπούσε και ελάχιστα κάτω. Κουνήθηκε λίγο η κοπέλα μέχρι να βολευτεί εντελώς. Τελικά κάθισε οκλαδόν και σκεπαστικέ ως τον λαιμό της.
<<Τι κάνεις;>> την ρώτησα. <<Δεν μπορώ να σε αναγκάσω να έρθεις πάνω, στο σπίτι μου. Όμως εσύ δεν μπορείς να με διώξεις από' δω. Το παγκάκι είναι δημόσιο>>.
<<Μάλιστα... Δεν μπορείς να με αναγκάσεις να ανέβω πάνω, και είπες να με τιμωρήσεις με αυτόν τον τρόπο>>.
<<Δεν είναι τιμωρία. Θα σου κάνω παρέα και θα ζεσταθείς με την κουβέρτα>>.
<<Προσπάθησα τόσες φορές να σου εξηγήσω ότι δεν χρειάζομαι την ζεστασιά ενός σπιτιού. Κοιτά, η κουβέρτα σου κυλιέται λίγο κάτω>> της είπα και κοίταξα κάτω.
<<Θα την βάλω για πλύσιμο μετά>> απάντησε εκείνη.
<<Να σου πω. Μήπως η γειτονιά δεν με θέλει εδώ και σε έχουν βάλει να με διώξεις με τον τρόπο σου;>>.
<<Η γειτονιά δεν μου μιλάει καν...>> μου απάντησε εκείνη. Ξεφύσησα νυσταγμένος.
<<Γιατί δεν πας σπίτι σου να κοιμηθείς;>>.
<<Κατάλαβα... Ούτε εσύ με θέλεις για παρέα σου, όπως και οι άλλοι γείτονες>> μου είπε.
<<Τι είναι αυτά που λες βρε γλυκιά μου; Αυτά είναι χαζά και το ξέρεις. Απλά προτιμώ να κοιμηθείς άνετα στο κρεβάτι σου>>.
<<Δεν είναι σωστό να σε αφήσω μόνο σου, μέσα στο κρύο>>.
<<Για μένα δεν έχει κρύο>>.
<<Υπερβολές>> έκανε εκείνη.
<<Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να σε πείσω, έτσι;>> χρησιμοποίησα επίτηδες τα λόγια που μου είχε πει.
<<Όχι>> γέλασε εκείνη καθώς τα θυμόταν. Ακούμπησε πίσω το κεφάλι της και κοίταξε τον μαύρο, βελούδινο, απέραντο ουρανό.
<<Είναι πιο όμορφος από την προηγούμενη φορά>> ψιθύρισε.
<<Είναι...>> συμφώνησα κοιτώντας τον κι' εγώ. Ο κρύος αέρας, φυσούσε απαλά τα φύλλα πάνω στα δέντρα και εκείνα σάλευαν σαν να έτρεμαν από το κρύο. Η ησυχία ήταν απολαυστική και απέραντη, σαν τον ουρανό.
<<Κατάλαβα γιατί σου αρέσει τόσο εδώ...>> είπε απαλά η Μαριάννα.
<<Αν δεν σε τρομάζει το σκοτάδι και η ησυχία είναι όμορφα... Έχει και τα καλά του. Δεν πληρώνεις νίκη>>.
Χαμογέλασε και δεν απάντησε.
<<Έφαγες τίποτα;>> με ρώτησε.
<<Έφαγα. Μου έφερε ο Μπάμπης>>. <<Ποιος είναι ο Μπάμπης;>>.
<<Ένας φίλος. Αυτός που δουλεύει στο σαντουιτσάδικο εκεί πέρα. Καλά, δεν ξέρεις κανέναν από την γειτονιά σου;>>.
<<Μπα... Δεν νομίζω ότι χρειάζεται>> μου απάντησε. Πάλι δεν είπα τίποτα. Δεν είχα σκοπό να της πω ότι σκεφτόταν λάθος. Θα το καταλάβει από μόνη της. Ο μαυρούλης κοιμόταν, ξαπλωμένος δίπλα στο παγκάκι. Τον ζήλευα λίγο που μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. Ο απαλός ήχος των φυλλωμάτων, καθώς κουνιόντουσαν από τον αέρα ήταν πολύ νανουριστικός και τα μάτια μου έκλειναν.
<<Με ρώτησαν για σένα οι φίλοι μου, τις προάλλες>> μου είπε.
<<Α, ναι;>> έκανα αδιάφορα εγώ. Αυτό ήταν κάτι που δεν με ένοιαζε καθόλου.
<<Ναι. Η κολλητή μου και το αγόρι μου. Εκείνο το βράδυ που ήρθαν να με πάρουν με είδαν να κάθομαι μαζί σου... Δεν ενθουσιάστηκαν που σου μιλούσα. Νομίζουν ότι μπορείς να μου κάνεις κακό>>.
<<Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να πειράξω ούτε μυρμήγκι>>.
<<Το ξέρω πολύ καλά αυτό>> μου απάντησε με σιγουριά.
<<Που το ξέρεις;>> την ρώτησα περίεργος.
<<Δεν χρειάζεται να είμαι ιδιαίτερα έξυπνη για να το καταλάβω...>>.
Έσφιξε πάνω της πιο πολύ την κουβέρτα. <<Αυτό φαίνεται. Ίσως να είσαι ο πιο ακίνδυνος άνθρωπος που υπάρχει αυτήν την στιγμή>>.
Γέλασα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. <<Και εμπιστεύεσαι τόσο εύκολα αυτό που φαίνεται ότι είμαι;>> την ρώτησα.
<<Εμπιστεύομαι εσένα απόλυτα>> μου είπε.
<<Απόλυτα να μην εμπιστεύεσαι ούτε τον εαυτό σου. Μαριάννα. Τον Κύριο μόνο να εμπιστεύεσαι απόλυτα. Σοβαρά τώρα. Θεωρώ πολύ ανεύθυνο το ότι με προσκάλεσες να μείνω σήμερα στο σπίτι σου. Δεν ξέρεις ποιος είμαι ούτε τι θα ήμουν ικανός να κάνω. Είσαι μια νέα γυναίκα μόνη σου στο σπίτι. Δεν κάνει να εμπιστεύεσαι τους αγνώστους...>>.
<<Κάτι ξέρω κι' εγώ από ανθρώπους>>.
<<Η αλήθεια μπορεί να σε έκπληξη>> της απάντησε, και ότι κατάλαβε, κατάλαβε.
<<Αν ήθελες να μου κάνεις κακό, θα μου έκανες και εκείνο το βράδυ που με βρήκες μεθυσμένη και με γύρισες σπίτι μου>>.
<<Άσχετο αυτό>>.
<<Θα μπορούσες να με πειράξεις ποτέ;>> με ρώτησε.
<<Εννοείτε πως όχι>>.
<<Ε, τότε γιατί την κάνουμε αυτήν την συζήτηση; Μην φοβάσαι. Δεν πρόκειται να ξανά προσκαλέσω κανέναν άγνωστο στο σπίτι μου. Εντάξει τώρα;>>.
<<Εντάξει...>>.
Κοίταξε τριγύρω την ατμόσφαιρα. Ήταν όλα τόσο διαφορετικά από το να τα βλέπεις μέρα. Το έρημο πάρκο, τα κλειστά μαγαζιά, η αδιαπέραστη ησυχία που υπήρχε αν δεν μιλούσε η Μαριάννα... Ο άνεμος έκανε ένα απαλό βουητό και έσπρωχνε απαλά τις κούνιες στην παιδική χαρά, κάνοντας τις να κουνηθούν αργά, τρίζοντας.
<<Σου αρέσει πραγματικά να κοιμάσαι έξω>> μου είπε εκείνη.
<<Ναι. Όταν με αφήνουν φυσικά να κοιμηθώ>>.
Χαμήλωσε ντροπαλά το κεφάλι και κατάλαβα ότι μόλις θυμήθηκε ότι ήταν το δεύτερο βράδυ που με άφηνε ξάγρυπνο>>.
<<Γιατί σου αρέσει τόσο να κοιμάσαι έξω;>> με ρώτησε με περιέργεια.
<<Άκου λίγο αυτό...>> της είπε και έμεινα ακίνητος και αμίλητος. Έκανε το ίδιο και εκείνη. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας με κοίταξε με απορία.
<<Τι;>> ρώτησε μπερδεμένη.
<<Σς...>> της διέκοψα.
<<Πες μου, τι ακούς τώρα;>>. Αφουγκράστηκε λίγο ακόμα.
<<Τίποτα>> είπε τελικά.
<<Τι νιώθεις;>> την ρώτησα.
<<Τίποτα>> είπε πάλι εκείνη παραξενεμένη.
<<Ακριβώς>> απάντησα εγώ. <<Και ξέρεις γιατί δεν ακούς και δεν αισθάνεσαι τίποτα; Γιατί όλοι κοιμούνται. Είσαι μόνη σου. Είναι η πιο τέλεια στιγμή για να ακούσεις και να σε ακούσει ο Θεός. Νιώθεις την δική σου ηρεμία. Το πρωί, μόλις ξυπνήσουν όλοι οι άνθρωποι που κοιμούνται τώρα εδώ γύρο, αυτό θα αλλάξει. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν θα είσαι μόνη σου πια. Μερικοί θα έχουν ξυπνήσει στραβά. Άλλοι θα βρίζουν την τύχη τους που πρέπει να σηκωθούν και να πάνε στην δουλειά και πάει λέγοντας. Όλα αυτά μπορεί να μην τα ακούς με τα αυτιά σου, όμως το σώμα σου τα δέχεται και τα τραβάει σαν μαγνήτης. Έτσι επηρεάζεται και η δική σου διάθεση. Τώρα δεν υπάρχει κανένας να σε επηρεάσει. Γι' αυτό μου αρέσει να κοιμάμαι έξω την νύχτα. Είμαι μόνος... μαζί με τον Θεό. Όλοι κοιμούνται μέσα στα σπίτια-κουτιά τους>>. Συνέχισε να με κοιτάει με προσοχή.
<<Καταλαβαίνω>> ψιθύρισε.
<<Μην σου μπαίνουν ιδέες να έρχεσαι κάθε βράδυ εδώ>> της είπα γελώντας εγώ.
<<Θα δείξει...>> απάντησε κι' εκείνη με ένα χαμόγελο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top